Μέχρι πού μπορείς να φτάσεις για να αρέσεις σε κάποιον;
Είχες τις υποψίες σου από νωρίς, όταν τον είδες να κάθεται σταυροπόδι σε ένα πεζούλι πολύ μικρό για το ύψος του και να φαίνεται περίεργα άνετος. Στρίψιμο τσιγάρου σχεδόν στα τυφλά, με γρήγορες κινήσεις που δεν ταιριάζουν στον αργό ρυθμό ομιλίας και το μισονυσταγμένο βλέμμα. Είναι «Χαλαρός». «Εναλλακτικός». «Φασέος», όπως τους αποκαλεί και η φίλη σου. Αν προσπαθούσες να τον κόψεις και να τον ράψεις σε οποιοδήποτε δικό σου περιβάλλον, δεν θα κούμπωνε πουθενά. Όχι ότι σε απασχόλησαν τέτοιες σκέψεις αρχικά. Απλώς αναρωτήθηκες αν πρέπει να τον χαιρετήσεις πριν φύγεις προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Τα Άτομα Με Τα Οποία Δεν Έχεις Κανένα Κοινό χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Εκείνοι που έχουν αντίθετη άποψη από εσένα σε θεμελιώδη ζητήματα (φεμινισμός, ρατσισμός, πίτσα) και εκείνοι που απλώς βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια ή μονοπάτια της ζωής τους. Αυτοί οι δεύτεροι ενίοτε εμφανίζονται ξαφνικά στον δρόμο σου εκεί που δεν τους περιμένεις. Και σου εξάπτουν ελαφρώς την περιέργεια.
Έτσι λοιπόν ακολουθείς τα βήματα του Χαλαρού, Εναλλακτικού, Φασέου με την άκρη του ματιού σου, χωρίς να το συνειδητοποιείς καν. Η φωνή του παύει να αποτελεί αδιάφορο ηχητικό χαλί, ξεκινάς να ακούς αυτά που λέει με παραπάνω προσοχή, αισθάνεσαι λίγο περίεργα όταν σε κοιτάει στα μάτια.
Λες κάτι έξυπνο και τον κάνεις να γελάσει. Διαρκεί ελάχιστα δευτερόλεπτα, μοιάζει περισσότερο με ξεφύσημα παρά με γέλιο, τα χείλη του μετά βίας σχηματίζουν ένα σφιγμένο χαμόγελο (ισορροπεί και το φιλτράκι ανάμεσά τους άλλωστε.) Εσύ όμως αισθάνεσαι πως μόλις πέτυχες κάτι σημαντικό και θέλεις να ξανασυμβεί. Να του προκαλεί ευχαρίστηση κάτι δικό σου.
Ε, και κάπου εκεί συνειδητοποιείς ότι την πάτησες.
Περνάς λίγη ώρα παραπάνω στον καθρέφτη πριν τον συναντήσεις την επόμενη φορά. Τα χρώματα των ρούχων σου μοιάζουν υπερβολικά φανταχτερά και χρειάζεται εξερεύνηση στα πίσω ράφια της ντουλάπας μέχρι να βρεις κάτι κάζουαλ αλλά και σέξι ταυτόχρονα.
(Που όμως να μην δείχνει ότι προσπάθησες κιόλας).
Αισθάνεσαι την αυτοπεποίθησή σου να εξατμίζεται όσο τον πλησιάζεις, μέχρι που τελικά έρχεστε φέις του φέις και όλα γίνονται λάθος. Χαμογελάς πολύ, μιλάς πολύ, κουνιέσαι πολύ, κοιτάς το πάτωμα πολύ. Το κάψιμο στο πίσω μέρος του λαιμού σου ταξιδεύει μέχρι τα μάγουλα και μάλλον σε μαρτυράει. Εγκαταλείπεις το παιχνίδι γρήγορα και γυρίζεις στην ασφάλεια του «από μακριά». Πριν κοιμηθείς κάνεις λίστα με τα όσα έπρεπε να είχες πει.
Τον ακούς να μιλάει ανάλαφρα σε μία από τις κοινές σας γνωστές και αναρωτιέσαι τί ακριβώς είναι αυτό που τον κάνει πιο βαρύ με εσένα.
«Γιατί έχεις βάλει χρυσόσκονη στην φάτσα σου, μωρέ;» την ρωτάει.
«Είναι γκλίτερ και έχω να πάω σε γάμο, ξεκόλλα.»
«Είστε πολύ πιο όμορφες όταν είστε απλές,» καταλήγει εκείνος. Η κοινή γνωστή τον στραβοκοιτάει. Τον στραβοκοιτάς κι εσύ. Το ροζ μεταλιζέ κραγιόν που αγόρασες θα παραμείνει στον πάτο της τσάντας και δεν θα ξαναβγει από εκεί.
Τον πετυχαίνεις τυχαία και το γρήγορο νραμ της καρδιάς σου επιβεβαιώνει αυτό που ήδη ξέρεις. Kάτι ωραίο συμβαίνει εκείνο το απόγευμα και οι αύρες σας θηλυκώνουν. Μιλάς και σε ακούει, χαμογελάς επειδή το θέλεις, κουνιέσαι και καθρεφτίζει τις κινήσεις σου. Κοιτάς τα χείλη του και όχι το πάτωμα.
Ποτέ σου δεν κατάλαβες την χημεία στο σχολείο, κι έτσι χαίρεσαι τις σπάνιες φορές που φαίνεται να είναι με το μέρος σου. Αυτή πρέπει να ευθύνεται για τις σπίθες που αναβοσβήνουν ανάμεσα στα σώματά σας.
Περπατάς μέχρι το σπίτι με ένα ανεξέλεγκτο χαμόγελο και τα ίδια κόκκινα μάγουλα που σχεδόν φωσφορίζουν στο σκοτάδι. Πριν κοιμηθείς κάνεις λίστα με όλα όσα είπες, για να τα ξαναπείς.
Έρωτας στην εποχή του ντίτζιταλ σημαίνει ότι μπορείς να κατασκευάσεις μόνη την εικόνα που εκπέμπεις προς τα έξω. Ή τουλάχιστον να ζεις με αυτήν την αυταπάτη. Έτσι ξεκινάς να σκέφτεσαι ποιο τραγούδι θα ανεβάσεις στο φουμπού (με ΤΙΠΟΤΑ Αριάνα Γκράντε), τι θα γράψεις από κάτω, πόσο δήθεν θα νομίζει ότι είσαι αν δημοσιεύσεις εκείνη την σέλφι με τον καλό φωτισμό. Περιμένεις ώρες για μία εικονική καρδούλα και αν τελικά την λάβεις, η ικανοποίηση είναι μηδαμινή και διαρκεί δευτερόλεπτα. Πετάς το κινητό στο κρεβάτι με αγανάκτηση για το πόσο χαζά είναι όλα αυτά και το ξανασηκώνεις για να ελέγξεις αν έχει δει το νέο σου στόρι.
(Το έχει δει. Πάντα τα βλέπει. Την επόμενη φορά που θα τον συναντήσεις δεν θα μιλήσετε καν.)
Το πιο κουραστικό όλων είναι το συνεχές «δεν με νοιάζει». Όταν τον βλέπεις να μιλάει, να πίνει, να καπνίζει, να χορεύει, να φλερτάρει στην άλλη γωνία του μαγαζιού (και έτη φωτός μακριά σου). Nα κάνει κομπλιμέντα και να αγγίζει απαλά το χέρι μίας διαφορετικής κοπέλας, η οποία έχει ντυθεί σωστά, έχει χτενιστεί σωστά, έχει διαβάσει τα σωστά βιβλία και ακούσει τα σωστά τραγούδια για να του προκαλέσει το ενδιαφέρον. Και ενώ ξεκινάς να μισείς την παραμικρή επιλογή που έκανες στην ζωή σου και σε οδήγησε στην άδεια μεριά του δωματίου, ταυτόχρονα πρέπει να υποδύεσαι πως όλα είναι υπέροχα. Περνάς τέλεια. Έχεις κέφι. Πίνεις, χορεύεις, φλερτάρεις με όλους τους υπόλοιπους εκτός από αυτόν.
(Φεύγεις τα ξημερώματα με πονοκέφαλο, προφανώς.)
Κάπως σου την δίνει κάποια στιγμή όλη αυτή η απλότητα και τα σκισμένα τζιν που υιοθέτησες στο όνομά της. Σπρώχνεις εκείνον στην άκρη των σκέψεών σου μέχρι να γίνει χαλκομανία και φοράς ό,τι πιο φανταχτερό βρεις στις κρεμάστρες σου. Καναρινί σορτσάκι, λουλουδάτη ζακέτα, λιπ γκλος που λαμπυρίζει και κάτι τεράστια σκουλαρίκια με ανανάδες. Αφού του αρέσουν οι απλές, εσύ θα γίνεις λατέρνα! Είσαι έτοιμη να δώσεις μάχη ενάντια στα επικριτικά του βλέμματα και να βγάλεις παθιασμένο λόγο υπέρ της ατομικότητας, όταν τελικά σε πλησιάζει και αγγίζει τον λοβό του αυτιού σου.
«Ωραία σκουλαρίκια,» λέει χαμογελώντας και το άρωμά του είναι παντού. Αν τον δολοφονούσες επιτόπου, θα σε κατηγορούσε κανείς άραγε;
Μετά τους ανανάδες είναι που καταλαβαίνεις τι ακριβώς συμβαίνει και ζαλίζεσαι ξαφνικά από την συγκλονιστική ανακάλυψη. Κάπου στο βάθος μία Μιράντα του σεξ εντ δε σίτυ ορίεται ΑΠΛΑ ΔΕΝ ΣΕ ΓΟΥΣΤΑΡΕΙ και επιτέλους βγάζεις τις ωτοασπίδες της ερωτευμένης και την ακούς.
(Τα φλασμπακ που ακολουθούν δεν είναι και ό,τι πιο ευχάριστο.)
Στο δημοτικό ξεκίνησες να βλέπεις Digimon, επειδή εκείνος έβλεπε Digimon, ενώ τα Pokemon ήταν σαφώς καλύτερα. Στο γυμνάσιο αγόρασες δίσκο των Σλιπνοτ, επειδή άκουγε κι εκείνος Σλιπνοτ, και ποτέ δεν του είπες πως η μουσική τους στοιχειώνει τους εφιάλτες σου. Στο λύκειο διάβασες κέρουακ επειδή σου δάνεισε το βιβλίο και ακόμα ορκίζεσαι ότι σου άλλαξε την ζωή (το βαρέθηκες). Στα είκοσι έμαθες ότι του αρέσουν οι ξανθιές και τα έβαψες ξανθά.
Δεν είναι η πρώτη φορά που προσπαθείς να βάλεις τον εαυτό σου σε καλούπια για να αρέσεις. Είσαι βέβαια αρκετά έξυπνη και θα έπρεπε να αναγνωρίζεις τέτοιες συμπεριφορές μέχρι τώρα. Μαζί με την απαίσια αίσθηση του κενού που τις ακολουθεί, γιατί μονίμως οδηγούν σε αδιέξοδα.
Όσο λοιπόν και αν προσπαθείς να σουλουπώσεις ραφές του εαυτού σου στα μέτρα κάποιου άλλου, το ύφασμα απλώς θα τσαλακώνεται και θα ξεχειλώνει. Τα αντικείμενα το πόθου σου (που σε τίποτα δεν φταίνε), θα μυρίζουν την ανασφάλεια σαν απωθητικό και θα προχωρούν παρακάτω χωρίς δεύτερη σκέψη.
Δεν έχει σημασία το πόσο κούκλος είναι ο Εναλλακτικός, προτιμάς την ηρεμία που προκύπτει όταν αποχωρεί από τις σκέψεις σου. Και ξεκινάς πάλι από την αρχή, χωρίς να εξετάζεις κάθε σου κίνηση κάτω από το μικροσκόπιο.
(Τεράστια πίεση όλο αυτό για να φορτώσεις σε ένα άτομο, έτσι δεν είναι;)
«Να είσαι ο εαυτός σου». Πόσο ενοχλητική κατακλείδα! Κυρίως όταν ο εαυτός σου αποτελείται από χιλιάδες μικροπράγματα, πολλά από τα οποία ακόμα δεν γνωρίζεις ή δεν πολυσυμπαθείς.
Ας το πούμε λοιπόν αλλιώς: χαλάρωσε. Στόλισε τον δρόμο σου με όσα αγαπάς να ακούς, να διαβάζεις, να βλέπεις και να γεύεσαι. Μην αλλάζεις πορεία κάθε φορά που ένας περαστικός σου χαμογελάσει λίγο παραπάνω. Οι μεγαλύτερες πιθανότητες είναι πως κάποιος τελικά θα σε ακολουθήσει από μόνος του, επειδή του αρέσει ο προορισμός.
Αλλά ακόμα κι αν αυτό δεν συμβεί, η θέα θα είναι υπέροχη.