Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 2ο

Μυθιστόρημα - 2ο Μέρος (02/02/24)

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ραούλ

Στα αυτιά του ηχούσε ακόμη ο επαναλαμβανόμενος αντίλαλος της φωνής του μέσα στη μεγάλη αίθουσα με τα σκεπασμένα έπιπλα, τις βαριές ντουλάπες και τα έργα ζωγραφικής στους τοίχους. Και το καβαλέτο λίγα βήματα πιο εκεί. Τα κεριά, ολόγυρα, συμμάζεψαν τις φλόγες τους, σαν φοβισμένα από εκείνη την ένταση, εκείνο το πάθος πίσω από τη φωνή του άντρα.

Ανασηκώθηκε, τέντωσε την πλάτη του και φούσκωσε το στήθος. Έμοιαζε με πλάσμα βγαλμένο από παραμύθι, ή από αρχαίο ελληνικό μύθο που είχε προλάβει να γυρίσει όλο τον κόσμο ειπωμένος από στόμα σε στόμα. Γυμνός από τη μέση και πάνω, ντυμένος μόνο με ένα μακρύ μαύρο σαλβάρι και ξυπόλυτος, έμεινε έτσι για λίγη ώρα, λες και μετρούσε τον ρυθμό της ανάσας του. Το στήθος του, μυώδες και αλαβάστρινο, είχε ιδρώσει, ενώ οι σαν σμιλεμένοι κοιλιακοί του ανατρίχιαζαν ελαφρά λες κι είχαν δική τους ζωή, ή σαν να τους χάιδευε ένα αόρατο χέρι. Το μήλο του Αδάμ φάνηκε να ανεβοκατεβαίνει σε έναν λυγμό τονίζοντας τους τένοντες του λαιμού του, και, την επόμενη στιγμή, η άκαμπτη στάση του λύθηκε με την αρχή ενός ακόμη οργίλου ξεσπάσματος.

Όμως… όχι. Όχι. Μπορούσε να το τιθασεύσει. Μπορούσε —και έπρεπε— να κατασιγάσει το στομωμένο πάθος του και να μη συνεχίσει εκείνες τις εκρήξεις θυμού που ούτε τις ήθελε ούτε τις προσκαλούσε ποτέ με χαρά. Αν και, σκέφτηκε θλιμμένα στενεύοντας τα γκρίζα σαν του λύκου μάτια του, ήταν αναπόφευκτες. Η ουσία του ήταν άγρια, και το ίδιο του το είναι είχε χτιστεί πάνω ακριβώς στη μανία και στην οργή, στην παραφορά και, ναι, στη δίψα. Στη δίψα του κτήνους.

Αυτή τη δίψα που διαφέντευε την ψυχή του. Την ύπαρξή του.

Και κατέτρωγε το σώμα του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Μίνα

Μετά από δύο λεπτά είχα βρεθεί να στέκομαι περιστοιχισμένη από τις βαλίτσες μου έξω από το Σπίτι στον Μολδάβα, εκείνο το μικρό ξενοδοχειάκι όπου είχα κλείσει δωμάτιο από μία σχετική διαδικτυακή υπηρεσία. Είχε πάει έντεκα το βράδυ, έβρεχε, ήμουν κουρασμένη, ήμουν αποπροσανατολισμένη, είχα τζετ-λαγκ, βρισκόμουν σε μία άλλη ήπειρο και σε μία άγνωστή μου πόλη, και μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιούσα πως είχα μεν μόνο δύο βαλίτσες με ρούχα, αλλά ένα επιπλέον σακβουαγιάζ με τα υπόλοιπα υπάρχοντά μου —ένα λάπτοπ, τα καλλυντικά μου, μερικά βιβλία—, συν τη χειραποσκευή μου που βάραινε στον ώμο μου. Ελάχιστα πράγματα στην πραγματικότητα, σχεδόν τίποτε αν το καλοσκεφτόσουν, αλλά πολλά αν σε περιστοιχίζουν καθώς στέκεσαι και κοιτάς τη σκοτεινή είσοδο του μικρού ξενοδοχείου σου ενώ γύρω σου η βροχή δυναμώνει ολοένα, κι ενώ προσπαθείς να βρεις λύσεις στο μυαλό σου για το πώς θα τα κουβαλήσεις όλα αυτά από τον δρόμο στο ξενοδοχείο, ανεβαίνοντας κι εκείνα τα κακομοίρικα, μισοσπασμένα, απότομα σκαλοπάτια της εισόδου του. Ήταν τρία όλα κι όλα, αλλά στα μάτια μου έμοιαζαν βουνό. Και ήδη τα χέρια μου έτρεμαν στην ιδέα και μόνο ότι θα τα κουβαλούσα όλα αυτά μέχρι εκεί πάνω.

Υπήρχε λύση βέβαια. Απλή και εύκολη: μπορούσα να τα αφήσω όλα εκεί, και να ανεβώ στο ξενοδοχείο για να πω σε κάποιον υπάλληλο να με βοηθήσει. Όμως υπήρχαν και δύο προβλήματα: δεν ήμουν βέβαιη ότι θα υπήρχε κάποιος διαθέσιμος υπάλληλος εκείνη την ώρα στο ξενοδοχείο, που έμοιαζε πραγματικά μικρό και σαν ξεθυμασμένο από τον χρόνο· και, από την άλλη, δεν μπορούσα να εμπιστευτώ τις σκιές.

Γύρισα πίσω μου και προσπάθησα να δω μέσα στο σκοτάδι, δεξιά και αριστερά. Άνθρωποι ήταν αυτοί που γλιστρούσαν μέσα στη βροχή, κυλώντας από σκιά σε σκιά; Κι αν τυχόν δενήταν άνθρωποι, τότε τι ήταν; Και πώς μπορούσα να αφήσω εδώ τα πράγματά μου και να ανεβώ στο ξενοδοχείο ψάχνοντας για βοήθεια, όταν δεν είχα ιδέα για την περιοχή και για τους κινδύνους που ενδεχομένως έκρυβε; Τι να έκανα; Πώς θα μπορούσα να λύσω αυτό το πρόβλημα, για να κλειδωθώ επιτέλους στο δωμάτιό μου και να κάνω ένα ζεστό ντους για να κοιμηθώ; Κυρίως όμως: μήπως τελικά κινδύνευα κι εγώ η ίδια όσο έμενα αναποφάσιστη εκεί;…

Κάτι κινήθηκε μέσα στις σκιές, με μεγαλύτερο θράσος από όσο τα προηγούμενα… τα προηγούμενα πράγματα. Τι ήταν; Άνθρωπος; Ένας μεγάλος σκύλος ίσως; Υπήρχαν αδέσποτα σκυλιά εδώ; Μήπως ήταν κάποιος άστεγος; Δεν είχα τίποτε με τους άστεγους, αλλά αν ήμουν εγώ στη θέση ενός τέτοιου άτυχου ανθρώπου, ίσως δεν θα το σκεφτόμουν δεύτερη φορά αν έβλεπα μια βαλίτσα αφημένη μόνη της στον δρόμο. Θα την άρπαζα και θα έφευγα, και δεν θα σταματούσα να τρέχω μέχρι να βρεθώ σε ένα ασφαλές σημείο για να την ανοίξω και να δω το περιεχόμενό της. Ίσως μάλιστα να φρόντιζα πρώτα να δώσω και μια σπρωξιά στον κάτοχο της βαλίτσας πριν του την αρπάξω και το βάλω στα πόδια. Και…

