Η χρονιά που έμαθα την αλήθεια για τον Άγιο Βασίλη
Και άλλες πέντε στιγμές της σχέσης μας
1. Δεν θυμάμαι ακριβώς την στιγμή που οι γονείς μου μίλησαν για πρώτη φορά σε εμένα και τον αδερφό μου για τον ευγενικό κύριο με τα λευκά γένια και τον κόκκινο σκούφο. Είμαι όμως σχεδόν σίγουρη πως ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα από τα οποία έχω ατόφιες αναμνήσεις και όχι διηγήσεις τρίτων που νομίζω πως είναι δικές μου. Η τετραμελής μας οικογένεια έμενε σε ένα νοικιασμένο σπίτι του Κουκακίου που είχε στολιστεί χρυσό και κόκκινο για τις γιορτές, και ενώ δεν μπορώ να ανακαλέσω τίποτα άλλο από εκείνη την παραμονή πρωτοχρονιάς, θυμάμαι να πηγαίνω για ύπνο χωρίς καμία διαμαρτυρία. Όσο η μαμά μου με έντυνε με ένα ζευγάρι κίτρινες πιτζάμες την ρωτούσα ξανά και ξανά αν όντως θα έρθει κάποιος να αφήσει δώρα για εμάς κάτω από το δέντρο και αν όντως θα φάει τα μελομακάρονα και το γάλα που του αφήσαμε. Μετά την τέταρτη επιβεβαίωση χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα και έσφιξα το μαξιλάρι.
Ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο, άκουσα τον αέρα να δυναμώνει και ξαφνικά οι ήχοι από δεκάδες κουδουνάκια γέμισαν το δωμάτιο. «Το έλκηθρο!» σκέφτηκα και αμέσως η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρηγορότερα ενώ πίεσα τον εαυτό μου να κοιμηθεί αμέσως καθώς, σύμφωνα με τα λεγόμενα των μεγάλων, ο Άγιος Βασίλης καταλαβαίνει πότε είσαι ξύπνιος. Μέχρι και σήμερα οι γονείς μου ορκίζονται πως δεν είχαν καμία σχέση με τα κουδουνάκια έξω από το παράθυρο. Μέχρι και σήμερα ορκίζομαι ότι τα άκουσα.
2. Από τις πιο θλιβερές στιγμές της παιδικής μου ηλικίας ήταν όταν έχασα ένα λούτρινο Σίμπα (από τον Βασιλιά των Λιονταριών) στις κούνιες. Ο Σίμπα ήταν ο μόνιμος συνοδός μου για μήνες. Τον έβαζα για ύπνο κάθε βράδυ, τον τοποθετούσα δίπλα μου (με τα μάτια στραμμένα στην οθόνη) όσο έβλεπα κινούμενα σχέδια, υπήρχε ξεχωριστή θέση για εκείνον στο τραπέζι για το πρωινό, το μεσημεριανό και το βραδινό. Κάποια στιγμή τον ανέβασα στο γύρω-γύρω της παιδικής χαράς για να τον φέρω δύο σβούρες και τελικά, πάνω στο παιχνίδι, τον ξέχασα εκεί. Ακόμα δακρύζω αν το σκεφτώ για πολλή ώρα. Επί πολλές εβδομάδες είχα στρέψει όλες μου τις ελπίδες στον Άγιο Βασίλη, ο οποίος δεν με είχε απογοητεύσει ποτέ μέχρι τότε και ήλπιζα πως θα μπορέσει να βρει το χαμένο μου λιονταράκι και να το γυρίσει πίσω. Το άγχος μου μεγάλωνε όσο πλησιάζαμε στην πρωτοχρονιά, επειδή ο αγαπημένος μου κόκκινος ασπρομάλλης συνήθιζε να μην λαμβάνει υπόψη τα δώρα που έλεγα πως ήθελα στο γράμμα μου και μονίμως μου έκανε (πετυχημένες) εκπλήξεις. Εκείνη την χρονιά όμως δεν ήθελα τίποτα άλλο. Το πρωί της 1ης Γενάρη σηκώθηκα από το κρεβάτι και έτρεξα προς το δέντρο χωρίς να πλύνω καν τα δόντια μου.
Ο Σίμπα κοιμάται δίπλα μου μέχρι και σήμερα.
3. Ήμουν οχτώ χρονών όταν ρώτησα την μαμά να μου πει την αλήθεια για τον Άγιο Βασίλη και οι περισσότεροι πιστεύουν πως είχα ήδη μεγαλώσει πολύ. Εγώ έκανα την ερώτηση περισσότερο για να επιβεβαιωθώ πως τα παιδιά στο σχολείο ήταν απλώς νταήδες που έλεγαν ψέματα και πως φυσικά ο χριστουγεννιάτικος φίλος μου είναι αληθινός και με αγαπάει όσο τον αγαπάω κι εγώ. Εκείνη σοκαρίστηκε με το πόσο δυνατά ήταν τα αναφιλητά μου όταν έκανε την αποκάλυψη, καθώς κατά τα άλλα ήμουν ένα ώριμο και έξυπνο παιδί και κανείς θα περίμενε να έχω καταλάβει από μόνη μου τι συμβαίνει. Άνοιξα την πόρτα στο δωμάτιο του αδερφού μου για να βρω εκεί παρηγοριά, όμως μετά από λίγο αυτός το ξεπέρασε, σαν να του έλεγα πως σήμερα δεν θα τρώγαμε μακαρόνια με κιμά και όχι σαν να γκρέμιζα τις χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις ολόκληρης της ζωής του.
Αισθανόμουν χαμένη. Περίμενα να γυρίσει ο μπαμπάς στο σπίτι για να μου αποκαλύψει πως όλο αυτό ήταν μία κακόγουστη πλάκα. Θυμόμουν το κάθε πιάτο με μισοφαγωμένα μπισκότα που έβρισκα τα πρωινά δίπλα στα δώρα μου και ένιωθα το στομάχι μου να ανακατεύεται. Έτρεξα πίσω στην μαμά μου με κόκκινα μάγουλα και πρησμένα μάτια και της φώναξα «αφού μας είχε αφήσει σημείωμα όταν ήμασταν ακόμα στο παλιό σπίτι και τα γράμματα δεν ήταν ούτε σαν τα δικά σου, ούτε σαν του μπαμπά!». Εκείνη μου απάντησε με ηττημένη φωνή πως ο μπαμπάς ξέρει να κάνει και καλλιγραφικά.
Δεν θυμάμαι τι δώρο πήρα εκείνη την χρονιά. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία.
4. Ήμουν δώδεκα και ήταν η τέταρτη φορά μέσα στην ίδια μέρα που είχα ακούσει ότι με περιμένει μία απίστευτη έκπληξη με το που μπει ο νέος χρόνος. Η ανυπομονησία μου είχε φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα και όσο προσπαθούσα να μαντέψω τι μπορεί να κρύβεται πίσω από το παιχνιδιάρικο αίνιγμα, τόσο δεν πετύχαινα ούτε ένα σωστό στοιχείο. Tελικά έπεισα τους γονείς μου να μου δώσουν το δώρο νωρίτερα από ότι συνηθίζαμε, μάλλον για να σταματήσω να τους ενοχλώ.
«Έλα, δεν θα στεναχωρηθεί ο Άγιος Βασίλης!» είπε ο μπαμπάς μου κλείνοντας το μάτι ενώ η μαμά έβγαζε από την ντουλάπα μία μεγάλη σακούλα. Την άνοιξα με ένα πλατύ χαμόγελο το οποίο πάγωσε στα χείλη όταν είδα μπροστά μου ένα ζευγάρι μπότες. Στην αρχή νόμιζα ότι μου κάνουν πλάκα. Στην συνέχεια μου εξήγησαν πως αυτές οι μπότες είναι πολύ όμορφες, θα μου πηγαίνουν φοβερά και πως ανήκουν σε κάποια διάσημη κι εντυπωσιακή μάρκα.
Ποτέ δεν ήμουν καλή στο να κρύβω την απογοήτευσή μου κι έτσι όλοι αμέσως το καταλάβαμε πως η μεγάλη έκπληξη ξεφούσκωσε σαν άψυχο μπαλόνι. Κακομαθημένη από τα μαγευτικά παιχνίδια που συνήθιζε να φέρνει ο Άγιος Βασίλης που με γέμιζαν από γνήσια χαρά, κάτι τόσο συνηθισμένο όσο τα παπούτσια δεν ανήκαν στα Χριστούγεννά μου. Ήταν και o πρώτος τσακωμός με τους γονείς μου μέσα στην περίοδο των γιορτών, επειδή δεν εκτίμησα τον κόπο και την καλή τους διάθεση. (Είχαν δίκιο προφανώς).
