Η A.V. αποχαιρετά το 2011

Βάγια Ματζάρογλου: Η μαμά μου κι εγώ

Μια Πέμπτη του 2011 πέθανε η μαμά μου. Καρκίνος. Άρρωστη τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Τέσσερα χρόνια κάναμε στενή παρέα. Φάρμακα, χημειοθεραπείες, εξετάσεις, αξονικές, τρελές αναμονές στα νοσοκομεία. Στα διαλείμματα, καφέδες, βόλτες, ψώνια, δρόμοι, κανονική ζωή. «Σε τρέχω και σένα, παιδάκι μου», έλεγε. «Ας ζει κι ας τρέχουμε», έλεγα από μέσα μου. Περιμένοντας να αδειάσει κρεβάτι ή να «πέσει το φάρμακο», προλάβαμε να τα πούμε όλα. Όσα δεν είχαμε πει 40 χρόνια σαν μάνα και κόρη.

Δεν πίστεψα ποτέ πως θα πεθάνει η μαμά μου. Αυτά συμβαίνουν στους άλλους, όχι σε μας. Τελικά «την έκανε». Μέσα σε τέσσερις μέρες. Αυτό που λένε «έσβησε». Σαν να αποφάσισε ότι κουράστηκε και αποσύρθηκε. Το προηγούμενο βράδυ ήταν μια χαρά. Μίλησε με τις εγγονές της στο skype, έφαγε, δεν έβηξε καθόλου. Κοιμήθηκε και, απλώς, δεν ξύπνησε.

image

Σε νεκροταφείο πήγα για πρώτη φορά τη μέρα της κηδείας. Μέρα γενικής απεργίας, το γραφειάκι του δήμου λειτουργούσε με προσωπικό ασφαλείας. Διαδικαστικά, «τρεις κατηγορίες, τρεις τιμές», πληρωμή. Ένας δημοτικός υπάλληλος ανέλαβε να με ξεναγήσει στις ομορφιές του τόπου για να διαλέξω θέση τάφου. Φτυστός ο Κουασιμόδος. Άρπαξα την πρώτη που μου πρότεινε. Δεν ήθελα πολλά κολλητιλίκια.

Το γραφείο τελετών που επιλέξαμε έχει θάψει όλο μας το σόι, είμαστε καλοί πελάτες. Ωστόσο, ο θείος Βασίλης τους έκανε σκληρό παζάρι για να πιάσει μια καλή τιμή. Το θαφτάδικο είναι οικογενειακή επιχείρηση. Ο μπαμπάς θαφτάς και η γυναίκα του κρατούν το μαγαζί. Μοιάζουν με λείψανα. Ο γιος, πάλι, που έχει αναλάβει το οργανωτικό μέρος, είναι σκέτος μπούλης. Είναι γείτονες, και τώρα που γνωριστήκαμε, πρέπει να τους χαιρετάω κάθε φορά που τους συναντώ. Γενικώς, όσοι κινούνται πέριξ των νεκροταφείων είναι… κάπως. Για παράδειγμα, οι δύο λουλουδούδες με το διαπεραστικό βλέμμα είναι σαν μάγισσες, ενώ οι κοπέλες στην αίθουσα μνημοσύνων σαν τη «νεκρή νύφη» του Μπάρτον.

Στο κηδειόχαρτο οι αδελφές της μαμάς επέμεναν να μη βάλουμε ηλικία. Υποθέτω για να μη μάθει ο κόσμος τη δική τους με τις σχετικές προσθαφαιρέσεις. Δεν τη βάλαμε. Η κηδεία ήταν άγριο πράγμα. Αν και είχε και τις χαριτωμένες στιγμές της. Ας πούμε, ο παπάς στο κήρυγμα αποδείχτηκε φανατίλα λάτρης του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, ενώ τα κοράκια, με τα γκρι κοστουμάκια τους, συντόνιζαν την τελετή σαν μετρ μπουζουξίδικου ή σαν αεροσυνοδοί. Μας μοίρασαν μέχρι και αρωματικά μαντηλάκια! Στην «αίθουσα δεξιώσεων» το κλίμα ήταν πιο ανάλαφρο. Άκουγες πνιχτά γέλια, ιστορίες για το πόσο καλός άνθρωπος ήταν η μαμά, πολιτικές και οικονομικές συζητήσεις. Και έβλεπες πολλά μάτια-περισκόπια.

Τα τριήμερα έπεσαν Σάββατο και ο παπάς είχε πολλή δουλειά. Ο θείος Βασίλης τον κυνήγησε σε όλο το νεκροταφείο για να μας τον φέρει. Στο τέλος του σφήνωσε μέσα στο χέρι, όχι πολύ διακριτικά ομολογουμένως, ένα δεκάευρο. Τον στραβοκοιτάξαμε για τη χοντράδα του. Μια γειτόνισσα μας μάλωσε, αλλά για άλλο λόγο. «Τον κακομαθαίνετε τον πάπαρο. Δύο ευρώ, και άμα θέλει. Για πέντε λεπτά που μουρμουράει θα πάρει δέκα ευρώ; Είστε τρελοί;» ΟΚ, αλλά στο νεκροταφείο δεν σου πάει καρδιά να κάνεις ματζιριές, σου πάει; Στα εννιάμερα δεν χρειάστηκε να κυνηγήσουμε τον «πάπαρο», έτρεξε μόνος του κοντά μας. Πλέον μοιάζει αιώνια δικός μας.

Πριν τα σαράντα έπρεπε να βγάλω άδεια οικοδόμησης τάφου και να διαλέξω σχέδιο. Νέα ξενάγηση στα μνήματα, από τον μαρμαρά αυτή τη φορά, για να δω «τη δουλειά του». Ωραία δουλειά! Ο συγκεκριμένος είναι πολύ δυνατός στο φινίρισμα και το σταυρό. Τρεις κατηγορίες, τρεις τιμές και εδώ. Οι θείες μού έδωσαν νέα ευχή και κατάρα: «Δεν θα βάλεις ηλικία στο μνήμα». Ο μαρμαράς έδειξε μεγάλη κατανόηση, είπε: «Ό,τι πείτε. Αν θέλετε, εγώ γράφω και μαϊμού ηλικία, πολλοί μου το ζητάνε». Το σκεφτήκαμε για μερικά λεπτά, μετά το θεωρήσαμε παρατραβηγμένο να γράψουμε ψέματα σε τάφο.

Να μην τα πολυλογούμε, το μνήμα στήθηκε ωραίο και τριζάτο, τα διαδικαστικά τελείωσαν, τα μνημόσυνα αραίωσαν, τα μαύρα βγήκαν, κάθε προκατάληψη απέναντι στα νεκροταφεία χάθηκε - οι δικοί μας άνθρωποι βρίσκονται και εκεί. Με τούτα και με κείνα, πέρασαν εννιά μήνες. Εμείς, αλλού. Σαν να συνέβη σε άλλους ό,τι συνέβη. Οι ανιψιές μου ακόμα πιστεύουν πως μπορούν να μιλήσουν με τη γιαγιά τους όποτε το θελήσουν στο skype. Εγώ καμιά φορά θέλω να την πάρω τηλέφωνο και να τη ρωτήσω πώς κάνουμε χαλβά (ξεχνάω συνέχεια τη δοσολογία). Ο μπαμπάς μου είναι σίγουρος πως την ακούει να περπατάει τα βράδια στο σπίτι. Και όλοι τη βλέπουμε στον ύπνο μας να μας καλεί κοντά της, αλλά δεν τρομάζουμε. Μια Πέμπτη του 2011 πέθανε η μαμά μας. Σημαδιακή χρονιά: θα χωρίσει τη ζωή και τις μνήμες μας σε «πριν» και «μετά». Τώρα που το σκέφτομαι, εμάς ως οικογένεια το 2011 η κρίση δεν μας άγγιξε καθόλου. Είχαμε τα δικά μας. Και ήταν σοβαρότερα.


φωτο: Στέφανος Τσιτσόπουλος