Νά το. Ξανακουνήθηκε. Έμοιαζε πράγματι με άνθρωπο. Άλλωστε, τι άλλο μπορούσε να ήταν; Κάποιος περαστικός… κάποιος γείτονας που γύριζε στο σπίτι του… ή κάποιος περίεργος. Ή απλώς κάποιος κλέφτης. Κι αν… κι αν δεν θα περίμενε για να ανέβω τα σκαλοπάτια και να χαθώ στο εσωτερικό του ξενοδοχείου; Κι αν πράγματι ερχόταν τώρα για να μου κλέψει τη βαλίτσα; Ναι, γιατί να μην το κάνει; Τι θα τον εμπόδιζε; Η περιοχή ήταν εντελώς έρημη, και θεοσκότεινη. Βρισκόμουν μεν στο κέντρο της πόλης, αλλά ο όρος κέντρο της πόληςδεν σημαίνει τα ίδια πράγματα σε κάθε πόλη. Στην περίπτωση της Πράγας σήμαινε κυρίως έναν λαβύρινθο από σπίτια, εκκλησίες, γέφυρες, μπιραρίες και στενά δρομάκια, που τη μέρα έσφυζε από ζωή, καθώς χιλιάδες τουρίστες περπατούσαν πάνω και κάτω, δεξιά και αριστερά, ψάχνοντας… ψάχνοντας ό,τι ήθελε ο καθένας να ψάξει, και ό,τι ήταν αυτό που τον είχε φέρει στην πόλη. Όμως το βράδυ… το βράδυ κέντρο της πόλης σήμαινε μια διαφορετική περιοχή, έναν στοιχειωμένο λαβύρινθο από πλακόστρωτα δρομάκια που πολλά από αυτά ίσως ήταν και αδιέξοδα. Σήμαινε μοναξιά, και εγκατάλειψη, και φόβο. Και κίνδυνο.

Στράφηκα πάλι πάνω από τον ώμο μου, φοβούμενη ότι την επόμενη στιγμή κάτι ξένο θα πεταγόταν μέσα από το πηχτό σκοτάδι και τη βροχή και θα χιμούσε καταπάνω μου, θέλοντας πολλά περισσότερα από μια βαλίτσα. Θέλοντας πολλά, πολλά περισσότερα από εμένα.

Ίσως και τα πάντα.

Η αναπνοή μου μάγκωσε στο στήθος μου και, γέρνοντας ελαφρά προς το πλάι, έπιασα σφιχτά το χερούλι μιας από τις βαλίτσες μου. Το άφησα αμέσως, γιατί σκέφτηκα πως μεγαλύτερη αξία είχε το σακβουαγιάζ μου: αν ήταν να μου κλέψουν κάτι, ας μου έκλεβαν τα ρούχα μου. Τα ρούχα είναι πράγματα που αντικαθίστανται. Όμως ο υπολογιστής μου και τα υπόλοιπα προσωπικά μου αντικείμενα, όχι. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, δεν είχα μία πραγματικά στενή σχέση με τα ρούχα. Δεν με ενδιέφεραν όπως ενδιέφεραν την πλειοψηφία των γυναικών όλου του κόσμου. Μου θύμιζαν πράγματα που ήθελα να ξεχάσω. Όχι τα ρούχα σαν αντικείμενα, βέβαια: αλλά αυτό που μπορούσαν να σημαίνουν στα μάτια ενός τέρατος. Στα μάτια κάποιου που πίστευε ακράδαντα ότι τα ρούχα σου σήμαιναν κάτι παραπάνω από αυτό που ήθελες εσύ να σημαίνουν.

Όπως μία ανοιχτή πρόσκληση για το σώμα σου, ας πούμε.

Ανατρίχιασα και απόδιωξα τις σκέψεις. Έσφιξα τα χερούλια του σακβουαγιάζ, τακτοποίησα τη χειραποσκευή μου στον ώμο, πήρα μία βαθιά ανάσα και ξεκόλλησα, επιτέλους, από το πλακόστρωτο πεζοδρόμιο, ανεβαίνοντας εκείνα τα τρία σκαλοπάτια. Αισθανόμουν αδύναμη, και το βάρος στα χέρια μου ήταν υπερβολικό λόγω της καταβολής που ένιωθα σε όλο μου το σώμα από το ταξίδι, αλλά είπα στον εαυτό μου να μη λιγοψυχήσει και να μην κάνω κανένα «διάλειμμα» μέχρι να καλύψω εκείνη τη μικρή απόσταση που με χώριζε από την πόρτα του λιλιπούτειου ξενοδοχείου. Έσφιξα τα δόντια και έβαλα όση δύναμη μπόρεσα να βρω μέσα μου.

