Βία κατά των γυναικών: Γιατί οι γυναίκες δεν φεύγουν από τοξικές καταστάσεις;
Η Κλινική Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια, Διδάκτωρ της Ιατρικής σχολής πανεπιστημίου Αθηνών, Άννα Κανδαράκη, αναλύει τα φαινόμενα κατά τα οποία μια γυναίκα «ανέχεται» την κακοποίηση σε μια σχέση
Βία κατά των γυναικών, τοξικές - κακοποιητικές σχέσεις: H Άννα Κανδαράκη (Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια) μιλά για τα περιστατικά κακοποίησης και δολοφονιών.
Πολύ συχνά λέμε «γιατί δεν σηκώνεται να φύγει», «μήπως της αρέσει αυτή η κατάσταση»; Πέφτουμε στην παγίδα να κάνουμε κριτική, ή γενικεύσεις για τις γυναίκες θύματα βίας, αγνοώντας το τραύμα που έχουν ανοιχτό μέσα τους, και το γεγονός ότι η δημοσιοποίηση της κακοποίησης εξακολουθεί να θεωρείται για πολλές γυναίκες «ταμπού», μια ντροπιαστική κατάσταση που βιώνουν ολομόναχες πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού τους.
Σύμφωνα με τη δημοσκοπική έρευνα που έχει διεξαχθεί παγκοσμίως, για τη βία κατά των γυναικών (2014, FRA / Fundamental Rights Agency – Europa / Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης) 1 στις 3 γυναίκες στην ΕΕ έχει υποστεί σωματική βία από την ηλικία των 15 ετών και άνω και 1 στις 2 γυναίκες έχει βιώσει ψυχολογική βία από τον σύντροφό της. Το πιο επικίνδυνο όμως είναι ότι το 55%-95% θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας δεν καταγγέλλουν το πρόβλημα. Σε τι οφείλεται το γεγονός πως μια γυναίκα δεν δύναται να δει από νωρίς τα επικίνδυνα σημάδια στη συμπεριφορά του συντρόφου της;
Με αφορμή τα όλο και αυξανόμενα περιστατικά κακοποίησης και δολοφονιών γυναικών που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, η Κλινική Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια, Διδάκτωρ της Ιατρικής σχολής πανεπιστημίου Αθηνών, Άννα Κανδαράκη αναλύει το πολυπαραγοντικό αυτό φαινόμενο στο Look Mag και σκιαγραφεί το προφίλ των γυναικών που δυσκολεύονται να φύγουν από μια κακοποιητική σχέση. Σύμφωνα με όσα συζητάμε, η αλλαγή θα έρθει βλέποντας με γενναιότητα όσα συμβαίνουν στο σπίτι μας, ανοίγοντας τα παράθυρά μας και ζητώντας βοήθεια, για να μη μεταφέρουμε διαγενεακα όλα τα βαρίδια που κουβαλάμε από το παρελθόν.
Βίαιος σύντροφος. Πώς τον καταλαβαίνεις πριν εκδηλωθεί; Υπάρχουν κάποια «αόρατα» προειδοποιητικά σημάδια που τον προδίδουν;
Η βία εμφανίζεται και εξελίσσεται κλιμακωτά. Συχνά μπορεί να αλλάζει μορφές και να μεταμορφώνεται από τη μία μορφή στην άλλη, από λεκτική σε ψυχολογική και από ψυχολογική σε σωματική. Συνήθως προηγείται ο έντονος έλεγχος, κρυμμένος πίσω από τη ζήλεια που στην αρχή μπορεί να εμφανιστεί ως έντονο ενδιαφέρον. Θέλει προσοχή διότι εάν ένα κορίτσι έχει μεγαλώσει σ’ ένα σπίτι που δεν έχει λάβει την αντίστοιχη προσοχή, έχει στερηθεί το ουσιαστικό γονεικό βλέμμα, το να δέχεται πιεστικό έλεγχο και περιορισμό μπορεί να καταγραφεί σαν ενδιαφέρον, σα νοιάξιμο ακόμα και αγάπη. Αν έχει μεγαλώσει αόρατη, ξαφνικά μέσα απο ένα τέτοιο βλέμμα άρρωστο μπορεί να αισθανθεί σημαντική και ξεχωριστή. Ακριβώς γιατί δεν αισθάνθηκε έτσι ποτέ στο σπίτι της.
Ακόμα κι όταν τα σημάδια είναι έκδηλα σε μια σχέση, γιατί μια γυναίκα δεν τα βλέπει;
Το πώς έχει μάθει ο καθένας να συσχετίζεται και να αγαπάει, πρώτα τον εαυτό του και στη συνέχεια το σύντροφό του, ξεκινάει από την πρώτη αγάπη που είναι η μητρική. Από τον μητρικό δεσμό, πόση ασφάλεια, σιγουριά και αξία έχει εισπράξει σε αυτή την πρώτη σχέση το βρέφος από τη μητέρα του για να μπορέσει τελικά να νιώσει ασφάλεια μέσα του και στην πορεία της ζωής του. Στη συντροφικότητα, καθοριστικό ρόλο έχει το γονεϊκό ζευγάρι, τι εικόνες έχει καταγράψει το παιδί μέσα στο σπίτι, πόσο σεβασμός, τρυφερότητα και νοιαξιμο βλέπει να υπάρχει στους γονείς του. Και τέλος από τις οικογενειακές πεποιθήσεις, το αξιακό σύστημα που μεγαλώνει ένα παιδί, αν υπάρχει αγάπη και σεβασμός στο διπλανό. Εάν έχω λανθασμένες αυτές τις εικόνες μέσα μου μπορώ να διαστρεβλώνω τι σημαίνει η αγάπη και το ενδιαφέρον. Εάν έχω μεγαλώσει σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον, ή σ’ ένα «νεκρό» συντροφικά ζευγάρι, μη συνειδητά, θα αναζητήσω τέτοια ίδια μορφή σχέσης και θα την επαναλάβω.
Γιατί μια γυναίκα δέχεται τη βία και την υπομένει σε μια σχέση; Πώς γίνεται να συνηθίζει στη χειραγώγηση;
Το θύμα που υπομένει και ανέχεται τη βία και ο θύτης που την ασκεί έχουν ένα κοινό παρανομαστή: νιώθουν ανασφάλεια. Έχουν στερηθεί την αγάπη και μέσα τους νιώθουν εύθραυστοι και ευάλωτοι. Ο ένας το βγάζει μέσα από τη βία, την απειλή και τον έλεγχο, ενώ ο άλλος μέσα από την ανοχή και τη δεκτικότητα στην κακοποίηση. Και οι δυο, θύτης και θύμα, τρέμουν τη μοναξιά και την εγκατάλειψη. Συνήθως η γυναίκα μπορεί να έχει μεγαλώσει σ’ ένα σπίτι που δεν έχει νιώσει σημαντική, έχει μάθει να υποτιμάται η επιθυμία της, η σημαντικότητα της γνώμης της. Εκπαιδεύεται να ανήκει σε κάποιον, στον πατέρα και στην πορεία στον άντρα της και όχι στον εαυτό της. Από την άλλη στο γιο μας συχνά ενοχοποιούμε το συναίσθημα. Στο αγόρι συχνά καταγράφεται ως αδυναμία το κλάμα, ο φόβος και η οποιαδήποτε έκφραση αγαπης. Ανθρώπινα συναισθήματα που αντί να λεκτικοποιηθούν και να εξελιχτούν, πνίγονται, με αποτέλεσμα να παλεύει, μάταια, να γίνει άτρωτος φτιάχνοντας μια πανοπλία. Τελικά παραμένει ενα φοβισμένο παιδί που εχει ανάγκη τη βία για να νιώσει σημαντικός.
Bία είναι και η παραμέληση;
Συχνά ακούω αυτό στη θεραπευτική συνεδρία: «Μα εμένα δε με χτύπαγε ποτέ ο πατέρας μου, γιατί είμαι τόσο οξύθυμος;». «Η μητέρα μου ποτέ δεν με πίεσε για τίποτα γιατί επιτρέπω και ανέχομαι τόσα πολλά;». Η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι μόνο η σωματική ή η λεκτική, έχει και κρυφές πτυχές. Μπορεί να είναι η παραμέληση, η αδιαφορία, η απουσία, η παραίτηση από τη ζωή, μια ατέρμονη σιωπή ανάμεσα στην οικογένεια που δεν επικοινωνεί. Ένα νεκρό ζευγάρι που δε μιλάει και δεν αγγίζεται μεταξύ του, ένα σπίτι χωρίς τρυφερότητα. Μια μαμά που κλαίει καθημερινά, που υποφέρει, είναι μια πολύ βίαιη εικόνα που γράφει ανεξίτηλα μέσα σ’ ένα παιδί. Κρατήστε ότι, όταν ένα παιδί έχει δει τη μητέρα του να υποφέρει, κάτι σπάει μέσα του ανεπανόρθωτα. Γιατί η μαμα για ένα παιδί ειναι το παράθυρο στο αύριο. Αν το τζαμι ειναι θολό και τα παντζουρια κλειστά το αύριο φαντάζει σκοτεινό και απαισιόδοξο.
Λέγεται ότι η καραντίνα κατά κάποιο τρόπο συνέβαλε στην αύξηση των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Βγήκαμε όμως από την καραντίνα και σχετικά περιστατικά, ανάμεσά τους γυναικοκτονίες, συνεχίζουν να σημειώνονται σε όλο και αυξανόμενους ρυθμούς. Πώς εξηγείται κατά τη γνώμη σας;
Η πανδημία ξεκίνησε ως υγειονομική κρίση και κατέληξε υπαρξιακή κρίση. Βασικές μας ανάγκες όπως είναι η ανθρώπινη επαφή περιορίστηκαν και αυτό ενίσχυσε ενστικτώδεις μηχανισμούς επιβίωσης που αν υπάρχει το υπόβαθρο μπορούν να βγουν ακατέργαστοι, όπως είναι η βία και η επίθεση στον άλλο ή στον εαυτό μας. Γι αυτό είδαμε και αύξηση της χρήση ουσιών. Δεν είχαμε τους περιφερειακούς αντιπερισπασμούς αποσυμπίεσης, όπως ένα ταξίδι, ψώνια, γήπεδα, συναντήσεις με φίλους και μείναμε ξαφνικά μέσα σ ένα σπίτι με τις επιλογές μας. Θύτης και θύμα βρέθηκαν κλεισμένοι μέσα χωρίς να υπάρχει δυνατότητα διαφυγής. Η κρίση και η πανδημία ενίσχυσαν ήδη υπάρχουσες δυσκολίες καλά κρυμμένες που περίμεναν πρόσφορο έδαφος να βγουν στην επιφάνεια, δεν είναι όμως αυτή η αιτία τους γι’ αυτό ακριβώς και συνεχίζονται τα σχετικά περιστατικά και μετά το τέλος του εγκλεισμού.
Πρακτικά πώς αντιμετωπίζεται ένας βίαιος σύντροφος;
Για αρχή να μην υποτιμήσουμε τη βία. Οι περισσότερες γυναίκες που συναντω, πρώτα εκείνες, υποτιμούν τον απαξιωτικό λόγο, το ελεγκτικό βλέμμα ακόμα και το χαστούκι. «Δεν με πόνεσε», «απλά μ’ έσπρωξε». Δεν υπάρχει μη βίαιο χαστούκι, δεν υπάρχει «απλό σπρώξιμο». Θα κλιμακωθεί, θα επαναληφθεί, θα ενταθεί. Μην συγχέουμε τον έρωτα με τον πόνο, δεν υπάρχει αγάπη που προκαλεί πόνο. Στον έρωτα και στην αγάπη αναδεικνύουμε τον άνθρωπο μας, τον καμαρώνουμε και ανθίζουμε μαζί του. Οι γυναίκες θα πρέπει πρακτικά να ζητήσουν βοήθεια, υπάρχει η γραμμή 15900 που μπορεί να κατευθύνει με συγκεκριμένα βήματα και αν υπάρχει η ανάγκη πρέπει να προσφύγουν σε ειδικά διαμορφωμένους ξενώνες που θα δοθεί όλη η κατάλληλη προφύλαξη και φροντίδα. Έχει σημασία να μην απειλήσει και να μην ενημερώσει τον κακοποιητή γι’ αυτή την απόφαση. Θα καταγραφεί σαν απειλή στο πολύ εύθραυστο -γι αυτό και επικίνδυνο- «εγώ» του και θα ενισχύσει την ένταση. Μεγάλη σημασία έχει οι γυναίκες να μεγαλώνουμε στηριζόμενες στα δικά μας πόδια. Αυτό επιτρέπει να επιλέγουμε το σύντροφο μας με βάση την επιθυμία και όχι την ανάγκη. Να είμαστε ελεύθερες.
Πώς εξηγείτε ότι οι θύτες δεν εμποδίζονται ούτε από τις ποινές ούτε από την έκταση της δημοσιότητας που παίρνουν αυτές οι υποθέσεις και εξακολουθούν να κακοποιούν γυναίκες;
Η ενδοοικογενειακή βία και η κακοποίηση δεν αρκεί να συζητηθούν ή να αναδειχθούν σαν θέμα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Είναι πολύ βαθύτερο. Ξεκινάει απο βαθιά στερεότυπα, εικόνες και βιώματα μέσα στην οικογένεια. Αν δεν κοιτάξουμε να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές εκεί, θα αντιμετωπίζουμε συμπτώματικα το πρόβλημα και όχι ουσιαστικά. Η ενδοικογενειακη βία για να συνεχίσει να επιβιώνει απαιτεί σιωπή και ανοχή. Δικαιούμαστε να ζήσουμε και να χαρούμε τη ζωή μας. Κι από εκεί θα ξεκινήσει η αλλαγή, πιστεύοντας ότι μας αξίζει, όχι απλά η επιβίωση, αλλά η χαρά.