Θέλω να καψουρευτώ

«Περνάει η ζωή μας τελικά από τη μία καψούρα στην άλλη χωρίς να το καταλάβουμε»

Μία χιουμοριστική καταγραφή των τρόπων μιάς γυναίκας να καψουρεύεται, και των αποτελεσμέτων τους.

…Περνάει η ζωή μας τελικά από τη μία καψούρα στην άλλη χωρίς να το καταλάβουμε: Πλάκα έχει, αρκεί να μη ζοριζόμαστε πάρα πολύ… ή να μη μας φεύγει η διάθεση για καινούργιες καψούρες.

Kάποιος μου είπε ότι «ψοφάει να καψουρευτεί αλλά καμιά γυναίκα δεν τον φτιάχνει τόσο» και μου φάνηκε περίεργο: Μα εδώ καψουρευόμαστε χωρίς να μας προτρέπει καθόλου ο άλλος, έτσι, στα κουτουρού, επειδή στήσαμε μια ιδέα μέσα στο κεφάλι μας. Πόσο πρέπει να σε «φτιάξει» ένα άτομο ώστε να πάθεις τη ζημιά σου; Μερικές φορές ντιπ καθόλου – η όλη ιστορία της καψούρας είναι τίποτα βλέμματα πάνω από ποτήρια με αλκοόλ, κανένα άγγιγμα χεριών δήθεν τυχαίο, άντε κι ένα δύο χαμόγελα στα μουλωχτά. Αλλά αυτό (διευκρίνησε ο κάποιος) είναι ένας τύπος καψούρας, ο «Aνεξάρτητη παραγωγή» – μια ολόκληρη ιστορία που την οργανώνεις στο μυαλό σου προβάλλοντας πάνω στο αντικείμενο του πόθου σου όλη την ψυχολογική/ερωτική σαβούρα που κουβαλάς μέσα σου. Υπάρχει κι ο δεύτερος τύπος, η «καψούρα με αιτιολόγηση»: εκεί όπου ερωτεύεσαι -ή- σχεδόν ένα άτομο με στόχο να κάνεις σεξ, σχέση, δεσμό ή ακόμα και παιδιά μαζί του. Όσο το σκέφτομαι, ο φίλος με τη δυσκολία προς καψούρεμα έχει δίκιο. Όντως υπάρχουν δύο διαφορετικά είδη καψούρας,και πραγματικά μόνο στο δεύτερο είδος έχεις πιθανότητες να περάσεις στο παρασύνθημα, δηλαδή αν όχι στο δεσμό, παιδιά κ.λπ., τουλάχιστον στο σεξ. Στο πρώτο είδος, στην Ανεξάρτητη Παραγωγή, ο άλλος μπορεί και να μην έχει καμία σχέση μ’ αυτό που φαντάζεσαι ότι είναι. Του προσδίδεις ιδιότητες, ικανότητες και αρετές που είτε έχεις μαζέψει από ταινίες και μυθιστορήματα, είτε τις έχεις φανταστεί έτσι ξερά. Στην Καψούρα με Αιτιολόγηση τουλάχιστον, το άτομο σου έχει δώσει κάποια στοιχεία πάνω στα οποία χτίζεις.

Για να καταλάβετε, ορίστε παράδειγμα: μια φίλη καψουρεύτηκε ένα δύτη. Ολόκληρο καλοκαίρι το πέρασε να τραβιέται εκεί όπου έκανε βουτιές ο δύτης, να τον χαζεύει, να αναστενάζει και να ονειρεύεται πώς θα ήταν αν φιλιόντουσαν… ή αν τα έφτιαχναν… ή αν έκαναν παιδιά παρέα. Επειδή η φίλη είναι ούφο, δεν αντάλλαξε με το δύτη πάνω από τρεις-τέσσερις κουβέντες, κι όταν πέρασε το καλοκαίρι έχασε τα ίχνη του. Τρεις μήνες μετά τηλεφώνησε να μου πει ότι της πέρασε η καψούρα, επειδή ο δύτης ήτανε οδοντοτεχνίτης – μάλιστα τον πέτυχε σε κάποιο οδοντιατρείο να βάζει μασέλες. Όχι ότι οι οδοντοτεχνίτες δεν είναι ερωτεύσιμοι, κάθε άλλο.

Απλώς η φίλη είχε στήσει στο μυαλό της ολόκληρο σενάριο με το δύτη. Τον είχε φανταστεί να παλεύει με καρχαρίες στην Ερυθρά Θάλασσα, να βουτάει στον Ατλαντικό, να πλοηγεί το Κον Τίκι και να σώζει την Άριελ. Η ιδέα ότι ο δύτης στην πραγματική ζωή του έκανε κάτι το πολύ καθημερινό δεν της πέρασε καν απ’ το μυαλό. Κι επειδή δεν το έψαξε παραπάνω όσο έλιωνε για το δύτη… η καψούρα της κατατάσσεται στην κατηγορία «Ανεξάρτητη παραγωγή».

Αν τώρα είχε κάνει μια προσέγγιση της προκοπής και είχε καλύτερη εικόνα της πραγματικότητας, θα ήξερε ότι λιώνει για έναν οδοντοτεχνίτη που το χόμπι του είναι οι καταδύσεις. Η καψούρα της θα ήταν πιο κοντά στη σφαίρα του πραγματικού και λιγότερο στα χωράφια του Πλοιάρχου Νέμο. Θα έμπαινε δηλαδή στην κατηγορία «Αιτιολογημένη».

Όλα τα είδη καψούρας πάντως προϋποθέτουν οπτική επαφή: τον βλέπεις τον άλλον κάθε τρεις και πέντε, είναι γείτονας, συνάδελφος, γνωστός, θαμώνας στο στέκι σου, άντε και φίλος φίλου σου. Η σωστή καψούρα χτίζεται σιγά-σιγά. Ξεκινάει από ένα απλό «κάτι μου κάνει το άτομο» και φτάνει στο σημείο να μην μπορείς να κοιμηθείς αν δεν σκεφτείς σκηνικό μαζί του. Κι η λάθος καψούρα, εδώ που τα λέμε, με τον ίδιο τρόπο κατασκευάζεται. Η μικρή διάθεση να μιλήσεις με τον άλλον γίνεται τεράστια επιθυμία να τον αγγίξεις και ακατανίκητη επιθυμία να προχωρήσεις στο παρασύνθημα – από φιλί ως κρεβάτι.Τα θέλεις όλα, κάθεσαι απέναντί του με χαζό χαμόγελο που προσπαθείς να το καμουφλάρεις (δήθεν σκέφτεσαι), κοιτάζεις αλλού όταν σε κοιτάζει ώστε να μη διασταυρωθεί το βλέμμα σας, ρουφάς το στομάχι σου, ισιώνεις την κιλότα σου, παίζεις με τα μαλλιά σου και αναρωτιέσαι αν έχεις φάει το κραγιόν σου ή όχι. Η αίσθηση είναι υπέροχη, βασανιστικά ανεβαστική και ανεβαστικά μαζοχιστική. Έχει καταλάβει ότι τον κοιτάζεις ή πέρα βρέχει; Όταν το καταλάβει θα αλλάξει κάτι στη βάση δεδομένων ή θα συνεχίσει να κάνει τον κινέζο; Θέλει αυτά που θέλεις κι εσύ ή είναι αούα και πεθαίνει για μια ξανθιά; Μπορώ να μετρήσω τα καλοκαίρια μου (και τους χειμώνες, και τις ανοίξεις μου) από τη μια καψούρα στην άλλη. Με θυμάμαι να σιγοβράζω ή να αργολιώνω για κάποιον, συνήθως άχρηστο, συνήθως βαθιά νυχτωμένο άντρα, περιμένοντας τη σωστή στιγμή. Ή τη λάθος στιγμή. Μερικές φορές φέρνω τη στιγμή στα μέτρα μου με χυλοπιτιακά αποτελέσματα. Μερικές φορές… όλα γίνονται σαν σενάριο αισθηματικής ταινίας και είναι υπέροχα, τόσο που δεν το πιστεύω ούτε εγώ. Αλλά αυτό είναι το όλο θέμα με την καψούρα:Δεν υπάρχει αναμενόμενο αποτέλεσμα, είναι η φαντασία στην ερωτική εξουσία, και το κερασάκι στην τούρτα της ζωής… και, ναι. Δεν υπάρχει τούρτα χωρίς κερασάκι, τελικά.

To άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 2012 στο περιοδικό LOOKmag 

(Φωτό: ΤΑ ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ, ΕΚΔ. ΟΡΦΕΑΣ - Βουγιουκλάκη - Παπαμιχαήλ: Το συνώνυμο της νεοελληνικής καψούρας («Η Αλίκη στο Ναυτικό, 1961»)