Γιορτή της μητέρας και σκεφτήκαμε ότι θέλαμε πολύ να ακούσουμε και να διαβάσουμε τι λένε οι άνδρες -τα μεγάλα πλέον αγόρια- για τη μαμά τους. Η σχέση μητέρας – γιου άλλωστε είναι μια γιορτή από μόνη της. Ας τους απολαύσουμε… Χρόνια πολλά!
Σπύρος Βούγιας:
«TΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΚΔΡΟΜΗ
Πέρασα πάλι, σήμερα, για λίγο
γερμένη στο κρεβάτι,
στάση εμβρύου ατμόσφαιρα παλιού νοσοκομείου
δεν άντεξα και γύρισα να φύγω.
Τότε, με είδε
κι έξαφνα μια λάμψη φάνηκε
μέσα στο σβησμένο βλέμμα
λες και στο σώμα ξύπνησε το αίμα
από του χρόνου και του θάνατου την κάμψη.
Και ήθελε, το ξέρω,
από το στρώμα που κείτονταν,
ξανά να τη σηκώσω
μια τελευταία εκδρομή να οργανώσω
πέρα στο κτήμα, στο βρεγμένο χώμα.
Εκεί που αυτή με σήκωσε ως τ αστέρια τα πρώτα της ζωής μου καλοκαίρια.»
Θανάσης Κοντογιώργης:
«Είναι σημαντικό για ένα παιδί να αισθάνεται ότι κάποια πράγματα είναι δεδομένα, αυτονόητα. Γεννά ασφάλεια. Της μάνας δημιούργημα αυτό. Και ύστερα γίνεσαι εσύ γονιός. Και αντιλαμβάνεσαι, νιώθεις, ζεις την αγωνία, την ευθύνη, τη φροντίδα, το χάδι, την αγκαλιά, τη σκέψη, το όνειρο, την αγάπη. Θες να είναι αυτά δεδομένα για το δικό σου παιδί. Πόση «μάνα» κρύβεται πίσω απ’ αυτό; Συναίσθημα και ανάμνηση. Στον κύκλο της ζωής που όλα σου ανήκουν και τελικά τίποτα δεν είναι δικό σου, η μητρότητα θα είναι πάντα ο θρίαμβος της ζωής. Γιορτή της μητέρας, γιορτή της ζωής!»
Λευτέρης Κουλιεράκης:
«Χτενίζεται. Την κοιτώ στον καθρέπτη. Της μοιάζω πολύ, μου λένε. Πράγματι. Η φάτσα μου το αντεστραμμένο της είδωλο. Γέρασες μάνα μου, γέρασες, συλλογιέμαι παρατηρώντας την κι ανάβω τσιγάρο. Χάθηκα μες του καπνού την ομίχλη. Και ξάφνου, να `μαι πρωτάκι στο χωριό, μαζί με την αγράμματη μητέρα. Δεν σου είπα, Λευτεράκι μου, να κρατάς το μολύβι με το δεξί σου χεράκι, μου λέει, και μου δίνει μια με τη βέργα στο αριστερό. Σε κάθε ξυλιά της, η ίδια πονούσε. Πολύ. Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, η δόλια, ακολουθούσε αγόγγυστα τις παιδαγωγικές οδηγίες του αναλφάβητου δασκάλου –για το καλό μου. Ακόμα μου ζητά συγνώμη, δακρύζοντας, για κάτι που δεν είχε ξεχάσει. Φυσώ τον καπνό και την θωρώ να με κοιτά τρυφερά μες από τον καθρέπτη στα μάτια. Φεγγοβολά από αγάπη. Κράτα γερά, Ειρήνη μου, κράτα μάνα μου, για χρόνια πολλά.»
Χρήστος Ξανθάκης:
«Εγώ και η μάνα μου
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, συνέχεια το άκουγα:
«Ίδιος η Κουλίτσα είσαι»!
Και νευρίαζα φυσικά και ανέβαζα γράδα, γιατί ρε φίλε για αγόρι μιλάμε, πώς διάολο είμαι ίδιος η μάνα μου; Το έφερα βαρέως…
Αλλά περνάνε τα χρόνια, πήζει το μυαλό στην κεφάλα, καταλαβαίνεις ένα δυο πράγματα. Και πολύ θα ήθελα να είμαι ίδιος, ολόιδιος με τη μάνα μου, να έχω το κουράγιο της, το σθένος της, τη μαγκιά της, που πήρε πτυχίο με το παιδί στην αγκαλιά και δούλεψε σαν το σκυλί πενήντα χρόνια και έσωσε τον εαυτό της και όλη της την οικογένεια.
Και του χρόνου μαμά, μαζί κι αγαπημένοι!»
Πέτρος Παπασαραντόπουλος:
«Οι γονείς της μάνας μου, είχαν στόχο ζωής ν’ αποκτήσουν ένα αγόρι. Έκαναν πέντε κορίτσια στη σειρά. Δεν το έβαλαν κάτω. Προσπάθησαν ξανά και ακολούθησαν δίδυμα κορίτσια. Εκεί που όλοι περίμεναν ότι θα εγκατέλειπαν, το δοκίμασαν ξανά και ήλθε ο περιπόθητος γιός, ο Κώστας. Οι αδελφές του τον ανάστησαν σαν βασιλιά.
Όταν η μάνα μου παντρεύτηκε και με γέννησε, πολλές φορές της ξέφευγε και με έλεγε Κώστα μου. Μέχρι τα μέσα του γυμνασίου, τσαντιζόμουν φοβερά και έβαζα τις φωνές. Κάποια στιγμή όμως κατάλαβα ότι αυτή η προσφώνηση ήταν έκφραση υπέρτατης αγάπης. Δεν διαμαρτυρήθηκα ποτέ ξανά. Αντίθετα, όποτε της ξέφευγε και με έλεγε Κώστα, την κοιτούσα με το βλέμμα της αγάπης.»
Βασίλης Σπηλιωτόπουλος:
«Να γράψω κάτι για την μητέρα μου…
Για Εκείνην, που μας κυοφορεί, μας παραδίδει στον κόσμο ﮲ λαξεύει τη θνητότητα μας σμιλεύοντας το είναι με προτερήματα και μειονεκτήματα, τα βασικά χαρακτηριστικά της μοναδικότητάς μας. Μα και φυσικά είναι η Θεά μας, αλλά και ο αποκλειστικός υπεύθυνος ενός εφήμερου βασανιζόμενου «εγώ».
Αν είχα την τόλμη θα την ζωγράφιζα.
Είναι και εκείνη η άλλη. Αυτή που της ανήκουμε ολοκληρωτικά, στην ανακουφιστική αταραξία της οποίας αφηνόμαστε, όταν το «εγώ» ξαλαφρώνεται στο «όλον». Αυτή από όπου προερχόμαστε και στην οποία καταλήγουμε. Μα και φυσικά είναι ο Κόσμος – όχι ο δικός μας ﮲ εκείνος ο απροσπέλαστος. Για αυτήν μήτε να γράψω μπορώ, μήτε να ζωγραφίσω. Μόνο κάτι μέρες παράτολμης έξαψης μάταια αγωνιώ μήπως την ψηλαφίσω.
Η μια με παρέδωσε στο πρόσκαιρο. Της άλλης είμαι αέναη ψηφίδα. Ο Άγιος Αυγουστίνος έλεγε: «Το μέρος δε μπορεί να συλλάβει το όλον». Λατρεύω και υμνώ τις δυο τους, γιατί χωρίς το αποσπασματικό, πως θα υποψιαζόμουν το όλονꓼ Πώς θα μπορούσε η μια να «είναι» χωρίς την άλλη.
Η Μάνα είναι μόνο μία.»
Γιώργος Φλέσσας:
«Η μαμά μου μεγάλωσε! Και οι ρόλοι μας έχουν αρχίσει να αντιστρέφονται. Πιάνω σήμερα τον εαυτό μου να κάνει πολλά από αυτά που συνήθως έκανε εκείνη. Της γκρινιάζω όταν δεν σηκώνει το τηλέφωνο. Τη ρωτάω συνέχεια αν τρώει κανονικά. Τη μαλώνω όταν βγαίνει κάπου έξω και αργεί να γυρίσει. Την πρήζω να ντύνεται καλά. Την κυνηγάω όταν κάνει ζαβολιές (π.χ. δεν παίρνει τα φάρμακά της). Τη συμβουλεύω να μην ανοίγει την πόρτα σε αγνώστους. Να προσέχει τα αυτοκίνητα.
Κάνω κι άλλα: Την παρηγορώ όταν στεναχωριέται. Την προσέχω όταν δεν νιώθει καλά. Της εξηγώ όσα δεν καταλαβαίνει. Της κρατώ συντροφιά. Τη φροντίζω, ποτέ όμως τόσο καλά όσο μας φρόντιζε εκείνη. Ό,τι και να κάνω, όμως, μου φαίνεται λίγο. Την αγαπώ!»
Δημήτρης Φραγκιόγλου:
«Στην Αίγυπτο που μεγάλωσα η Γιορτή της Μητέρας γιορτάζεται στις 21 Μαρτίου. Για μένα λοιπόν η Γιορτή της Μητέρας έχει συνδεθεί με αυτή την ημερομηνία. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που έχασα τη μαμά μου αλλά η απουσία της τελευταία γίνεται όλο και πιο αισθητή. Είχαμε αναπτύξει τον δικό μας κώδικα επικοινωνίας, κυρίως για τα δύσκολα, και μπορούσαμε να συνεννοηθούμε χωρίς πολλά λόγια – με μια μόνο ματιά. Και για κάποιο περίεργο λόγο στα δύσκολα πάντα συμφωνούσαμε. Ήταν από τις λίγες φορές που δεν διαφωνούσαμε. Μου λείπει αυτή η επικοινωνία. Μου λείπει η μαμά μου γι αυτά που δεν λέγονται.»
Ιστορικός του παρόντος:
«Επειδή σε 100 λέξεις είναι αδύνατον να εκφράσω όσα νοιώθω, θα αναφερθώ μονάχα σε ένα εκπληκτικό χαρακτηριστικό του «Μάμυ».
Αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει τον αδελφό μου και μένα, αμφότεροι στην τρυφερή ηλικία των σχεδόν 50, είναι η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας. Η βεβαιότητα, ότι όποιον στόχο θέσουμε, θα τον πετύχουμε. Αυτήν την πίστη, μάς την εμφύσησε από μικρά παιδιά το Μάμυ με την αγάπη της και ο πατέρας μας με το δικό του πιο αυστηρό στυλ.
Τώρα, το τι θεωρεί ο καθένας ως επιτυχία στη ζωή είναι 100% δικό του θέμα. Ο Π. και εγώ θεωρούμε ότι έχουμε πετύχει τη ζητούμενη ισορροπία, αναζητώντας όμως και τις νέες προκλήσεις.
Ευχαριστούμε Μάμυ. Χρόνια σου Πολλά!»