Ιστορίες έρωτα για τους φίλους
«Και όσο θα υπάρχουν κακοί στον κόσμο, εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ερωτευόμαστε»
Διαβάζεται ακούγοντας αυτό:
Περίεργο πράγμα ο χρόνος, τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Αρνούμαστε πεισματικά ένα συμβόλαιο μαζί του και έτσι το μόνο που κάνουμε είναι να προσπαθούμε να τον νικήσουμε. Το μόνο δεδομένο σε αυτή τη σχέση είναι ότι αυτός περνάει. Το καλύτερο λοιπόν που έχουμε να κάνουμε είναι να τον ζήσουμε, έτσι θα αρχίσουμε να τα πηγαίνουμε και καλύτερα μαζί του. Συμφιλίωση ονομάζεται αυτή η ατομική συνθήκη.
Και όσο ο χρόνος περνάει, το facebook έχει βρει μέσα από μια πολύ έξυπνη εφαρμογή να μας θυμίζει «τι κάναμε» μέσα στην πολύπλοκη και γεμάτη αλγόριθμους πλατφόρμα του, που έχει γίνει πια μέρος της ζωής μας, αν όχι η ζωή μας. Κάθε πρωί κάποιοι web developers, που δε ξέρεις αν μιλάνε την ίδια γλώσσα με εσένα, επιλέγουν να σου δείχνουν «φίλους» που έκανες, κείμενα, τραγούδια και φωτογραφίες που ανέβασες πριν πολλά χρόνια. Βλέπεις τα post σου και χαμογελάς. Ωστόσο πάντα αναρωτιέσαι, αν έχουν φτάσει στο σημείο, πέρα από το να έχουν καταφέρει να ελέγχουν τη διάθεσή σου και τα συναισθήματά σου, να ελέγχουν και τη μνήμη σου. Επιλεκτική μνήμη για τους πολλούς στα χέρια λίγων. Η σωστή χρήση της τεχνολογίας είναι ένα από τα πιο δημοφιλή θέματα συζήτησης ιδιαίτερα μετά τις αμερικάνικες προεδρικές εκλογές και το μεγάλο σκάνδαλο του facebook και της Cambridge Analytica.
Και όσο θα υπάρχουν κακοί στον κόσμο, εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ερωτευόμαστε. Αυτό μου θύμισε το facebook σήμερα το πρωί, όταν ξυπνώντας είδα στον τοίχο μου κάτι μικρές ιστορίες που είχα γράψει πριν 10 χρόνια για 4 φίλους. Τους τις αφιερώνω ξανά.
Για την Άννα...
«Η αγάπη είναι μια απέραντη αλάνα όπως εκείνες που παίζαμε παιδιά» μου είπε κάποτε μια φίλη ένα βράδυ, που κλαίγαμε μαζί για τον έρωτα στην Πόλη. Έχουμε πιει αρκετά και τα σώματα μας ακροβατούν πάνω στη σκηνή του δρόμου. Οι λέξεις όξινες, πικρές έχουν σταθεί σαν κατακάθι στο λαιμό. Μάταια προσπαθείς να καταπιείς τα αιχμηρά «γιατί» και «όχι». Και ξαφνικά εμφανίζονται μπαμπούλες. Είναι αργά το πρωί και μόνο άνδρες βλέπεις να περιφέρονται στην Ιστικλάλ. Σου κολλάνε σαχλά επίθετα, σε παρακαλάνε να τους κοιτάξεις, σε αγγίζουν άγαρμπα και σου ψιθυρίζουν βρώμικες λέξεις. Και εσύ καίγεσαι από έρωτα και οργή. Άυλη, αόρατη, παραδίνεσαι...
Για την Λένα...
Ένας φίλος μου, γράφει παρακολουθώντας έγκλειστος τη ζωή μέσα από το σαλόνι του σπιτιού του. Σημειώνει πάνω σε άσπρα πόστ ιτ αυτά που τον εκνευρίζουν και τον ενοχλούν. Μάλλον όλα τον ενοχλούν, γι’ αυτό και κρατείται όμηρος του σαλονιού του. Πριν χρόνια, όταν ακόμα δε φόραγε μόνο τις πολύχρωμες πιτζάμες και παντόφλες του, τον είχα συναντήσει σε ένα πάρτι, για τα θύματα του Τσουνάμι στη Σρί Λάνκα. Χόρευα μόνη κάτω από τη ντισκομπάλα και άγνωστοι με πλησίαζαν για να μου δείξουν τα βήματα. Τα βλήματα, δε μπορούσαν να καταλάβουν, ότι απλά ένιωθα και απολάμβανα να είμαι μόνη. Μόνο εκείνος με κοίταγε και χαμογελούσε. Αφού ο Morrissey με έκανε και δάκρυσα και μου επιβεβαίωσε, ότι η ιστορία και η μουσική τελείωσε, εκείνος με πλησίασε και μου είπε «Εσύ κάνεις πάντα το λάθος και ερωτεύεσαι και ξεχνάς να ζεις...».
Για τον Χρήστο…
Έξω βρέχει και έχει «Νύχτες Πρεμιέρας». Βαριέσαι να πεταχτείς μέχρι τον Δαναό. Αξύριστος δυο μέρες τώρα και τα ρούχα τσαλακωμένα περιμένουν τα χέρια μιας γυναίκας. Η ξανθιά νεαρά χθες στο Τζόκερ σε βασάνισε πολύ για να της πάρεις μόνο ένα φιλί και ένα τηλέφωνο που δεν πρόκειται ποτέ σου να χρησιμοποιήσεις. Φυσάς τον καπνό του τσιγάρου σου, μέσα από τις ξύλινες περσίδες και παρακολουθείς τις σπασμωδικές κινήσεις των αυτοκινήτων πάνω στο δρόμο. Η τηλεόραση παίζει μόνη «Αλ Τσαντίρι Νιούζ». «Νιουζζζζ» επαναλαμβάνεις και εσύ και το ζ κολλάει σαν καραμέλα στα δόντια σου. Τρως το τελευταίο σου σβαν. Ανάβεις και άλλο τσιγάρο. Οι εραστές φωνάζουν στο διπλανό διαμέρισμα. «Άραγε πότε το ένα έγινε δυο;» αναρωτιέσαι και παίζεις «μάνατζερ» στον υπολογιστή.
Για τον Τάσο…
Από την άκρη της πόλης μετράω τα ποτέ και τα πότε μου. Καμένο Σάββατο... Μια συναυλία που ποτέ δεν πήγα και ένα πρωινό που κακώς απέρριψα. Πόσο γρήγορα τέλειωσαν τα τσάμπα της εβδομάδας. Φλερτάρεις με τα μάτια και προτιμάς αυτές τις προσωρινές λύσεις στα θέματά σου. Κι ύστερα φιλοσοφείς. Μόνος σου μιλάς περισσότερο. Θύμα των σκέψεων σου γίνεσαι, παρά τη θέληση σου. Και εγώ πάντα επιστρέφω σε εσένα. Ασφαλείς δικλείδες προστασίας. Κακό πράγμα η συνήθεια, αλλά που καιρός για έρωτες. Στα τετριμμένα λοιπόν και στις καβάτζες. Βασικά καλά δεν περνάμε; Η ζωή σου και η ζωή μου και όποτε τύχη θα βρισκόμαστε. Η ιδιοκτησία είναι ενοχικό συναίσθημα, κατάλοιπο της παιδικής μας ηλικίας. Και όμως ακόμα ζητάς να αγαπηθείς...
*(Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην «Απογευματινή Κων/πολης» 25/10/2010)
Καλό θα ήταν από σήμερα κιόλας να εκτιθέμεθα περισσότερο στον έρωτα και όχι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα λέμε την επόμενη Κυριακή….