Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Ραούλ
Η πόρτα στο βάθος της αίθουσας άνοιξε στρίβοντας με κόπο και γέρικους τριγμούς πάνω στους παλιούς μεντεσέδες της, και ένας άλλος άντρας έκανε την εμφάνισή του. Ο Ραούλ στράφηκε προς το μέρος του τινάζοντας σαν ξαφνιασμένη λεοπάρδαλη το κεφάλι και μισανοίγοντας το στόμα του, αποκαλύπτοντας μία σειρά από καλοσχηματισμένα δόντια. Η μύτη του είχε συσπαστεί, και τα φρύδια του ορθώθηκαν λοξά, σχηματίζοντας ένα δυσοίωνο τόξο στο μέτωπό του. Κάθε μυς του κορμιού είχε πετρώσει, κάνοντάς τον να μοιάζει με μουσκεμένο από τη βροχή ημίγυμνο άγαλμα δρομέα. Ενός αγγελικού δρομέα φερμένου από την Κόλαση.
«Τι είναι;» βρυχήθηκε χωρίς να ανεβάσει τον τόνο της φωνής του. Δεν είχε στ’ αλήθεια ξαφνιαστεί· ήταν ο τρόπος του αυτός να ανταποκρίνεται στα ερεθίσματα από τον κόσμο, σε ό,τι δεν πήγαζε από τον ίδιο — από τη σκοτεινή ψυχή του.
Ο ψηλός και αδύνατος άντρας με τη γαμψή μύτη που είχε παραβιάσει τη μοναχικότητα του Ραούλ έσκυψε με ταπεινότητα το κεφάλι και έκανε λίγα βήματα προς το μέρος του. Σταμάτησε, όταν η απόσταση που τους χώριζε μειώθηκε στο μισό. Δεν ήθελε να προχωρήσει άλλο, είτε από υπερβάλλοντα σεβασμό — είτε από φόβο. Είτε απλώς επειδή έτσι ήταν ορισμένο.
«Μίλα, άνθρωπε!» είπε πιο ανυπόμονα αυτή τη φορά ο Ραούλ, γυρνώντας προς την πολυθρόνα του και βρίσκοντας εκεί μία παλιά ρόμπα από μαύρο ύφασμα με μπορντό τελειώματα. «Και φρόντισε να αξίζει ο λόγος που με ενόχλησες για ακόμη μία φορά μέσα στη νύχτα», προσέθεσε φορώντας την.
«Είναι εδώ, κύριε».
«Εδώ; Ποιος;» Ο Ραούλ έσφιξε χαλαρά τη ζώνη της ρόμπας με ένα βελούδινο κορδόνι. Κάθε του κίνηση ήταν μετρημένη και ακριβής.
«Εκείνη, κύριε».
«“Εκείνη”… Μάλιστα. Και; Είναι κατάλληλη;»
Ο άντρας αποτόλμησε να σηκώσει το λιπόσαρκο κεφάλι του, αλλά έτσι που, με κάποιον τρόπο, εξακολουθούσε να είναι σκυφτός — εξακολουθούσε να είναι υποταγμένος στον αφέντη του, και να το δείχνει.
«Φρονώ πως ναι, κύριε».
«Φρονείς; Δηλαδή μπορεί και να μην είναι;»
«Ναι, είναι, κύριέ μου. Νομίζω πως είναι ιδανική».
«Φρονείς και νομίζεις. Δεν σε έχω εδώ για να μην είσαι σίγουρος. Έχεις μία πολύ συγκεκριμένη δουλειά να κάνεις μ’ αυτά τα πλάσματα».
«Έχετε δίκιο, κύριε. Λυπάμαι που σας αναστάτωσα άδικα».
«Μακάρι να ήσουν σε θέση να με αναστατώσεις με τη γελοία τυπολατρία σου, Ρένφιλντ. Έχεις πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου αν το νομίζεις αυτό. Πήγαινε τώρα. Και φέρ’ τη μου εδώ».
«Εδώ, κύριε;» Τα μαύρα μάτια τουΡένφιλντ φάνηκαν για μια στιγμή να χάνουν τη γυαλάδα τους. «Όχι στην κρεβατοκάμαρά σας;»
«Έχεις κουφαθεί, Ρένφιλντ;» αντέδρασε ο Ραούλ καθώς αφηνόταν να πέσει βαρύς στην πολυθρόνα του, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι και στηρίζοντάς το σε ένα από τα μακριά, λεπτά αλλά δυνατά δάχτυλά του. «Αυτό συνέβη; Ή σε πείραξε κάτι στο διαιτολόγιό σου; Γιατί έχω ακούσει πως δεν είναι και τόσο υγιεινό. Ναι, είπα εδώ, στο ατελιέ μου, στο γραφείο μου. Διαφωνείς;»
«Καθόλου, καθόλου». Ένας βαρύς κόμπος ιδρώτα εμφανίστηκε στο ψηλό κούτελο του άντρα. Σε αντίθεση με τα φρύδια του, τα μαλλιά του ήταν αραιά και αδύναμα, και πάσχιζε να τα κρατά μακριά και να τα απλώνει με επιμέλεια στη μεγάλη, γυμνή και ρυτιδωμένη, επιφάνεια. «Φυσικά και θα τη φέρω στο ατελιέ σας, κύριε. Σε ένα λεπτό, κύριε. Επιστρέφω αμέσως, αμέσως… Για την ακρίβεια, εκείνη είναι ήδη εδώ, απέξω, και μας ακούει…»
Τα τελευταία λόγια τα είπε πισωπατώντας, με τα μεγάλα λουστρινένια παπούτσια του να σέρνονται στο πάτωμα, και το κεφάλι του να παραμένει σκυφτό καθώς οπισθοχωρούσε, αναγκάζοντας τον Ραούλ να κάνει μία γκριμάτσα αποστροφής μπροστά σε όλη εκείνη της επίδειξη κολακείας και υποτέλειας.
Στράφηκε δεξιά του, όπου υπήρχε ένα χαμηλό ξύλινο τραπεζάκι γεμάτο με παλιά βιβλία, χειρόγραφα και καράφες. Έπιασε ένα μεταλλικό ποτήρι γρυλίζοντας μέσα από τα δόντια του και το έφερε στα χείλη έχοντας τα μάτια του καρφωμένα στην πόρτα, που ο υπηρέτης του είχε μισοκλείσει καθώς έβγαινε. Ήπιε μία γουλιά από το ποτό του, έκανε να αφήσει το ποτήρι, αλλά το μετάνιωσε και ήπιε ακόμη μία. Και μετά το στράγγιξε ώς την τελευταία του σταγόνα. Μόνο τότε χαλάρωσε κάπως και έκατσε πίσω στην πολυθρόνα του, με τα χέρια ακουμπισμένα στα μπράτσα της και την αδηφάγα ματιά του καρφωμένη στην πόρτα.
Εκείνη, όποια κι αν ήταν, όπως κι αν ήταν,θα περνούσε το κατώφλι της μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα. Και ο Ραούλ θα την τρυγούσε και θα την απολάμβανε, γουλιά-γουλιά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Μίνα
Το δωμάτιό μου ήταν στον πρώτο όροφο, και κοιτούσε στην πίσω μεριά του κτιρίου, σε ένα μικροσκοπικό πλακόστρωτο δρομάκι που φωτιζόταν από έναν αχνό φανοστάτη είκοσι μέτρα μακριά. Ήταν τόσο μικρό και τόσο στενό, που ένα μεσαίο αυτοκίνητο μετά βίας θα χωρούσε να περάσει από εκεί μέσα. Έκλεισα την μπαλκονόπορτα και τράβηξα γρήγορα τις κουρτίνες, γιατί η θέα ήταν κάπως… κάπως βαριά για εκείνη την προχωρημένη ώρα της νύχτας και για τη γενικότερη κατάσταση στην οποία βρισκόμουν.
