Τελικά τι πατέρας θέλεις να είσαι;

Περί συναισθηματικά αποτυχημένων μπαμπάδων με αφορμή ένα συγκλονιστικό κείμενο του Ευγένιου Αρανίτση

Είναι συναισθηματικά αποτυχημένοι οι πατεράδες της εποχής μας;

Την Κυριακή το μεσημέρι ο φίλος και συνεργάτης Σώτος Ανάγνος μου στέλνει ένα podcast στο messenger. «Στο λυκόφως της πατρότητας» διαβάζω τίτλο και παρόλη την κούρασή μου αποφασίζω να το ακούσω. Ήταν ένα κείμενο του Ευγένιου Αρανίτση και το διάβαζε ο Θάνος Σταθόπουλος στο Τρίτο Πρόγραμμα.

Είμαι πατέρας, προσπαθώ να είμαι ο καλύτερος δυνατός και διαβάζω όσο περισσότερο μπορώ βιβλία/κείμενα που με βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Το συγκεκριμένο κείμενο του Αρανίτση δεν το είχα διαβάσει (δεν το γνώριζα καν) και ομολογώ πως εντυπωσιάστηκα με τη δύναμη και τη διεισδυτικότητά του.

Παρότι γράφτηκε την εποχή της ευμάρειας, με τα «πανάκριβα ρολόγια και τα τζιπ», όταν ακόμα ο «αέρας της οικονομικής άνεσης τρόμπαρε το ανέβασμα της αδρεναλίνης», το υπόλοιπο κομμάτι μοιάζει να μην έχει αλλάξει και πολύ. Μου βάρεσε πολλά καμπανάκια για συμπεριφορές που έχω παρατηρήσει την τελευταία δεκαετία που είμαι πατέρας. 

Γράφει ο Αρανίτσης: «Όλες οι οικογένειες, λίγο πολύ, κατέληξαν μονογονεϊκές, με τον πατέρα να περιορίζεται σ’ ένα απρόσωπο σημείο αναφοράς των οικονομικών διευθετήσεων. Αυτουνού η μοναδική αγωνία, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, αφορά την εκμετάλλευση των ευκαιριών ώστε να μείνει κατά το δυνατόν μακριά από τους συγγενείς πρώτου βαθμού, καθώς οι τελευταίοι ενσαρκώνουν την αδιάψευστη υπενθύμιση της συναισθηματικής του αποτυχίας».

Είναι αποτυχημένοι συναισθηματικά οι πατεράδες σήμερα; Σε μεγάλο βαθμό δεν μπορώ να διαφωνήσω με τον συγγραφέα – προφανώς υπάρχουν και αρκετές εξαιρέσεις που αυξάνονται καθώς αλλάζει και ο ρόλος της γυναίκας στην κοινωνία. Όμως στις περισσότερες περιπτώσεις οι πατεράδες απουσιάζουν. Θεωρούν ότι η διαπαιδαγώγηση είναι γυναικεία υπόθεση – όπως άλλωστε και η μαγειρική και τόσα άλλα.

Όχι, η πολλή δουλειά δεν είναι δικαιολογία. Για ποιο λόγο γίνεσαι πατέρας; Μόνο και μόνο για να κάνεις μάνα μια γυναίκα; Μου φαντάζει τρομακτικά θλιβερό. Αν δεν θέλεις να μεγαλώσεις ένα παιδί, μην το κάνεις. Γιατί να θέλουν κάποιος να ενταχθεί σε ένα σύστημα που δεν του ταιριάζει; Και οι γυναίκες; Τους φθάνει ένας «δότης σπέρματος» (που λέει ο συγγραφέας) και μετά «χαίρεται»;

Αν θέλεις να είσαι καλός πατέρας χρειάζεται κυρίως να γουστάρεις τα παιδιά και να είσαι ερωτευμένος με τη γυναίκα που το/τα κάνεις. Αν δεν γουστάρεις τα παιδιά, άσ’ το καλύτερα. Αν πιθανόν σκέφτεσαι ότι τουλάχιστον θα κάνεις μια γυναίκα ευτυχισμένη, κάνεις λάθος. Γιατί αν δεν είσαι και εσύ ευτυχισμένος (μέσα σε αυτή τη δύσκολη συνθήκη), την πατήσατε όλοι. Και εσύ, και η σύντροφός σου, και το παιδί, και οι φίλοι σου, και οι φίλοι του παιδιού σου.

