Κορίτσια στην άμμο

Είναι σαν τη φιλία κάτι άλλο;

«Αυτή λένε είναι από τις πιο σπάνιες εκλείψεις και αστρολογικά πολύ δυσοίωνη. Βρε λες;» Είμαστε ξαπλωμένες στην άμμο με τις πετσέτες μας, ούτε ξαπλώστρες, ούτε ομπρέλες, οι τέσσερεις μας σε μια άκρη, στην παραλία με τον τεράστιο βράχο για σκιά, που από τα εφηβικά μας χρόνια είναι καταφύγιο. Ο βράχος έχει ακούσει μυστικά κι εξομολογήσεις, θυμούς και λυγμούς, συγνώμες και γέλια. Είναι το τάμα του καλοκαιριού για όλες μας. Κάποια χρόνια, παιδιά, δουλειές, υποχρεώσεις κι απαιτήσεις των αιώνιων άλλων δεν μας άφησαν αυτή τη χαρά. Φέτος όμως ήταν αδύνατο να μην βρεθούμε. Το ζητούσαν όλες μας οι αισθήσεις. Να δούμε η μία την άλλη, ν’ ακούσουμε όσα βαριά και θολά με υπονοούμενα και σιωπές λέγαμε στο τηλέφωνο, να γευτούμε το ψαράκι της - ο θεός να την κάνει – ταβέρνας που στα μάτια μας είχε δέκα αστέρια Michelin, να πιάσουμε την άμμο και τα χέρια η μία της άλλης στη νύχτα της συνωμοσίας  και να μυρίσουμε θάλασσα. Τίποτ’ άλλο. Sleeping bag και δυο μέρες, μια νύχτα, μόνο οι τέσσερίς μας, οι σκέψεις και τα γέλια, τα πειράγματα και λίγα δάκρυα που μας βρήκανε φέτος.   

«Ανέβηκε στη σκεπή, αν έχεις θεό, να ρίξει τα φύλλα της λεμονιάς, τί την πείραζαν τα φύλλα, και σαβουρώθηκε στην αυλή. Κανονικά. Και δυο μήνες ζω την κόλαση. Γιατρούς, εξετάσεις, φάρμακα,  όλοι φευγάτοι σε διακοπές και ποιος την πληρώνει; Εγώ φυσικά, η γεροντοκόρη». Εκρήγνυται. Δίκαια. Άλλα χρόνια το θέμα μας ήταν ο άντρας που δεν βρέθηκε, φέτος είναι η μάνα που τσακίστηκε.   Την παρηγορούμε και την ξεθυμώνουμε. Της φταίνε όλοι και όλα, πριν πάρει τα βουνά όπως μας απειλεί, πνίγουμε τα νεύρα σε μπύρες. «Τι λε βρε θηρίο; Χώρισες και σύζυγο και εραστή; Μπράβο. Μια ερώτηση μόνο: Τα παλεύαμε όλο το χειμώνα. Είναι καλή εποχή το κατακαλόκαιρο για χωρισμούς;» Γέλια τρανταχτά και ασταμάτητα στο τέλος γίνονται νευρικά, τρέχουν δάκρυα θλίψης και ανακούφισης μαζί, «κι άντε βρε χαζό μη σκας άλλο, τα καλύτερα έρχονται». Την παρακολουθούμε να τσεκάρει το κινητό με αδιαφορία, σίγουρη πως είναι μόνη πια,  μονάχα η κόρη της, της  στέλνει ένα «έλα ρε μαμά πότε γυρίζεις, βαριέμαι μόνη μου, έφυγαν όλοι».

«Έγραψε χάλια, δηλαδή πάτος κανονικός, πιο πάτος πεθαίνεις κι έχει και μούτρα να θέλει να πάει στην Αγγλία για ναυτιλιακά. Να πάει, να πάει να δει τί εστί βερίκοκο, λεφτά για πέταμα υπάρχουν, να τα πετάξουμε να ησυχάσουμε». Άριστος στο Κολλέγιο, άπιαστος όλα τα χρόνια και στην Τρίτη Λυκείου το φουντάρισε το πράγμα, ένεκα ο έρωτας. Η άλλη όμως πέρασε, Πολυτεχνείο, μάλιστα, Πολυτεχνείο. Μιλάει και συλλαβίζει τις λέξεις, είναι κατακόκκινη από θυμό, τη χλευάζουμε. Τι κακό σε βρήκε πάνω στην κλιμακτήριο χρυσό μου, θα χρειαστεί να πηγαίνεις Λονδίνο και ξεκαρδιζόμαστε. Αρχίζουμε  τα κλασσικά μαμαδίστικα στη μάνα, το παιδί να’ ναι καλά κι όλα θα γίνουν, εντάξει ας πάει και βλέπετε, μην το ζορίσετε και πολύ τόσα ακούμε, πολύ θέλει να φουντάρει; Με το μαλακό, ξέρεις εσύ, με το μαλακό.

«Μου λείπει το κοριτσάκι μου είμαι όμως καλά και χωρίς αυτήν». Έχει ένα σπανιότατο σύνδρομο, της κάνει τη ζωή κόλαση, συχνά μας λέει ότι θα της σαλέψει, τώρα που λείπει κατασκήνωση της λείπει, μα περνάει τέλεια. Δεν πιστεύει ότι υπάρχει ησυχία, γέλια, άπλετος χρόνος, ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Στεκόμαστε μπροστά της βουβές, χρόνια τώρα αναλύουμε τα ανίατα, ανεξήγητα, απαρηγόρητα. Φεύγει προς τη θάλασσα και την ακολουθούμε αμίλητες, το νυχτερινό μπάνιο είναι must. Και ξαφνικά ακούγονται μικρά αναφιλητά σαν να σάλπισε για όλες μας η ώρα της θλίψης, τέσσερις φιγούρες σκυφτές σαν μία μες τη νύχτα κι όμως «η μάχη κατά των ρυτίδων δεν σηκώνει κλάματα, μήπως να κάνουμε ένα botox όλες μαζί να μας έρθει πιο φθηνά;». Γέλια, γέλια, κοριτσιών ετών πενήντα κάτι και το τελειωτικό «άμα καβατζάρουμε την πανσέληνο ποιος μας πιάνει… η έκλειψη θα είναι παιχνιδάκι, έρχονται μεγαλεία». Είναι σαν τη φιλία κάτι άλλο; Τίποτα, τίποτα.

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice