Τι να κάνω; Να της μιλήσω; Κι αν δεν είδα καλά;
Τέσσερις γάμοι και μια ευλογία
Μεγαλώνουμε, υποδεχόμαστε, αποχωριζόμαστε αλλά είναι απαραίτητο δίπλα μας να έχουμε μάτια φίλων καθαρά και αγκαλιές για να χωνόμαστε
Μεγαλώνουμε, υποδεχόμαστε, αποχωριζόμαστε αλλά είναι απαραίτητο δίπλα μας να έχουμε μάτια φίλων καθαρά και αγκαλιές για να χωνόμαστε. Είναι αργά για λύπες.
Μεγαλώνουμε και αισθάνομαι ευλογημένος που μπορώ να συναντώ τους φίλους μου, όπως έγινε στα Κύθηρα το τελευταίο τριήμερο του Αυγούστου και να νιώθουμε σαν να μην χάσαμε ημέρα. Εννοείται ότι ο χρόνος τρέχει αλλά να, είμαστε κάτω από τον ήλιο και απολαμβάνουμε τις αλλαγές μας. Στην πισίνα του El Sol έχουμε την οικειότητα και κυρίως την ασφάλεια των δεκαετιών που γνωριζόμαστε. Μακριά από αλλοπρόσαλλα Zoom, μακριά από παρεξηγήσεις, μακριά από δεύτερες σκέψεις κι επικρίσεις. Οι φίλοι μάς κάνουν καλύτερους ανθρώπους. Αν δεν μας κάνουν, δεν είναι φίλοι. Αν μας κάνουν και δεν το καταλαβαίνουμε, πρέπει να επαναξιολογήσουμε. Χρόνο έχουμε. Έχουμε;
Μεγαλώνουμε και αισθάνομαι τυχερός που όσοι επιλέξαμε να προχωράμε δίπλα δίπλα, έστω και σε άλλες πόλεις ή χώρες, είμαστε ακόμη εδώ. Επιζήσαμε. Δεν αρρωστήσαμε ούτε σωματικά ούτε ψυχικά, δεν έφυγε κάποιος, δεν προδώσαμε οριστικά, δεν τρελαθήκαμε. Στο Καψάλι, σ΄ ένα τραπέζι όλοι γύρω, καταλάβαμε ότι μπορούμε να αλλάζουμε και μπορούμε να μοιραζόμαστε. Αυτό δεν μπορείς να το πεις στα 30. Τότε φοβάσαι ότι αν αλλάξει ο κολλητός σου, θα μείνεις πίσω. Γραπώνεσαι πριν, τελικά, προχωρήσεις κι εσύ.
Στο νησί βρεθήκαμε φίλοι, φίλοι φίλων, νέοι φίλοι και άνθρωποι που περπατάνε δίπλα μας από τα παιδικά μας χρόνια και δεν είχαμε μιλήσει ποτέ. Ποιος ξέρει γιατί; Ποιος θυμάται γιατί; Στα Κύθηρα άνοιξαν γέφυρες που είχαν κοπεί. Την αξία της διαδικασίας να μεγαλώνουμε μαζί δεν μπορεί να την καλύψει μια παρεξήγηση. Ως άνδρας, δυσκολεύομαι να κάνω νέους φίλους. Στις ανακουφιστικές σιωπές των φίλων, διαπιστώνω ότι δεν μπορείς στα 45 να καλύψεις με νέους ανθρώπους το κενό της ενηλικίωσης. Ήταν η πιο ειλικρινής συνάντηση που κάναμε ποτέ. Δεν έχεις πια να κρύψεις κάτι. Δεν κάναμε λυκειακά αστεία, δεν υποδηθήκαμε τους νεανικούς μας ρόλους: ο ξεχασιάρης, ο αστείος, ο ιδιότροπος. Χωρίς συμβουλές, χωρίς κριτική. Μπορούν 10- 20 άνθρωποι να είναι το ίδιο φίλοι; Σαφώς όχι. Αλλά μπορούν να απολαμβάνουν ένα τριήμερο σ΄ ένα νησί μακρινό για τη χαρά ενός φίλου. Να αγκαλιαστούν στο αεροδρόμιο «Αλέξανδρος Ωνάσης» των Κυθήρων και να νιώσουν ασφάλεια. Να είμαστε περήφανοι για τον άλλο και να το λέμε ευθέως.
Έχω πάρει μια στρατηγική απόφαση: είναι αργά για λύπες παρά μόνο αν πρόκειται για πολύ μεγάλες λύπες. Η ζυγαριά αλλάζει. Ό,τι δεν σε σκοτώνει, πράγματι σε κάνει πιο δυνατό. Χρόνε, δεν είμαστε άτρωτοι αλλά να, κάποιες φορές, εκεί στον Χαλκό ή στη Φυρή Άμμο, λες με ευγνωμοσύνη: όλα είναι και θα είναι καλά. Καινούργια σπίτια και δουλειές καινούριες, αυτοκίνητα γρήγορα και ταξίδια ζωής, κατάψυξη ωαρίων κι ελπιδοφόρες εξωσωματικές, η ζωή μάς παίρνει από το χέρι. Ευτυχώς, προς το παρόν, μόνο για να χορέψουμε. Όπως στη Σκάνδεια, το τελευταίο βράδυ πριν φύγουμε, που μέθυσα. Πολύ, εφηβικά. Δυο χρόνια πίεσης και φόβου λόγω πανδημίας αλλά κυρίως τα ζευγάρια μάτια φίλων που μου υπογραμμίζαν «είσαι ασφαλής», με έκαναν ξανά νέο. Χωρίς ενοχή. Γέλια δυνατά και ματιές σε εκείνους των οποίων την αποδοχή αναζητούσαμε. Κυρίως όμως, ήταν ένα κλείσιμο ματιού: όλα είναι καλά.
Ένα από τα εκατοντάδες καραβάκια με φωτάκια που έπλεαν στο Μελιδώνι όπου έγινε το πάρτι και δημιουργήθηκαν ειδικά για εκεί, το πήρα για τον Άρη. Το γάμο των Κυθήρων ακολούθησε η βάφτιση του. Γαληνέψαμε με το γέλιο του καθώς ετοιμαζόταν για το «μπουγέλο», όπως του το έλεγε η Μία για να τον προετοιμάσει -καιρό πριν- για τη βουτιά στην κολυμπήθρα, να τρώει ασταμάτητα τα βουτυρένια μπισκότα της Εβίτας, να μη θέλει να αποχωριστεί το καπελάκι του στα πλακόστρωτα της Αγίας Φιλοθέης. Κι ας το χάσαμε στην παραλία στις Dexamenes όταν τα ξεπλύναμε μερικές ημέρες μετά. Ένα εκατομμύρια αστέρια φώτισαν το πάρτι του: κάθε τραπέζι κι ένας πλανήτης και ο Άρης για εμάς, το σύμπαν όλο. Ένα γεμάτο καλοκαίρι, ένα φθινόπωρο γεμάτο υποσχέσεις. Μετά, «έπαρε τσάντα του» και πήγε στον παιδικό. Ούτε γύρισε πίσω να κοιτάξει που κλαίγαμε από χαρά και στεναχώρια: μα δεν του λείπουμε ούτε λίγο;
Μεγαλώνουμε. Συναντάς ανθρώπους, συναισθήματα σε κατακλύζουν, σιδερώνεις πουκάμισα: είτε για να καλωσορίσεις μια ζωή, έναν έρωτα είτε για να αποχωριστείς κάποιον που αγάπησες πολύ. Ή για να αποχαιρετήσεις ανθρώπους που άνθρωποι που αγαπάς πολύ, θρηνούν για την απώλειά τους. Ο αποχαιρετισμός στη μαμά του Αντώνη. Κι έπειτα στη μαμά της Φωτεινής. Η Δώρα, η Μάρσα, έδωσαν μάχες κι έφυγαν για το φως. Δίπλα στο «η δε γυνή» μπαίνουν τα «συνεταξάμην» και τα εν τόπω αναψύξεως. Τι κρατάς; Όλα. Τώρα πια ξέρεις και ξέρεις και πού να κοιτάξεις για να προφυλαχτείς. Ξέρεις ότι πρέπει να μπαίνεις στις ψυχές εκείνων που σε νοιάζουν με παπούτσια καθαρά.