Η απόφαση να κάνεις παιδιά είναι πολύ σοβαρή. Κυρίως πρέπει να πάρεις απόφαση ότι για αρκετά χρόνια θα έχεις την αποκλειστική ευθύνη για την ύπαρξη ενός άλλου ανθρώπου. Αν πιστεύεις ότι αυτό δεν μπορείς να το κάνεις, άσ’ το. Θα κάνεις καλό και στον εαυτό σου και στην κοινωνία. Και επειδή σας ακούω ήδη να ρωτάτε: Ναι, μπορείτε να είστε καλοί μπαμπάδες ακόμα κι αν έχετε χωρίσει. Αυτά συμβαίνουν στη ζωή των ανθρώπων και πρέπει να προσαρμοζόμαστε.

Διαλέγω μερικά αποσπάσματα του κειμένου και ακολουθεί το πλήρες κείμενο (και ηχητικό, θα σας πάρει μόλις 7-8 λεπτά).

Εν ονόματι του πατρός δεν συμβαίνει πλέον τίποτα. Αργότερα, γάμοι και χωρισμοί θα λάβουν χώρα κατευθείαν εν ονόματι του υιού, αποκλειστικά, με τα γνωστά θλιβερά αποτελέσματα. Και οι κυρίες θα διασκεδάζουν την απογοήτευσή τους καθρεφτιζόμενες στα γυναικεία έντυπα και απολαμβάνοντας τίτλους όπως «Τι απέγιναν οι άντρες;». Αφού προσπάθησαν τολμηρά να γίνουν άντρες οι ίδιες, τώρα η έλλειψη διαφοράς παγώνει τα σεντόνια.

Τουλάχιστον ο δικός μου πατέρας, στη δεκαετία του ’60, με απέφευγε μελετώντας ξένες γλώσσες. Σίγουρα, η γλώσσα που μιλούσαμε μεταξύ μας ήταν αρκετά ξένη προς οτιδήποτε ανθρώπινο.

Η δίψα των παιδιών για κάτι που μένει εκτός κατανόησης και που καθησυχάζεται προσωρινά με το να ζουν μέσα σ’ ένα δάσος από καταναλωτικά δολώματα και οθόνες κινητών τηλεφώνων γίνεται ευδιάκριτη σε ορισμένες στιγμές βίαιης αντίδρασης απέναντι στην ανία της εκπαίδευσης. 

Όπως γίνεται στις αμερικάνικες ταινίες, ο πατέρας θα ήθελε ίσως να πλησιάσει τον γιο του και να του μιλήσει, μόνον που δεν ξέρει τι είδους ακριβώς σημασίες είναι αυτές που χρωστάει στο παιδί και πού να τις ψάξει. 

Η εποχή όπου αρκούσε το να έχει η γυναίκα σου παιδιά για να θεωρείσαι πατέρας επιστρέφει σαν γελοιογραφία.

Ευγένιος Αρανίτσης- Στο λυκόφως της πατρότητας

Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, που θα πει πως η μωρουδίστικη συγγένεια των χαρακτηριστικών του προσώπου υποχωρεί, είναι οι πατεράδες εκείνοι που αρχίζουν να μοιάζουν μεταξύ τους όλο και περισσότερο, από την άποψη ότι μένουν ομοιόμορφα αθέατοι. Αν επιθυμούν διακαώς κάτι, είναι το να μη διασταυρώνονται με τα παιδιά τους παρά μόνον όταν αυτά παρελαύνουν σαν ωραία δείγματα DNA στις σχολικές γιορτές και, με μια μικρή παραχώρηση, στα γενέθλια. Κάπως έτσι θα πρέπει να εμπνεύστηκαν και οι φιλόσοφοι την ιδέα τους για την εξαφάνιση του Πατέρα ως κυρίαρχου θεσμικού και ιστορικού υποκειμένου. Όντως, αν το φιλοσοφήσεις λιγάκι, καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να επιστρέψεις τον πατέρα σου όπως ένα ελαττωματικό ψυγείο και να ζητήσεις καινούργιον.

Κατά τα άλλα, το να μιλάμε σήμερα για μονογονεϊκές οικογένειες, αναφερόμενοι στο στατιστικό δεδομένο, αποδεικνύεται κάπως παραπλανητικό, εφόσον όλες οι οικογένειες, λίγο πολύ, κατέληξαν μονογονεϊκές, με τον πατέρα να περιορίζεται σ’ ένα απρόσωπο σημείο αναφοράς των οικονομικών διευθετήσεων. Αυτουνού η μοναδική αγωνία, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, αφορά την εκμετάλλευση των ευκαιριών ώστε να μείνει κατά το δυνατόν μακριά από τους συγγενείς πρώτου βαθμού, καθώς οι τελευταίοι ενσαρκώνουν την αδιάψευστη υπενθύμιση της συναισθηματικής του αποτυχίας.

Μια και δεν είναι πάντα εύκολο για τον φερόμενο ως πατέρα (δότη σπέρματος μου αρέσει να τον αποκαλώ) να απέχει από το οικογενειακό διαμέρισμα με κάποιο πρόσχημα, εσωτερικεύει την απόσταση και αγκυροβολεί μπροστά στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή ή τηλεφωνάει στους φίλους του και κουβεντιάζουν για το γυναικείο κρέας, άλλοτε ντόπιο, άλλοτε εισαγωγής, εξαρτάται απ’ τις περιστάσεις. Εν ονόματι του πατρός δεν συμβαίνει πλέον τίποτα. Αργότερα, γάμοι και χωρισμοί θα λάβουν χώρα κατευθείαν εν ονόματι του υιού, αποκλειστικά, με τα γνωστά θλιβερά αποτελέσματα. Και οι κυρίες θα διασκεδάζουν την απογοήτευσή τους καθρεφτιζόμενες στα γυναικεία έντυπα και απολαμβάνοντας τίτλους όπως «Τι απέγιναν οι άντρες;». Αφού προσπάθησαν τολμηρά να γίνουν άντρες οι ίδιες, τώρα η έλλειψη διαφοράς παγώνει τα σεντόνια.

Επομένως, δεν έχει νόημα να αναρωτηθούμε πού κρύβονται οι πατεράδες. Κρύβονται στο βαρομετρικό χαμηλό της επαγγελματικής τους ρουτίνας, όσο και σε μια πεισματική παράταση της δικής τους ανεξάντλητης παιδικότητας, αυτής ακριβώς που κολακεύεται από το διαφημιστικό έπος με πανάκριβα ρολόγια και τζιπ κατάλληλα για σαφάρι σε τροπικές εικονογραφήσεις αποδράσεων, όπου ο αέρας της οικονομικής άνεσης τρομπάρει το ανέβασμα της αδρεναλίνης. Έχω συναντήσει πάρα πολλούς απ’ αυτούς. Τουλάχιστον ο δικός μου πατέρας, στη δεκαετία του ’60, με απέφευγε μελετώντας ξένες γλώσσες. Σίγουρα, η γλώσσα που μιλούσαμε μεταξύ μας ήταν αρκετά ξένη προς οτιδήποτε ανθρώπινο.

Η απελπισία που προκαλεί σ’ αυτά τα όντα το πλήθος των ανεκπλήρωτων συναισθηματικών καθηκόντων απέναντι στα παιδιά τους, επιφέρει την παράλυση και των πιο στοιχειωδών χειρονομιών προσφοράς. Για να την αντισταθμίσουν, γίνονται υπερκινητικοί. Από τη θέση ενός ίσκιου που γλιστράει πάνω κάτω τηλεφωνώντας, εκπαιδεύουν τον εαυτό τους να κοιτάζει τα παιδιά δίχως να τα βλέπει, δηλαδή χωρίς να βλέπει την ανάγκη στις ίριδες των ματιών τους. Χρειάζεται, άραγε, να διευκρινίσω περί ποίας ανάγκης πρόκειται; Είναι αδύνατον να θίξεις τέτοια ζητήματα δίχως να περάσεις από το μελό, δίχως να πεις γι’ αυτή τη φλόγα που τρέμει από το φύσημα ενός πολύ πονεμένου συμβιβασμού, μιας υποψίας ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά αν οι άνθρωποι μιλούσαν και εξηγούσαν. Τι να εξηγήσουν; Στο φάσμα των συχνοτήτων που λαμβάνουμε, πατεράδες και παιδιά εξίσου, οι πληροφορίες είναι, τώρα, ολογραφικά κωδικοποιημένες.

Η δίψα των παιδιών για κάτι που μένει εκτός κατανόησης και που καθησυχάζεται προσωρινά με το να ζουν μέσα σ’ ένα δάσος από καταναλωτικά δολώματα και οθόνες κινητών τηλεφώνων γίνεται ευδιάκριτη σε ορισμένες στιγμές βίαιης αντίδρασης απέναντι στην ανία της εκπαίδευσης. Η ανία είναι ειδικά αυτό, η έλλειψη περιεχομένου των γεγονότων και η εξαφάνιση του πατέρα την οδηγεί στην αποθέωση. Η εξαφάνιση, ομολογουμένως, είναι κυρίως μια εξαφάνιση από τη σκηνή του λόγου.

Όπως γίνεται στις αμερικάνικες ταινίες, ο πατέρας θα ήθελε ίσως να πλησιάσει τον γιο του και να του μιλήσει, μόνον που δεν ξέρει τι είδους ακριβώς σημασίες είναι αυτές που χρωστάει στο παιδί και πού να τις ψάξει. Θα το έκανε όχι βέβαια από αγάπη αλλά κάτω από την πίεση της ενοχής, διστάζει ωστόσο ένεκα του φόβου ότι μια τέτοια πράξη αναζήτησης θα έφερνε στην επιφάνεια όλα όσα η αγάπη, έστω υποτιθέμενη, απαιτεί να τη συνοδεύουν, εστίαση της προσοχής, τρυφερότητα, φιλαλήθεια, αναγνώριση της ιδιοπροσωπίας του άλλου, ικανότητα συμμετοχής στη λύπη του και, φυσικά, παροχή μιας ασφάλειας εντελώς διαφορετικού τύπου από εκείνη της Interamerican. Αντ’ αυτού, ο δότης σπέρματος θα ονειρευτεί ένα βραβείο τεσσάρων τροχών, χωρίς να υποπτεύεται την ιστορική ειρωνεία των αντικειμένων μίας χρήσεως και ότι η φράση Fiat Lux σημαίνει Γεννηθήτω φως.

Δεν είναι φως αυτό που γέννησε, εκτός κι αν το κρατήσει στη χούφτα του. Από μια τέτοια άποψη, η ερώτηση «Τα παιδιά του Ζεβεδαίου ποιον είχανε πατέρα;» δεν είναι εντελώς παράλογη. Η εποχή όπου αρκούσε το να έχει η γυναίκα σου παιδιά για να θεωρείσαι πατέρας επιστρέφει σαν γελοιογραφία.

Πηγή: «ΠΑΡΑΔΟΞΑ», Κ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 5-12-2004)

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice