Μυθιστόρημα - 19ο Μέρος (19/02/24)
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Ραούλ
Το χέρι του κινήθηκε σαν αστραπή, αγγίζοντας ελάχιστα το μάγουλό της με τα ακροδάχτυλα και περνώντας μέσα από τα μαλλιά της, για να αδράξει τελικά το σβέρκο της. Την τράβηξε δυνατά προς το μέρος του φέρνοντας τα πρόσωπό της δίπλα στο δικό του και νιώθοντας αυτόματα τη θέρμη των χειλιών της, εκείνη την καυτή, μεθυστική ανάσα. Την άκουσε να βγάζει ένα ξαφνιασμένο βογκητό, καθώς ούτε είχε δει εκείνη την κίνηση, ούτε είχε καταλάβει πώς βρέθηκε τόσο κοντά στον άντρα με τα γκρίζα και χρυσαφιά μάτια.
Ο Ραούλ ανατρίχιασε ολόκληρος, και το ρίγος του απλώθηκε και στη δική της επιδερμίδα σαν ηλεκτρικό ρεύμα χαμηλής τάσης, μυρμηγκιάζοντάς την ολόκληρη. Εκείνη τιθάσευσε το αρχικό της ξάφνιασμα, μισάνοιξε το στόμα δαγκώνοντας τη μια του άκρη και προσπάθησε να του δαγκώσει τα χείλια. Ο Ραούλ έκανε λίγο προς τα πίσω, αλλά αμέσως άλλαξε γνώμη και της παρέδωσε το στόμα του. Η κοπέλα έχωσε τη γλώσσα της ανάμεσα από τα δόντια του ψάχνοντας τη δική του, όταν εκείνος έσφιξε κι άλλο τη λαβή του στο σβέρκο της σκύβοντας ακόμη περισσότερο από πάνω της. Η μέση της λύγισε, και αφέθηκε στα χέρια του όταν εκείνος έπιασε με το άλλο του χέρι τη μέση της.
Ένα ακόμη βογκητό βγήκε από μέσα της, που μπορούσε να σημαίνει τα πάντα. Και σήμαινε τα πάντα. Ο Ραούλ ανεβοκατέβασε το χέρι που ακουμπούσε στη μέση της, και το φόρεμά της φάνηκε να ανοίγει και να σκίζεται με εκείνη την κίνηση, να πετιέται και να κουβαριάζεται σε μια σκοτεινή γωνία του ατελιέ. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο, ούτε υπήρχε λόγος να εξηγηθεί ή και απλώς να περιγραφεί, μα νά που τώρα ήταν σχεδόν γυμνή μπροστά του, στην αγκαλιά του, στα αδηφάγα χέρια του, νιώθοντας πάνω στο δέρμα της το δικό του δέρμα, καθώς η ζώνη που έσφιγγε τη ρόμπα του είχε λυθεί, και η κοιλιά του ακουμπούσε επάνω της, παλλόμενη σαν τύμπανο φτιαγμένο από ένα μυθικό ζώο. Τα χέρια της έμειναν για λίγο μετέωρα, μα ύστερα τον έπιασαν αποφασιστικά από τους ώμους νιώθοντας το σφρίγος και τη δύναμή τους, για να κατεβούν αμέσως μετά προς το στήθος του, που είχε γυμνωθεί μέσα από το βελούδο. Οι παλάμες της γράπωσαν τις θηλές του και τα δάχτυλά της έπαιξαν μαζί τους κάνοντάς τον να μουγκρίσει και να τη σφίξει ολότελα επάνω του, φυλακίζοντάς τη με τα δυνατά μπράτσα και τους μυς του στέρνου του. Το στόμα του έκλεισε πάνω από το δικό της, κλέβοντάς της την αναπνοή και αναγκάζοντας τη ραχοκοκαλιά της να γείρει προς τα πίσω, ενώ τα δάχτυλά της τώρα χάραζαν το στήθος του με τα νύχια της. Το φιλί του κράτησε ώρα, και μόλις την τελευταία στιγμή κατάφερε εκείνη να αποσπάσει το στόμα της από τα αχόρταγα χείλη του για να πάρει μιαν ανάσα.