Πίσω από την πλάτη μου, οι σκιές κινήθηκαν σαν μικροσκοπικοί ανεμοστρόβιλοι φτιαγμένοι από σκοτεινή αστερόσκονη. Σκιές που αγκάλιαζαν η μία την άλλη βογγώντας και λέγοντας πράγματα που δεν ήθελα και δεν έπρεπε να κρυφακούσω.

Με το στήθος μου να φουσκώνει και να πονάει, έφτασα στην πόρτα και την έσπρωξα με τον ώμο για να ανοίξει.

Άνοιξε πράγματι, με ένα τρίξιμο.

* * *

Η ρεσεψιόν ήταν άδεια. Στάθηκα αποκαμωμένη μπροστά από τον ξύλινο πάγκο, κοιτώντας τον μεγάλο πίνακα που κρεμόταν από πίσω της. Ήταν μία όψη της πόλης, αλλά παλιά και γκροτέσκα. Μάγισσες πετούσαν στον αέρα πάνω σε σκουπόξυλα, ένα πελώριο γκόλεμ γκρέμιζε ένα κάστρο, ο ποταμός Μολδάβας ήταν γεμάτος παράξενα ψάρια που είχαν κεφάλια ζώων, ενώ ανθρώπινοι σκελετοί και ακέφαλοι καβαλάρηδες έτρεχαν στους δρόμους της πόλης κυνηγώντας νεαρά πανικόβλητα κορίτσια που έσφιγγαν το μπούστο τους με ασπρισμένα δάχτυλα και άνοιγαν το στόμα τους για να φωνάξουν βοήθεια — μα έτσι κι αλλιώς άδικα, καθώς κανείς δεν υπήρχε εκεί για να τις ακούσει. Ο πίνακας έμοιαζε ζωγραφισμένος από παιδικό χέρι, ή έστω από χέρι ανθρώπου που δεν είχε διδαχτεί βασικές αρχές της σύγχρονης ζωγραφικής. Παρ’ όλα αυτά όμως, η σύνθεσή του ήταν άγρια και, με τον τρόπο της, ωραία.

Ωραία; είπα από μέσα μου. Από πότε είναι ωραίο κάτι τόσο αλλόκοτο;

Και όμως… Ήταν ωραία σύνθεση. Και, παρά το θέμα της, ήταν και κάπως καθησυχαστική. Ίσως γιατί όλα αυτά που παρουσίαζε παραήταν εξωπραγματικά και αλλόκοτα. Δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια εφηβική φαντασίωση.

Στο επάνω της μέρος, υπήρχαν άλλα δύο πράγματα. Το ένα ήταν η επιβλητική μορφή μιας νυχτερίδας, τυλιγμένης μέσα σε ένα σύννεφο ομίχλης. Τα μάτια του αλλόκοτου εκείνου πλάσματος, που ήταν θηλαστικό και πουλί μαζί, έκαιγαν από δίψα και πείνα, και το στόμα του, που έμοιαζε με μια ανοιχτή κόκκινη πληγή, απειλούσε, λες, όλη την ανθρωπότητα με το ηδυπαθές θράσος του. Δεξιά και αριστερά από τα ανοιχτά φτερά της νυχτερίδας, μπορούσε να διαβάσει κανείς μία φράση:

Smrt není opakem života, smrt je jeho součást.

