Να ακούω ή όχι τις συμβουλές φίλων και συγγενών;
Είναι πάντα καλές στη θεωρία, αλλά σχεδόν πάντα είναι αδύνατον να τις κάνεις πράξη, τουλάχιστον όχι στη φάση που καίγεσαι
Συμβουλές από κοντινά πρόσωπα για τα παιδιά, τα οικονομικά, το σπίτι. Να τις ακούμε ή να τις αγνοούμε;
Φίλοι και συγγενείς, μερικές φορές και απλοί γνωστοί, μας συμβουλεύουν για διάφορες καταστάσεις για τις οποίες, ειδικά οι απλοί γνωστοί, μπορεί να ξέρουν τα πάντα, αλλά μπορεί και να μην έχουνε ιδέα, ή να μην έχουν ιδέα πώς τις ζούμε εμείς…
Φίλος λίγο μεγαλύτερος με είχε κάμποση ώρα στο κινητό συζητώντας για οδοντιατρικές εργασίες. Για την ακρίβεια, επέμενε ευγενικά ότι πρέπει να προχωρήσω στην επόμενη οδοντιατρική εργασία, παρόλο που εγώ απαντούσα εξίσου ευγενικά ότι δεν είμαι έτοιμη (1.000 ευρώ! Και πόνος! Και οδύνη! Πρέπει να το σκεφτώ, τουλάχιστον ένα χρόνο ακόμα, μπορεί και πέντε χρόνια). Ο φίλος επέμενε ότι είναι α-πα-ραί-τη-το όσο μεγαλώνουμε να προσέχουμε τα δόντια μας, εγώ προσπαθούσα να αλλάξω συζήτηση, ενώ παράλληλα περνούσαν από μπροστά μου, όχι τα δόντια που είχα στα 25 μου, που ήτανε χάλια από τότε, παρά: η κόρη με τα μυστηριώδη ρούχα που θα φορούσε σε πάρτι, κρυμμένα σε μια πάνινη τσάντα, έτοιμη να πάει στη φίλη της για να ντυθούν εκεί για το πάρτι, και ο μικρότερος γιος μου που ήθελε δέκα ευρώ για να πάει σε άλλο πάρτι, ντυμένος ήδη. Μιλούσα στο κινητό για τις οδοντιατρικές εργασίες, απαραίτητες πλην όμως, σόρι αλλά χρειάζομαι καινούργιο ψυγείο μέσα σ’ όλα, ενώ έψαχνα σε τσάντες και τσέπες να βρω δύο απλά τάλιρα για τον γιο και μια μάσκαρα που να μην είναι παξιμάδα για την κόρη. Ταυτόχρονα έφτιαχνα ένα κέικ χειροκίνητο, χωρίς μίξερ, για να μην τιναχτεί στον αέρα η τηλεφωνική συζήτηση.
«Αφήνεις τα παιδιά σου να πάνε σε πάρτι, δεκαπέντε χρονών;» είπε ξαφνιασμένος ο φίλος, ο οποίος δεν έχει παιδιά καθόλου. Απάντησα ότι ναι, τα αφήνω, το πάρτι είναι κοντά, τα παιδιά είναι μεγαλούτσικα, τι μπορεί να πάει στραβά;
«Τα πάντα! Μπορεί να μεθύσουν, να πάρουν χάπια, ναρκωτικά, να καπνίσουν άλλα ναρκωτικά, να δηλητηριαστούν από αλκοόλ, χάπια και ναρκωτικά, να μαχαιρωθούν ή να κάνουν σεξ!»
Άρχισα να χτυπάω το κέικ με ένα πιρούνι ενώ προσπάθησα να δικαιολογήσω την απόφασή μου να αφήσω τα παιδιά μου να βγούνε ένα βράδυ Παρασκευής, νιώθοντας ελάχιστες ενοχές που αφήνω τα παιδιά μου να βγούνε ένα βράδυ Παρασκευής: τα έχω περάσει αυτά και χειρότερα με τον μεγαλύτερο γιο μου, και τα έχω κάνει εγώ η ίδια όταν ήμουν 15-17 χρονών. Ξέρω ότι είναι μια ηλικία κατά την οποία πρέπει να έχεις άγιο και ελπίζω ότι τα παιδιά μου έχουν (άγιο). Αλλά είναι αδύνατον να εξηγήσεις τα ζόρια τού να είσαι γονιός εφήβων σε άνθρωπο που δεν είναι γονιός.
Άλλη φίλη, η οποία επίσης με ξέρει εκατό χρόνια, επέμενε σε αμέσως επόμενο τηλεφώνημα και ενώ εξακολουθούσα να χτυπάω το κέικ με δύο πιρούνια τώρα, ότι πρέπει επιτέλους να πατήσω πόδι σε μια επαγγελματική κατάσταση. Όποιος με ξέρει πέντε λεπτά, καταλαβαίνει ότι το μόνο πόδι που πρόκειται να πατήσω είναι το δικό μου. Ότι η ιδέα πως θα μπω σε ένα μίτινγκ και θα πάρω κεφάλια είναι αδιανόητη, γελάω μόνο που την σκέφτομαι, απορώ πώς η φίλη με φαντάζεται Φράου Χέλγκα.
Στο μεταξύ, και ενώ έχω ακούσει όλα όσα πρέπει να κάνω οπωσδήποτε για να βάλω τη ζωή μου σε τάξη, ο μικρός έφυγε στη ζούλα με ολόκληρο κολλαριστό εικοσάρικο επειδή δεν βρήκα ψιλά, και ο πρώτος φίλος ξανατηλεφώνησε με αριθμό τηλεφώνου εξαιρετικού οδοντοτεχνικού που θα μου φτιάξει το δόντι, ή τα δόντια, με 1.200 ευρώ μόνο.
«Μα ήτανε 1.000 πριν ένα τέταρτο!» διαμαρτύρομαι προσθέτοντας ζάχαρη στο κέικ, με μια αμφιβολία κατά πόσον είχα ήδη βάλει ζάχαρη ή όχι, μάλλον όχι, μάλλον καλά είμαστε, ας συνεχίσω, ίσως με τρία πιρούνια. «Ανέβηκαν οι τιμές από πέρσι, αλλά σκέψου το, με 1.200 ευρώ θα είσαι κούκλα!»
Λέω ναι, ναι, ναι, γιατί με 12.000 ή με 120.000 ευρώ θα είμαι ακόμα κουκλότερη, κλείνω το κινητό τηλέφωνο, που έχει ανάψει το αυτί μου, επειδή στο σταθερό είναι η φίλη με το πόδι που πρέπει να πατήσω ά-με-σα. Εξηγώ ότι δεν είναι εύκολο ίσως ούτε εφικτό κι ότι με μερικούς ανθρώπους, ακόμα και να πατήσεις σταφύλια, δεν βγάζεις άκρη επειδή είναι χειριστικοί/επιθετικοί, εσύ δεν είσαι, επειδή πιστεύεις ότι με ευγένεια λύνονται όλα τα προβλήματα και είσαι τραγικά λάθος αλλά τι να κάνεις, είναι αργά να πατάς ποδάρια, και πού να τα βρεις όταν τα χρειάζεσαι.
Χτυπάει το κινητό όμως, είναι ο μεγάλος γιος ο οποίος υποψιάζεται ότι έχει ψοφήσει ένα ποντίκι στο δωμάτιό του: καθάρισα το δωμάτιο, έψαξα κάτω από το κρεβάτι, βρήκα μια κάλτσα, ένα βρακί και ένα ευρώ για τον κόπο μου, αλλά όχι ποντίκι. Ορκίζομαι να ξανα-ψάξω μόλις βάλω το κέικ στο φούρνο, ενώ λέω στην φίλη με το πάτημα ποδιού να περιμένει. Ακούω πάλι τις συμβουλές της. Καταλαβαίνω ότι έχει δίκιο, όπως έχει δίκιο κι ο φίλος με τα δόντια (1.200 ευρώ! Στην ψύχρα!) αλλά… ορκίζομαι να μην κάνω το ίδιο σε άλλους ανθρώπους. Κι αν επιμένω με χρήσιμες συμβουλές σε φίλους, φίλες και συγγενείς, παρακαλώ να μου κόβουν αμέσως τον αέρα. Πράγμα καθόλου δύσκολο γιατί δεν επιμένω ποτέ στις προτάσεις μου προς άλλους όταν τις «σερβίρω», όχι επειδή δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό (όλο και κάτι ψυλλιάζομαι), αλλά επειδή δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό για το άλλο άτομο, τι το τσιγαρίζει, τι το απασχολεί βαθύτερα, πέρα από αυτά που συζητάει φάτσα φόρα. Το «Δεν ξέρω τι να κάνω» ζητάει συμπαράσταση, ενσυναίσθηση, συναισθηματική βοήθεια. Δεν ζητάει αυτό που εισπράττει, δηλαδή ένα κλύσμα λύσεων. Που είναι πάντα καλές στη θεωρία, αλλά σχεδόν πάντα είναι αδύνατον να τις κάνεις πράξη, τουλάχιστον όχι στη φάση που καίγεται ο πισινός σου. Ή το κέικ σου, καλή ώρα…