Έτσι είναι. Πιέζονται. Αν δεν ήταν άνθρωποι, θα ήταν χύτρες. Κι εμείς τα διαβολικά καπάκια που δεν αφήνουν τις χύτρες να κάνουν κιχ. Ποιο είναι το λεπτό σημείο που αρχίζουν οι άντρες να πιέζονται; Κανείς δεν ξέρει. Θα το ονομάσουμε ΑΣΕΠ. Ακαθόριστο Σημείο Έναρξης Πιέσεως.
Στην αρχή όλα πάνε καλά, μαγικά, υπέροχα. Είναι πρόθυμοι να τα κάνετε όλα «μαζί». Πληθυντικός αριθμός. Να πάτε «μαζί» στα μαγαζιά για ψώνια, να πάτε «μαζί» Σάββατο μεσημέρι στο σουπερμάρκετ, να κρατάτε «μαζί» το καρότσι, να διαλέξετε «μαζί» κύβους ΚΝΟR για ζυμαρικά και παράξενες σάλτσες για τη σαλάτα που θα φτιάξετε στο σπίτι «μαζί» και θα τη φάτε «μαζί».
Τον πρώτο καιρό του έρωτα, σκύβουν γεμάτοι προθυμία πάνω απ’ τους χάρτες των διακοπών για να διαλέξετε «μαζί» πού θα πάτε τον Αύγουστο, θέλουν να σε συνοδέψουν στο κουλό θέατρο, στην κουλή συναυλία, στα κουλά μπουζούκια, συνεργάσιμοι, τρυφεροί, χαρά Θεού – αλήθεια, πού το πέτυχες αυτό το κελεπούρι, μήπως έχει κάναν αδερφό; Όλα τα υπόλοιπα πράγματα της ζωής τους έρχονται σε δεύτερη μοίρα, έτσι κι αλλιώς βαρέθηκαν τις μπακουροπαρέες, την τηλεόραση, το ζάπινγκ, τα ίδια και τα ίδια, άσε που ο Παναθηναϊκός δε βλέπει κύπελλο ούτε στη Δευτέρα Παρουσία. Ααααχ, Παράδεισος.
Και ξαφνικά αρχίζουν να πιέζονται. Του σκασμού. Απροσδόκητα. Και μένεις κάγκελο. Τι μεσολάβησε; ΑΣΕΠ. Όπως ο δημόσιος φορέας την πιο κουλή στιγμή αποφασίζει να κάνει μια ανακοίνωση για δύο θέσεις θυρωρού σε αχρησιμοποίητο κτίριο της Βουλής, έτσι και ο άντρας, κάποια στιγμή ακαθόριστη που δεν μπορεί κανείς να προβλέψει πότε θα είναι, του σκάει η φλασιά και συνειδητοποιεί ότι «αυτήν εδώ την έχω».
Και μόλις την έχει, χάνεται κάθε ενδιαφέρον για περαιτέρω κατάκτηση, ενώ μετά από αυτό το σημείο επανέρχεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς το ενδιαφέρον για την Τριφυλάρα, που τελικά καλούτσικα τα πάει, για τους παλιούς φίλους και για ένα συγκεκριμένο είδος τηλεκοντρόλ που μπορεί να αυξήσει την ένταση της τηλεόρασης από το υπνοδωμάτιο με φάλτσο. Και ξαφνικά, ο Παράδεισος γίνεται Κόλαση. Κι εσύ βράζεις στα καζάνια. Κι αρχίζει το βιολί «μη με πιέζεις».
«Αγάπη μου, θέλεις να πάμε Κέρκυρα ή Ρόδο;» «Δεν ξέρω, μη με πιέζεις». «Αγάπη μου, θέλεις σινεμά ή κινέζικο;» «Δεν ξέρω, μη με πιέζεις ν’ αποφασίσω». Κι όταν δεις και αποδείς κι αρχίσεις να αποφασίζεις για όλα εσύ, για να μην πιέζεται, λέει «με πιέζεις που αποφασίζεις για όλα εσύ!». Πιέζεται σε όλα. Πιέζεται που έχει σχέση και που η σχέση έχει μέλλον. Πιέζεται που πρέπει να αποφασίσει για κάτι, πιέζεται και που, αν δεν αποφασίζει, αποφασίζεις εσύ. Γιατί αλλιώς θα μείνετε όλο τον Αύγουστο στην Αθήνα να κάνετε βουτιές στα σιντριβάνια.
Πιέζεται που πρέπει να διαλέξει παπούτσια και δεν ξέρει τι να πάρει, πιέζεται κι όταν του λες «αγάπη μου, ήρθε ο χειμώνας, μήπως να πάρεις μποτάκια αντί για τα σανδάλια που κοιτάς;». Μη σας ξεγελάει το ντύσιμο, το κοινωνικό στάτους, η μόρφωση. Ο άντρας «πιέζομαι» δεν αποτελεί μια μικρή κατηγορία ανάμεσα σε άλλες. Το ρήμα αυτό αποτελεί πασπαρτού, χαρακτηρίζει όλες τις κατηγορίες αντρών, ανεξαρτήτως ηλικίας, οικονομικής κατάστασης κ.λπ. Το γενεαλογικό δέντρο είναι ένα και μοναδικό: Θανάσης Παπαδόπουλος, του Νικολάου, το γένος Πιέζομαι. Για να μην το κουράζουμε, το ρήμα αυτό είναι όπως το «π» στην τριγωνομετρία. Ένας σταθερός αριθμός για όλους τους κύκλους, με άπειρους δεκαδικούς. Κοινώς, όσο και να μην «πι», στο τέλος «πι».
Όπως έχουμε ξαναπεί σε παλαιότερη ομιλία, το «πιέζομαι» πάει πακέτο με την άλλη αριστουργηματική ατάκα, το «φοβάμαι τη δέσμευση». Πρόκειται για σετ. Προφανώς, στο μυαλό ενός άντρα, «δέσμευση» σημαίνει ότι το μοντέρνο σας διαμέρισμα, ο μικρός ναός του έρωτα, αρχίζει να μαζεύει και να συρρικνώνεται, μέχρι να γίνει ένα κουτί παπουτσιών ΜΟΥΓΕΡ. Στο οποίο καλείται να ζήσει. Και ότι ο υπόλοιπος κόσμος, ο πέραν της σχέσης, αρχίζει σιγά σιγά να θαμπώνει και να απομακρύνεται αργά σαν τρένο σε ταινία του Αγγελόπουλου.
Για να το πούμε πιο καλλιτεχνικά, στο μυαλό του άντρα η έννοια της δέσμευσης ταυτίζεται με το γνωστό στίχο του μεγάλου Αλεξανδρινού, «...κι αποχαιρέτα τη την Αλεξάνδρεια που χάνεις». Η οποία Αλεξάνδρεια δεν είναι άλλη από τα προαναφερθέντα μπακουροβράδια που περνάνε με τους φίλους τους και βαριούνται ο ένας τον άλλο και τους έχουν τελειώσει τα λεφτά και δε βγαίνει κανείς να πάει για τσιγάρα, που σέρνονται στα μπουζούκια νομίζοντας ότι σήμερα θα είναι Η βραδιά, ότι σήμερα θα τα σαρώσουν όλα, θα καεί το Κορδελιό και καταλήγουν μίζεροι στα Everest της Τσακάλωφ να μασουλάνε τυρόπιτα με φέτα. Άλλη μια ξέφρενη νύχτα στο Λας Βέγκας. Δηλαδή, οι τύποι δεν παίζονται.
Σε μια κρίση ειλικρίνειας ένας φίλος Πιέζομαι εξερράγη: «Θέλεις να ακούσεις την αλήθεια;». Για ρίχ’ τη. «Λοιπόν, εγώ είμαι ένα αυτοκίνητο που τρέχει στη Φόρμουλα». Μπράβο, καλό δρόμο. «Τρέχω λοιπόν γύρω γύρω στην πίστα και σταματάω στα πιτς για ανεφοδιασμό και περιποίηση. Μετά ξαναρχίζω να τρέχω γύρω γύρω. Ε, δε θα πιάσω και κουβέντα με το πιτς!» Και τότε χριστιανέ μου γιατί την κάνεις τη σχέση αφού θέλεις να τρέχεις γύρω γύρω; «Γιατί ελπίζω στην ιδανική συνθήκη».
Η ιδανική συνθήκη είναι μια γυναίκα γκομενάρα, που κοιμάται, ξυπνάει, μαγειρεύει και γενικώς ζει φορώντας πάντα ζαρτιέρες, τον αφήνει να αλωνίζει όσο του γουστάρει και περιμένει στο σπίτι φρέσκια και χαμογελαστή, που είναι ταυτόχρονα και φιλαράκι και Μόνικα Μπελούτσι, που τον ακολουθεί στις κουλαμάρες με τους φίλους του όποτε θέλει εκείνος, που δεν γκρινιάζει και δεν έχει απαιτήσεις κι έχει κι ένα κουμπί πίσω απ’ το αυτί που, άμα το πατάς, βγάζει τη νικητήρια στήλη του ΠΡΟ ΠΟ.
Δεν τα λέω εγώ, το κείμενο βασίστηκε σε έρευνα-γκάλοπ ανάμεσα σε πέντε άντρες το γένος «Πιέζομαι», στους οποίους έθεσα το ερώτημα της ιδανικής συνθήκης. Και όλοι είπαν το ίδιο. Ότι πιέζονται από τη δεσποτική μας παρουσία που απλώνεται πάνω απ’ τα κεφάλια τους σαν την «Ομίχλη» του Κάρπεντερ. Ότι τους κυνηγάμε σαν τον μπόγια να τους μαζέψουμε πίσω στο σπιτάκι, ενώ αυτοί σκέφτονται ότι μόλις βγήκαν – άσχετα αν το «μόλις» σημαίνει τα τελευταία 45 χρόνια. Ότι είμαστε επικριτικές και αγκιστρωνόμαστε με λύσσα από το «εμείς», τον καταπιεστικό πληθυντικό αριθμό που τους στερεί το χώρο τους.
Βέβαια, η αλήθεια είναι λιγότερο μπερδεμένη. Και πιο απλή. Ότι οι άντρες πιέζονται γιατί η φύση τους είναι τέτοια που, θέλουν δε θέλουν, τους στέλνει εκεί έξω, στα λιβάδια, στους αγρούς, στην αναπαραγωγή, στα πιτς. Και κατά βάθος δε θέλουν να μοιραστούν. Ή δεν ξέρουν. Ξεράδια.