Ας κοιμηθούμε χώρια, για να είμαστε για πάντα μαζί
Το ελεγχόμενο ξεπαρεού που κρατά ζεστό το πάθος, είναι το καλύτερο λίπασμα του έρωτα που αντέχει στον χρόνο
Χωριστές κρεβατοκάμαρες: Η συνήθεια που μπορεί να σώσει μια σχέση.
Οι χωριστές κρεβατοκάμαρες, τα χωριστά σπίτια, ένας χωριστός μυστικός κήπος για τον καθένα είναι, ίσως, το αντίδοτο στο «χώρια» μιας οριστικής φθοράς. Το ελεγχόμενο ξεπαρεού που κρατά ζεστό το πάθος, είναι το καλύτερο λίπασμα του έρωτα που αντέχει στον χρόνο.
Το πάθος στην αρχή του έρωτα είναι συναίσθημα αιμοβόρο, ανθρωποφαγικό και εντελώς καταναλωτικό. Όσο κρατά το καρδιοχτύπι μιας φρέσκιας αρχής, τον άλλον τον θες μόνο δικό σου, να ’ναι πλάι σου 48 ώρες το 24ωρο, να του μιλάς στο τηλέφωνο μέχρι να καούν τόνοι δεδομένων, να εξερευνήσεις όλες του τις μυστικές γωνιές, να τον ανακρίνεις εξονυχιστικά για τα παιδικά του τραύματα, τις πρώην σχέσεις και κάθε του εσώψυχο, να ταξιδέψεις στο σώμα του μέχρι να γίνει δική σου επιδερμίδα, να τρώτε μαζί, να χωνεύετε μαζί, να βγαίνετε και να μπαίνετε μαζί, μέχρι να γίνετε σιαμαίοι. Οι σιαμαίοι, όμως, ποτέ δεν ερωτεύονται μεταξύ τους. Και ο επόμενος έρωτας ποτέ δεν σου παραδίδεται με δοσομετρητή στο πακέτο, να ξέρεις πού βρίσκονται, πού χάνονται και πού κρύβονται οι ισορροπίες, να ξέρεις τη δόση οικειότητας που θα τον κάνει να ανθίσει σαν μαγιάτικο τριαντάφυλλο ή να τον ξεράνει από το πολύ πότισμα.
Το «έλα να γίνουμε ένα» είναι μια νέα άποψη για τις σχέσεις, προϊόν μιας μοντέρνας ελευθερίας, όπου τα φύλα έρχονται πιο κοντά, μπερδεύοντας ενίοτε τους ρόλους και τα μπούτια τους. Περισσότερο από ποτέ μοιάζουμε: στον τρόπο που ντυνόμαστε, που κουρευόμαστε, που εκφραζόμαστε, που κερδίζουμε τον επιούσιο, που διεκδικούμε, που αντιμετωπίζουμε τη ζωή. Ποτέ πριν στην ιστορία του κόσμου οι άντρες και οι γυναίκες δεν είχαν τόσα κοινά και τόσα πολλά να ανταλλάξουν μεταξύ τους. Οι παλιοί χώριζαν λιγότερο, και όχι μόνο γιατί τότε τα κορίτσια δεν είχαν εισόδημα και έκαναν τουμπεκί – γιατί πού να τρέχουν μόνες, ξυπόλητες στ’ αγκάθια. Αλλά γιατί παλιότερα τα δύο φύλα ήταν δύο κόσμοι, τελεία, αλλουνού παπά ευαγγέλιο ο ένας από τον άλλον. Κι αυτό ήταν ξεκάθαρο και φως φανάρι, δεδομένο από την αρχή. Ακόμη και όταν έβγαιναν έξω με τις παρέες τους, οι γυναίκες κάθονταν όλες μαζί σε έναν κοινό γυναικονίτη κουτσομπολιού, οι άντρες παρομοίως. Οι αποστάσεις τηρούνταν αγόγγυστα και εξ ορισμού. Η γυναίκα άνοιγε τον εσωτερικό της κόσμο στη φιλενάδα, στη γειτόνισσα, στη νυφαδιά, στην πεθερά, στη μαμά, στην κομμώτρια της γειτονιάς, και με τον άντρα της περιοριζόταν σε θέματα ασφαλείας: τα οικονομικά, τα παιδιά, τις ανάγκες του νοικοκυριού, τα κουσούρια του γείτονα και άλλα τέτοια πρακτικά και απολύτως ασφαλή. Ο άντρας είχε το καφενείο-εξομολογητή και τις δικές του αντροπαρέες να αναλύουν τα γκολ του Δομάζου. Και τα δύο φύλα συμπορεύονταν αρμονικά, σε ένα καλοκουρδισμένο κρυφτούλι κοινής αποδοχής, μεταξύ εγγύτητας και απόστασης ασφαλείας.
Το να «ζήσουμε μαζί» ήταν άλλο τότε κι άλλο τώρα. Το μόνο κοινό κρύβεται στην αποδοχή, στον ενθουσιασμό, στο «ναι» που δημιουργεί η απόφαση της συμβίωσης, σαν τελικό ωσαννά, παιάνας δοξαστικός «με θέλει τόσο/είμαστε κι οι δυο στα πατώματα/είμαι η γυναίκα της ζωής του, αφού θέλει να μοιραστούμε την ίδια σαλοτραπεζαρία». Τα χρόνια εκείνα, τα όχι και τόσο παλιά, ο καθένας στη συμβίωση είχε τον ρόλο του, με σαφή όρια και υποχρεώσεις: εσύ το σφουγγάρισμα, εγώ κουβαλητής να σου φέρω το ψάρι το σπαρταριστό, εσύ την μπουγάδα εγώ το μεροκάματο. Τώρα συμβιώνουμε μπλεγμένοι σαν χταπόδια, με αποτέλεσμα την γκρίνια του ποιος θα καθαρίσει τα άλατα από το μπάνιο, «μαγείρεψε εσύ γιατί εγώ δεν δύναμαι» και ποια από τις δυο απόψεις θα επικρατήσει για την επιλογή του πιο απορροφητικού βετέξ. Πράγματα διόλου ερεθιστικά και καθόλου σεξουαλικώς διεγερτικά. Η γιορτή του πρώτου πάθους ξεψυχά με βήμα ταχύ σε ένα «μαζί» επί του καναπέως, με πίτσες μπροστά στην οθόνη και δυο ψυχές να τσακώνονται για τη σειρά που θα επικρατήσει στο μενού της βραδιάς. Η οποία βραδιά, φορά ξεχειλωμένα φούτερ, έχει πιασμένο το μαλλί της με κλάμερ, μασουλάει πατατάκια και για κόκκινο κραγιόν ούτε λόγος. Ενώ εκείνη η παλιά, όταν περίμενε τον σύζυγο να γυρίσει από τη δουλειά, φόραγε το λίγο πιο αμπιγιέ της, περνούσε ένα ρουζάκι στο μάγουλο, τύλιγε και το μαλλί με κανένα ρόλεϊ. Και όχι, αυτό δεν είναι σεξιστικό, ούτε αντιφεμινιστικό. Ανήκει σε μια άλλη, πιο ενδόμυχη κατηγορία, των αθώων τερτιπιών που αναζωογονούν μια καθημερινότητα, που υπενθυμίζουν την πρώτη λαχτάρα, είναι μια συναισθηματική διαδικασία που αναζοπυρώνει μια χλιαρή φλόγα που η ζωή κάνει ό,τι μπορεί για να τη σβήσει.
Οι Γάλλοι και λοιποί ευρωπαίοι αστοί αυτό το ήξεραν από παλιά. Μια σχέση, ένας γάμος, ένας έρωτας κάτω από την ίδια στέγη, για να αντέξει, χρειάζεται χωριστά κρεβάτια. Με όλη την κρεβατοκάμαρα τριγύρω. Στην οποία θα χωρέσει ο προσωπικός σου χρόνος και χώρος, τα πολύ δικά σου αντικείμενα-φετίχ, εκεί που θα προσφύγεις όταν είσαι κουρασμένος/έχεις τις μαύρες και τις κλειστές σου/περίοδο/πονοκέφαλο/θες να ακούσεις τη μουσική σου ή να διαβάσεις το βιβλίο σου/να μιλήσεις στο τηλέφωνο, εκεί όπου θα κρύψεις τα μυστικά της ψυχής σου που δεν θες να μοιραστείς με κανέναν. Ένα μικρό εργαστήρι απόστασης που σε φέρνει πιο κοντά με τον άλλον και μόνον τη στιγμή που πραγματικά λαχταράς την παρέα του. Οι κοινές διανυχτερεύσεις φυσικά και δεν αποκλείονται, αλλά αυτή η κλειστή πόρτα που ο άλλος δεν παραβιάζει είναι το καταφύγιο του προσωπικού σου χρόνου, τον οποίο, κακά τα ψέματα, τον χρειάζεται ακόμη και η πιο ερωτευμένη καρδιά. Για να μην αλλοιωθεί από τη συνύπαρξη, για να μην ξεχάσει τον πολύτιμο εαυτό της, ζητώντας μετά τα ρέστα από τον άλλον/από τον έρωτα που δεν τηρεί τις υποσχέσεις του/από την κοινωνία/από την κακή του μοίρα.
Στα ελληνικά δεδομένα του μεσογειακού ταμπεραμέντου είναι πολύ δύσκολο κάτι τέτοιο, μια απαίτηση εξωπραγματική και ακατανόητη, που μεταφράζεται σε άρνηση, σε απαξίωση, σε απόρριψη, στο «δεν μ’ αγαπάς αληθινά». Θέλει να είσαι εσύ ορκισμένη και αποφασισμένη, τηρώντας σταθερή ρότα και πορεία από την πρώτη στιγμή, για να πείσεις και τον άλλον πως για το καλό το δικό σας και του φτερωτού Θεού γίνονται όλα αυτά. Η παραμικρή, η μόνο μια παραχώρηση αρκεί για να χαλάσει η συνταγή του γλυκού και να νιώσει ο άλλος μετά πραγματικά ριγμένος. Θέλει να πιστεύεις στα ίσα δικαιώματα και να μπορείς να το κάνεις πράξη. Να διεκδικείς το άσυλο του δικού σου έρωτα αλλά να παραχωρείς με χαρά και στον άλλον το δικό του. Να μην παρεμβαίνεις και να μην τρώγεσαι με το τι μπορεί να κάνει στην ησυχία του, πίσω από την κλειστή του πόρτα. Και επιπλέον, ένας τέτοιος πολιτισμένος έρωτας έχει ανάγκη από τετραγωνικά που μπορεί να μην αντέχει η τσέπη σου. Υπάρχει, όμως, και η λύση των ξεχωριστών σπιτιών. Το ξέχωρο που παλεύει τη φθορά. Είναι θέμα επιλογής. Αυτό το χώρια και μαζί-μέχρι-τα-μπούνια, μέχρι το κατακόκκινο του πάθους. Το οποίο απεχθάνεται τον καθημερινό συγχρωτισμό κάτω από όλες τις συνθήκες. Αυτό το πρώτο φτερούγισμα, το μαγικό σκίρτημα, για να κρατήσει θέλει φροντίδα, θέλει ντάντεμα, θέλει ρυθμό, σοφία και κυρίως, απόσταση. Φτιάξε τη δική σου, από τα υλικά της δικής σου ψυχής. Για να κρατήσει στο «για πάντα», με την ευχή μου!