Αυτή ήταν η χρονιά που η παιδική μου ηλικία τελείωσε.
Μαμά και μπαμπά, αν θέλετε να μου πάρετε και φέτος δώρο μπότες, ΤΟ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΘΑ ΧΟΡΟΠΗΔΗΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΑΡΑ ΜΟΥ.
5. Ο αδερφός μου ως έφηβος ήθελε να γίνει κιθαρίστας. Του πήγαινε πολύ το όλο concept για να λέμε την αλήθεια. Είναι ψηλός, έχει πλούσιο μαλλί, ξέρει την ιστορία των Led Zeppelin και τους στίχους του Wonderwall. Για δώρο Χριστουγέννων το 2007 ζήτησε μία κιθάρα, την οποία παρήγγειλε μόνος του online με την πιστωτική κάρτα των γονιών. Όταν το δέμα έφτασε ήταν τόσο ενθουσιασμένος που τίναζε τα χέρια του πάνω κάτω, μία συνήθεια που είχε κόψει από μικρό παιδί. Ανοίγοντας του κουτί βρήκε μέσα μία διαφορετική κιθάρα από εκείνη που είχε αγοράσει, πολύ πιο μεγάλη και τουλάχιστον 300 ευρώ ακριβότερη. Παρά τις προσπάθειές του να επικοινωνήσει με το e-shop και να επισημάνει την παρεξήγηση, κανένας δεν έδειξε ιδιαίτερη προθυμία να την διορθώσει και έτσι προφανώς εκείνος δεν επέμεινε. Χαζός είναι;
Δύο ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, το ταχυδρομείο παρέδωσε στο σπίτι και κάτι επιπλέον. Ήταν η original κιθάρα που ήθελε. Δωρεάν. Και κανείς δεν ήρθε ποτέ να την πάρει πίσω.
Όσο εκείνος ούρλιαζε από την χαρά του για το πιο τυχερό μπέρδεμα που θα μπορούσε να του συμβεί, εγώ χαμογέλασα προς στιγμήν στον εαυτό μου και θυμήθηκα τα μαγικά κουδουνάκια έξω από το παράθυρο.
6. Έχω ενημερώσει στην γραμματεία πως θα φτάσω αργότερα από το συνηθισμένο στο γραφείο και τρώω panetone στο σπίτι των γονιών μου όσο εκείνοι τοποθετούν το πλέγμα με τα φωτάκια στο δέντρο. Ο αδερφός είναι εμφανώς αγουροξυπνημένος και διηγείται το πώς τσακώθηκε με το κορίτσι του επειδή δεν στήθηκαν σωστά οι χριστουγεννιάτικες γιρλάντες στο δικό τους διαμέρισμα και κανείς δεν ξέρει ποιος φταίει. Ρωτάει πότε σκοπεύω να στολίσω εγώ και απαντάω πως έχω κανονίσει για την επόμενη εβδομάδα, όταν θα μπορούν οι περισσότερες φίλες μου.
«Τις προάλλες που καθαρίζαμε βρήκαμε τα παλιά σας γράμματα στον Άη Βασίλη» μας ανακοινώνει η μαμά και αμέσως και οι δύο βογγάμε ενοχλημένοι. Θα γίνει μελό η κατάσταση.
«Αρχίσαμε να τα διαβάζουμε και μας πήρε το βράδυ. Στο τελευταίο που βρήκαμε, ο Θοδωρής έγραφε ‘‘Άγιε Βασίλη, να μην ξεχάσεις να φέρεις δώρα σε όλα τα παιδάκια, εκτός από αυτά που δεν συμπαθώ’’ και η Κρίστυ αφού είχε δώσει μία λίστα με 100 διαφορετικά πράγματα που ήθελε να της φέρει έγραψε υστερόγραφο ‘‘να ξέρεις πως εγώ θα σε πιστεύω για πάντα’’»