Πώς από «Εισβολέας» έγινε «Λιάκος»
Γερνάμε αλλά δεν χανόμαστε!
Οι φίλοι/ες μου κι εγώ γερνάμε: αργήσαμε να το καταλάβουμε αλλά δεν είναι τόσο τραγικό όσο ακούγεται
Τι σημαίνει να μεγαλώνεις και γιατί είναι ωραίο να γερνάς. Οι αλλαγές στο σώμα σου, οι αισθητικές επεμβάσεις και τι σκέφτονται οι άλλοι όταν περνάς τα 60.
Συνάντησα έναν φίλο που είχαμε να βρεθούμε δύο λοκντάουν – δύο χρόνια, τα οποία στις ηλικίες γύρω από τα εξήντα είναι πολλά, και τους φαίνεται. «Τι έκανες, αδυνάτισες, είσαι άυπνη, κουρασμένη, χτυπημένη από τη μοίρα;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με εξεταστικά, «Πες μου τι δεν πάει καλά!»
Όλα πάνε καλά, όσο καλά πηγαίνουν για τον υπόλοιπο κόσμο, απλώς έχω μεγαλώσει κατά δύο χρόνια. Όχι από τα τριάντα στα τριάντα δύο, τα σαράντα στα σαράντα δύο ή τα πενήντα στα πενήντα δύο, παρά από τα πενήντα εννιά στα εξήντα ένα…Μου φαίνεται μεγάλη επιτυχία, να συνεχίζεις αρτιμελής και με σχετικά σώας τας φρένας, να μετράς άλλο ένα καλοκαίρι και να περιμένεις άλλο ένα σετ Χριστούγεννα – είναι η μόνη μεγάλη επιτυχία που έχει σημασία στη ζωή. Αυτό, και το να είναι μαζί σου όσο γίνεται περισσότεροι αγαπημένοι σου, συγγενείς και φίλοι επίσης εξαιρετικά πετυχημένοι, μια και βαδίζετε πλάι-πλάι.
«Καλά είμαι, απλώς ζάρωσα», είπα με χαμόγελο που ελπίζω πάντα ότι σιδερώνει τις ζάρες αλλά τα τελευταία χρόνια δεν κάνει δουλίτσα.
«Θα το τακτοποιήσουμε το θέμα, μην ανησυχείς!» ο φίλος με έπιασε αγκαζέ, και παρόλο που δεν ανησυχώ, μου μίλησε για έναν επιστήμονα που κάνει θαύματα με το νυστεράκι, κόβει, ράβει, μαζεύει, μποτοξιάζει, υαλουρονικώνει, γενικά στρώνει δέρμα σε πολύ κόσμο. Οι περισσότερες επεμβασούλες κρατάνε λίγα λεπτά, βγαίνεις καινούργιος μετά, πολύ φρέσκος, και κρατάει η φρεσκάδα για καιρό.
Ναι όχι, μπα. Φοβάμαι τις ενέσεις, η λέξη «νυστέρι» μου φέρνει ναυτία όπως και η λέξη «επεμβασούλα», όσο υπήρξα αιμοδότης έπεφτα ξερή όταν έβλεπα το πλαστικό τσαντάκι με το αίμα μου, μέχρι που έπαψα να το κοιτάζω και ησύχασα. Επίσης… δεν με χαλάει και τόσο, το πουρεψουάρ: το να γερνάω, να κρεμάει το μάγουλό μου ελαφρά πάνω από το πηγούνι, να κατεβαίνουν λίγο λίγο τα βλέφαρα κάτω από το φρύδι – τίποτε από αυτά δεν με απασχολεί. Δεν βγαίνω επαγγελματικά στην τηλεόραση, δεν είμαι ηθοποιός, τραγουδίστρια, κονφερασιέ ή σταρ, άρα η φάτσα μου δεν έχει τρελή σημασία, κι όλες οι φωτογραφίες φωτοσοπάρονται πια. Εκτός που έχω τις ίδιες φωτογραφίες (σε εσώφυλλα βιβλίων, φέησμπουκκλπ) εκατό χρόνια επειδή μου αρέσουν, μάλιστα, με δείχνουν τζόβενο – δεν με απασχολούν τόσο ώστε να τις αλλάξω με πιο σύγχρονες. Που κι αυτές θα φωτοσοπαριστούν, πάλι σιδερωμένη θα φαίνομαι, κατά την υποχρέωση όλων των ανθρώπων διεθνώς, να δείχνουν αστραφτεροί στις φωτογραφίες.
Το «ειλικρινά δεν με νοιάζει που γερνάω», από την άλλη, είναι χαζή φράση: με νοιάζει ως προς τα σημαντικά, με νοιάζει να μη πονάει η μέση μου το πρωί, να μην καλπάζουν τα αρθριτικά στα δάχτυλα (χρόνια πληκτρολόγιο…), να διαβάζω, να γράφω, να μην έχω χοντρές παθήσεις και κυρίως, να μην πεθάνω. Ο βασικός φόβος του «γερνάω» είναι επειδή σημαίνει «πάω προς την μεγάλη έξοδο» και ναι, είναι χαλαστικός. Ακόμα χειρότερα, «πάνε προς την μεγάλη έξοδο» και οι συγγενείς-φίλοι-φίλες που είναι κοντά στην ηλικία μου. Τα τραγικά πράγματα στη ζωή είναι τα εξής τρία: να χάνεις αγαπημένα πρόσωπα, να αρρωσταίνεις σοβαρά, και να πεθαίνεις. Όλα τα υπόλοιπα είναι μπούρδες, και το καταλαβαίνεις όταν περνάς λάου λάου τα πενήντα, αν δεν στο έχουνε σφυρίξει νωρίτερα τίποτε απώλειες, ατυχήματα, σπασίματα, ασθένειες και άνοιες, κοντινών ή της καμπούρας σου.
Μια και είπα «καμπούρα»… με ενοχλεί που κόντυνα, που δυσκολεύομαι να κρατήσω ίσια πλάτη, που σακουλιάζω όταν κάθομαι στο πίσω κάθισμα αυτοκινήτων, που με πιάνουν ξαφνικοί σφάχτες στους προσαγωγούς όταν περπατάω, και που έχω πλέον μπάκα. Όλα αυτά είναι σημάδια προχωρημένης ηλικίας – θυμάμαι την γιαγιά μας να διαμαρτύρεται ότι παρόλο που ήταν πάντοτε πενήντα κιλά, «… εδώ και μερικά χρόνια έχω αυτήν την κοιλιά που δεν ξέρω από πού ξεφύτρωσε…» και να μας δείχνει όντως μια κοιλίτσα, μια μικρή μπάκα, λίγο μεγαλύτερη από την δική μου. Ψάχνω στο ίντερνετ ασκήσεις για κοιλιακούς: τις ξέρω όλες, τις κάνω χρόνια. Μόνο που για να «δουλέψεις την περιοχή της κοιλιάς» θέλεις σκληρή αεροβική (λέει το ίντερνετ μέσω διαφόρων γυμναστών-σώου-ανθρώπων, ρηαλιτάδων και άλλων νούμερων). Η αεροβική είναι κούραση, θέλει πολλή ενέργεια, επιπλέον κούραση της αναμενόμενης, και ιδρώτα.
Οπότε ερχόμαστε στο κυρίως θέμα του να περνάς τα εξήντα: η ενέργεια μειώνεται. Όχι κάθετα, όχι ανησυχητικά, αλλά πέφτει σαν νυσταγμένη καλιακούδα, όπως κι εσύ, που θέλεις να είσαι στο κρεβάτι σου στις δωδεκάμισι, άντε στη μία τη νύχτα. Δεν έχεις καμιά όρεξη να γράφεις ως τα χαράματα, όπως έκανες… σόρι, έτσι έκανα εγώ, εσείς ίσως τα πίνατε, χορεύατε, γλεντούσατε ή βλέπατε τηλεόραση, ή κάνατε σεξ, και μπράβο σας, όσο εγώ έγραφα. Έγραφα με τις ώρες, κάτι που με κουράζει πια τη νύχτα, και το καταθέτω ως εμπειρία για τους νεότερους νυχτόβιους συγγραφείς: κόβεται αυτό το χούι του ξενυχτιού. Γράφω μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ αλλά ως τα μεσάνυχτα και κάτι, μετά καίγομαι. Και πάλι, δεν είναι καμιά τρελή καταστροφή, διαβάζω στο κρεβάτι και περνάω ωραία, ξαναδιαβάζοντας βιβλία τα οποία έχω ξεχάσει ντιπ για ντιπ. Αυτό είναι το άλλο μπερεκέτι του να παρα-μεγαλώνεις: ναι μεν ξεχνάς που είναι τα γυαλιά σου, τρία κιλά πορτοκάλια (κάπου τα ακούμπησες…), ένα σοβαρό χαρτί για μια σοβαρή δουλειά που έχεις ξεχάσει, πράγματα ανάποδα δηλαδή – αλλά βλέπεις μια ρομαντική κωμωδία/ταινία δράσης χωρίς να έχεις ιδέα ότι την ξανα-είδες εκατό φορές, μέχρι και οι «Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού» σου φαίνονται φρεσκαδούρες. Τα «Φιλαράκια» τα χαζο-βλέπεις κάθε χρόνο με αόριστες αναμνήσεις από καλεσμένους και ανατροπές. Τουλάχιστον έτσι συμβαίνει στη δική μου μνήμη, που έχει ξεκαθαρίσει πολλή σαβούρα τα τελευταία χρόνια. Ενώ διαβάζω ένα αστυνομικό πχ, θυμάμαι αόριστα ότι έγινε κάτι καλλιαρντό, φόνος, ληστεία, απαγωγή, αλλά μέχρι εκεί, και στα μυθιστορήματα το ίδιο - κάτι μου λέει ο Ρότσεστερ, ψάξε βρες τώρα, δε βαριέσαι, ας το περάσω ένα χεράκι να το φρεσκάρω.
Φίλη ηθοποιός που πρόκειται να πάει για οντισιόν σε εταιρεία παραγωγής, αναστενάζει, «Πωωωω, θα με κοιτάνε από πάνω ως κάτω να δούνε αν πάχυνα, αν κρέμασε η μούρη μου, αν έχω σακούλες κάτω από τα μάτια, αν έπεσε το στήθος μου, αν γέρασα, αν έγινα σα σκιάχτρο» λέει, και έχει δίκιο, έτσι θα την κοιτάνε. Έτσι κοιτάνε τους ηθοποιούς όταν είναι υποψήφιοι για κάποιο ρόλο και δυστυχώς τις γυναίκες τις κοιτάνε περισσότερο και πιο αρνητικά από τους άντρες. Οι σαραντάρες και πενηντάρες παίζουν το ρόλο της γιαγιάς, γιατί «κανένας δεν θέλει να βλέπει γριές στην οθόνη»…. Παρόλο που, ο κόσμος ο οποίος βλέπει Ελληνικές παραγωγές τηλεόραση, είναι βασικά μεγάλος σε ηλικία για να μη πω «γριές» και παρεξηγηθώ.
Μας τρομάζουν οι γριές, όπως και η εικόνα μας στον καθρέφτη όταν θυμίζει τη γιαγιά μας, ή άλλη γιαγιά. Ακόμα και τα παιδιά θέλουν τους γονείς και τους παππούδες τους, αν όχι νέους, τουλάχιστον μη -γέρους – έτσι κι αφήσω τα μαλλιά μου λίγο παραπάνω με άσπρη ρίζα, τα παιδιά μου το λένε αμέσως, να συμμορφωθώ. Η ιδέα να τα αφήσω γκρίζα δεν τους αρέσει καθόλου («Θα είσαι χάλια! Δεν θέλω να σε βλέπουν οι φίλες μου χάλια!») Η ιδέα να τα βάψω ροζ επίσης δεν τους αρέσει («Ίιιιιου! Το κάνεις όλο και χειρότερο! Και γριά, και τρελή!»)
Όλοι θέλουμε να διαβεβαιώσουμε τα παιδιά μας ότι δεν θα πεθάνουμε, απλώς μεγαλώνουμε, παραμεγαλώνουμε, γερνάμε… αλλά δεν διαβεβαιώνουμε τίποτε, γιατί ενώ γερνάμε, συνειδητοποιούμε ότι σαν να μην έφτανε αυτό, μια μέρα θα πεθάνουμε κιόλας.
Μέχρι να έρθει εκείνη η ημέρα, γερνάμε με το μαλακό, χωρίς να βιαζόμαστε, και καλαμπουρίζοντας (όπως όταν είμασταν σαραντάρηδες) για τα χρυσοποίκιλτα μπαστούνια, τις εμπριμέ πατερίτσες και τα Πι-με-στρας, που θα φτιάξουμε όταν γεράσουμε κανονικά. Όχι ακόμα, δηλαδή. Μιλάμε για μετά από κάμποσα τέρμινα, αφού ωριμάσουμε πρώτα, άρα έχουμε καιρό μπροστά μας.