Κι ύστερα έρχεται η στιγμή που έμπλεξες στη λάθος σχέση, το κατάλαβες σύντομα και χωρίζεις ως ενεργή καψούρα. Περνά λίγος καιρός, σου λείπει ο άλλος, αναρωτιέσαι τι έκανες κι αυτό ήταν.
Ό,τι ήξερες για σένα δεν ισχύει πια.
Βασικά, τίποτα δεν ισχύει πια. Ούτε ο εγωισμός σου, ούτε η αξιοπρέπειά σου, ούτε η φωνή της λογικής (η οποία γίνεται ξάφνου τρελά ξενέρωτη), παρά μόνο το αντικείμενο της εμμονής σου. Πού να ’ναι, τι να κάνει, αν γελάει, αν δεν γελάει, αν φλερτάρει, αν δεν φλερτάρει, μια παράνοια μαζεμένη σ’ έναν μικρό εγκέφαλο, τόσο πολλές ερωτήσεις, πάει κάηκε κι αυτός, παρέδωσε πνεύμα. Είναι άτιμο πράμα η καψούρα. Δεν θυμάσαι καθόλου πια τα κακά του άλλου, εξιδανικεύεται στο φουλ, είναι ό,τι πιο τέλειο και καλύτερο έχεις γνωρίσει ποτέ κι είστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Είναι ασύλληπτα τα παιχνίδια του νου, τρικλοποδιές, τούμπες, αυτομαστίγωμα και μια τσίχλα στον εγκέφαλο.
Για τον ίδιο άνθρωπο που είχες βαρεθεί, που έπληττες μαζί του. Ε... αυτόν τον ίδιο ξάφνου τον βλέπεις σαν Μπραντ Πιτ τουλάχιστον κι αν είναι κι άσχημος τον βλέπεις σαν σταρ του σινεμά.
Ξέρω, το ’χω περάσει και δεν είναι αστείο. Όσο δε πιο ασφαλής νιώθεις μέσα στην κακιά σχέση, τόσο πιο απότομο και παρανοϊκό σού πέφτει που ο άλλος δεν γυρίζει πίσω.
Μα πώς έγινε αυτό; Να το πάλι το ερωτηματικό στο κεφάλι σου.
Ξέρω ότι ο άλλος δεν μου κάνει, ξέρω ότι εάν είχα μείνει μαζί του θα είχα βαρεθεί κι όμως εκεί η τσίχλα, δεν ξεκολλάει με τίποτα.
Μπορεί να ’ναι χαμηλή αυτο-αξία, μπορεί να ’ναι εγωισμός, μπορεί να ’ναι ναρκισσισμός (γιατί δεν άλλαξε μαζί μου) ή και όλα αυτά μαζί σ’ ένα σύγχρονο ηλεκτροσόκ που σε τινάζει στον αέρα.
Ο άχρηστος άνθρωπος που άφησες, σαν να πήρε ξάφνου το όσκαρ καλύτερης ερμηνείας, να άλλαξε, να έγινε κούκλος, έξυπνος, απαραίτητος για την ψυχική σου ηρεμία. Κι εσύ ένα πεπερασμένο κουρέλι εφηβείας να κοιτάς το κινητό και να απορείς που δεν σε κυνηγάει, που δεν στην στήνει από κάτω και διάφορα άλλα παρανοϊκά για κάποιον που έχεις ήδη απορρίψει.
Είμαστε λοξοί όταν είμαστε καψούρηδες, σηκώνω τα χέρια και τα πόδια ψηλά, είμαστε εντελώς λοξοί, κουραστικοί για μας και τους άλλους, μια κατάρα που πλανιέται στον αέρα απόρροια της εγκεφαλικής μας τσίχλας. Κι όλα ερήμην του άλλου, ο οποίος ενώ είναι το σύμπαν ολόκληρο δεν είναι και τίποτα της προκοπής, αλλά αυτό δεν παίζει κανέναν ρόλο στο τρελό προσωπικό μονόπρακτο της εγκεφαλικής σου τσίχλας.
Δεν μ’ αρέσει η καψούρα, δεν μου πάνε όλα αυτά που έγραψα πιο πάνω, με αποσυντονίζει τελείως, διαταράσσομαι ακόμα περισσότερο, και βλέπω τους γύρω μου και χαίρομαι που πλέον απέχω απ’ αυτήν τη μάστιγα και μπορώ να λειτουργώ αυτόνομα ενθυμούμενη τη κατάρα της τσίχλας που με τα χρόνια πρέπει να ’χει αφήσει κενό στον εγκέφαλό μου.
Μην υποτιμάτε και κοροϊδεύετε τους πάσχοντες.
Εκτός αν έχετε βρει τρόπο να ξεκολλάτε τσίχλες από κουνημένη μυαλά. Τότε μιλήστε και πείτε και σε μας το μυστικό να ησυχάσουμε.
Ως τότε, αγάπη μόνο κι έρωτας.
Μεγαλώσαμε για κολλημένες τσίχλες.