Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
Δύο ημέρες πριν…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
Η Πράγα είναι στ’ αλήθεια όμορφη. Μάλιστα, είναι πιο όμορφη από όσο μπορεί να καταλάβει κανείς διαβάζοντας άρθρα στα διάφορα ταξιδιωτικά σάιτ ή βλέποντας φωτογραφίες στο ίντερνετ. Γιατί ούτε τα κείμενα ούτε οι εικόνες μπορούν να σου μεταδώσουν εκείνη την ατμόσφαιρα ειδυλλιακής παρακμής που βαραίνει πάνω από τα πολύχρωμα ή μουντά κτίριά της, εκείνη την αύρα αριστοκρατικής, κάπως σκουριασμένης παλαιότητας που ξεπροβάλλει από τις κουρασμένες γωνίες των σπιτιών και από τις προθήκες των παραδοσιακών της μαγέρικων. Είναι κάτι —ένα αίσθημα, ή καλύτερα μια κατάσταση των αισθήσεων— που δεν μεταφέρεται με άλλον τρόπο, παρά μόνο απευθείας. Κι αυτό όλο ίσως δεν γίνεται κατανοητό από τις μάζες των τουριστών που τρέχουν για να προλάβουν να δουν κι αυτό, κι εκείνο, και το άλλο αξιοθέατο, σαν κάποιον που μπουκώνει το στόμα του πάνω από έναν μπουφέ για να προλάβει να φύγει χορτασμένος από το πάρτι, ενώ πίσω από την πλάτη του οι καλεσμένοι χορεύουν, φλερτάρουν και αγκαλιάζονται.
Οι κάτοικοι της Πράγας τα ήξεραν όλα αυτά, αν και φυσικά δεν τους εντυπωσίαζαν όπως έναν ξένο ταξιδιώτη γιατί είχαν γεννηθεί μέσα τους, και όλη εκείνη η μυστηριακή ατμόσφαιρα ήταν ένα με τον εαυτό τους, με την καρδιά τους : κάτι συνυφασμένο με τη μοίρα τους. Ωστόσο το έβλεπες στα πρόσωπά τους, ειδικά των παλαιοτέρων, εκείνων που είχαν προλάβει να δουν πολλά πρόσωπα της πόλης, όλες τις αλλαγές των περασμένων δεκαετιών, αλλά και το σύγχρονο, το μοντέρνο πρόσωπό της που πάσχιζε να προσποιηθεί πως ήταν κάτι άλλο, κάτι πέρα και έξω από τη φύση της.
Όμως τελικά δεν ήταν κάτι άλλο, παρά την τρομερή προσπάθεια εκμοντερνισμού των τελευταίων ετών. Ήταν πάντα εκείνη η παλιά, μουντή, σκοτεινή και βροχερή πόλη που έκρυβε πολύ περισσότερα μυστικά από όσα αποκάλυπτε στα μάτια των βιαστικών καταναλωτών εικόνων, οσμών και γεύσεων. Πολύ-πολύ περισσότερα μυστικά…
Ωστόσο, και παρότι εγώ είχα την τύχη να κρατώ ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά μου, και να έχω τις αισθήσεις μου σε διαρκή επιφυλακή, για εμένα η Πράγα ήταν και κάτι παραπάνω από μία παλιά πόλη με κρυφούς θρύλους και σημεία μυστηριακής δύναμης κρυμμένα σε κοινή θέα. Ήταν ένα βασανιστήριο. Κάτι που δεν σταματούσε να με κουράζει και να με γεμίζει άγχος μέρα με την ημέρα.
Οι καθημερινές διαδρομές μου προς τα καλλιτεχνικά γραφεία που εκπροσωπούσαν ηθοποιούς στέφονταν με απόλυτη αποτυχία, η μία μετά την άλλη. Κάθε πόρτα που άνοιγε στα χτυπήματά μου έκρυβε από πίσω της μία ακόμη, κι εκείνη κι άλλη, κι άλλη. Ξαφνικά, και μετά από περίπου μία εβδομάδα άκαρπων αναζητήσεων, είχα φτάσει στο σημείο να πιστεύω πως θα μου ήταν, απλώς, αδύνατον να βρω έστω και μία δουλειά, έστω και έναν μικρό ρόλο. Η απογοήτευσή μου μεγάλωνε σε βαθμό που κόντευε να με πνίξει, και, όσο περισσότερο εξοικειωνόμουν με την πόλη, όσο περισσότερο μάθαινα να τη χρησιμοποιώ και να την περπατάω, όσο πιο εύκολα έβρισκα τον δρόμο μου και προσανατολιζόμουν στα σοκάκια και στις λεωφόρους της, τόσο πιο πολύ ένιωθα τη βεβαιότητα της ήττας να βαραίνει επάνω στην ψυχή μου συντρίβοντάς με.
Τα πράγματα δεν ήταν όπως ήλπιζα, και η αγωνία πως ο λογαριασμός μου θα άδειαζε πολύ πιο γρήγορα από όσο φοβόμουν αποκτούσε πια χαρακτηριστικά ένσαρκου εφιάλτη.
Τι θα απογινόμουν; Έπρεπε να δουλέψω τώρα, άμεσα, έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου και να βρεθώ σε θέση να κοιτάξω το μέλλον μου, αν όχι με αισιοδοξία, τουλάχιστον όχι με εκείνη την ανασφάλεια που απορροφούσε κάθε ικμάδα ζωής από μέσα μου, σαν βδέλλα που έπινε λίγο-λίγο το αίμα μου.
Άλλη μία απόρριψη και σήμερα. Άλλο ένα, «Αφήστε μου το τηλέφωνό σας και θα έρθουμε εμείς σε επαφή μαζί σας εάν σάς χρειαστούμε». Βγήκα στον διάδρομο του πέμπτου ορόφου ενός νεόδμητου κτιρίου γραφείων περίλυπη και σκυφτή, μαζεμένη στον εαυτό μου και τυλιγμένη με τη μακριά, πλεγμένη στο χέρι ζακέτα που είχα κάνει την αποκοτιά να αγοράσω από ένα μαγαζί έξω από το κέντρο. Καθώς περίμενα το ασανσέρ, πρέπει να έμοιαζα με γυναίκα που μόλις είχε χάσει έναν δικό της άνθρωπο, τον σύζυγό της ίσως ή τη μητέρα της. Τις τελευταίες ημέρες με τύλιγε διαρκώς ένας αέρας πένθους, που βαθούλωνε τα μάτια μου, έπαιρνε όλο το φέγγος από το βλέμμα μου και έκανε την πλάτη μου να γέρνει σαν να κουβαλούσα ένα βαρύ μυστικό.
Μπήκα στο ασανσέρ όταν ένιωσα την πόρτα του να ανοίγει, και πάτησα μηχανικά το κουμπί για το ισόγειο. Η πόρτα έκλεισε, και ο θάλαμος άρχισε να κατεβαίνει.
«Λευκό ή κόκκινο;»
Πετάχτηκα ξαφνιασμένη στο άκουσμα εκείνης της φωνής, και μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν μόνη στο ασανσέρ. Δίπλα μου, μία γυναίκα ίσως δύο ή τρία χρόνια το πολύ μεγαλύτερη από εμένα με κοιτούσε χαμογελώντας. Ήταν όμορφη. Ξανθιά, με ένα κόκκινο αισθησιακό στόμα και τα πιο πράσινα μάτια που είχα δει ποτέ μου.
«Σε ξάφνιασα», μου είπε, αν και όχι με απολογητικό τόνο. «Συγγνώμη. Αλλά κι εσύ το παράκανες λιγάκι, γλυκιά μου. Ήσουν σχεδόν σε άλλη διάσταση». Έσκυψε λίγο το κεφάλι της προς το μέρος μου, καθώς ήταν τουλάχιστον δέκα πόντους πιο ψηλή από εμένα. «Στ’ αλήθεια το παράκανες», μου είπε. «Και, πίστεψέ με, δεν αξίζει τον κόπο».
«Συγγνώμη», είπα κι εγώ, καθώς δεν ήξερα τι άλλο έπρεπε να πω. «Ήμουν απορροφημένη».
