Όταν κάποιοι σου λείπουν (στις γιορτές)
Τα εορταστικά οικογενειακά τραπέζια δεν είναι αυτά που ήταν όταν λείπουν από τη ζωή σου κάποια αγαπημένα σου πρόσωπα.
Το βάρος της απώλειας των αγαπημένων μας, που είναι ακόμα πιο βαρύ τις ημέρες και νύχτες γύρω από τις Γιορτές.
Στα νυσταλέα εορταστικά τραπέζια της κάπως χύμα, μη-παραδοσιακής οικογένειάς μας, ο μπαμπάς μας καθόταν με το μπαστουνάκι του χαμογελαστός και περίμενε ποιος θα του γεμίσει το ποτήρι με κρασί. Ελάχιστες φορές είχε αναφερθεί στον εαυτό του ως τυφλός, παρόλο που ήταν: προσποιούταν ότι έβλεπε, και όποτε τον πλησίαζε κάποιος, έτεινε το ποτήρι του χωρίς να αναφέρει όνομα, μια και δεν είχε ιδέα ποιο ήτανε το άτομο που κράταγε το μπουκάλι. Είχε μια συγκεκριμένη πολυθρόνα και μια καρέκλα στο τραπέζι, δεν έκανε φασαρία γύρω από την τυφλότητα ούτε γύρω από το άτομό του, έτρωγε με όρεξη, έπινε με ακόμα περισσότερη όρεξη, και άκουγε με ενδιαφέρον τις ιστορίες που λέγαμε όλοι. Μερικές φορές έλεγε δικές του ιστορίες, επαναλαμβανόμενες και διαφοροποιημένες ελαφρά όσο περνούσαν τα χρόνια, ή σχολίαζε τις ειδήσεις. Ψόφαγε για νέα από την Καβάλα και τη Θάσο, θυμόταν ονόματα, συγγένειες, προξενιά και δουλειές με δικό του τρόπο και γενικά, είχε πλάκα.
Το «είχε πλάκα» είναι ευφημισμός γιατί όσες/οι έχετε συγγενείς με προβλήματα υγείας, υπερήλικους ή ΑΜΕΑ, ξέρετε ότι δεν έχουν καθόλου πλάκα – ακόμα κι όταν έχουν οι ίδιοι, η όλη κατάσταση δεν είναι της πλάκας. Ο μπαμπάς μας ήθελε να κάνει τους άλλους να περνάνε καλά, έλεγε ανέκδοτα (ένας θεός ξέρει που τα μάθαινε) κι όταν κάποιος μιλούσε στο τραπέζι για κάτι δυσάρεστο, άλλαζε κουβέντα, «Λοιπόν, πάμε παρακάτω, πάει αυτό» ή «Ας πούμε κι ένα πιο ευχάριστο». Οι εικόνες που έχω από αυτόν, από τότε που έφυγε από τη ζωή, είναι… εικόνες, με ήχο: γερός και νέος ακόμα, να τρέχει με το τσουρομαδημένο σορτσάκι του σε μια πλαγιά στη Θάσο, να σκαρφαλώνει στη φλαμουριά και να μαζεύει φλαμούρι επισημαίνοντας την μοσχοβολιά των ανθών, να κουβαλάει ψάρια που δήθεν είχε ψαρέψει μόνος του αλλά συχνά τα αγόραζε από κάποιον έμπιστο ψαρά. Να βράζει φρέσκες γαρίδες στην Καβάλα, να φτιάχνει με προσοχή λιόκαφτα σκουμπριάτα καλοκαίρια στη Θάσο, να πίνει τον καφέ του ρουφηχτά, να ρωτάει «Τι άλλα νέα;», να πιάνει τα χέρια μας για να καταλάβει με ποιόν μιλάει…
Όλα αυτά τα γράφω επειδή στις Γιορτές μου λείπει ο μπαμπάκας μας περισσότερο από ότι τις άλλες, κοινές μέρες του χρόνου, τις αστόλιστες και μη-οικογενειακές, τις μέρες που δεν έχω χρόνο να κουβαλήσω εικόνες από το πίσω μέρος του μυαλού μου στο μπροστινό, τις «κανονικές» μέρες που τρέχουν με πρακτικά θέματα, παιδιά, σκυλιά, δουλειές, συναντήσεις, καφέδες, συζητήσεις, τηλεφωνήματα, βουρλίσματα κλπ κλπ. Αν έχετε χάσει αγαπημένο σας πρόσωπο, θα σας λείπει κι εσάς. Μέλος της οικογένειας, ή αγαπημένος φίλος που ερχότανε φορτωμένος δώρα, μελομακάρονα, γλυκά, και δεν υπάρχει πια παρά μόνον σαν εικόνες-με-ήχο στο πίσω μέρος του μυαλού σας. Η τελεσιδικότητα του θανάτου είναι το πιο σκληρό από τα χαστούκια της ζωής, το πιο ασήκωτο… που όμως αναστενάζουμε και το πολιτευόμαστε στην τελική. Μαθαίνουμε να ζούμε με αυτό. Λέμε «ξεκουράστηκε», «ηρέμησε», «είχε ταλαιπωρηθεί», «ήταν η ώρα του», «καλύτερα για τον/την ίδιο/α».
Αγαπημένη ευχή του μπαμπά μας στα οικογενειακά τραπέζια ήτανε «και του χρόνου». Το έλεγε με ελπίδα, με τρυφερότητα, γιατί πολύ τον ήθελε τον επόμενο χρόνο μαζί μας. Ακούω συχνά τη φωνή του μέσα στο κεφάλι μου, κυρίως την ωραία ευχή «και του χρόνου». Ειλικρινά δεν θέλω να σας ρίξω, στόχος μου όταν γράφω είναι να περνάνε καλά τα άτομα που διαβάζουν, έστω κι αν το διάβασμα σαν χόμπι έχει εκτοπιστεί πια, έστω κι αν υπάρχουν άλλοι τρόποι επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, ίσως καλύτεροι (θα δείξει).
Απλώς μοιράζομαι το βάρος της απώλειας των αγαπημένων μας, που είναι ακόμα πιο βαρύ τις ημέρες και νύχτες γύρω από τις Γιορτές. Αν τους σκέφτεστε κι εσείς με μισό χαμόγελο ή/και μισό δάκρυ, καταλαβαίνετε για τι πράγμα μιλάω. Γεμίστε το ποτήρι, δικό σας ή πλησιέστερου συγγενή και φίλου, και ευχηθείτε με όλη σας την καρδιά «και του χρόνου». Σε έναν κόσμο που τρέχει, αλλάζει, προχωράει και ξημερώνει άλλος κάθε μέρα, μάλλον δεν υπάρχει καλύτερη ευχή.