Στράφηκα και κοίταξα τις αποσκευές μου, που ήταν στοιβαγμένες στο κέντρο του δωματίου, στα πόδια του στενού μου κρεβατιού. Ήταν στενό, ναι, όπως άλλωστε το είχα ζητήσει —δεν είχα κανένα λόγο να θέλω διπλό κρεβάτι—, ωστόσο δεν ήταν ένα απλό κρεβάτι, κάτι που μπορούσες να αγοράσεις από το ΙΚΕΑ και να το συναρμολογήσεις μέσα σε μισή ώρα ή σε μισή μέρα, ανάλογα με τις ικανότητές σου σε αυτά τα πράγματα. Ήταν ένα παλιό κρεβάτι. Ήταν μεταλλικό, με υπερυψωμένο κεφαλάρι φτιαγμένο από κομψά κάγκελα χυτοσιδήρου, και με πόδια τετράγωνα και βαριά, που κάθονταν με μια παράξενη έπαρση στο πάτωμα, σαν πόδια προϊστορικού θηρίου. Ήταν στρωμένο με επιμέλεια και φροντίδα, με ένα φουσκωτό πάπλωμα κεντημένο πιθανότατα στο χέρι, φανερά ένα κειμήλιο από μία πολύ παλαιότερη εποχή. Τα ίδια κεντήματα είδα και στα μαξιλάρια μου, ένα μικρό και ένα μεγαλύτερο, που κάποιος είχε τοποθετήσει κάθετα στο κεφαλάρι. Ένα παμπάλαιο φωτιστικό τοίχου προεξείχε πάνω από το σύνολο, παρέχοντας στον ένοικο τη δυνατότητα να διαβάζει πριν κλείσει τα μάτια του. Γιατί βέβαια δεν υπήρχε τηλεόραση εδώ μέσα. Συνολικά, ήταν ένα κρεβάτι που δεν περίμενα να δω, και ένα κρεβάτι —σκέφτηκα κουνώντας το κεφάλι— που με ικανοποιούσε. Ήλπιζα μόνο να είχε και καλό στρώμα. Αλλά αυτό θα το διαπίστωνα αργότερα.
Η ματιά μου περιηγήθηκε στα υπόλοιπα έπιπλα που υπήρχαν ολόγυρα. Δεν ήταν πολλά. Το δωμάτιό μου θα μπορούσε να μεταφερθεί αυτούσιο σε ένα μοναστικό κελί — τίποτε από όσα περιείχε δεν θα σόκαρε τις καλόγριες. Καταρχάς, είχα μία ντουλάπα. Δίφυλλη αλλά στενή, ήταν φτιαγμένη από κόκκινο γυαλιστερό ξύλο. Το πόμολο που την άνοιγε είχε θολώσει από τα χιλιάδες χέρια που το έπιαναν όλα εκείνα τα χρόνια, ενώ τα στενά του πορτόφυλλα ήταν διακοσμημένα με φυτικές λεπτομέρειες από σμάλτο, που όμως είχαν επίσης φθαρεί από τον καιρό και ήταν πια μισοσβησμένες. Στα αριστερά της ντουλάπας υπήρχε ένα επίσης ξύλινο τραπέζι με μια καρέκλα όλη κι όλη, που θα μπορούσα να χρησιμοποιώ για το φαγητό μου αλλά και σαν γραφείο. Ή απλώς για να κάθομαι, καθώς δεν θα μπορούσα να είμαι συνεχώς ξαπλωμένη. Εκεί θα εγκαθιστούσα και τον υπολογιστή μου. Ευτυχώς, διέκρινα μία πρίζα ακριβώς από κάτω του. Ωραία. Ήμουν τυχερή.
Στριφογύρισα για να δω και όλα τα υπόλοιπα.
Όμως δεν υπήρχε τίποτε άλλο, τίποτε απολύτως, εκτός από ένα μάλλον άτεχνο κάδρο που απεικόνιζε τη Γέφυρα του Καρόλου, αν μπορούσα να καταλάβω καλά. Βρισκόταν στην απέναντι μεριά από το κρεβάτι μου, και έτσι θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έβλεπα όταν ξυπνούσα το πρωί, και το τελευταίο πριν σβήσω το φως μου για να κοιμηθώ το βράδυ.
«Ωραία», μονολόγησα, συνειδητοποιώντας μόλις εκείνη τη στιγμή ότι δεν υπήρχε ψυγείο ή έστω ένα μίνι-μπαρ, αλλά ούτε καν μία συσκευή τηλεφώνου για να επικοινωνώ με τη ρεσεψιόν εάν τυχόν χρειαζόμουν κάτι, ή αν εκείνοι ήθελαν να με ειδοποιήσουν για οτιδήποτε.
Όχι. Τίποτε. Αυτά ήταν όλα κι όλα. Και βέβαια η ξασπρισμένη ταπετσαρία στους τοίχους, και η παμπάλαια μοκέτα που κάλυπτε το πάτωμα από τοίχο σε τοίχο. Τουλάχιστον έτσι θα είχε κάπως περισσότερη ζέστη, σκέφτηκα, και αμέσως έψαξα για κάποιο θερμαντικό σώμα. Ναι! Υπήρχε. Υπήρχε ένα μικρό σώμα καλοριφέρ, δίπλα από την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας. Σχεδόν πανηγύρισα ανακουφισμένη. Τι άλλο να θελήσει μία κοπέλα που το έχει σκάσει από τη χώρα της και από τη ζωή της; Ένα μονό κρεβάτι, ένα καλοριφέρ, μία ντουλάπα που θα χωρούσε όλα της τα υπάρχοντα και… και αυτά.
Α, και ένα μπάνιο.
Ναι, δόξα τω Θεώ, και ένα μπάνιο.
Είδα την πόρτα στα δεξιά της εξώπορτας —που φυσικά είχα ήδη φροντίζει να κλειδώσω— και πήγα προς τα εκεί, με την καρδιά μου να χτυπάει από ανυπομονησία, αλλά και από φόβο για αυτό που θα έβλεπα. Παρά τη φτωχική και ελλιπέστατη επίπλωσή του, το δωμάτιό μου ήταν σχολαστικά καθαρό και περιποιημένο. Το μπάνιο όμως;
Όπως αποδείχτηκε, το μπάνιο ήταν ακόμη καλύτερο.
Μπορεί να μην είχε καμπίνα ντουζιέρας, που πάντα την προτιμώ, αλλά το μισό καταλαμβανόταν από μία υπέροχη μεταλλική και επισμαλτωμένη μπανιέρα-αντίκα, στηριγμένη επάνω σε τέσσερα πόδια που έμοιαζαν με λιονταρίσια. Ήταν πεντακάθαρη: κάποιος την είχε γυαλίσει έτσι που να γυαλίζει. Το ίδιο παλιά με αυτήν ήταν και η μπαταρία από πάνω της. Δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη ότι θα ήταν εύκολο να ρυθμίσεις το νερό από εκείνο το αρχαιολογικό σύστημα, αλλά θα το μάθαινα πολύ γρήγορα. Κοίταξα δεξιά μου, τον οβάλ καθρέφτη πάνω από τον μικροσκοπικό νιπτήρα, και σχεδόν τρόμαξα από αυτό που είδα. Η γυναίκα που μου αντιγύριζε το βλέμμα είχε πραγματικά τα χάλια της. Σχεδόν ντράπηκα έτσι που παραβίασα την ιδιωτικότητά της. Με έναν αναστεναγμό, έσπευσα να βγω από το μπάνιο για να τακτοποιήσω τα πράγματά μου. Ναι, ήμουν απέραντα κουρασμένη, αλλά το καλύτερο που μπορούσα να ελπίσω ήταν να ξυπνήσω το επόμενο πρωί και να μην έχω να κάνω καμία απολύτως δουλειά. Απλώς να κάνω ένα ντους, να ντυθώ και να βγω στους δρόμους. Αν, τέλος πάντων, κατάφερνα να ξεκουραστώ το βράδυ.
Κοίταξα το κινητό μου. Τα μεσάνυχτα είχαν περάσει εδώ και λίγα λεπτά. Και ήμουν μόνη, σε ένα δωμάτιο που θα μπορούσε να βρίσκεται σε ένα μοναστήρι. Στην Τσεχία. Και ειδικά στην Πράγα, μια πόλη φημισμένη για ένα σωρό πράγματα, εκ των οποίων ελάχιστα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «φυσιολογικά». Η Πράγα ήταν φημισμένη για τις εκπαραθυρώσεις, για παράδειγμα: για κάποιον περίεργο λόγο, οι κάτοικοι εδώ συνήθιζαν να λύνουν τις διαφορές τους πετώντας τα μέλη τής απέναντι πλευράς από το παράθυρο. Ήταν επίσης φημισμένη για τις εκατοντάδες μικρές και μεγάλες γέφυρές της, που όλες τους έσερναν και μία αιματοβαμμένη ιστορία από πίσω. Ήταν φημισμένη, ακόμη, για τα πάμπολλα παμπάλαια κτίριά της, επίσης συνδεδεμένα τα περισσότερα από αυτά με ιστορίες που έκαναν το δέρμα σου να ανατριχιάζει. Περίεργες σκιές σεργιάνιζαν στα πλακόστρωτά της, μαύρα σκυλιά εμφανίζονταν ξαφνικά πίσω από συγκεκριμένες γωνίες, παράξενοι γέροι σε κοιτούσαν μέσα από θολές τζαμαρίες, ενώ φήμες, θρύλοι και ιστορίες που μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα έκαναν λόγο για σκοτεινούς ανθρώπους που ακόμη συναλλάσσονταν μυστικά σε γωνίες μολονότι έπρεπε να είχαν πεθάνει από χρόνια, αν όχι από αιώνες πίσω, ή για άλλους που είχαν δοσοληψίες με πλάσματα του μύθου, ή για μάγισσες και μάγους που κυνηγούσαν το αιώνιο όνειρο των αλχημιστών για τη δημιουργία χρυσού από το χώμα, τον αέρα, τη φωτιά — ή από το τίποτα.
Σε μια τέτοια πόλη ήμουν.
Με λεφτά στην κάρτα μου που θα μου έφταναν για έναν με δύο μήνες το πολύ, ανάλογα με το πόσο θα πεινούσα.
Με κανέναν να ξέρει πού βρισκόμουν. Κυριολεκτικά κανέναν.
Και ουσιαστικά με τίποτα που να μπορεί να μου δώσει κουράγιο. Τίποτα πέρα από τον ίδιο μου τον εαυτό. Μόνο που ο εαυτός μου ήταν τραυματισμένος. Και το αίμα μου χυνόταν από τις πληγές μου με κάθε μου αναπνοή.
Έπεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι μου και κοιμήθηκα, αδιαφορώντας για τα πάντα. Είχα τους λόγους μου γι’ αυτό. Ήθελα να μην κλάψω. Αυτό ήθελα. Να ηρεμήσω. Να αποδράσω. Να γίνω γενναία. Να αντέχω. Δεν άντεχα πια το κλάμα. Και δεν ήθελα να ξανακλάψω πια στη ζωή μου. Προτιμούσα να πεθάνω.
Αντί γι’ αυτό, αντί για να αρχίσω πάλι να κλαίω σαν καμιά ανήμπορη —κι ας ήμουν η πιο ανήμπορη από όλες—, έπεσα μπρούμυτα στο κρεβάτι μου, με το πρόσωπο στο πάπλωμα, μακριά από τα καθαρά και αφράτα μου μαξιλάρια. Το μυαλό μου δεν χρειάστηκε κανένα νανούρισμα. Ο φύλακας-άγγελός μου, εκείνο το τζετ-λαγκ, αυτή τη φορά με προστάτευσε: κοιμήθηκα αμέσως, σαν κάποιος να μου πάτησε το κουμπί.
Κι αυτό ήταν ωραίο, Θεέ μου. Αυτό ήταν το πιο ωραίο πράγμα που μου συνέβη τα τελευταία κάμποσα χρόνια.
* * *
Μα δεν κράτησε για πολύ. Τα μάτια μου άνοιξαν μέσα στη νύχτα. Αφουγκράστηκα τη σιγαλιά μέσα στο δωμάτιό μου. Ήξερα από την πρώτη-πρώτη στιγμή πού ήμουν, αλλά…
…αλλά τι ησυχία ήταν αυτή; Πόσο παράξενη και… και ξένη; Σαν να την κατοικούσε κάτι, μια παράδοξη, αόρατη ύπαρξη, σαν να υπήρχε κάτι εκεί πέρα, δίπλα μου, που…
Όχι «κάτι». Όχι «κάτι», αλλά κάποιος.
Ναι. Κάποιος κατοικούσε εκείνη την τρομερή ησυχία του δωματίου μου. Και με κοιτούσε. Είχε τα γκρίζα και χρυσαφιά του μάτια στραμμένα επάνω μου, στο πρόσωπό μου, στο σώμα μου, στην ίδια μου την ψυχή.
Ποιος ήταν; Τι ήταν;
Και τι ήθελε από μένα;
Το δέρμα μου ανατρίχιασε ολόκληρο, και ξαφνικά, σαν να έπεφτα σε κρύο νερό, ήξερα πως πια τίποτε, τίποτε απολύτως δεν θα ήταν ίδιο από εδώ και στο εξής. Κάτι είχε… αλλάξει. Ένα κλειδί είχε στραφεί μέσα σε μια συγκεκριμένη κλειδαριά, και την είχε ανοίξει. Από πίσω της, πίσω από εκείνη τη βαριά πόρτα με τις μεταλλικές ενισχύσεις, υπήρχαν παράδοξες δυνάμεις και οντότητες φερμένες από αλλού, οντότητες που ζούσαν πέρα από το σύμπαν των ανθρώπινων αισθήσεων και των γήινων επιδιώξεων. Υπήρχαν… υπήρχε μία βούληση για εξουσία. Για απόλυτη κυριαρχία επάνω στο…
Ω Θεέ μου. Ω καλέ Θεέ.
Για απόλυτη κυριαρχία επάνω μου. Επάνω σε ό,τι είχα και σε ό,τι ήμουν. Σώμα, μυαλό και καρδιά.
Εκείνη η οντότητα που κρυβόταν πίσω από τη βαριά πόρτα είχε σκοπό να με κατακτήσει και να με κυριεύσει — να με κάνει ολότελα δική της, για πάντα.
Άφησα τα μάτια μου να περιπλανηθούν μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, προσπαθώντας να πιάσω κάποιο ξέφτι από τη σκοτεινή λάμψη της ματιάς του. Ναι, ήξερα πως εκείνη η άγνωστη, καλά κρυμμένη οντότητα ήταν άντρας. Όμως όχι ένας άντρας όπως όλοι οι υπόλοιποι, αλλά κάποιος ξεχωριστός. Κάποιος που δεν είχε όμοιό του. Κάποιος που η καρδιά του χτυπούσε για μένα. Και χτυπούσε δυνατά, σαν τύμπανο.
Μόνο που εκείνη η καρδιά, είπε μια φωνή μέσα μου, δεν ήταν ζωντανή. Ήταν μια άγρια, ατίθαση καρδιά που δεν μπορούσε να έχει ζωή — μπορούσε μόνο να κλέβει καρδιές άλλων.
Με πρώτη τη δική μου καρδιά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Ραούλ
Η πόρτα άνοιξε πάλι, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν ο ψηλός και αδύνατος άντρας με τις υποκλίσεις που πέρασε το κατώφλι της. Ο Ραούλ είδε εκείνην που μπήκε στη μισοσκότεινη, φωτισμένη από τα δεκάδες κεριά αίθουσα, και έγλειψε τα χείλη του. Ναι, φαινόταν απολύτως κατάλληλη. Ίσως μάλιστα και κάτι παραπάνω από απλώς κατάλληλη, σκέφτηκε καθώς η καρδιά του έκανε ένα μεγάλο βήμα προς το μέρος της, ενώ ο ίδιος εξακολουθούσε να κάθεται φαινομενικά ατάραχος στην πολυθρόνα του. Τα μάτια του σπίθισαν αποκτώντας ένα χρυσαφί χρώμαπάνω από εκείνο το γκρίζο του λύκου. Ένα μικρό χαμόγελο χαράχτηκε στο στόμα του, την ίδια στιγμή που η γλώσσα του, σαν να είχε δική της ζωή, βγήκε πάλι για μια στιγμή, διψασμένη και ανυπόμονη.
«Γουάου», έκανε εκείνη βλέποντάς τον φωτισμένο από ένα μεγάλο μανουάλι που ορθωνόταν δίπλα του, σκορπώντας τη λάμψη του μαζί με ακόμη περισσότερες σκιές.
Τα μάτια του Ραούλ στένεψαν με μια αντανακλαστική αντίδραση αδιόρατης ενόχλησης, και το χρυσάφι τους σαν να σκούρυνε λιγάκι και να κάηκε μέσα τους. Τα χέρια του, που αναπαύονταν πάνω στα μπράτσα της πολυθρόνας, τώρα τα έσφιξαν δυνατά, κάνοντας τα δάχτυλά του να μοιάζουν με τα δάχτυλα ενός αγάλματος από χάλυβα. Ήταν όλος μια φωτιά, και η κοπέλα το κατάλαβε. Και φάνηκε να της αρέσει.
Να της αρέσει πολύ.
«Σας άκουσα που φωνάζατε πριν με εκείνον τον περίεργο. Σαν να παίζατε θέατρο, αν ρωτάς τη γνώμη μου. Ξέρεις, όλη αυτή η υπερβολή, οι φωνές, οι υποκλίσεις. Το “πλάσμα”. Εγώ είμαι το πλάσμα;» Γέλασε. Είχε όμορφο γέλιο. «Αλλά είχε πλάκα, οκέι. Μου άρεσε. Κι έπειτα, εσείς είστε τ’ αφεντικά. Βασικά, εσύ». Στράφηκε ολόγυρα κουνώντας πάνω-κάτω το κεφάλι της. «Κι όλο αυτό δηλαδή είναι δικό σου, ε;» είπε προχωρώντας λιγότερο επιφυλακτικά από όσο θα έπρεπε προς το μέρος του. «Εντάξει, είναι…» Σταμάτησε και ανασήκωσε τους ώμους.
«Μη σταματάς, πες μου», την παρότρυνε εκείνος. «Πώς το βρίσκεις, λοιπόν;»
Η κοπέλα τον κοίταξε θαρραλέα, ξεκρεμώντας το τσαντάκι της από τον ώμο και αφήνοντάς το επάνω σε μια αρχαία συρταριέρα, κατάφορτη με ένα σωρό παράταιρα αντικείμενα. Όλος ο χώρος θύμιζε παλαιοπωλείο. Ένα παλιό παλαιοπωλείο.
«Τέλειο», είπε. «Πώς θες να το βρίσκω, δηλαδή; Αφού το ξέρεις. Είναι εντελώς τέλειο».
Συνέχισε να προχωρά προς το μέρος του. Φορούσε ένα υπερβολικά κοντό φόρεμα με απόλυτη άνεση γιατί ήξερε πως της πήγαινε όπως σε κάποιαν άλλη πηγαίνει ένα ζευγάρι γάντια. Τα μακριά της πόδια πατούσαν πάνω στο ξύλινο πάτωμα με τη χάρη μιας νεαρής γαζέλας, χτυπώντας το αποφασιστικά με τις γόβες της. Ήταν φτηνές, αλλά δεν την ένοιαζε. Η ίδια ήταν…
…κατάλληλη, σκέφτηκε ο Ραούλ, πετώντας ακόμη μία φορά τη γλώσσα του έξω, και αναστενάζοντας με ένα χαμηλό μουγκρητό από τη μύτη. Ο Ρένφιλντ είχε δίκιο. Όπως πάντα, άλλωστε. Ο Ρένφιλντ ήταν ο καλύτερος φίλος που μπορούσε ποτέ του να ευχηθεί, και ο ιδανικότερος συνεργάτης. Ένας θησαυρός. Και έπαιζε τον ρόλο του τέλεια.
Φούσκωσε το στήθος του και ξεφύσησε. Ναι, το κορίτσι με το κοντό φόρεμα ήταν αυτό ακριβώς που ζητούσε εκείνη τη στιγμή. Αυτό που είχε ανάγκη. Και η ανάγκη ήταν ο κραταιότερος στρατηγός. Πάντα αυτή: η ανάγκη.
Την κοίταξε όπως ένα αρπακτικό ξεκλέβει λίγες στιγμές από το κυνήγι για να θαυμάσει τη λεία του, δευτερόλεπτα προτού το αρπάξει με δόντια και με νύχια για να το ξεσκίσει. Μπορούσε να νιώσει τα πάντα επάνω και μέσα της. Όλο το ταξίδι του καυτού αίματός της, όλη τη χάρη των μυών της, όλη εκείνη τη μυστική, σιωπηλή και ακαταπόνητη δουλειά των εντοσθίων της. Ήξερε τι είχε φάει και πότε το είχε φάει, ήξερε πόσο θαρραλέα ήταν και πόσο υποκρινόταν τη θαρραλέα, μπορούσε σχεδόν να δει με τα ίδια του τα μάτια τις πραγματικές της επιθυμίες και να κοιτάξει με τα δικά της μάτια όσα σχεδίαζε για το μέλλον και όσα ονειρευόταν. Και όμως ήταν εκεί, μαζί του, στο ατελιέ, στον μικρό, προσωπικό του πύργο, στη φωλιά του. Ο ιστός που είχε πλέξει ολόγυρά της με τη βοήθεια του Ρένφιλντ κολλούσε επάνω της δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο, μα εκείνη δεν το καταλάβαινε γιατί είχε μαγευτεί από τη φύση του δημιουργήματός του. Ήταν η μοίρα της τέτοια. Δεν γινόταν να την αποφύγει. Ήταν δική του. Κάτι που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια. Κάτι που είχε ανάγκη, και που δεν μπορούσε να το αποφύγει.
Και, ναι, ήταν κατάλληλη.
Ναι, ήταν αυτό που ήθελε, αυτό που λαχταρούσε κι αυτό που έκανε τη δίψα του να θεριεύει.
Καθώς εκείνη τον έφτανε πια, αγέρωχη και μοιραία, ελκυστική και γεμάτη νεανική ζωή, ο Ραούλ ανασηκώθηκε στην πολυθρόνα του τινάζοντας το κεφάλι λοξά προς το μέρος της. Η γλώσσα του έκανε πάλι την εμφάνισή της ανάμεσα από τα κατάλευκα δόντια του, ενώ τα κεριά από το μανουάλι στα αριστερά του ρίγησαν και τρεμόπαιξαν τη φωτιά τους αδημονώντας για αυτό που ερχόταν. Για τον θρίαμβο της σάρκας.
«Ξέρεις κάτι;» της είπε, με μια νότα πένθους στη φωνή του. «Είμαι τέρας».