Κάθε εμπόδιο σε καλό

Ή, πώς η χυλόπιτα σε χτίζει

Η Μανίνα Ζουμπουλάκη μελετά τις θετικές πλευρές της απόρριψης.

Κανονικά θα έπρεπε να καταργηθεί –η χυλόπιτα, η «πόρτα» κ.λπ.– αλλά επειδή παίζει πολύ το «σόρι, δεν μας κάνετε» μελετάμε τις θετικές πλευρές του «ουστ».

Κατά μέσον όρο πρέπει να έχω φάει τόσες πόρτες, που μπορώ να ανοίξω κατάστημα (με πόμολα). Ανάλογες πόρτες τρώτε ή θα φάτε και σείς στη δική σας ζωή – εκτός κι αν ζείτε σε πύργο με μπάτλερ και καθαρόαιμα άλογα, οπότε εξαιρείστε του κανόνα. Ο κανόνας είναι ότι ένα άτομο από τα 10 ως τα 100, δεν κάνει άλλη δουλειά: ακούει «όχι», «δεν μας κάνετε ακριβώς», «αποτύχατε», «δεν περάσατε» και «δεν φταίς εσύ, εγώ φταίω».

Όλα αυτά πρέπει να μάθει να τα αντιμετωπίζει παλικαρίσια και μάλιστα να τα εκμεταλλεύεται, αν όχι το άτομο, τουλάχιστον η γυναίκα – για να περνάει καλά στη ζωή της, που είναι το ζητούμενο. Δηλαδή, αν κάθε φορά που τρώμε χυλόπιτες και πόρτες φοράμε πλερέζες, σόρι αλλά θα πρέπει να περνάμε το χρόνο μας κλαίγοντας στις φίλες μας στο τηλέφωνο και ποστάροντας λυπητερά γατάκια στο ίνστραγκραμ/γουατέβερ. Δεν λέει.

Καμιά γυναίκα δεν πετάει στα σύννεφα όποτε τρώει στα μούτρα άλλη μία απογοήτευση. Ακόμα και τώρα, ύστερα από χιλιάδες πόρτες/χυλοπίτες, όταν μου έρχεται μια φρέσκια αισθάνομαι κουρέλι. Αλλά για λίγο. Όχι πάρα πολύ λίγο (ας μην υπερβάλλουμε), απλώς για ένα διάστημα σύντομο, που το κάνω διασκεδαστικό ρίχνοντας χρωματιστά παρεό στα λαμπατέρ και...

Όχι εντάξει. Αν αποτύχατε στις εξετάσεις, σας σούταρε το γκομενάκι, δεν σας πήραν στη δουλειά των ονείρων σας, απολυθήκατε, πάτωσε το σενάριο/βιβλίο/εργοτάξιο/ποίημά σας, αποκλείεται να σας φτιάξει το κέφι ένα παρεό πάνω στο λαμπατέρ, και υπάρχει φόβος να αρπάξει φωτιά το κομοδίνο. Δείτε το φιλοσοφικά, μοιραστείτε τον πόνο σας, προσπαθήστε να κάνετε κάτι δημιουργικό και τελικά ξεχάστε το. Θα περάσει. Θα έρθει άλλο «όχι» στη θέση του συγκεκριμένου, που κι αυτό θα περάσει.

Οι πόρτες είναι σαν την γρίπη. Μας φαίνονται αφόρητες όσο τις κουβαλάμε, αλλά ύστερα από δυο-τρεις μέρες/τέρμινα, όλο και κάτι κουνιέται. Κι αυτό ισχύει για κάθε είδους πόρτα.

«Σόρι, αλλά δεν πέρασες»: Είναι το κλασσικό των εξετάσεων – σε οτιδήποτε. Έχεις αποτύχει στις εξετάσεις ανώτατης σχολής και συνειδητοποιείς ξαφνικά ότι όχι, δεν θα γίνεις καρδιο-νευρο-χειρουργός. Κλαις. Η ζωή σού φορμάρισε ένα άσχημο χτύπημα. Μετά τα κλάματα αναρωτιέσαι τι εναλλακτικές υπάρχουν. (α) Να ξαναδοκιμάσεις του χρόνου, (β) να συνεχίσεις να κλαις, που είναι και δραματικό πράγμα, ή (γ) να σκεφτείς κάτι άλλο π.χ. μια σχολή μακιγιάζ. Ο κόσμος πάντοτε θα χρειάζεται ανθρώπους να του βάφουν τα μάτια προκειμένου να βγει στην τηλεόραση ή να παντρευτεί, επομένως πάντα θα έχεις δουλειά, και τελικά πόσοι καρδιο-νευρο-χειρουργοί χωράνε σε ένα Ντεσεβώ; Όχι πολλοί. Άσχετο, απλώς μόλις πέρασε ένα Ντεσεβώ απ' έξω.