Όμως είχα ξοδέψει πολύ περισσότερο χρόνο από όσο αναλογούσε στον άτεχνο πίνακα. Ανασήκωσα τους ώμους, πήρα τα μάτια μου από τη νυχτερίδα και εκείνο το τσέχικο ρητό και στράφηκα πρώτα δεξιά και μετά αριστερά. Οι ώμοι μου και τα μπράτσα μου πονούσαν, καθώς είχα ανεβάσει όλες μου τις αποσκευές ώς εκεί χωρίς την παραμικρή βοήθεια, αν και ευτυχώς χωρίς να προσπαθήσει να μου τις κλέψει κάποιος από όλους εκείνους που γλιστρούσαν μέσα στις σκιές, και μέσα στο σκοτάδι και στη βροχή. Ίσως, βέβαια, να μην υπήρχε τελικά κανένας εκεί έξω. Ίσως η συγκεκριμένη γειτονιά του κέντρου να ήταν πάντα ήσυχη και ακίνδυνη, και εγώ να ήμουν τρελή. Ή ίσως να έφταιγε για όλα η κούρασή μου και το μπέρδεμα των βιορυθμών μου εξαιτίας του πολύωρου υπερατλαντικού ταξιδιού.

Ίσως.

Παρ’ όλα αυτά, ήμουν κουρασμένη, ήμουν βρεγμένη, και ήθελα όσο τίποτε άλλο να ολοκληρώσω το ταξίδι μου φτάνοντας στο δωμάτιό μου και —ναι, αυτό ήταν το σημαντικότερο— κλειδώνοντας πίσω μου την πόρτα. Αρκετά ήμουν στους δρόμους. Δεν άντεχα άλλο. Ποτέ μου δεν υπήρξα σωματικά αδύναμη, αλλά είναι κάποιες φορές που απλώς ξέρεις πως έχεις ξεπεράσει τα όριά σου.

Ετοιμάστηκα να ψάξω για το κουδούνι που όλες οι ρεσεψιόν οφείλουν να έχουν σε πρώτη θέα και να το πατήσω δύο φορές αποφασιστικά με την παλάμη μου, όταν μια μικρή πορτούλα που δεν την είχα παρατηρήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, μια πορτούλα ακριβώς δίπλα από τον πίνακα, άνοιξε μία πιθαμή, και ένας νεαρός έβγαλε το κεφάλι του από πίσω της. Ήρθε γρήγορα και στάθηκε στο κέντρο της ρεσεψιόν, βάζοντας και τα δύο χέρια του πάνω στον ξύλινο πάγκο.

«Η δεσποινίς;» είπε.

Η δεσποινίς… Μάλιστα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και σκέφτηκα τι θέαμα θα παρουσίαζα έτσι βρεγμένη από τη βροχή και ατημέλητη που ήμουν.

«Ονομάζομαι Μίνα Χάρκερ», του είπα. «Έχω κλείσει, από έναν μήνα τώρα, ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο σας». Έκανα μία μικρή παύση, καθώς τίποτε στο πρόσωπό του δεν έδειχνε πως καταλάβαινε τι του έλεγα. Ίσως δεν ήξερε αγγλικά. «Μίνα Χάρκερ», επανέλαβα. «Από την Αμερική; Δωμάτιο;»

Ο νεαρός έκλεισε τα μάτια και έμεινε έτσι για λίγο, σαν να προσευχόταν. Ήταν ένας όμορφος άντρας, ψηλός και γεροδεμένος, ένα χαρακτηριστικό είδος της ράτσας του, αυτής της μεγάλης ομάδας ανθρώπων που ήταν μία επιμειξία γερμανικών και σλαβικών φύλων —ανάμεσα σε αρκετά άλλα. Φορούσε ένα μπλε πουκάμισο και ένα στενό πορφυρό γιλέκο από πάνω, που του πήγαινε καλά. Μάλλον όλο αυτό ήταν ένα είδος στολής για τη θέση του. Δεν μπορούσε να με νοιάζει λιγότερο όμως: αυτό που ήθελα ήταν να μου δώσει το κλειδί μου.

«Αύριο», είπε.

«Παρακαλώ;»

«Η κράτησή σας είναι για αύριο».