«Α, ναι. Απορροφημένη. Φυσικά». Μου χαμογέλασε ακόμη πιο πλατιά. «Οπότε, ας ξαναθέσω την ερώτησή μου: λευκό ή κόκκινο;»
«Τι λευκό ή κόκκινο;» είπα, μην έχοντας ιδέα για το τι μπορούσε να εννοεί.
«Μα κρασί, τι άλλο; Εδώ όλοι πίνουν μπίρα, αλλά πίστεψέ με, η χώρα παράγει καταπληκτικά κρασιά. Και η μπίρα είναι…» —έσκυψε πάλι προς το μέρος μου, σχεδόν συνωμοτικά— «…για τους άντρες. Πολύ φτηνό ποτό. Δεν είναι για εμάς».
Μου έκλεισε το μάτι και στάθηκε στο ύψος της περιμένοντας μία απάντηση. Δεν ήξερα τι να της πω και πώς έπρεπε να αντιδράσω. Τι να έλεγα; Και, τελικά, ποια ήταν; Και τι ήθελε από εμένα;
Το ασανσέρ σταμάτησε με έναν υδραυλικό αναστεναγμό στο ισόγειο, και η πόρτα του άνοιξε αυτόματα. Κοντοστάθηκα, όταν εκείνη άπλωσε το χέρι δείχνοντάς μου την έξοδο.
«Πάμε», είπε απλά, και δεν μπορούσα παρά να υπακούσω. «Πάμε, και θα μου πεις τι προτιμάς στον δρόμο».
«Στον… δρόμο;» Μα, τι μου έλεγε;
«Ναι», είπε χωρίς να με κοιτά, καθώς βάδιζε δίπλα μου προς την έξοδο του κτιρίου.
Βρισκόμασταν στα ανατολικά της πόλης, σε μια συνοικία που είχε αναπτυχθεί τα τελευταία μόλις χρόνια. Τα παλιά εργοστάσια που υπήρχαν εδώ είχαν αναπαλαιωθεί και στέγαζαν πλέον επιχειρήσεις και αντιπροσωπείες μεγάλων πολυεθνικών εταιριών, ενώ μικρά και μεγαλύτερα πάρκα και χώροι πρασίνου διασκέδαζαν το μάτι καθώς έσπαγαν τη μουντάδα των παλιών παραλληλεπίπεδων κτιρίων που στέκονταν σαν στρατιώτες το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς μπαλκόνια και χωρίς ανθρώπους να φαίνονται μέσα από τα κλειστά τους παράθυρα. Ήταν με κάποιον τρόπο όμορφα και, κυρίως, διαφορετικά. Είχα φτάσει μέχρι εκεί με το τραμ, και είχα περπατήσει λιγότερα από πεντακόσια μέτρα από εκεί που με άφησε μέχρι το κτίριο με τα γραφεία του ατζέντη.
Κοιτώντας δεξιά και αριστερά μου για να προσανατολιστώ και να θυμηθώ πού ήταν η στάση μου, την είδα που περπατούσε μπροστά μου, αγέρωχη και ωραία, με την κοντή της καμπαρντίνα και τα μοδάτα παπούτσια της. Λίγο πριν περάσει απέναντι, στράφηκε και μου έκανε νόημα με το χέρι.
«Έλα», την άκουσα να μου λέει.
Και, ναι, την ακολούθησα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
Ήταν ένα όμορφο, ατμοσφαιρικό wine-bar,κρυμμένο σε ένα πλακόστρωτο στενάκι, που έμοιαζε σαν να ήθελε να κρυφτεί από τους πολλούς. Πολλά μαγαζιά της Πράγας είχαν αυτό το χαρακτηριστικό, σε βαθμό που συχνά αναρωτιόμουν πώς μπορούσαν να επιβιώσουν έξω από πιάτσες και μακριά από τις ορδές των τουριστών. Και όμως, αν και ήταν νωρίς ακόμη, δεν ήμασταν μόνες μας εκεί μέσα.
Και τελικά, σε μία έμπνευση της στιγμής, πήρα κόκκινο κρασί.