«Είσαι…» του είπε, όταν εκείνος επιτέθηκε πάλι στο στόμα της.
«Τι;» τη ρώτησε γυρνώντας την από την άλλη και κολλώντας επάνω στην πλάτη της, την ίδια στιγμή που τα χέρια του έκοβαν και πετούσαν μακριά τον στηθόδεσμό της.
«Τι;» επανέλαβε εκείνη καθώς στήριζε τις παλάμες της στο τραπέζι δίπλα του, σκύβοντας για να πιαστεί. «Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω τι είσαι».
«Δεν ξέρεις». Ο Ραούλ έπιασε με το ένα χέρι το απελευθερωμένο στήθος της υποχρεώνοντάς τη ν’ ανοίξει το στόμα σε μια πνιγμένη κραυγή, ενώ με το άλλο αποσπούσε το σαλβάρι του, όπως κάποιος πετά στην άκρη ένα αφόρετο ρούχο. «Πες μου τι είμαι», απαίτησε.
«Δεν ξέρω», είπε πάλι εκείνη, νιώθοντάς τον ολόκληρο να της πιέζει τη ράχη. «Είσαι… θεός;»
Ήταν ερώτηση, όχι απάντηση, και ήταν μία από τις ερωτήσεις που ο Ραούλ περίμενε πως θα άκουγε. Της έσκισε το εσώρουχο και έσκυψε κι άλλο από πάνω της, ενώ εκείνη τεντωνόταν προς το μέρος του με όλο το σφρίγος του πόθου που τη συντάραζε. Χώθηκε μέσα της με δύναμη, διώχνοντας με την ορμή του κάθε σκέψη από το μυαλό της, κάθε γνώση και κάθε επιφύλαξη για οτιδήποτε. Τώρα, ήταν μόνο αυτός. Αυτός, τα χέρια του που την κρατούσαν ακίνητη, το σώμα του από πίσω της, εκείνα που της έκανε, εκείνα που είχε στο μυαλό του να της κάνει, και… και ένα σκοτάδι μετά. Μα δεν την ένοιαζε το σκοτάδι. Δεν την ένοιαζε τίποτε πια. Μόνο να τον νιώθει εκεί, και να είναι και η ίδια εκεί. Να ζει τις στιγμές που ήταν δική του. Αυτά αρκούσαν, για πάντα.
Και ο Ραούλ τής έδωσε πράγματι αυτό που ήθελε, παίρνοντας από αυτήν ό,τι ήθελε και ο ίδιος, και ό,τι χρειαζόταν.
Μα κρατούσε το υπόλοιπο, το μυστικό υπόλοιπο, για το τέλος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Μίνα
Η δυνατή βροχή σταμάτησε σχεδόν το ίδιο απότομα όσο είχε αρχίσει. Μάλιστα, σταμάτησε και να ψιχαλίζει. Ακόμη περισσότερο: λίγα λεπτά μετά, κι ενώ ο ουρανός ήταν ήδη καθαρός, ένας ντροπαλός ήλιος φάνηκε πάνω από τις στέγες των τετραώροφων κτιρίων του κέντρου αστράφτοντας πάνω στις λιμνούλες της βροχής στο οδόστρωμα. Μέσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα, η διάθεσή μου άλλαξε, και ξέχασα εκείνο το περίεργο, αμήχανο περιστατικό με τον άγνωστο άντρα. Όλα, είπα πάλι από μέσα μου, θα πήγαιναν καλά. Δεν ήταν στο χέρι τους να πάνε άσχημα. Αρκετά πια. Ώς εδώ.
Βγήκα στον δρόμο με ανανεωμένη διάθεση, και νιώθοντας το σώμα μου δυνατό και σε έξαψη. Ο καιρός ήταν σύμμαχός μου, και θα τον εκμεταλλευόμουν στο έπακρο. Κανείς δεν μπορούσε να με διαβεβαιώσει πώς θα ήμουν αύριο ή μεθαύριο, αλλά τώρα η πόλη ήταν δική μου. Και η ζωή ήταν δική μου. Μία νεροποντή λίγων λεπτών και κάποιοι περίεργοι τύποι, από αυτούς που συναντάς σε όλες τις πόλεις του κόσμου, δεν μπορούσαν να μου χαλάσουν περισσότερο τη διάθεση. Ναι, αρκετά πια.
Ώς εδώ.
Αποφάσισα να περιηγηθώ μέσα στα δρομάκια της Μάλα Στράνα, χωρίς κανένα επιπλέον σχέδιο στο μυαλό μου. Ήταν μία από τις παλαιότερες ιστορικές συνοικίες της Πράγας, και αυτή που επισκέπτονταν οι περισσότεροι τουρίστες — που ήταν, πραγματικά, πολλοί. Αλλά δεν με πείραζε. Ας ήταν κι άλλοι τόσοι. Εγώ θα πήγαινα όπου θα με οδηγούσε το ένστικτό μου, και η διάθεση της στιγμής.
Το όνομα της συνοικίας σήμαινεκυριολεκτικά «Μικρό Μέρος», αλλά αποδιδόταν καλύτερα σαν «Μικρή Πόλη».Βρισκόταν στην αριστερή όχθη του ποταμού Μολδάβα και εκτεινόταν κάτω από το περίφημο Κάστρο της Πράγας.Οι μεγαλύτερες, πιο εκτεταμένες περιοχές της πόλης βρίσκονταν στη δεξιά όχθη του ποταμού, και ενώνονταν με τη Μάλα Στράνα μέσωτηςφημισμένης Γέφυρας του Καρόλου. Τους παλαιότερους αιώνες, η Μάλα Στράνα ήταν η συνοικία της γερμανικής, και πιο πλούσιας, μειονότητας, στεγάζοντας πολυάριθμες πολυτελείς κατοικίες.Οι Βοημοί, οι Τσέχοι αστοί, ο κύριος πληθυσμός της πόλης δηλαδή, έμεναν κυρίωςστη δεξιά όχθη του Μολδάβα.
Είχα διαβάσει τα πάντα για τη Μάλα Στράνα και την ιστορία της, αλλά τη στιγμή που βρέθηκα να περπατάω στα πλακόστρωτα δρομάκια, αποφεύγοντας όσο ήταν δυνατόν την πολυκοσμία, τα ξέχασα όλα. Και δεν με πείραξε καθόλου αυτό. Μου έφτανε να βρίσκομαι εκεί, να πατώ πάνω στις ίδιες πέτρες που είχαν πατήσει τόσοι και τόσοι πριν από εμένα, άντρες και γυναίκες, πλούσιοι και φτωχοί, άρχοντες και επαγγελματίες, αλχημιστές και επιστήμονες, λόγιοι και πολιτικοί, ιερείς και κοσμικοί, δήμιοι και καλλιτέχνες, στρατηγοί και στρατηγοί κατακτητών. Ήταν μια πόλη, και μια συνοικία, με τόση συμπυκνωμένη ιστορία στους κόλπους της, που κυριολεκτικά μού έφερνε δάκρυα συγκίνησης στα μάτια. Δεν είχε κάτι τρομερά εντυπωσιακό ή «δραματικό», δεν είχε κάτι που να κραυγάζει ή να μεγαλοπιάνεται. Ήταν όμως τόσο αγέρωχα περιβεβλημένη την εντύπωση της ιστορικότητάς της, που σε πλημμύριζε δέος. Τα σπίτια υψώνονταν σοβαρά και μελαγχολικά από πάνω σου, γέρνοντας λιγάκι τις σκεπές τους για να σε παρατηρήσουν κρυφά καθώς περνούσες από δίπλα τους· οι παμπάλαιοι ναοί έκρυβαν πίσω από τις βαριές τους πόρτες μυστικά λόγια και δεήσεις που εισακούστηκαν ή δεν εισακούστηκαν σε χαλεπούς, κρίσιμους και επικίνδυνους καιρούς· τα μικροσκοπικά καταστήματα παρουσίαζαν εκπλήξεις σε όποιον είχε όρεξη και χρόνο να τα επισκεφθεί· ενώ τα μισοσκότεινα καφέ έμοιαζαν σε μια πρώτη ματιά να μη σε προσκαλούν με πρόσχαρη διάθεση να περάσεις μέσα, καθώς τίποτε σε αυτή την πόλη δεν έχανε ποτέ την αριστοκρατική σοβαρότητά του.
Παρ’ όλα αυτά, όλα ήταν εκεί, στα πόδια σου, στη διακριτική σου ευχέρεια να τα εξερευνήσεις και να τα ανακαλύψεις. Τίποτε περίεργο, τίποτε πραγματικά μυστηριακό δεν υπήρχε εκεί για να σε κάνει να νιώσεις, έστω και για λίγο, άβολα. Έτσι δεν ήταν;…
Μια μικρή ανατριχίλα διέτρεξε την πλάτη μου από την κορυφή του σβέρκου ώς κάτω χαμηλά, στη ράχη μου, κάνοντάς με να αναρωτηθώ αν πράγματι είχα δίκιο ή αν... ή αν υπήρχε κάτι πίσω και πέρα από όλα αυτά τα πράγματι λιτά, αριστοκρατικά και σθεναρά απέναντι στον καιρό κτίρια, εκείνες τις αγέρωχες προσόψεις. Κάτι... αρχέγονο και κρυφό. Τη στιγμή εκείνη βρισκόμουν σε ένα απόμερο σοκάκι που σκίαζε ένα κτίριο καμωμένο από μαύρη πέτρα. Σκιά πάνω στη σκιά, σκοτάδι πάνω σε σκοτάδι. Ένα θρόισμα από κάποια αόρατη φτερούγα πέρασε σχεδόν από μέσα μου ξαφνιάζοντάς με και κάνοντάς με να βγάλω μία πνιχτή κραυγή. Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κανένας άλλος δίπλα μου για να με δει σμίγοντας τα φρύδια με απορία. Βιάστηκα να φύγω από εκεί, στρέφοντας για μια στιγμή μόνο να δω τη μεταλλική και σφυρήλατη πόρτα του κτιρίου, που την κοσμούσε ένα παράξενο μαρμάρινο ανάγλυφο: δυο φίδια που πάλευαν μεταξύ τους έχοντας μπερδεμένες τις ουρές τους και δαγκώνοντας το ένα το λαιμό του άλλου. Τάχυνα το βήμα μου και βγήκα σε έναν κάπως φαρδύτερο δρόμο, με ένα φτερούγισμα στην καρδιά και με ένα αίσθημα κρύου χαμηλά στην κοιλιά μου, λες και ένα ακάλεστο οστεώδες χέρι είχε φτάσει εκεί από το πουθενά και… και με χάιδευε... από μέσα προς τα έξω.
Όμως νά που ο ήλιος εξακολουθούσε να λάμπει, ωθώντας αμέσως τα συναισθήματά μου να αλλάξουν και πάλι. Μάλιστα, ένα χαμόγελο άνθησε στα χείλη μου, καθώς αντιλήφθηκα πως κοιτούσα από το πλάι μία από τις δεκαέξι αψίδες της Γέφυρας του Καρόλου, στηριγμένη καθώς ήταν στο πέτρινο βάθρο της. Είχα φτάσει λοιπόν. Άρα, όφειλα να τη δω από κοντά παρά το πλήθος των τουριστών.
Μία από τις πιο φημισμένες αψιδωτές γέφυρες της Ευρώπης, και όλου του κόσμου, ένωνε τις δύο όχθες του Μολδάβα πάνω από έξι ολόκληρους αιώνες τώρα. Βασικός κόμβος στον εμπορικό δρόμο μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης, είχε μήκος πάνω από μισό χιλιόμετρο και σχεδόν δέκα μέτρα πλάτος. Διακοσμημένη με τριάντα αγάλματα και γλυπτά με ζωή τριακοσίων ετών και πάνω το καθένα τους, αγάλματα που απεικόνιζαν διάφορους αγίους και προστάτες της πόλης, ήταν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου γεμάτη από ανθρώπους που είχαν έρθει στην πόλη κυρίως για να την περπατήσουν, να τη νιώσουν κάτω από τα πόδια τους, να χαϊδέψουν για καλή τύχη τα αγάλματά της και για να φωτογραφηθούν μπροστά τους. Συνεσταλμένη, στάθηκα στην άκρη της μνημειώδους γέφυρας χωρίς να είμαι σίγουρη ότι θα ήταν καλή ιδέα να την περπατήσω κι εγώ. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Όχι τώρα. Όχι σαν τουρίστρια και όχι πριν εξασφαλίσω μία πραγματική άδεια παραμονής στην πόλη — όχι πριν βρω δουλειά εδώ.
Χαμογελώντας με την αμφιθυμία μου και τις προκαταλήψεις που έπαιρναν το πάνω χέρι μέσα μου, έστρεψα την πλάτη στη Γέφυρα του Καρόλου, με την κρυφή ελπίδα πως κάποια στιγμή, όχι πολύ καιρό μετά, θα επέστρεφα εδώ, ησυχασμένη επιτέλους και ήρεμη. Και πως θα προσκυνούσα και εγώ, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, το μεγαλείο του αρχιτεκτονικού εκείνου μνημείου και των αγαλμάτων του. Ώς τότε όμως, έπρεπε να είμαι σεμνή, ταπεινή και μαζεμένη. Έτσι έλεγα μέσα μου. Και, ακόμη περισσότερο: το πίστευα. Κύριο μέλημά μου από εδώ και μπρος ήταν να πατώ όσο πιο ελαφριά γινόταν στη γη, χωρίς να σηκώνω σκόνη στο πέρασμά μου και χωρίς να κάνω τον παραμικρό θόρυβο. Χωρίς να προκαλώ. Κυρίως αυτό. Γιατί δεν ήθελα να στραφούν βλέμματα προς το μέρος μου που δεν έπρεπε να στραφούν. Αρκετά είχα περάσει μέχρι τότε. Αρκετά…Η ζωή μου ήταν ήδη κομμάτια, και δεν ήθελα να τη δω να γίνεται συντρίμμια. Δεν θα είχα άλλη.
Η ζωή μας είναι μία, και μοναδική. Έτσι δεν λένε; Έτσι δεν είναι;
Έναμικρόμπαρ, μια μπιραρία της Πράγας, φάνηκε μπροστά μου, σε ένα μικρό, δίπατο οίκημα. Έπιανε ένα μέρος του ισογείου, ενώ μία επιπλέον αίθουσα, ένα κελάρι, υπήρχε στο υπόγειο του κτιρίου, που επικοινωνούσε με μια μικρή πέτρινη σκαλίτσα με τον δρόμο. Κοντοστάθηκα, αλλά δεν το σκέφτηκα για πολύ. Είχε πάει σχεδόν δώδεκα το μεσημέρι, και ήδη τα πόδια μου είχαν κουραστεί από το περπάτημα. Δικαιούμουν ένα ζεστό πιάτο φαγητό και μία από τις φημισμένες τσέχικες μπίρες. Από την άλλη, ήμουν μόνη, και ποτέ στη ζωή μου δεν θυμόμουν να έχω κάνει κάτι τόσο παράτολμο. Γι’ αυτό όμως και ο ενθουσιασμός μου έκανε τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν. Ένιωθα σχεδόν ευτυχία. Μια ανώριμη, εφηβική ευτυχία — αλλά ευτυχία μια φορά. Ναι, μπορούσα να κάνω τα πάντα. Χωρίς να σηκώνω σκόνη μεν, αλλά κυριολεκτικά τα πάντα. Ήμουν ο μόνος αφέντης του εαυτού μου.