Τα αγγλικά του ήταν καλά, αν και η προφορά του πρόδιδε την κεντροευρωπαϊκή καταγωγή του. Όμως δεν ήταν αυτό το πρόβλημα.

«Όχι», του είπα. «Η κράτησή μου είναι για σήμερα. Για απόψε».

«Η κράτησή σας αρχίζει από αύριο στις 12 το μεσημέρι, δεσποινίς Χάρκερ».

«Είμαι σίγουρη πως…»

Σταμάτησα, γιατί δεν είχε σημασία πια. Δεν θα του άλλαζα άποψη, ούτε θα τον έκανα να παραδεχτεί το λάθος του. Από την άλλη, ίσως πράγματι να είχα κάνει εγώ το λάθος. Το ολέθριο αυτό λάθος. Ένας συναγερμός χτύπησε ανάμεσα στα αυτιά μου. Και τώρα; Τι έκανα τώρα;

Θεέ μου, πρώτη μέρα μου στην Πράγα, και θα έμενα στους δρόμους;

Ψέματα — πρώτη μου νύχτα στην Πράγα.

Δεν ήταν δυνατόν!

«Κύριε», ξεκίνησα να λέω. «Λυπάμαι για την παρεξήγηση. Έχετε δίκιο. Αλλά το εισιτήριό μου.. και το… το…»

Δεν ήξερα τι να το πω. Δεν είχα να του πω κάτι. Εκτός ίσως από το να με λυπηθεί. Ή, στη χειρότερη περίπτωση, να πάρει τις βαλίτσες μου, να τις φυλάξει κάπου, και να μου τις επιστρέψει την επόμενη μέρα το μεσημέρι, όταν θα ερχόμουν πάλι εκεί, μπροστά από τη ρεσεψιόν του, για να πάρω το πολυπόθητο κλειδί του δωματίου μου.

Ώς τότε όμως;…

«Και πώς θα περάσω τη νύχτα;» τον ρώτησα. «Μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο μου. Έρχομαι από την Αμερική». Η φωνή μου ράγισε. «Από την Αμερική. Είμαι τρομερά κουρασμένη, δεν ξέρω την πόλη, τα πάντα είναι κλειστά και…»

Με έδειξε με το δάχτυλο.

«Προτείνω», είπε θεατρικά και συνέχισε να με δείχνει. «Προτείνω», επανέλαβε, «να κοιμηθείτε απόψε στο…»

«Ναι;…» είπα επιφυλακτικά.

«Στο δωμάτιό σας».

«Ποιο δωμάτιό μου;»

«Στο δωμάτιο που κλείσατε», είπε εκείνος ανασηκώνοντας τους ώμους. «Είναι άδειο. Οπότε προσφέρεται. Και είναι μάλιστα και σε πολύ καλή τιμή».

«Μου λέτε ότι το δωμάτιο που έχω κλείσει για αύριο, είναι ελεύθερο και διαθέσιμο από σήμερα; Αυτό μού λέτε;»

Κούνησε το κεφάλι του.

«Μάλιστα. Αυτό ακριβώς».

Ένα αίσθημα ανακούφισης με πλημμύρισε. Ο άνθρωπος με κορόιδευε, ή δεν έστεκε πολύ καλά στα μυαλά του, ή και τα δύο, αλλά δεν είχε σημασία πια. Και δεν θα έχανα περισσότερο χρόνο για να στέκομαι εκεί μπροστά του, στην άθλια κατάσταση που βρισκόμουν, αξιοθρήνητη και αρκετά βρεγμένη για να αφήνω σημάδια στο πέρασμά μου, σαν βάτραχος.

«Πολύ ωραία», του είπα. «Μπορείτε μήπως να… να με βοηθήσετε με αυτά εδώ;»

Ο νεαρός ρεσεψιονίστ κοίταξε τις βαλίτσες που του έδειχνα, και εγώ, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, προετοιμάστηκα για μία αρνητική ή έστω αμφιλεγόμενη απάντηση. Ωστόσο έπεσα έξω. Ευτυχώς.

