Γράφω τον καημό μου σε σένα που τσιγαρίζεσαι με πάνες και μωρά
Πόσο ζαλισμένη και χάλια είσαι, ως μαμά, όταν έχεις μωρά ή μικρά παιδιά
Σκέψεις μιας μητέρας απ’ όταν τα παιδιά της ήταν μικρά, που θα ενθαρρύνουν τις νέες μαμάδες
Τα παιδιά μου δεν είναι πια μικρά, αλλά ορίστε τι έκανα όσο ήταν μικρά: δεν είχα ιδέα πώς περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες. Τις νύχτες ψιλο-έγραφα για να «κάνω κάτι», για να μην χώνεται η μια μέρα μέσα στην άλλη και εξαφανίζεται σα να μην υπήρξε ποτέ…
Όλο και θα βρεθεί καμία μαμά να μου την πει τώρα ότι τρολλάρω επειδή προτείνω να κάθεσαι ξύπνια τις νύχτες και να γράφεις όταν έχεις μωρά ή μικρά παιδιά: κάνε ό,τι τραβάει η ψυχή σου, δεν σου προτείνω τίποτα (εσένα που είσαι σπίτι σου και τσιγαρίζεσαι με μπεμπάκια και βουνά από πάνες ων ουκ εστίν αριθμός). Σου λέω καημό μου, πως ήταν για εμένα προσωπικά η υπέροχη κατά τα άλλα εμπειρία της μαμαδοσύνης. Αν χέστηκες, οκ. Αν έχεις αντίστοιχο καημό, ακόμα οκ-ότερα.
Ξεκαθαρίζω ότι είμαι μεγάλη φαν της μαμαδοσύνης – όχι της οικογένειας με την παραδοσιακή έννοια, η οποία (έννοια) δεν λειτούργησε ποτέ για εμένα, αλλά του να είσαι γονιός και, βασικά, μαμά. Τα παιδιά είναι καταπληκτική εφεύρεση, μου αρέσουν πάρα πολύ ακόμα και τα ξένα, ψοφάω για μωρά και να παίζω με πιτσιρίκια, θα έκανα πέντε (παιδιά) αν ξεκινούσα τώρα… Με μια μικρή υποσημείωση: θα τα έκανα αν είχα εξασφαλισμένη βοήθεια από εκατό μεριές, να τα λέμε κι αυτά. Γιατί το να έχεις μωρά/μπεμπάκια/μικρά παιδάκια και να τραβάς κουπί, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, ΧΩΡΙΣ βοήθεια, είναι τρελή ταλαιπωρία, σωματική, ψυχική και συναισθηματική: φυσικά και χαίρεσαι που τα παιδιά σου είναι γερά, βάζεις τα κλάματα όταν παθαίνουν κάτι, μετά ξανα-βάζεις τα κλάματα στο άσχετο επειδή δεν έχεις κοιμηθεί οχτώ τέρμινα, οπότε βάρδα μη κάτσει κάτι βαρύ, επιπέδου νοσοκομείου, στο οποίο θα είσαι πχ με το ένα παιδί ενώ το άλλο κάνει κόνξες σε απρόθυμο συγγενή… Αυτό, πραγματικά εύχομαι να μην σου τύχει ποτέ.
Το κομμάτι «χειμώνας» δεν περνάει εύκολα όταν έχεις παιδιά κάτω των 12 χρονών, αναγκαστικά μέσα στο σπίτι, με ή χωρίς λοκντάουν. Ή περνάει τόσο γρήγορα που δεν καταλαβαίνεις τι σου γίνεται. Ίσως επειδή είσαι άυπνη. Όχι επειδή γράφεις ή κεντάς ή ανακαλύπτεις την πυρίτιδα τις νύχτες, αλλά επειδή τα παιδιά παθαίνουν εκατόν πενήντα ιώσεις τη μία μετά την άλλη, θήλασες-δεν θήλασες, έδωσες-δεν έδωσες εχινάτσεα, έστυψες-δεν έστυψες χίλια πεντακόσια πορτοκάλια. Κι εγώ ήμουν στάνταρ ξύπνια την Χ νύχτα επειδή ο ένας μικρός είχε σκατόβηχα, όχι επειδή μου ερχόταν έμπνευση να γράψω τους «Αδερφούς Καραμαζώφ». Τους οποίους γράφεις ΜΟΝΟΝ όταν είσαι καλο-κοιμισμένη για κάμποσο διάστημα, δηλαδή όταν τα παιδιά σου είναι μεγαλούτσικα. Όταν ξυπνάνε μόνα τους για να πάνε σχολείο το πρωί…. Τώρα που το σκέφτομαι, ούτε τότε: δεν θυμάμαι να ΜΗΝ ξυπνούσα τον μεγάλο μου γιό για να ρημαδο-πάει σχολείο όταν ήταν 16 χρονών, αντίθετα θυμάμαι τρία διαφορετικά ξυπνητήρια να χτυπιούνται σ’ όλο το σπίτι, μπας και χάσουμε την πρώτη ώρα μια και ήμασταν στο παρα-τσακ με τις απουσίες.
Οι μέρες μπαίνουν η μία μέσα στην άλλη όταν έχεις μπεμπάκια: μέσα σε όλα, πέρα από τα παιδιά σου, σίγουρα έχεις τρεχάλες με δουλίτσες, ταμεία, γονείς, σχολικά, εφόδια, εκκρεμότητες, λογιστικά, γιατρούς (να κλείσεις), Παίδων (νοσοκομεία, αχρείαστα), συγγενείς και φίλους σε άλλα νοσοκομεία επειδή η ζωή προχωράει, και κάνα δυο κοινωνικές υποχρεώσεις, και κάπου χρωστάς μια αιτησούλα, και να πας σουπερμάρκετ οπωσδήποτε επειδή τελειώνουν όλα μόλις γυρνάς από την άλλη. Δεν μπορεί, θα υπάρχει τρόπος να βγάζεις τη μία μέρα από την άλλη, την επόμενη, και να την απολαμβάνεις στην αυτονομία της. Αλλά τον είχα χάσει τον τρόπο για πολλά χρόνια, τουλάχιστον επί δύο χωριστές δεκαετίες. Περίμενα ολόκληρους χειμώνες μέχρι να περάσουν οι ιώσεις. Άρπαζα βήχα/συνάχι από το τυχόν παιδί, ακόμα και ξένο. Άντεχα βέβαια, επειδή έτσι είμαστε οι μαμάδες, αντέχουμε, έστω και όχι τρελά. Μία στις τέσσερεις-πέντε νύχτες καθόμουν ως το χάραμα και έγραφα μπούρδες. Με πιο καθαρό μυαλό, μία στις δέκα μέρες τα έστρωνα τα γραπτά σε βιβλία – οι ηρωίδες είναι πάντα γυναίκες, εννοείται, και πολύ συχνά, μαμάδες.
Δεν σου προτείνω τίποτα. Απλώς θυμάμαι πολύ καθαρά πολλές από αυτές τις νύχτες και τις μέρες (τις επόμενες) που έμπαιναν μέσα στο μεθαύριο ή στο χθες ενώ στεκόμουν ζαβλακωμένη, μάλλον στο πάρκο (πού αλλού;) και φώναζα «βάλε τη (γαμο)ζακέτα σου!»
Σκέφτηκα να τα μοιραστώ όλα αυτά, μπας και ακουμπάνε καμία, μαμά λέμε, ή γιαγιά, ή θεία, έστω. Που θα έχει σταθεί πολλές ώρες, ή στέκεται ακόμα σε άλλη γωνία, άλλου πάρκου, με άλλη ζακέτα στο χέρι. Ή με μωρομάντηλα, χαρτομάντηλα, μπισκοτάκια, γιαουρτάκια… ό,τι κρατάει καθεμία βοήθειά της… Πού να δεις (μαμάκα) πόσο ζόρικα είναι τα πράγματα όταν το μπεμπάκι που σκουπίζει τη μύξα του στο τζιν σου φτάσει στην εφηβεία, δεν θέλω να σε ρίξω αλλά θα νοσταλγείς τις ημέρες του πάρκου…
Κουράγιο, επομένως (μάνα, ναι), αυτή είναι η λέξη κλειδί.