Ένας άνδρας θυμάται την πρώτη του φορά
Πηγαίναμε τρίτη γυμνασίου, γράφαμε τις πρώτες μας ροκ κασέτες, καπνίζαμε στα κρυφά και βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε. Ήμασταν τρεις και κανείς μας δεν είχε κορίτσι. Σε όλους άρεσε κάποια κοπέλα στο σχολείο, αλλά μας άρεσαν και οι μεγαλύτερες που βλέπαμε στο μπαράκι της γειτονιάς, κάθε Σαββατόβραδο που πηγαίναμε και πίναμε από τρεις μπίρες ο καθένας, μέχρι τις 12 που μας άφηναν οι μανάδες μας να καθόμαστε έξω. Ήμασταν κολλητοί αλλά και διαφορετικοί. Ο ένας ήτανε πιο μάγκας, ο άλλος περισσότερο έξυπνος. Εγώ ήμουν ο πιο θαρραλέος. Και ήμασταν όλοι μας παρθένοι.
Μια μέρα ο πιο μάγκας μάς ανακοίνωσε ότι ένας γνωστός του πήγε με γυναίκα και ήταν κάτι μαγικό. Σε έναν οίκο ανοχής κάπου στην πλατείας Αττικής, δεν θυμότανε ακριβώς πού, τον είχε πάει κάποιος μεγαλύτερος ξάδερφός του. Ήταν όμορφη, ήταν ευγενική, του ξεκούμπωσε το πουκάμισο ένα-ένα τα κουμπιά, τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο κρεβάτι. Ο τύπος άρχισε να τη βλέπει στον ύπνο του, αλλά κι εμείς χάσαμε τον δικό μας.
Τα επόμενα τέσσερα συνεχόμενα Σάββατα κάναμε μπάνιο σχολαστικά, βάζαμε ζελέ στα μαλλιά και κολόνια και δίναμε ραντεβού στη στάση του λεωφορείου που έκανε τέρμα στον ηλεκτρικό της Καλλιθέας. Κι από εκεί στον σταθμό της Αττικής. Κάτω από τα μπουφάν μας φορούσαμε όλοι πουκάμισο.
Επί τέσσερα Σάββατα κάναμε το ίδιο λάθος: βγαίναμε από τον σταθμό της Αττικής αλλά από την αντίθετη πλευρά που ήταν οι οίκοι ανοχής. Είχαμε ακούσει ότι βρίσκονταν σε παλιά σπίτια και πως είχαν φωτάκι απ’ έξω. Περπατούσαμε και περπατούσαμε και κάθε τόσο στεκόμασταν μπροστά σε παλιά σπίτια και αναρωτιόμασταν αν ήταν αυτό που ψάχναμε ή αν έμενε καμιά οικογένεια μέσα. Μια μέρα αποθρασύνθηκα τελείως και χτύπησα το κουδούνι σε ένα παλιό διώροφο που είχε αναμμένο φως απ’ έξω, ενώ οι άλλοι πήγανε παραπέρα και γελάγανε. Βγήκε μια μεγάλη γυναίκα.
«Τι θέλετε;»
«Καλησπέρα σας, σπίτι είναι εδώ;»
«Σπίτι είναι».
«Εννοώ, σπίτι με γυναίκες;»
«Τι λες παιδί μου, δεν καταλαβαίνω».
«Τίποτα, με συγχωρείτε».
Το πέμπτο Σάββατο, δεν θυμάμαι καλά αν περπατήσαμε τόσο πολύ και κάναμε τεράστιο κύκλο ή αν βγήκαμε από τη σωστή πλευρά, αλλά βρεθήκαμε μπροστά σε ένα παλιό σπίτι με άσπρο φως απ’ έξω, ανοιχτή εξώπορτα και μια σκάλα που οδηγούσε προς τα πάνω, με σκοτεινό κόκκινο φως. Αρχίσαμε να σπρωχνόμαστε ποιος θα μπει πρώτος, γελούσαμε, είπαμε μήπως το αναβάλουμε για άλλη μέρα και τελικά προχωρήσαμε. Το δωμάτιο ήταν θεοσκότεινο, «καθίστε» είπε μια γυναικεία φωνή κάπου από μέσα και κολλήσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον σε έναν καναπέ.
Η αλήθεια είναι πως δεν τη θυμάμαι καλά. Θυμάμαι πως ήταν ξανθιά με κοντά μαλλιά και πως φορούσε ένα τιγρέ μαγιό. Πρέπει να ήταν γύρω στα 40, ίσως και παραπάνω. Αλλά ήταν χαμογελαστή, έλεγε αστεία και με τράβαγε από το χέρι. Δεν ήταν ότι μου άρεσε τόσο πολύ, περισσότερο ότι έπρεπε να αποδείξω σε μένα και στους άλλους ότι πραγματικά ήμουν ο πιο θαρραλέος. 600 δραχμές η επίσκεψη, δύο ευρώ σημερινά. Περίμενα ντυμένος, καθισμένος στο κρεβάτι, με τρελό χτυποκάρδι. Άκουσα τα τακούνια της. Άνοιξε την πόρτα και με κοίταξε απελπισμένη. «Ακόμα δεν γδύθηκες; Άντε, ξεντύσου κι έρχομαι».
Δεν θυμάμαι πολλά από όσα έγιναν, αλλά δεν υπήρξε κατάληξη, ας πούμε. Μου είπε να ξαναπάω κάποια άλλη μέρα, καθημερινή καλύτερα και ακόμα καλύτερα μεσημεράκι, υποσχόμενη να μου αφιερώσει περισσότερο χρόνο.
Στον γυρισμό, πλέον, εγώ ήμουν ο πιο μάγκας. Αλλά είχα μια σύγχυση στο κεφάλι μου. Έτσι είναι το σεξ; Αυτός είναι ο έρωτας; Κι αν ήμουν ανίκανος; Την άλλη μέρα είδα στη γειτονιά έναν άλλο φίλο και του είπα ότι «πήγα με γυναίκα». Γούρλωσε τα μάτια του: «Μαλάκα μου, έγινες άντρας δηλαδή!». Εγώ, πάντως, δεν αισθανόμουνα καμία διαφορά. Μόνο που κάποιες φορές φούσκωνα από περηφάνια, όταν μαζεύονταν γύρω μου διάφοροι ρωτώντας με λεπτομέρειες και κάποιες άλλες μου κόβονταν τα πόδια όταν απέφευγα να κοιτάξω κορίτσια, σίγουρος πια ότι ήμουν «ανίκανος».
Με τον έναν από τους τρεις, τον πιο έξυπνο, είμαστε ακόμα κολλητοί, με τον άλλον χαθήκαμε. Μια φορά τον μήνα ή στους δύο τα λέμε και θυμόμαστε ιστορίες από εκείνα τα χρόνια, μαζί και αυτήν. Καμιά φορά βλέπω στον δρόμο παιδιά 14-15 χρονών και σκέφτομαι τι αγωνίες μπορεί να έχουν. Και κάποιες άλλες φορές, τα βράδια, που μπορεί να έχω πιει και λιγάκι, πετυχαίνω στο ραδιόφωνο εκείνο το ωραίο τραγούδι των Κατσιμιχαίων, για τα «Κορίτσια της συγγνώμης».
Κι απ’ ό,τι μου ’μεινε ετούτο το τραγούδι,
σας δίνω που απόψε ξενυχτάω,
μοιάζει χαζό μα είναι το λουλούδι,
είναι το χάδι το απαλό
που σας χρωστάω…