Ανασήκωσε την άκρη του πάγκου του, πέρασε από εκεί και στάθηκε δίπλα μου. Ένιωσα κάπως μικροσκοπική κοντά του, αλλά δεν πτοήθηκα. Ήμουν πολύ, ήμουν απολύτως κουρασμένη. Έπιασε τις δύο βαλίτσες και προσπάθησε να σηκώσει και το σακβουαγιάζ, μουρμουρίζοντας κάτι που δεν κατάλαβα, πιθανότατα στη γλώσσα του.

Και τότε θυμήθηκα την επιγραφή στον πίνακα.

«Μη», του είπα, σηκώνοντας εγώ το σακβουαγιάζ μου. «Θα το πάρω εγώ αυτό. Αλλά πείτε μου κάτι».

Με κοίταξε με ενδιαφέρον και απορία.

«Ναι», είπα. «Τι σημαίνει εκείνη η φράση;» συνέχισα, δείχνοντάς του το επάνω μέρος του πίνακα.

«Ω», έκανε ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά. «Είναι απλό: “Οθάνατοςυπάρχει, ωστόσοδενείναιτοαντίθετοτηςζωήςαλλάμέροςτης”».

«Ο θάνατος…» Κάτι μού έλεγε αυτό το απόφθεγμα. «Οθάνατοςυπάρχει, ωστόσοδενείναιτοαντίθετοτηςζωήςαλλάμέροςτης». Το επανέλαβα, αφήνοντας τις λέξεις να κυλήσουν στο στόμα μου, όπως κάνουν οι γευσιγνώστες με το κρασί. Και τότε θυμήθηκα. «Μουρακάμι», είπα. «Από το Νορβηγικό δάσος. Σωστά;»

Ο νεαρός με κοίταξε σαν να του μιλούσα σε μία γλώσσα που δεν καταλάβαινε.

«Όχι», είπε τελικά. «Είναι μια παλιά… πώς το λένε… μία παλιά ρήση που έχουμε εδώ».

«Μία παλιά ρήση…» Ανασήκωσα τους ώμους. Αυτό κι αν ήταν σύμπτωση λοιπόν. «Μάλιστα. Ευχαριστώ. Οπότε, πάμε;»

Κούνησε το κεφάλι του και προπορεύτηκε. Τον ακολούθησα αγκομαχώντας, αλλά χωρίς να το αφήσω να φανεί. Δεν ήθελα να έχει λάθος εντύπωση για μένα. Δεν ήμουν μία αδύναμη κοπελίτσα. Ήμουν γερή, ήμουν δυνατή, ήμουν μία υγιής εικοσιοχτάχρονη γυναίκα και, όχι — δεν ήμουν αδύναμη. Ή μάλλον: δεν θα ήμουν πια. Όχι πια. Ό,τι είχε γίνει, ό,τι είχα πάθει, ανήκε στο παρελθόν. Και το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα. Στην οποία δεν σκόπευα να ταξιδέψω ποτέ μου. Ο πλανήτης ήταν γεμάτος ομορφιά και μυστικά που σε περίμεναν να τα ανακαλύψεις. Δεν έπρεπε να γυρίζεις τα μάτια σου πίσω. Όφειλες να περπατάς πάντα μπροστά, σαν πιλότος ενός πλοίου που επιτέλους κοντεύει να βγει από την ομίχλη. Κι εγώ θα έβγαινα από την ομίχλη. Θα τα κατάφερνα. Και θα ζούσα πλέον μία φυσιολογική ζωή, απαλλαγμένη από τα δεσμά του παρελθόντος μου.

Και από όλες εκείνες τις πληγές, που ακόμη με πονούσαν κι ακόμη ζητούσαν να τις γλείψω για να πάψουν να πονάνε.

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα

Μαίρη Νόρντικ - Καυτή ανάσα: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί τον Φεβρουάριο

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice