Το ροζ που δεν ξέχασες
Αν αυτό το ραντεβού ήταν γλυκό, θα ήταν μακαρόν από το καλύτερο ζαχαροπλαστείο
Πέρασε μια εβδομάδα από την τελευταία μας συνάντηση και ο Απόλυτος ανακάλυψε ότι «ξέχασε» ένα από τα cd μου, το οποίο «προσφέρθηκε» να φέρει ο ίδιος πάλι. Θα πίστευα ότι τσιγκουνευόταν το κούριερ, αν δεν ήμουν πεπεισμένη ότι όλο αυτό το σόου ήταν μία αφορμή για να μου μιλήσει. Τρόπος για να αντιμετωπίσει τις τύψεις του από τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι η 7μηνη επανασύνδεσή μας μου έκανε περισσότερο κακό παρά καλό.
Όταν χτύπησε το κουδούνι, απάντησα στο θυροτηλέφωνο ότι κατεβαίνω στην είσοδο. Για κακή μου τύχη όμως κάποιος άλλος από την πολυκατοικία του άνοιξε πριν προλάβω να αντιδράσω. Ανοίγοντας την πόρτα κατάλαβα πως είχε καλέσει ήδη το ασανσέρ για να ανέβει πάνω. Πανικόβλητη, βγήκα έξω από το διαμέρισμα, έτοιμη να δω τη γιγαντόσωμη φιγούρα του να ξεπροβάλλει.
Όταν εμφανίστηκε όμως, ήταν διαφορετικός. Ίδιος με μια πρώτη ματιά αλλά διαφορετικός, σα να είχε αλλάξει χρώμα η αύρα του. Ένα ηλίθιο, αμήχανο χαμόγελο έμεινε κολλημένο στο πρόσωπό του καθώς άπλωνε τα χέρια του από απόσταση για να μου παραδώσει το cd, με τον ίδια προσοχή που πλησιάζεις μια φωτιά γνωρίζοντας πως πολύ κοντά θα σε κάψει. Είπε κάτι δήθεν αστείο, αλλά για πρώτη φορά δεν γέλασα.
Για πρώτη φορά ένιωθα την καρδιά του να χτυπάει δυνατά από φόβο. Λες και όλη αυτή η αυτοπεποίθηση και το παράστημα που είχα αγαπήσει σε αυτόν τον άνδρα ήταν ένα κοστούμι που βγήκε μετά το χωρισμό. Η ιστορία του Δαβίδ και του Γολιάθ ξαναζωντάνευε μπροστά στα μάτια μου, καθώς τον κάρφωνα με το πέτρινο βλέμμα μου και ένιωθα την ήττα του. Ο Απόλυτος συνειδητοποιούσε όπως κάθε άνδρας ότι τον κοιτούσαν τα ίδια μάτια με διαφορετικό βλέμμα, αυτό της απομυθοποίησης. Με ρώτησε αν είμαι καλά και σχεδόν ανακουφισμένος χώθηκε στο ασανσέρ. Εγώ άνοιξα αργά την πόρτα του διαμερίσματος. Χωμένος πλέον σε ασφαλή κρυψώνα, από την οποία δε μπορούσα να δω το πρόσωπό του, πρόλαβε να ρωτήσει: «Θα μιλήσουμε, έτσι;».
Δεν ήξερα αν ήθελα να του μιλήσω, μόνο ότι ήλθε για μια καταφατική απάντηση σε αυτήν την ερώτηση. «Ναι» απάντησα. Ευχήθηκα να μην κάνει τη θεαματική κίνηση που σύμφωνα με τους φίλους θα είναι το επόμενό του βήμα. Δεν θέλω πια να ξέρω. Αυτό που ήθελα να μάθω το είδα στην καρικατούρα του εαυτού του στην οποία έκλεισα αποφασιστικά την πόρτα για δεύτερη, συνεχόμενη φορά. Ήξερα ότι με θέλει, ήξερα ότι με σκέφτεται και ήξερα ότι του προκαλώ αμηχανία. Όμως για μένα δεν ήταν πια ο μύθος μου, αλλά ένας δειλός, εγωιστής που με εκμεταλλεύτηκε, έκλεψε το χρόνο και τη ζωή μου και με έκανε να μην αισθάνομαι αρκετή για να με κρατήσει δέσμια σε αυτήν τη λειψή σχέση.
Ήξερα όμως ότι εγώ για εκείνον ήμουν η Μελίνα της χαράς και της ευχαρίστησης, με τη γλυκιά φωνή και το όμορφο χαμόγελο, που χωνόταν σαν παιδί στην αγκαλιά του κάθε φορά που τον έβλεπε. Το άρωμα από ροζ τριαντάφυλλα, τα αποτυπώματα από lip gloss στο πρόσωπό του, τα sexy εσώρουχα με ψηλά τακούνια αλλά κυρίως το βλέμμα «Μωρό μου είσαι ο καλύτερος» που δε θα άφηνε κανέναν ασυγκίνητο. Ενώ λοιπόν μακριά από εμένα εκείνος ένιωθε ότι έχανε τον έρωτα και βούλιαζε στη φθορά του έγγαμου βίου, εγώ αποφάσισα ότι μου αξίζει κάποιος καλύτερος. Να μην τα παρατήσω αλλά να βγω πιο δυνατή και αισιόδοξη από αυτό το τούνελ στο οποίο είχα εγκλωβιστεί το τελευταίο δίμηνο.
Ο Α., ενεργό μέλος στην πολιτική σκηνή του τόπου με φλέρταρε από το χειμώνα αλλά δεν ανταποκρινόμουν. Αποφάσισα όμως να βγω μαζί του, καθότι αφιέρωνε χρόνο να μου γράψει όμορφα λόγια. Στο δεύτερο ραντεβού-παρά την προσπάθειά του- είχα ήδη αποφασίσει ότι δεν είναι ο τύπος μου, ενώ εκείνος σαν τον Pepe Le Pew μου φιλούσε το χέρι και με κοιτούσε με δέος ερωτοχτυπημένου. Όμως έλειπε κάτι που κάνει τη διαφορά: η χημεία. Έτσι αρνήθηκα κάθε συνέχεια.
Όταν ο Σ. από τη Θεσσαλονίκη μου είπε ότι ήλθε στην Αθήνα, δέχτηκα να τον συναντήσω καθότι οι δυο μας μιλούσαμε καιρό σα να γνωριζόμασταν με ένα ανεξήγητο τρόπο. Είχαμε κοινούς γνωστούς και όταν μου έστειλε μήνυμα φιλίας στο facebook σκέφτηκα ότι έχει υπέροχο χαμόγελο. Ντυμένη με ένα απαλό ροζ σύνολο και μία πασμίνα σε έντονο ροζ έφτασα στο roof bar του ξενοδοχείου. Γελάσαμε και οι δύο από μακριά. Το πουκάμισό του ήταν στην ίδια απόχρωση με την πασμίνα μου. Και το αληθινό του χαμόγελο ήταν πιο εθιστικό από το ψηφιακό, τόσο που δεν κατάλαβα καν πότε πέρασαν τέσσερις και κάτι ώρες μαζί του. Αν αυτό το ραντεβού ήταν γλυκό, θα ήταν μακαρόν από το καλύτερο ζαχαροπλαστείο.
«Τι κρίμα να μένει στη Θεσσαλονίκη» σκέφτηκα μπαίνοντας στο σπίτι. Άνοιξα το κινητό μου και μου είχε στείλει μήνυμα για «καληνύχτα». Είχα περάσει όμως τόσο μαγικά που κοιμήθηκα με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου, σίγουρη ότι ήθελα πολύ να τον ξαναδώ. Κι όλα έγιναν ροζ, τόσο προκλητικά ροζ που δεν ξεχνιέται…Γιατί εκείνος τα έκανε αξέχαστα...