Ξυπνάω τα έφηβα παιδιά μου στις 7 για το σχολείο. Μεγάλο δράμα
Κανένας έφηβος δεν θέλει να ξυπνήσει το πρωί, και κάθε έφηβος θέλει να κοιμάται ως τα βαθιά μεσημέρια. Δυστυχώς τα σχολεία δεν καταλαβαίνουν από τέτοια, ούτε από αλλιώτικα…
Πρωινός ύπνος: Πώς ξυπνάς τα έφηβα παιδιά σου για να πάνε στο σχολείο
Στις εκατό δουλειές που έχω κάνει, δεν ρωτούσα πόσα είναι τα λεφτά ούτε αν θα με κρεμάνε ανάποδα από το ταβάνι ούτε πόσες εργασίες πρέπει να παραδίδω παρά μόνο: τι ώρα με ήθελαν εκεί το πρωί, ή μάλλον το μεσημέρι. Αν με ήθελαν πρωί-πρωί, η δουλειά δεν ήταν για μένα. Αν με ήθελαν προς τις 12.00, το συζητούσα, με την μοχθηρή σκέψη ότι το 12.00 γίνεται εύκολα 1.00. Επειδή στο γυμνάσιο/λύκειο είμασταν μια βδομάδα πρωινές και μία απογευματινές, το απέδιδα σε εκπαιδευμένους βιορυθμούς – τα πήγαινα καλύτερα στα απογευματινά. Ήμουν και είμαι ικανή να μείνω ξύπνια όλη νύχτα για να τελειώσω κάτι, αλλά όχι να σηκωθώ στις 5.00 το πρωί για να το φτιάξω. Ήτη νύχτα, ή ντιπ καθόλου.
Όλα αυτά πήγαν στο διάολο όταν έγινα μάνα για πρώτη φορά, γιατί όπως ξέρει και η πιο τυχερή μάνα, τα βρέφη ξυπνάνε χαράματα και κλαίνε δυνατά, συνήθως επειδή πεινάνε αλλά μπορεί κι επειδή είναι τερατούγκεν. Η βασική μου έννοια για κάμποσα χρόνια μητρότητας ήταν ποιος θα καθίσει με το μωρό μισή ωρίτσα το πρωί για να κοιμηθώ, γιατί με έγερση στις 5.00, 6.00 ή 7.00, δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρω πολλά πράγματα μέσα στη μέρα. Ούτε στη νύχτα.
Στο καπάκι, και πάνω που είχα βολέψει μια καλή δουλίτσα για μετά τις 3.00 το μεσημέρι, ήρθε η εφηβεία του μεγάλου μαζί με δύο επιπλέον μωρά, οπότε έπεσε πολλή ξαγρύπνια και η κλαψουάρ κατάθλιψη που συνοδεύει την έλλειψη ύπνου. Το τρέχω λίγο για να μη κόψει φλέβα κανείς, έξι χρόνια δημοτικού και τρία χρόνια γυμνασίου για δεύτερη φορά, με ξύπνημα ανάμεσα στις 7.10-7.20, με δύο ξυπνητήρια συν το σκύλο που γαυγίζει όταν ακούει ξυπνητήρι, με φέρνουν εδώ που βρίσκομαι τώρα: Τρίτη γυμνασίου, άρα έφηβα παιδιά, τα οποία με κοιτάζουν με αντιπάθεια τον καλό καιρό. Πόσο μάλλον νωρίς το πρωί, όταν φωνάζω «παιδάκια ξυπνήστε!»
Το φωνάζω βραχνά και όχι πιτσικωτά γιατί δεν είμαι πεταχτός τύπος, ειδικά τις πρωινές ώρες. Η κατάστασή μου περιγράφεται ως: «δε με φτάνει ο πόνος μου, έχω να σας ξυπνήσω και με μισείτε κι από πάνω!» Κανένα παιδί δεν αντι-φωνάζει «σε μισώ κακούργα μάνα!» αλλά έχω διαίσθηση, όσο να΄ναι πιάνω στην ατμόσφαιρα το γλαρό εφηβικό μάτι που έβλεπε τικ τοκ και τράπερς ως πολύ αργά, και δεν έχει καμία διάθεση να σηκωθεί από το ζεστό του κρεβάτι για να πάει – πού; Σχο-λεί-ο. Αν. Είναι. Δυνατόν. Τόσο παλιό.
Μία στις δύο μέρες, το ένα από τα δύο παιδιά φωνάζει «ρε μαμά πειράζει να χάσω την πρώτη ώρα ρε μαμά;» και αμέσως πετιέται και το άλλο παιδί, «κι εγώ ρε μαμά(να χάσω) την πρώτη ώρα!» Ακολουθεί συζήτηση σε υψηλούς τόνους για το μάθημα της πρώτης ώρας (ό,τι και να είναι, νυστάζουν φριχτά, τζάμπα θα τραβηχτούν, δεν θα το παρακολουθήσουν). Η συζήτηση γίνεται ανάμεσα σε δύο ξαπλωμένα έφηβα και σε μία με το ζόρι όρθια μαμά. Η οποία μαμά κοιμάται γύρω στις 3.00 τα χαράματα, ακόμα κι όταν πέφτει στο κρεβάτι από τις 12.00 – όταν εδραιώθηκαν οι βιορυθμοί στο σύστημά μου, έπιασαν πολύ καλά, σε αντίθεση με άλλα, σοβαρά και σπουδαία πράγματα, που πήγαν στο βρόντο και είναι πάρα πολλά για να τα απαριθμήσω τώρα. Ή άλλη ώρα.
Ο διαπληκτισμός για το αν θα χάσουν την πρώτη ώρα (και τα δύο έφηβα ή, σπανιότερα, μόνον το ένα) συνοδεύεται από τάχα μου ανησυχίες τους – μήπως έχουν πυρετό; Σα να μη νιώθουν καλά. Να κάνουν ένα τεστ κόβιντ; (λες και φυτρώνουν στο δρόμο τα τεστ). Μήπως έχουν πονοκέφαλο, ναυτία, κοιλόπονο, μια απροσδιόριστη υποψία ότι κάτι θα τους πιάσει; Μήπως βρέχει; Γιατί αν βρέχει, αποκλείεται, με τίποτα, θα περιμένουν να σταματήσει η βροχή. Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος δεν πάει σχολείο όταν βρέχει, τουλάχιστον όχι την πρώτη ώρα. Δηλαδή, γκιβ μι ε μπρέηκ.
Με τούτα και κυρίως με κείνα, έχει πάει 7.50, η πρώτη ώρα ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στη χάση και στη φέξη, κι οι άμυνές μου έχουν αρχίσει να καταρρέουν. Φωνάζω (και στο σκύλο) «κάντε ό,τι θέλετε!» και γυρνάω στο κρεβάτι μου. Ακούω ντάπα-ντούπα, πόρτες να ανοιγοκλείνουν, τσάντες να χτυπάνε το πάτωμα με θυμό, το σκυλί σε έξαλλη κατάσταση να τρώει τα μουστάκια του… αλλά κοιμάμαι, παρόλ’ αυτά. Κοιμάμαι μία ωρίτσα, και μόνο η Φωτεινή Δάρρα έχει παραδεχτεί ότι κάνει το ίδιο, την πέφτει όταν φεύγει το παιδί της για το σχολείο και ξεκινάει τη μέρα της μετά τις 12.00, κάτι για το οποίο της βγάζω το καπέλο. Αυτό σκόπευα να κάνω κι εγώ, μάλιστα σε όλη μου τη ζωή ήθελα να ξεκινάω τη μέρα μου μετά τις 12.00, αλλά μου έκατσε σκυλίτσα, καθόλου χαριτωμένη, τερατούγκεν, με πρωινό βιολογικό ρολόι… το οποίο ήδη έχω αρχίσει να το ρυθμίζω προς το αργότερα: ο στόχος είναι να μάθει να ξανακοιμάται, όπως εγώ και η Φωτεινή, και να ξυπνάει σαν άνθρωπος μια λογική ώρα που ταιριάζει σε καλλιτεχνόσκυλο.
Και πάλι, είναι καλύτερα τα πράγματα από ότι ήταν στο δημοτικό – δεν φτάνει που ξύπναγα, έτρεχα με τα παιδιά στο σχολείο ποδαράτα άρον-άρον. Απλώς ήταν μικρά τότε, δεν ήταν στην εφηβεία, και τα μικρά παιδάκια ξυπνάνε εύκολα, είναι ζωηρά τις πρωινές ώρες, εκτός που τραγουδάνε στη διαδρομή σα Στρουμφάκια αντί να διαμαρτύρονται για την πρώτη ώρα, να βρίζουν και να κατεβάζουν καντήλες στην καημένη την άυπνη μάνα τους…