Σ΄αγαπούσα πριν μας δω μαζί
Tο σχέδιο που είχε το σύμπαν: να πονέσω πάρα πολύ με τον λάθος άνδρα για να απογειωθώ όταν γνωρίσω τον σωστό
Ένα όμορφο βράδυ Κυριακής, ο Α. ήλθε σπίτι μου για να φάμε κινέζικο. Ήταν η πιο διασκεδαστική Κυριακή της ζωής μου μετά από καιρό. Χαιρόμουν σαν μικρό παιδί που στολίζει το Χριστουγεννιάτικο δέντρο καθώς έκανα τις ετοιμασίες: αγόρασα τούρτα σοκολάτα που ήξερα ότι του αρέσει, έβαλα το cd του Barry White να παίζει και άναψα τα αγαπημένα μου αρωματικά κεριά για να φτιάξω ατμόσφαιρα.
Γύρω στις 20:30 χτύπησε το κουδούνι και τον είδα στην οθόνη του θυροτηλεφώνου, εκεί που είχα συνηθίσει να βλέπω τον Απόλυτο μέχρι μερικούς μήνες πριν. Αράξαμε στον καναπέ, γελάσαμε, φάγαμε το κινέζικο και ύστερα περάσαμε στο…. επιδόρπιο, που ήταν πολύ καλύτερο από ότι θα μπορούσα να περιμένω. Ο Α. ήταν το ακριβώς αντίθετο από τον απόλυτο: τρυφερός και «εργατικός» στο σεξ, τόσο που με έκανε να νιώθω άνετα από την πρώτη στιγμή. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.
«Τι φοβάσαι;» ρώτησε καθώς μου χάιδευε την πλάτη και με φιλούσε. «Τίποτα» απάντησα μηχανικά. «Το νιώθω στο σώμα σου ότι φοβάσαι» επέμεινε και άρχισα να καταλαβαίνω ότι έμοιαζα με ένα σπουργιτάκι που το αιχμαλωτίζεις στα χέρια σου και νιώθεις την καρδιά του να χτυπάει ξέφρενα από το φόβο μην του κάνεις κακό. «Ξέρεις, εγώ έκανα πρώτη φορά έρωτα μαζί σου εκείνο το βράδυ που βγήκαμε πρώτη φορά» είπε καθώς με αγκάλιαζε. «Σε θεωρούσα… σεσημασμένο» απάντησα με τρόμο στη φωνή, θέλοντας να δικαιολογηθώ για την έλλειψη τόλμης που χαρακτήριζε αυτή τη γνωριμία από την αρχή της.
Τις επόμενες μέρες σμήνη από πολύχρωμες πεταλούδες άρχισαν να φτερουγίζουν όπου πήγαινα ενώ οι φίλοι βαρέθηκαν να ακούνε πόσο τέλειος είναι. Ξαναβρήκα την πίστη στη ζωή και τον εαυτό μου, ανακαλύπτοντας το σχέδιο που είχε το σύμπαν για μένα: να πονέσω πάρα πολύ με τον λάθος άνδρα για να απογειωθώ όταν γνωρίσω τον σωστό. Όλα τα γεγονότα των τελευταίων μηνών αποκτούσαν νομοτελειακή συνάφεια και αιτιολογία. Συναίσθημα που όπως η ευτυχία και όλα τα ωραία πράγματα στη ζωή, κράτησε λιγότερο από ότι πραγματικά χρειαζόμουν.
Είχαν περάσει μόλις λίγες μέρες από την ονειρική πρώτη νύχτα με τον Α. όταν χρειάστηκε να συναντηθώ με τον Απόλυτο σε μία επαγγελματική εκδήλωση στην οποία έπρεπε να συμμετέχουμε και οι δύο. Η πρώτη μας συνάντηση μετά το γάμο του, η πρώτη επί της ουσίας μετά το οριστικό και επώδυνο τέλος. Μιλούσα ατάραχη με έναν κοινό μας γνωστό, όταν μας διέκοψε. Το βλέμμα μου αστραπιαία έπεσε στο χέρι του. Φορούσε βέρα στο δεξί και μάλιστα την πιο κακόγουστη και χοντροκομμένη που είχα δει ποτέ στη ζωή μου, με κάτι ανάγλυφα που θύμιζαν τον τάφο του Τουταγχαμών.
«Τι κάνεις;» ρώτησε με ένα δήθεν ευγενικό, βαθιά ενοχικό χαμόγελο που δεν μπόρεσα να ανταποδώσω ούτε τυπικά. Τότε πρόσεξα τη μικρή, σατανική λεπτομέρεια: είχε συνδυάσει το νεοαποκτηθέν αξεσουάρ (ήτοι βέρα) με το πουκάμισο που του έκανα δώρο την περασμένη Πρωτοχρονιά! Κι επειδή ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες το μυαλό μου άρχισε να αναλύει τα δεδομένα με εκπληκτική ταχύτητα. Δεδομένο 1: ήξερε ότι θα είμαι εδώ. Δεδομένο 2: φόρεσε το πουκάμισο που του έκανα δώρο Δεδομένο 3: Προσπάθησε τρεις φορές να με πλησιάσει και να μου πιάσει κουβέντα. Μάλιστα τη δεύτερη ήλθε και μου χάιδεψε το κεφάλι και τα μαλλιά όπως κάνεις σε ένα μικρό παιδάκι. Δεδομένο 4: αν υπήρχε ένα μπουκάλι βενζίνης εκεί κοντά, θα το είχα αδειάσει όλο πάνω του και μετά θα του πετούσα ένα αναμμένο σπίρτο για να ολοκληρωθεί το εφέ.
Στις προσπάθειές του να ανοίξει διάλογο απάντησα με μάτια ερμητικά κλειστά και μία γυρισμένη πλάτη. Όταν όμως έβαλα το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού, δεν κατάφερα να συγκρατήσω τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάτια μου. Γιατί συνέβη σε εμένα αυτό; Τι έκανα λάθος; Γιατί πρέπει να περάσω όλη την υπόλοιπη ζωή μου νιώθοντας ένα τσιμπηματάκι στην καρδιά κάθε φορά που ακούω τις λέξεις «συμβίωση» και «γάμος»; Και πώς θα συνεχίσω αυτό που ξεκίνησα με τον Α. όταν είμαι ισοπεδωμένη και ανασφαλής και εκείνος τόσο cool που έχει ήδη αλώσει όλες μου τις άμυνες;
«Πάρε το πουκάμισό μου» έλεγε ένα λαϊκό άσθμα. Την καρδιά μου την πήρες, την ψυχή μου το ίδιο και το χειρότερο πήρες τα όνειρα και τις προοπτικές μου. Ή μήπως φταίω εγώ που σε αγάπησα πριν μας δω μαζί; Που σου έδωσα τα πάντα πριν σε γνωρίσω σα να προσπαθούσα να καλύψω με την παρουσία ενός άνδρα όλες τις ανασφάλειες που είχα μέσα μου;
Εκείνη τη μέρα τα συναισθήματά μου αναμείχθηκαν μεταξύ τους, δημιουργώντας έναν πίνακα που θύμιζε τα έργα του Νταλί. Ρευστά ρολόγια σα δάκρυα για τα χρόνια που έχασα εμπιστευόμενη τον Απόλυτο και για όλες τις όμορφες στιγμές που μου θύμιζε το πουκάμισο με την πράσινη ρίγα. Πεταλούδες για τον Α. που είναι τόσο υπέροχος και τόσο απλησίαστος ταυτόχρονα. Κι ένα καράβι που σαλπάρει στο άγνωστο μίας ακόμη ερωτικής θάλασσας. Τρικυμία ή νηνεμία, οι επόμενες νύχτες θα δείξουν….