Επέλεξα την ισόγεια αίθουσα, που ήταν πολύ μικρότερη από το κελάρι. Ένας πάγκος χώριζε το μικροσκοπικό δωμάτιο στα δύο: από τη μία ήταν η κουζίνα, και από την άλλη τρία επίσης μικροσκοπικά τραπέζια. Τραπέζια για μοναχικούς ανθρώπους, σαν κι εμένα. Δεν με πείραζε καθόλου αυτό.
Η μπιραρία ήταν άδεια εκείνη τη στιγμή, αν εξαιρούσες την ψηλή γυναίκα με τα κατακόκκινα μάγουλα πίσω από τον πάγκο. Φορούσε ποδιά και ένα μαντίλι στο κεφάλι, και μου ένευσε μόλις άνοιξα την πόρτα του μαγαζιού της, κάνοντας το κουδουνάκι από πάνω της να χτυπήσει δυνατά. Τη χαιρέτησα κι εγώ, όσο πιο εγκάρδια μπορούσα. Δεν είμαι καλή με τους ανθρώπους. Έτσι λένε όλοι. Και έχουν δίκιο. Όπως, πιθανότατα, δίκιο έχω κι εγώ να μην είμαι διαχυτική…
Έκατσα σε μία καρέκλα και, σχεδόν πριν προλάβω να βγάλω τον σκούφο μου και το μπουφάν μου, η γυναίκα με την ποδιά μού έφερε και άφησε πάνω στο τραπεζάκι μου ένα πελώριο ποτήρι μπίρα, χωρίς καν να το παραγγείλω. Την κοίταξα με κάποια έκπληξη και προσπαθώντας να χαμογελάσω, όταν με ρώτησε τι ήθελα να φάω, τη στιγμή που το κουδουνάκι χτυπούσε ξανά. Κατάλαβα τι ήθελε να μου πει χωρίς να ξέρω τη γλώσσα, αλλά φυσικά δεν ήμουν σε θέση να απαντήσω.
«Ένα… λουκάνικο;» είπα στα αγγλικά, κι εκείνη έδειξε πως δεν κατάλαβε. Πράγμα μάλλον λογικό. «Οτιδήποτε», είπα μετά, κάνοντας ένα νεύμα που θα μπορούσε να σημαίνει τα πάντα ή τίποτε.
Η σερβιτόρα, που κρατούσε ένα τεφτέρι και ένα στιλό, ψιθύρισε κάτι, μου χαμογέλασε πάλι και έκανε να φύγει, έχοντας μια έντονη απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
Μια αντρική φωνή την έκανε να γυρίσει το κεφάλι κάπου πίσω από την πλάτη μου. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, αλλά η γυναίκα απάντησε πρόσχαρα, και η απορία της εξαφανίστηκε.
«Της ζήτησα δύο μερίδες από το πιάτο ημέρας», μου είπε στα αγγλικά ο άντρας που μόλις είχε μπει στο μαγαζί, καθώς με προσπερνούσε για να καθίσει στο διπλανό τραπεζάκι. «Η μία είναι για εσάς», συμπλήρωσε, κλείνοντάς μου το μάτι.
Δεν ήξερα τι να πω, και απλώς κούνησα το κεφάλι καταφατικά, σαν να συμφωνούσα με κάποια αυταπόδεικτη αλήθεια που μόλις μού είχε ανακοινώσει.
«Είναι καλό να μάθετε μερικές κοινές λέξεις και φράσεις», συνέχισε εκείνος. «Θα διευκολυνθείτε πολύ, και θα αποφύγετε τις κακοτοπιές. Δεν ξέρουν πολύ καλά αγγλικά οι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη. Αλλά ξέρουν ρωσικά και γερμανικά».
«Μάλιστα. Ευχαριστώ…» ψέλλισα, πιάνοντας και με τα δυο μου χέρια το πελώριο ποτήρι της μπίρας. Πρέπει να ζύγιζε όλο μαζί πάνω από ένα κιλό.
«Δεν κάνει τίποτε», είπε ο άντρας, και μόνο τότε, με το βλέμμα μου πάνω από το χείλος του ποτηριού, τον κοίταξα για πρώτη φορά.
Ήταν γύρω στα τριάντα πέντε, με δυο-τρεις γκρίζες τρίχες στους κροτάφους να έχουν ήδη προλάβει να τους δώσουν μια πινελιά ωριμότητας, που όμως την κατεδάφιζε το στόμα με τα φουσκωτά χείλη που έμοιαζαν αγορίστικα, και δυο μεγάλα μάτια που με κοιτούσαν γελαστά κάτω από τον καστανόξανθο θύσανο των μαλλιών του. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος, και φορούσε ένα δερμάτινο μπουφάν μοτοσικλετιστή. Όμορφος, και μάλιστα από εκείνους τους όμορφους που θεωρούν τα πάντα στη ζωή τους εύκολα, λες και κάθε πρόκληση, κάθε πρόβλημα, ακόμη και κάθε γυναίκα, δεν είναι παρά ένα φρούτο που κρέμεται ώριμο στο κλαδί πάνω από το κεφάλι σου, και δεν έχεις παρά να απλώσεις το χέρι και να το κόψεις.
Άφησα το ποτήρι μου καταπίνοντας εκείνη τη μεγάλη γουλιά, συνειδητοποιώντας πως είτε διψούσα πολύ περισσότερο από όσο πίστευα, είτε απλώς ήπια όλη εκείνη την ποσότητα από την αμηχανία που μου προκαλούσε η ματιά του. Γιατί δεν έπαυε να με κοιτάει, με μια άνεση, ή ένα θράσος, που δεν το δικαιολογούσε τίποτε.
«Σας αρέσει η πόλη μας;» συνέχισε, χαμογελώντας πονηρά — ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε σε εμένα.
«Είναι πολύ όμορφη», είπα με σιγανή φωνή.
«Α, ναι, είναι», συμφώνησε κι εκείνος. «Είναι η πιο όμορφη στην από εδώ μεριά του κόσμου. Κι αν με ρωτάς, ωραία μου δεσποινίς, ποια είναι η πιο όμορφη στην απέναντι μεριά… λοιπόν, θα σου πω πως δεν ξέρω — και πως δεν με νοιάζει!»
Κατάλαβα πως είχε αποστηθίσει κάποια λόγια για να τα έχει έτοιμα όποτε μιλούσε με μια άγνωστή του τουρίστρια, και ένιωσα μια ενόχληση στο λαρύγγι μου, σαν να με είχε κάψει εκείνη η μπίρα. Αλλά δεν με είχε κάψει. Έφταιγε αυτός.
«Μην είσαι τόσο αυστηρή με τον εαυτό σου», συνέχισε τη λίστα από τα τσιτάτα που είχε απομνημονεύσει, παρ’ όλα αυτά.
Παρά την έκδηλη αδιαφορία μου. Παρά το μίσος που άρχισε να σπιθίζει στα μάτια μου.
«Αυτή εδώ είναι η ζωή σου», είπε με εκείνο το φουσκωτό του στόμα. «Κάνε αυτό που θέλεις, και να το κάνεις συχνά. Αν δεν σου αρέσει κάτι, άλλαξέ το. Αν δεν σου αρέσει η δουλειά σου, παραιτήσου. Αν δεν σου φτάνει ο χρόνος, σταμάτα να βλέπεις τηλεόραση!»
Δεν ήθελα να τον ακούω άλλο.
«Κι αν τυχόν ψάχνεις τον έρωτα της ζωής σου, κάνε λίγο υπομονή: θα σε περιμένει στην επόμενη γωνία όταν θα αρχίσεις να κάνεις τα πράγματα που αγαπάς».
«Πάψτε, σας παρακαλώ…»
«Σταμάταναυπεραναλύεις το ένα και το άλλο — η ζωή είναι απλή. Όλα τα συναισθήματα είναι όμορφα. Όταν κάθεσαι να φας, φρόντιζε να απολαμβάνεις κάθε μπουκιά. Άνοιξε την καρδιά, το μυαλό και την αγκαλιά σου σε νέα πράγματα και νέους ανθρώπους — όλοι μας είμαστε ένα και το αυτό, παρά τις διαφορές μας».
«Με ενοχλείτε».
«Ρώτα τον επόμενο άνθρωπο που θα συναντήσεις ποιο είναι το πάθος του, και μοιράσου μαζί του το δικό σου!»
«Κύριε… Σας παρακαλώ. Πάψτε».
«Να ταξιδεύεις συχνά. Κι αν τύχει και χαθείς κάποια στιγμή, θα δεις ότι έτσι μπορείς να βρεις πιο εύκολα τον εαυτό σου».
Πάψε. Πάψε. Είπα, πάψε!
«Κάποιες ευκαιρίες παρουσιάζονται μόνο μια φορά στη ζωή μας — μην τις αφήσεις να σου ξεφύγουν».
Δεν καταλαβαίνεις ότι κινδυνεύεις; Δεν το βλέπεις στα μάτια μου;
«Η ζωή είναι οι άνθρωποι που συναντάς και όλα τα πράγματα που δημιουργείς μαζί τους. Γι’ αυτό βγες έξω και άρχισε να δημιουργείς.
«Ηζωήείναιμικρή!»
«Ζήσετοόνειρόσου και αγκάλιασε το πάθος σου!»
«Το πάθος σου! Το πάθος σου!»
Το ποτήρι της μπίρας μου έσκασε στο πάτωμα, λίγα εκατοστά μακριά από τα πόδια του, καταβρέχοντάς τον. Ο ήχος τάραξε τη γαλήνη της ήσυχης μπιραρίας, κάνοντάς τον να πεταχτεί όρθιος, με τα μάτια γουρλωμένα. Η γυναίκα με την ποδιά έτρεξε να δει τι συμβαίνει, κι εγώ… εγώ έμεινα ακίνητη, ανίκανη να αναπνεύσω, έτοιμη να βάλω τα κλάματα μα επίσης ανίκανη να κλάψω, ξέροντας πως για μια ακόμη φορά είχα περάσει τα όριά μου, για μια ακόμη φορά είχε γίνει, για μια ακόμη φορά άκουγα πράγματα που δεν είχαν λεχθεί μα που μπορούσαν να είχαν λεχθεί, και έβλεπα πράγματα που δεν είχαν γίνει μα που μπορούσαν να είχαν συμβεί.
Τρελαινόμουν. Κι αυτό ήταν οριστικό. Το ταξίδι μου δεν με είχε προστατεύσει όσο πίστευα ότι θα με προστάτευε. Κινδύνευα. Και, μαζί μου, κινδύνευαν και όσοι θα είχαν την ατυχία να έρθουν κοντά μου.
Όλοι οι άντρες. Ιδίως αυτοί.
Αυτοί ήταν που κινδύνευαν από εμένα, όσο κι εγώ κινδύνευα από αυτούς. Η ζωή, η ζωή μου, ήταν μια μεγάλη παγίδα, και ένα τέλμα. Μια κινούμενη άμμος χωρίς τέλος και πυθμένα, χωρίς ζωή και κάθαρση.
Έτρεξα έξω από το κατάστημα ακούγοντας πίσω μου την πόρτα να χτυπάει δυνατά, ενώ φωνές περιέργειας και ανησυχίας με ακολουθούσαν. Δεν θα έδινα σημασία. Έπρεπε να κρυφτώ, να ανασυνταχτώ και να προσπαθήσω πάλι από την αρχή. Χωρίς λάθη.
Αλλά, για την ώρα, έπρεπε απλώς να κρυφτώ στο δωμάτιό μου.
Και ίσως να κλάψω. Είναι ωραίο να κλαίει κανείς. Είναι λυτρωτικό.