Με έκαναν unfriend στο Facebook

Τι σημαίνει να σε βγάζει κάποιος από τη λίστα των διαδικτυακών φίλων του; Αν βρεθούμε στον δρόμο θα μιλήσουμε ή θα κάνω mute κι εγώ το χαμόγελό μου;

Σχόλιο για τα unfriend στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις συμπεριφορές που αυτά προκαλούν.

Σήμερα αποφάσισα να στείλω μήνυμα σε όλους εκείνους που θεωρώ φίλους, εκείνους δηλαδή που θα άλλαζα πεζοδρόμιο για να πάω κοντά τους για να τους μιλήσω και με έχουν κάνει unfriend. Καταλαβαίνω ότι ακούγεται παιδικό αλλά το έκανα. «Τι κάνεις; Με έβγαλες από φίλο σου; Ελπίζω να μην έκανα κάτι που σε πείραξε. Φιλιά!». Με ειλικρινή περιέργεια, με αληθινή απορία. Τι μπορεί να έγραψα που να πείραξε κάποιον και να είπε: ως εδώ. Από το 2016 έχω σταματήσει τις πολιτικές αναφορές, δεν ανεβάζω συχνά στο facebook, δεν σχολιάζω σε δημόσια posts. Γιατί να με κάνει unfriend κάποιος με τον οποίο έχουμε μοιραστεί στιγμές, δουλειές, όνειρα;

Συνειδητοποίησα τα συγκεκριμένα unfriend των 2-3 φίλους όταν είχα καιρό να μάθω νέα τους και μπήκα στο προφίλ τους για να δω τι κάνουν. Τι σημαίνει όμως unfriend από ανθρώπους που δεν είναι στην καθημερινότητά σου αλλά τρέφεις για εκείνους μια συμπάθεια; Αν βρεθούμε σε ένα κοινό κάλεσμα δεν θα μιλήσουμε; Δεν θα χαιρετηθούμε στον δρόμο; Σε τι νέες περιπέτειες μας βάζει το σύστημα των φίλων του Facebook. Είμαστε ή δεν είμαστε φίλοι; Αισθάνομαι όπως ακριβώς αν κάποιος σταματούσε να μου μιλάει: τι του έκανα; Είναι όμως έτσι;

Έχουμε συνηθίσει να κάνουμε mute ό,τι δεν μας ευχαριστεί ενώ σε παλιότερες εποχές, τότε που αναγκαζόσουν να συναναστραφείς τον άλλο, αναγκαζόσουν να το αντιμετωπίσεις στα ίσια. Σε ένα οικογενειακό τραπέζι που θα συναντούσες έναν ξάδελφο που δεν συμπαθούσες, ακόνιζες τις κοινωνικές σου ικανότητες έχοντας αναγκαστικά μαζί του διάδραση: ούτε συμπάθεια, ούτε αντιπάθεια, μόνο την ικανότητα να σταθείς στην κοινωνία και να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου. Στο καφενείο του χωρίου δεν μπορούσες να αποφύγεις αυτόν που δεν συμπαθούσες. Άσε, δε, που δεν τον συμπαθούσες για κάτι που σου είπε ή σου έκανε. Όχι επειδή κάτι έγραψε στο facebook.

Με τα χρόνια κλειστήκαμε σπίτι, με τον κορωνοϊό ακόμη περισσότερο. Γαλβανιστήκαμε με το κοινωνικό προσωπείο του μακρόσυρτου «καλά, εσύ;» κι αφήσαμε στην άκρη αντιπαραθέσεις. Εξασκήσαμε το βλέμμα να κάνει ότι δεν βλέπει εκείνον που δεν πολυσυμπαθεί, να αποφεύγει με το βλέμμα του εκείνον στον οποίο βαριέται να μιλήσει. Η κοινωνία ανέπτυξε τον αυτοματισμό της λανθάνουσας μυωπίας, τόσο όσο να θαμπώνει τον γνωστό που θέλεις να αποφύγεις. Παράλληλα όμως, αφήσαμε στην άκρη τη δύναμη του διαλόγου, τη χαρά της ανταλλαγής απόψεων που μπορεί να φέρουν και διαφωνία. Το χαρακτηρίσαμε άβολο και πάψαμε να εμβαθύνουμε.

Η, δε, ευκολία του πληκτρολογίου μας κάνει πια να «εκστομίζουμε» φράσεις που στην πραγματική ζωή από δειλία, αστική ευγένεια ή αυτοσυγκράτηση δεν θα λέγαμε ποτέ. Δεν θα έλεγες ποτέ «σκατά στον τάφο» κάποιο πολιτικού, ούτε «καρκίνο», «ψόφο» σε κάποιον με τον οποίο διαφωνούσες. Θα μεταβολιζόταν όλο πολύ πιο εύκολα: θα άκουγες με τα αυτιά σου την καφρίλα, θα απαντούσες, θα καταλάβαινες περισσότερα από όσα άκουγες. Εκπαιδευτήκαμε στα social να μιλάμε μόνο, να μην συζητάμε πια. Να ακούμε σπάνια και να ανταποκρινόμαστε σε κάθε απάντηση σαν κάποιον να μας επιτίθεται. Ο γραπτός λόγος γεννά παρεξηγήσεις αν δεν διατυπώσεις σαφώς αυτά που θέλεις να πεις. Και μέσα από τις παρεξηγήσεις αναζητώ εξηγήσεις από φίλους που με έκαναν unfriend.