«Σόρι αλλά δεν μας κάνεις»: Έχεις περάσει από οντισιόν/ίντερβιου στη δουλειά που ποθούσες από παιδί/χθες, και δεν τους γέμισες το μάτι. Όχι επειδή δεν είσαι αρκετά καλή, αλλά επειδή έχουν πολλές σαν κι εσένα. Εννοείται ότι αφού πιεις καφέ με φίλες και μοιραστείς τον πόνο σου υποφέροντας αφόρητα, ξαναπαίρνεις το δρόμο για ψάξιμο και χτυπάς κι άλλες πόρτες – όσο περισσότερες τόσο καλύτερα. Στις μισές σού λένε «δώσαμε». Στις άλλες μισές θα σε ακούσουν και πιθανότατα σε κάποιες θα σε αφήσουν να μπεις. Δηλαδή δεν είναι δυνατόν να το βάζουμε κάτω με την πρώτη απόρριψη! Τότε τι θα έπρεπε να κάνουμε εμείς οι φριλάντζες, που μια ζωή πάμε από πόρτα σε πόρτα με το δισάκι στον ώμο; (Μην το πει κανείς. Μπορεί να είναι καλή ιδέα σε εποχή Κρίσης αλλά δεν πρόκειται να δέσουμε μια πέτρα στο λαιμό και να πέσουμε στο Τουρκολίμανο).

«Σόρι, δεν φταις εσύ, εγώ φταίω»: Ο άνθρωπός σου, το μουλάρι, παίρνει το καπελάκι του και φεύγει με ελαφρά πηδηματάκια ή σου δίνει τα παπούτσια στο χέρι – απ' όποια πλευρά κι αν το εξετάσεις, σε αδειάζει. Δεν σε θέλει πια. Μάλλον έχει βρει άλλη ήδη, όσο κι αν διαμαρτύρεται ότι «δεν είναι αυτό» (βρε άιντε από κει), ή «δεν φταις εσύ, εγώ φταίω, εσύ είσαι μια αγία». Πείτε του ότι όντως αυτός φταίει. Ο κόσμος είναι γεμάτος άντρες που έχουν στο μυαλό τους το σεξ και καλό είναι να το εκμεταλλεύεσαι αυτό σε εποχή χωρισμών γιατί, όταν έρθει η επόμενη σχέση, δεν θα μπορείς να κινηθείς ελεύθερα στον κόσμο των ανδρών που έχουν το μυαλό τους στο σεξ – ΤΩΡΑ είναι η ευκαιρία! Κάτι πρέπει να σε βοηθήσει να σταθείς στα πόδια σου μετά τη χυλόπιτα και το καλύτερο γιατρικό είναι το φλερτ. Και το σεξ δεν είναι άσχημο – για την ακρίβεια είναι σούπερ-ντούπερ, ποιος το γαμεί το φλερτ. Άσε που μέσα στο χαμό μπορεί να γνωρίσεις τον άντρα της ζωής σου, ή έστω του εξαμήνου/μηνός.

«Σόρι, δεν μπορείς να μπεις»: Έχεις φορέσει καταπληκτικό φορεματάκι και καταπληκτικές γόβες με μαργαρίτες ανάμεσα στα δάχτυλα, υπέροχο glitter eye-liner, γενικά είσαι θεά. Φτάνεις στην είσοδο του μαγαζιού σινάμενη-κουνάμενη, κι ο πορτιέρης θέλει να μάθει αν έχετε κλείσει τραπέζι. Εσύ ρωτάς «τι εννοείς, αν έχω κλείσει τραπέζι; Μπαρ δεν είναι;». Ο πορτιέρης σού απαντάει ότι σήμερα ειδικά μπαίνουν μόνον όσοι έχουν κλείσει τραπέζι. Κάνεις μικρο-σκηνή στην είσοδο αλλά ο πορτιέρης, που είναι γκάου, επιμένει: δεν μπαίνεις.

Έχεις διάφορες επιλογές εδώ. (α) Να κάνεις τεράστια σκηνή και να αρχίσεις να χτυπιέσαι στην πόρτα, (β) Να πας αλλού. Η (β) είναι η μόνη που πιάνει γιατί άπαξ και στραβώσει ένας πορτιέρης, που είναι και απλήρωτος κάτι μήνες, δεν αλλάζει γνώμη. Σε άλλο μαγαζί μπορεί να περάσεις καλύτερα, ποτέ δεν ξέρεις. Η μόνη ανεπίτρεπτη επιλογή είναι η (γ) Να γυρίσεις σπίτι και να κλαις. Γενικά οποιαδήποτε επιλογή περιλαμβάνει τις λέξεις «σπίτι» και «κλαις» είναι για πέταμα.

«Σόρι, δεν υπάρχει στο νουμεράκι σας»: Δεν πρόκειται για σοβαρή πόρτα. Διότι μπορεί να είχαν το τσίτι στο σωστό νούμερο και να το πούλησαν, μπορεί να μην το είχαν ποτέ, μπορεί και να μην υπήρχε καν στο Σύμπαν αυτό που είδες σε περιοδικό/σάιτ ή αυτό που ονειρεύτηκες. Σου λέει η πωλήτρια ότι δεν το έχει; Σιγά τα λάχανα. Δεν θα ξοδέψεις δεκάρα.

«Σόρι αλλά δεν είσαι αρκετά ψηλή/αδύνατη/όμορφη/νέα/έξυπνη/πεπειραμένη/ικανή»: Οποιοσδήποτε λέει κάτι τέτοιο σε μια γυναίκα ή ακόμα και σε έναν άντρα που χώρισε τη γυναίκα και πρόκειται για μουλάρι, είναι για μπάτσες. Ο οποιοσδήποτε, και το μουλάρι. Απλώς αγνοείς το σχόλιο, αν υποθέσουμε ότι το ακούς όντως. Γιατί σε γενικές γραμμές (α) μπορείς να μην ακούς την μπούρδα του καθενός και (β) είσαι τόσο όσο πιστεύεις ότι είσαι ή όσο σου χρειάζεται.

Άρα τα πράγματα δεν είναι δραματικά. Εννοείται ότι αυτές και πολύ περισσότερες πόρτες τις έχω φορτωθεί και τις φορτώνομαι ακόμα – οι πιθανότητες όταν ζητάς ή πουλάς κάτι, οτιδήποτε, είναι πάντοτε 50-50. Αλλά πολλές φορές το «όχι» βγαίνει σε καλό: Αν είχα περάσει στην Αγγλική Φιλολογία (προ αιώνων), τώρα θα ήμουν μία τσαντίλω καθηγήτρια αγγλικών σε φροντιστήριο και θα αρπαζόμουν συνέχεια με τις μαθήτριες για ψύλλου πήδημα. Αποτυγχάνοντας στις εξετάσεις, κατέληξα σχετικά οκέι σε χώρους όπου ανθούν οι πολλαπλές προσωπικότητες. Μετράω ένα σκασμό τέτοια εμπόδια ή πόρτες ή χυλόπιτες – δουλειές στις οποίες δεν με πήραν, άντρες που με χώρισαν αντί πινακίου φακής, άντρες που τους χώρισα επειδή είχα τα νεύρα μου, και η κάθε ανάποδη έμοιαζε το τέλος του κόσμου αλλά τελικά δεν ήταν. Το τέλος του κόσμου, όπως έχουμε δει στις ταινίες, είναι πολύ πιο δραματικό από έναν χωρισμό ή μία απόρριψη. Έχει ηχητικά εφέ, εκρήξεις, σεισμούς-λιμούς-καταποντισμούς μέχρι και φλογοβόλα, επηρεάζει πολλούς ανθρώπους και δεν είναι απλή υπόθεση.

Σε αντίθεση με την πόρτα/απόρριψη/χυλόπιτά που είναι απλή υπόθεση τελικά. Παίρνεις βαθιά ανάσα, τα μαζεύεις, και αναρωτιέσαι «Τώρα τι κάνουμε;»

Πράγμα πολύ ενδιαφέρον και ιντριγκαδόρικο γιατί σηκώνει αμέτρητες απαντήσεις...

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice