Οι εορταστικές μέρες στο παρελθόν φαίνονταν σε κάποιους βαρετές και κουραστικές. Ώσπου ήρθαν τα Χριστούγεννα με κορωνοϊό.
Στο εμπορικό κέντρο της Τσιμισκή στηνόταν από τον Νοέμβριο το απόλυτο «εορτή πάρτι». Ο κόσμος χαιρόταν, σιγοντάριζε τους Wham στο «Last Christmas», άρχιζε τα ψώνια του. Μερικές παρέες εφήβων, αθώοι τουρίστες στην ίδια τους την πόλη, χαζολογούσαν στον μπετονένιο κύκλο της «πόλης-κράτους» και μαγεύονταν από τα φωτάκια, που έμοιαζαν να κρέμονται από το πουθενά. Όλοι έξω.
Τότε όλα ήταν δεδομένα και γω μίζερη. Αντί να βλέπω τα ιπτάμενα φωτάκια, έβλεπα τις κλωστές που τα συγκρατούσαν και δεν τα άφηναν να πέσουν στο κεφάλι μου. Πίστευα πως τίποτα το μη αναμενόμενο δεν συμβαίνει στις γιορτές.
Τα πρωινά των παραμονών λόγω καλάντων ήταν φρίκη. Δεν άνοιγα την πόρτα, έκανα την κοιμισμένη, όχι από τσιγκουνιά, αλλά από γουρσουζιά. Τα κάλαντα δεν τα γλίτωνες βέβαια. Τα έπαιζε η τηλεόραση: κάλαντα στα σπίτια των πολιτικών. Τι σαχλαμάρες! Εκείνοι άκουγαν χαμογελαστοί, σιγοτραγουδούσαν, ένιωθαν ξανά παιδιά, χάιδευαν κεφαλάκια, έκαναν αστειάκια, κερνούσαν βασιλόπιτες και ευχές. Μιλούσαν στοργικά, τρυφερά, με νοιάξιμο, όχι ακριβώς όπως μας κυβερνούσαν τον υπόλοιπο χρόνο δηλαδή.
Οι πρωινάδες ντύνονταν αγιοβασίληδες, οι επαγγελματίες τραγουδιάρηδες και γκλαμουριάρηδες μας διασκέδαζαν με χάρη και με στιλ και μετά εύχονταν ειρήνη στον κόσμο, ξέροντας ότι δεν πρόκειται να έρθει ποτέ.
Τα μεσημέρια των παραμονών, στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον, ήταν κανονική Τσικνοπέμπτη. Το κέντρο πηγμένο, δεν πάρκαρες ούτε με τάμα. Υπαίθριο μπάρμπεκιου στην Καρόλου Ντηλ, πάρτι στην Κορομηλά, γλέντια στο Μοδιάνο με ζουρνάδες, χάλκινα, βοή και αντάρα στους δρόμους. Λίγη ανάπαυση και το βράδυ πάλι γλέντια.
Πίναμε πολύ, τρώγαμε πολύ, αναγκαζόμασταν να συμβιώσουμε με συγγενείς και παρέες περισσότερες ώρες από το κανονικό. Μέσα σε μερικές ώρες οικογενειακών τραπεζιών μισιόμασταν, βιώναμε εκείνο το οικείο και επαναληπτικό «έλεος!» που έρχεται συχνά πυκνά στην επιφάνεια μιας ασφυκτικής εορταστικής συμβίωσης.
Και μετά κατέφθανε ο καινούργιος χρόνος. Η επόμενη μέρα μετά τα πυροτεχνήματα σήμαινε ζορισμένο ξύπνημα κατά το μεσημέρι. Οι πρώτες δυσπεψίες έρχονταν μαζί με τα πρώτα κεντρικά δελτία ειδήσεων. Τα πρώτα ρεπορτάζ από τις πρωτεύουσες του κόσμου, τα πρώτα ατυχήματα, τα πρώτα φλουριά, οι πρώτες δυστυχίες, τα πρώτα μωρά, τα πρώτα κλάματα και γέλια, όλα μαζί, σετάκι. Κουπεπέ στον νεογέννητο χρόνο!
Τα κινητά έπαιρναν φωτιά από προκάτ μηνύματα με ευχές, στα τηλέφωνα όλοι μιλούσαν για το προηγούμενο βράδυ, «περάσαμε τέλεια, τέλεια! Γυρίσαμε στις 8 το πρωί». Όμως ούτε με τα ξενύχτια ούτε με τα τηλέφωνα ξορκίζονταν τα εορταστικά μπλουζ.
Τα Χριστούγεννα δεν τα συμπαθούσα. Κρύωνα, βαριόμουν, κοιτούσα να τα ξεπετάξω όπως όπως ανταλλάσσοντας το δέκατο τρίτο μισθό με ένα ταξιδιωτικό πακέτο για κάπου αλλού. Επίσης αρνιόμουν να τραγουδήσω το «Last Christmas» των Wham και φτιαχνόμουν με το «Αλλάζει πρόσωπα η θλίψη» του Παύλου Παυλίδη. Τόσο χάλια.
Και ξαφνικά όλα αυτά τα «φρικώδη» πάγωσαν. Το 2021 κάναμε Χριστούγεννα στο σπίτι, δυο κούκοι μόνοι. Ανταλλάξαμε δώρα που ψωνίσαμε με click away. Πήραμε και σαμπάνια, τρομάρα μας, για την αλλαγή του χρόνου. Την ανοίξαμε στο μπαλκόνι, ήπιαμε δυο γουλιές και κοιμηθήκαμε. Η σαμπάνια με κοιτάει με συμπόνοια κάθε φορά που ανοίγω το ψυγείο. Κατά τα πώς φαίνεται, την υπόλοιπη θα την πιούμε φέτος. Μόνοι μας και πάλι. Δεν πρόκειται να αγοράσω καινούργια, είδαμε και τα χαΐρια της περσινής! Μελαγχολώ που το σκέφτομαι, μετανιώνω για τη συμπεριφορά μου απέναντι στα Χριστούγεννα του παρελθόντος, ζητάω χιλιάδες συγνώμες από τα ξωτικά και τους χριστουγεννάκηδες. Αφού μου έχουν λείψει μέχρι και τα κάλαντα στα σπίτια των πολιτικών!
Δε θλίβομαι που τελειώνει το 2021 και θα γεράσω κατά έναν χρόνο. Θλίβομαι που δεν έχω να κάνω καμία ανασκόπηση. Οι μόνες ημερομηνίες-σταθμοί είναι οι ημερομηνίες που έφαγα τα τρία «μπόλια» και κάτι μπάνια στο Λουτράκι. Τα παλιά τα χρόνια είχαμε κάτι να θυμόμαστε, ήταν μέρες στοιβαγμένες με γεγονότα, πρόσωπα, αποτυχίες, θριάμβους, δυσκολίες, μικρές και μεγάλες χαρές. Φέτος τίποτα! Ακηδία. Σπρώχνουμε τον χρόνο.
Τα χρόνια έρχονται και φεύγουν, βρίσκονται σε μια διαρκή κινητικότητα, περνούν από πάνω μας για να μας διδάξουν κάτι, αυτή είναι η δουλειά τους. Το πρόβλημα πλέον είναι ότι δε διδασκόμαστε τίποτα, ίσως επειδή δεν πάμε πουθενά και δεν βλέπουμε κανέναν - γι’ αυτό θλίβομαι.
Για να επιβιώσεις σε αυτή την παράνοια που λέγεται ζωή περιμένοντας τα μέλλοντα υπάρχουν μονάχα τρεις τρόποι: ο αγώνας, η τέχνη και ο έρωτας. Δεν το λέω εγώ, ο Νίτσε το έχει πει. Για να επιβιώσεις σε αυτή την υπερπαράνοια που λέγεται ζωή με πανδημία, ακόμα και ο Νίτσε θα σήκωνε τα χέρια ψηλά. Ή ίσως θα αρκούνταν στον έρωτα.
Το μόνο παρηγορητικό είναι πως όλα κάποτε τελειώνουν. Το λένε όλοι. Το λένε όμως συνήθως με τόσο σπασμένη φωνή και τέτοια θλίψη στο βλέμμα, που νομίζω πως, αν περνούσε από το χέρι τους, θα ήταν η μοναδική νομοτέλεια της ζωής που θα άλλαζαν. Εμένα πάλι αυτό το «όλα κάποτε τελειώνουν», φέτος ειδικά, μου φαίνεται άκρως αισιόδοξο και ανακουφιστικό. Το επαναλαμβάνω διαρκώς από μέσα μου σαν μάντρα. Γιατί εκτός από τους έρωτες, τα πάθη, τις σχέσεις, τα νιάτα, τα ταξίδια, τις ευτυχισμένες στιγμές, κάποτε τελειώνουν και οι δυστυχίες, οι διαφωνίες, οι μετακομίσεις, οι πονοκέφαλοι, οι αρρώστιες, οι κορωνοϊοί.