Ποτέ δε μπορείς να εξηγήσεις με επιχειρήματα γιατί οι δολοφόνοι και οι άνδρες επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος
Καραβάκι στα λασπόνερα
Ξαφνικά βρισκόμουν κολλημένη στις λάσπες της μνήμης, χωρίς προορισμό μπροστά και χωρίς πατρίδα πίσω
Έβρεξε πάλι. Χωρίς την παραμικρή διάθεση για αποκριάτικα πάρτυ βγήκα στον κήπο της πολυκατοικίας να μυρίσω το βρεγμένο γρασίδι και τη μυρωδιά του νωπού χώματος. Έφτιαξα κι ένα χάρτινο καραβάκι, σκίζοντας τη διεύθυνση μιας εταιρίας που πήγα για συνέντευξη από το σημειωματάριό μου. Έριξα το καραβάκι μου στα λασπόνερα και έμεινα να το παρατηρώ.
Μου θύμισε όλα μου τα όνειρα τον τελευταίο ένα χρόνο, που από καλοτάξιδα, θαρραλέα καραβάκια βούλιαξαν στα βρώμικα νερά της πραγματικότητας. Άλλωστε, πώς μπορεί κανείς να συνεχίσει να ονειρεύεται σε αυτή τη χώρα;
Ο ήλιος μπορεί να κρύφτηκε προσωρινά, αλλά οι προοπτικές μας για μια καλύτερη ζωή θαρρείς πως έχουν κρυφτεί για πάντα. Έχοντας χάσει πρόσφατα τη δουλειά μου βρέθηκα σε αυτήν την κατάσταση που περιμένεις να χτυπήσει το τηλέφωνο και να σε καλέσουν σε κάποια συνέντευξη. Πέρασαν μέρες και εβδομάδες χωρίς να ακουστεί ούτε μια φορά ο ήχος της κλήσης. Ούτε στα φοιτητικά μου χρόνια, που είχα μηδαμινή εργασιακή εμπειρία δε μου είχε συμβεί κάτι αντίστοιχο.
Ύστερα, η απογοήτευση που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Φίλοι που υποσχέθηκαν να με βοηθήσουν αλλά δεν έκαναν τίποτα και υποψήφιοι εργοδότες που μου ζητούσαν να πάω για δουλειά αμισθί. Σε αυτήν τη φάση με βρήκαν τα νέα: ο Απόλυτος έχασε και εκείνος τη δουλειά του και βρισκόταν αντιμέτωπος με μια οικονομική καταστροφή, την ίδια περίοδο που εγώ έκλεινα δύο μήνες στη δική μου. Κάποιος με πλούσια φαντασία θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι έπιασαν οι κατάρες μου και το σύμπαν τον τιμώρησε.
Για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσα τη γλυκιά ανακούφιση της εκδίκησης, αυτό που αισθάνεσαι όταν τρώει τούμπα κάποιος που σε έχει βλάψει και αντιπαθείς. Όμως αυτό το συναίσθημα κράτησε πολύ λίγο και αντικαταστάθηκε από το ίδιο πικρό συναίσθημα της κατάρρευσης: όσα αγάπησα και επένδυσα σε αυτά χάθηκαν. Ακόμη και ο άνδρας που θεοποίησα, έγινε ένας κοινός θνητός με σπίτι, γυναίκα, παιδί, δάνεια, σε αναζήτηση εργασίας και με το αμάξι του προς πώληση. Άρχισα να συνειδητοποιώ τουλάχιστον ότι εκείνος έπαιζε το ρόλο του άτρωτου τόσα χρόνια και έκρυβε κάτω από το χαλί τα προβλήματα που είχε. Για να μην τον υποτιμήσω απλά…
Όλος μου ο κόσμος είχε καταστραφεί, η δουλειά μου, ο έρωτας μου, ο άνδρας που αγαπούσα, εγώ η ίδια. Και έπρεπε να αντικαταστήσω όσα αγάπησα με τόσο κόπο με νέα εγχειρήματα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες αυτό δε θα ήταν και τόσο δύσκολο. Όμως δε θα ήταν εύκολο να βρω καινούρια, συναρπαστική δουλειά σε μια χώρα που έχει καταστραφεί οικονομικά. Ούτε θα ήταν εύκολο να ερωτευτώ ξανά. Δύο φορές ερωτεύτηκα όλες κι όλες και είχαν σχεδόν 10 χρόνια διαφορά η μία με την άλλη.
Άρχισε να βρέχει πάλι. Μπήκα μέσα και προσπάθησα να χαζεύω τις ψιχάλες στο τζάμι χωρίς να σκέφτομαι, αλλά κυρίως χωρίς να θυμάμαι. Νοσταλγούσα τις στιγμές που είχα όνειρα και ήμουν ευτυχισμένη. Ξαφνικά βρισκόμουν κολλημένη στις λάσπες της μνήμης, χωρίς προορισμό μπροστά και χωρίς πατρίδα πίσω. Προσπάθησα να θυμηθώ πότε είχα ξαναβρεθεί σε ανάλογη κατάσταση και πήγα αρκετά χρόνια πίσω.
Τελικά, η μεγαλύτερη πλάνη σε αυτή τη ζωή είναι πως όταν έχεις περάσει πολλά, πιστεύεις ότι ο πόνος έχει ξεμπερδέψει μαζί σου. Νομίζεις ότι έχεις ξεχρεώσει με τη δυστυχία και θα σου συμβαίνουν μόνο καλά πράγματα στο εξής. Ύστερα τα δεινά σε χτυπάνε από πολλά μέτωπα: χάνεις ξαφνικά τη δουλειά σου ενώ ο άνδρας που αγαπούσες σε προδίδει με το χειρότερο τρόπο. Συγχρόνως άνθρωποι που θεωρούσες φίλους σου σε εγκαταλείπουν, μαζί με τον ίδιο σου τον εαυτό ο οποίος δεν έχει πια τη δύναμη να πιστέψει, να ονειρευτεί και να δημιουργήσει.
Μοιάζει να χάνεις την ικανότητά σου να παίρνεις χαρά και η έκφραση της μελαγχολίας παγώνει στο χαμόγελό σου. «Βλέπω ότι έχετε ένα εξαιρετικό βιογραφικό κυρία Μάνου. Έχετε κάνει σπουδαία πράγματα σε μια δύσκολη εποχή». Ο νέος μου συνεντευξιαστής εκθείαζε τις ικανότητές μου κι εγώ απλώς σκεφτόμουν ότι χάνω το χρόνο μου. «Η πιο ωραία παρουσία εδώ μέσα» σχολίαζε ο Γ. αμέσως μετά όταν εμφανίστηκα στο πάρτυ του για να εισπράξει ένα μουδιασμένο χαμόγελο.
Φοβόμουν πια να χαμογελάσω και να αισθανθώ χαρά. Το μετατραυματικό μου σοκ ήταν τέτοιο που είχα πείσει τον εαυτό μου ότι αν πετάξω πάλι στα σύννεφα, θα βρεθώ με τσακισμένα τα πλευρά μου κατά την πτώση. Ποιος πατάει εκείνο το κουμπάκι και ορίζει αν θα εκπληρωθούν τα όνειρά μας ή όχι; Τα αστέρια, οι άγγελοι, οι Μοίρες, ο χρόνος, οι πιθανότητες, το πεπρωμένο, το φως, το σκοτάδι, ένας αλγόρυθμος, κάτι πιο μεγάλο από εμάς ή εμείς οι ίδιοι; Κι αν τελικά εμείς ορίζουμε τις τύχες μας, πώς να δικαιολογήσω την κατάληξή μου στον ίδιο μου τον εαυτό;
Κανένας δεν μπορούσε να μου πει με βεβαιότητα πόσο θα κρατήσει αυτή η παρατεταμένη λύπη. Άρχισα να φοβάμαι ότι θα κρατήσει για πάντα. Ότι δε θα ξαναχαμογελάσω, δε θα χαρώ ξανά, δε θα πιστέψω ξανά στον εαυτό μου. Όχι μόνο βούλιαξε το καραβάκι μου σε εκείνη τη λακκούβα αλλά μαζί του βυθίστηκα κι εγώ…