«Η Μοραβία, στο νότιο τμήμα της χώρας», μου είπε η Πολέτ, η καινούργια μου φίλη, «είναι η περιοχή της Τσεχίας με τα πιο πολλά αμπέλια και τα καλύτερα κρασιά. Θεωρούνται ισάξια με τα αλσατικά και τα καλύτερα γερμανικά, και σε λίγα χρόνια θα εξάγονται παντού στον κόσμο». Σήκωσε το ποτήρι της και το τσούγκρισε με το δικό μου. Κι εκείνη είχε προτιμήσει κόκκινο κρασί. «Στις νέες φιλίες», είπε με ένα χαμόγελο που με έκανε να θαυμάσω την καταπληκτική οδοντοστοιχία της.
Σε αντίθεση με εμένα, έμοιαζε σαν να έπαιζε σε διαφήμιση, ή σαν να ήταν βγαλμένη από τις σελίδες ενός κλασικού καταλόγου μόδας.Και αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι ήταν Γαλλίδα, αλλά στη λάμψη που σκόρπιζε παντού ολόγυρά της.
«Στις νέες φιλίες», ψιθύρισα κι εγώ, και δοκίμασα μία γουλιά από το κρασί μου — ήταν πραγματικά υπέροχο, γεμάτο γεύσεις εξωτικών φρούτων που πλημμύρισαν το στόμα μου τσιμπώντας το εδώ κι εκεί με μια σειρά από γλυκιές καρφίτσες. «Λοιπόν;» είπα μετά. «Φαίνομαι στ’ αλήθεια τόσο απελπισμένη, ναι;… Κάνω μπαμ από μακριά».
«Ναι», μου απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Και κανείς δεν αγαπά την απελπισία. Απλώς κάποιοι την εκμεταλλεύονται. Αλλά δεν νομίζω να θέλεις κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;»
Κούνησα το κεφάλι μου. Όχι, ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελα στη ζωή μου.
«Κι εσύ;» ρώτησα. «Είσαι κι εσύ ηθοποιός;»
Η Πολέτ γέλασε. Και δεν βιάστηκε να μου απαντήσει.
«Υπήρξα και ηθοποιός», είπε αφού ήπιε άλλη μία γουλιά από το κρασί της. «Και διάφορα άλλα. Η δουλειά μου είναι, γενικά, γύρω από αυτόν τον χώρο, ναι. Και έχω δει πολλά στον χώρο μας, γλυκιά μου. Πολλά. Και ακόμη περισσότερα κορίτσια έχουν κακοπάθει επειδή δεν πρόσεχαν ή γιατί έπεσαν σε ανθρώπους που… καταλαβαίνεις».
«Ναι, καταλαβαίνω. Έχω μεγάλη πείρα σε αυτό».
«Δεν αμφιβάλλω. Όμως η όποια εμπειρία απέκτησες δεν σου έμαθε μερικά πολύ βασικά πράγματα, γλυκιά μου. Όπως ας πούμε ότι ποτέδεν πηγαίνουμε έτσι σε μία οντισιόν, ή στο γραφείο ενός ατζέντη. Ποτέ».
Είχε πει τη λέξη έτσι δίνοντας τόση έμφαση, που πραγματικά τρόμαξα.
«Εννοείς… εννοείς την εμφάνισή μου;»
«Όχι», μου είπε κατηγορηματικά. «Εννοώ τη μεταμφίεσή σου». Το πρόσωπό της σοβάρεψε πριν συνεχίσει να μιλά. «Κοίτα, σου το είπα και πριν. Έχω μεγάλη πείρα. Και μπορώ να καταλάβω πότε έχω απέναντί μου μία γυναίκα πραγματικά ωραία».
«Πραγματικά ωραία;…»
«Μην κάνεις ότι δεν το ξέρεις, Μίνα». Τώρα το πρόσωπό της ήταν αυστηρό. Ένα πρόσωπο δασκάλας. «Είσαι δέκα κλάσεις πάνω από την οποιαδήποτε πέρασε τον τελευταίο χρόνο από το γραφείο εκείνου του κακομοίρη ατζέντη. Δέκα κλάσεις τουλάχιστον. Αλλά δεν το κατάλαβε. Και, μπορεί να είναι κακός στη δουλειά του, ή μπορεί να είναι καλός με τον δικό του τρόπο, όμως ο υπαίτιος που δεν το κατάλαβε είσαι εσύ. Γιατί πήγες μεταμφιεσμένη στο γραφείο του. Μεταμφιεσμένη μ’ αυτά τα ανόητα ρούχα, αυτή την πλεχτή μπλούζα που απορώ πού τη βρήκες, αν βέβαια δεν την έπλεξες μόνη σου, μ’ αυτά τα… τα μαλλιά, μ’ αυτά τα μποτάκια, Θεέ μου. Μα… είναι δυνατόν; Και θέλεις να σε επιλέξουν για ρόλο; Για ποιο ρόλο; Του Τομ Σόγιερ;»
Μου ήρθε να γελάσω. Και μάλλον γέλασα τελικά.
«Μη γελάς!» έκανε εκείνη. «Δεν είναι για γέλια. Είναι τρομερό αυτό που κάνεις. Σε είδα στο γραφείο του, αν και εσύ δεν έδειχνες να κοιτάς κανέναν. Είχες τα μάτια σου στραμμένα στο πάτωμα, σαν να ήθελες να ανοίξει η γη και να σε καταπιεί. Οι άνθρωποι στον χώρο μας δεν φέρονται έτσι, καλό μου κορίτσι. Δεν κάνουν σαν να φοβούνται, δεν δείχνουν αμηχανία. Όχι αν θέλουν να βρουν δουλειά. Και σίγουρα μία ηθοποιός δεν φέρεται έτσι αν είναι τόσο απελπισμένη όσο φαίνεσαι να είσαι εσύ. Που κι αυτό, βέβαια, δεν είναι και ό,τι καλύτερο ψάχνει ένας ατζέντης. Κανείς δεν θέλει έναν παραιτημένο άνθρωπο στη δουλειά του. Κανείς! Ένας παραιτημένος, απελπισμένος άνθρωπος, μια κοπέλα που κοιτάζει το πάτωμα, χώρια το ντύσιμό της, που στην περίπτωσή σου είναι απελπιστικό, δεν πρόκειται ποτέ να πει κάτι σε έναν άνθρωπο που ψάχνει νέα πρόσωπα, λαμπερά πρόσωπα, πρόσωπα που οι γυναίκες θα δουν στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση και θα τα θαυμάσουν, θα ταυτιστούν μαζί τους, θα θέλουν να γίνουν σαν κι αυτές. Ενώ εσύ…»
«Ξέρω, ξέρω», τη διέκοψα. «Καμιά δεν θα ήθελε να είναι σαν εμένα».
«Όχι, Μίνα. Καμιά. Να το βάλεις καλά αυτό στο μυαλό σου. Ζω τα τελευταία χρόνια στην Πράγα και τα μάτια μου έχουν δει πολλά, όπως καταλαβαίνεις. Η χώρα δεν είναι αυτό που ίσως είχες στο μυαλό σου όταν ήρθες εδώ. Δεν μπορείς να την κατακτήσεις, δήθεν, με το ταλέντο σου στον Σέξπιρ ή στο Λεωφορείο ο Πόθος. Είναι μία Δυτική, μοντέρνα πόλη που θέλει να κάνει βήματα εμπρός. Ή μάλλον, άλματα. Και θα τα κάνει, να μου το θυμηθείς. Γι’ αυτό σού λέω: σταμάτα να μεταμφιέζεσαι. Σταμάτα το. Άλλαξε τακτική. Κάνε ό,τι κάνουν όλες οι άλλες που ζουν και δουλεύουν εδώ, είτε είναι ντόπιες είτε έχουν έρθει από άλλες χώρες. Υπάρχουν δεκάδες στούντιο στην πόλη, και είναι πραγματικά κρίμα να μη βρίσκει δουλειές μια κοπέλα σαν κι εσένα».
«Μα… στ’ αλήθεια τώρα. Τι έχω εγώ; Τι παραπάνω έχω;»
«Μην κάνεις ότι δεν ξέρεις. Έχεις πολλά παραπάνω από τον μέσο όρο, και μιλάω για τα κορίτσια της τηλεόρασης και του σινεμά. Σου το είπα και πριν, έχω δει πολλάστον χώρο μας. Τα έχω δει όλα — και όλες. Οπότε είμαι μάλλον σε θέση να ξεχωρίζω την ήρα από το στάρι». Ήπιε μια γουλιά από το κρασί της και με κοίταξε σοβαρά. «Παρ’ όλα αυτά, αν ήμουν στη θέση εκείνου του ατζέντη, ούτε εγώ θα σε επέλεγα. Δεν του δίνω άδικο, ξέρεις. Και ελπίζω να μην το πάρεις προσωπικά. Καταλαβαίνεις τον λόγο, ναι;»
Κούνησα το κεφάλι. Δεν καταλάβαινα ακριβώς, αλλά… αλλά ναι. Καταλάβαινα αρκετά. Η Πολέτ είχε δίκιο σε πολλά από όσα μού έλεγε. Ή, ίσως, είχε δίκιο σε όλα… Δεν ήξερα να πω. Κι αυτό το κρασί παραήταν δυνατό τελικά. Και νά που το είχα τελειώσει σχεδόν. Μα ήταν τόσο νόστιμο!
Ξαφνιασμένη, είδα ένα χέρι να παίρνει το ποτήρι μου, να το σηκώνει… και να αφήνει ένα άλλο στη θέση του. Γεμάτο. Σήκωσα το βλέμμα και είδα τον μπάρμαν, έναν σαραντάχρονο άντρα με κοντή γενειάδα και ευγενικό αν και σκληρό πρόσωπο, που μου χαμογελούσε.
«Κερνάει το κατάστημα», μου είπε, αφήνοντας ένα ακόμη γεμάτο ποτήρι μπροστά και από την Πολέτ.
Εκείνη τον ευχαρίστησε και για τις δυο μας, καθώς εγώ προς στιγμήν έχασα τα λόγια μου. Ήταν πολλά, πολλά, πραγματικά πολλά αυτά που μου συνέβαιναν, και ήθελα μια βοήθεια για να τα βγάλω πέρα. Ή μάλλον ψέματα, όχι βοήθεια: ήθελα να μην τα βγάλω πέρα. Για μία και μοναδική φορά, ήθελα να ξεχάσω τα προβλήματά μου και να αφεθώ στο ρεύμα, να απολαύσω την αναπάντεχη παρέα, το υπέροχο wine-bar, το καταπληκτικό κρασί από τη Μοραβία, την καινούργια πανέμορφη φίλη μου που έμοιαζε με μοντέλο για διαφημίσεις. Με δυο λέξεις: τα πάντα. Ήθελα να…
«Τι σκέφτεσαι;»
Κοίταξα την Πολέτ ξαφνιασμένη.
«Τίποτε», είπα. «Νομίζω απλά πως με ζάλισε λιγάκι το κρασί».
«Αυτή είναι η δουλειά του», μου είπε εκείνη κλείνοντάς μου το μάτι. Εκείνο το μάτι με το τέλειο σμαραγδένιο χρώμα. Σήκωσε το ποτήρι της και το έτεινε προς το μέρος μου. «Στην καινούργια Μίνα», μου είπε με ένα ακαταμάχητο χαμόγελο.
«Στην…» Σταμάτησα στη μέση την πρόποσή μας. «Στην ποιαν;»
«Στην καινούργια Μίνα», επανέλαβε η Πολέτ σαν να μιλούσε σε παιδάκι. «Σ’ αυτήν που πρόκειται να βγει από αυτό το… το κουκούλι», κατέληξε, δείχνοντάς με.
«Κουκούλι», επανέλαβα με τη σειρά μου.
«Ακριβώς. Κουκούλι. Ξέρω τι κρύβεται από κάτω. Ξέρω τι πρόκειται να αναδυθεί από εκεί μέσα. Το ξέρω καλά, αγάπη μου. Μην το αφήνεις κρυμμένο. Μη θάβεις τον εαυτό σου. Άσ’ τον ελεύθερο, άσ’ τον να βγει, να αναπνεύσει, να ζήσει».
«Πολέτ», είπα, με έναν λυγμό.
«Τι;»
«Αν το κάνω αυτό που λες… αν… αν ελευθερώσω τον εαυτό μου… θα πληγωθώ. Το ξέρω ότι θα πληγωθώ».
«Θεέ μου». Η Πολέτ σήκωσε τα μάτια στο ταβάνι, με μια έκφραση παράδοσης. «Όχι, Μίνα», μου είπε. «Όχι. Τώρα είσαι πληγωμένη. Τώρα. Τώρα που κρατάς την πραγματική Μίνα κάτω από αυτά τα ρούχα και κάτω από αυτή την έκφραση και κάτω από αυτά τα συναισθήματα. Την κρατάς φυλακισμένη δήθεν για να τη γλιτώσεις από δεν ξέρω τι, αλλά εκείνη υποφέρει στο κελί της. Υποφέρει, και κατά βάθος το ξέρεις κι εσύ». Σταμάτησε για λίγο και έγειρε προς το μέρος μου, απλώνοντας το χέρι της και πιάνοντας το γόνατό μου. «Δεν ξέρω τι έπαθες στο παρελθόν, δεν έχω ιδέα τι σε έχει κάνει να φέρεσαι έτσι άκαρδα στον εαυτό σου, έτσι τιμωρητικά, αλλά πίστεψέ με: το έχω ξαναδεί. Μη σου φαίνεται παράξενο. Υπήρξαν και άλλες ηττημένες γυναίκες, κι άλλες πληγωμένες και φοβισμένες γυναίκες που επέλεξαν μια τέτοιου είδους αυτοτιμωρία επειδή αισθάνονταν χωρίς λόγο ένοχες για κάτι — κάτι για το οποίο υπεύθυνος ήταν ένας άλλος». Έσφιξε και άλλο το γόνατό μου, ανεβάζοντας λίγο πιο ψηλά το χέρι της, στον μηρό μου. «Ένας άντρας», κατέληξε, και έμεινε εκεί, να με χαϊδεύει και να με κοιτάζει στα μάτια.
Για λίγο, δεν μίλησα. Ούτε σκέφτηκα κάτι. Έμεινα απλώς μαγεμένη από τα μάτια της, από το αψεγάδιαστο πρόσωπό της, από τη δροσιά του κρασιού στα χείλη της, από τη λάμψη που εξέπεμπε ολόκληρη. Ένας άντρας, ακούστηκε ξανά η φωνή της μετά από λίγο μέσα στο κεφάλι μου. Ναι, ένας άντρας. Ή περισσότεροι. Ή κάθε άντρας. Κάθε άντρας που ήταν δίπλα μου, που συνεργαζόταν μαζί μου, που σχετιζόταν μαζί μου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Κάθε άντρας που παρεξηγούσε το χαμόγελό μου, που εκμεταλλευόταν τη θέση του στην ιεραρχία, που ξεπερνούσε επίτηδες τα όρια ανάμεσά μας, που αδιαφορούσε για αυτά που ήθελα εγώ και για αυτά που ήθελε το σώμα μου — ή που δεν ήθελε.
Ναι. Ένας άντρας. Πάντα αυτό.
Αλλά όχι πια. Μπορούσα να φύγω από όλα αυτά, να ξεφύγω, να βρεθώ κάπου αλλού, να αρχίσω από το μηδέν, άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Μπορούσα να το κάνω, και το έκανα.
Αυτά ήθελα να της πω, αλλά δεν της έλεγα τίποτε. Απλώς έμενα εκεί, να απολαμβάνω το χάδι της και να μαγεύομαι από την ομορφιά της. Και να γυρίζω αργά-αργά στο στόμα μου, μαζί με το κρασί, εκείνα τα λόγια: Ένας άντρας.
«Τι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνω δηλαδή;»
Τα λόγια βγήκαν από το στόμα μου σαν αναστεναγμός, σχεδόν χωρίς να το καταλάβω. Και ήταν πράγματι ένας αναστεναγμός. Το χέρι της Πολέτ γλίστρησε ακόμη πιο ψηλά στον μηρό μου, καθώς εκείνη έσκυβε προς το μέρος μου, φέρνοντας τα χείλη της κοντά στα δικά μου.
«Αυτά που θα σου πω», είπε.
Και είπα, Ναι, ναι, και, παραζαλισμένη από εκείνο το μεθυστικό, ύπουλο κρασί της Μοραβίας, της άρπαξα με δύναμη το χέρι και το έσπρωξα και άλλο επάνω μου.
Και για λίγο όλα ήταν όμορφα και σωστά, όλα ήταν αρμονικά στον κόσμο.