Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18
Τεντώθηκα χωρίς να ανοίξω τα μάτια μου. Ή μάλλον, ανοίγοντάς τα μόνο τόσο ώστε να δω ότι έμπαινε φως από τις μισοκατεβασμένες γρίλιες του παραθύρου, και να τα ξανακλείσω γιατί αποφάσισα ότι με ενοχλούσε, ότι δεν το ήθελα, ότι θα προτιμούσα μία ακόμη μουντή, συννεφιασμένη, βροχερή ημέρα — γιατί δεν ήμουν σε θέση να σηκωθώ και να κλείσω τελείως τις μεταλλικές πολύχρωμες γρίλιες, που ανεβοκατέβαιναν στο παράθυρο με ένα κορδόνι.
Και έπειτα συνειδητοποίησα πως δεν είχα γρίλιες στο δωμάτιό μου. Ούτε παράθυρο.
Πετάχτηκα από το κρεβάτι και βρέθηκα ξυπόλυτη στο πάτωμα, που είχε επάνω του ένα μαλακό χαλί με ένα μοντέρνο αφαιρετικό σχέδιο. Το «ξυπόλυτη» είναι ευφημισμός, καθώς για την ακρίβεια ήμουν απολύτως γυμνή. Αγκάλιασα το στήθος μου και έμεινα έτσι, σε μια ανόητη στάση, με το μυαλό μου σε απόγνωση και χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα για το τι συνέβαινε… και κυρίως για το τι είχε ήδη συμβεί. Ίσως, μάλιστα, να μην ήθελα καθόλου να το ξέρω. Όσο λιγότερα ήξερα, σκέφτηκα, τόσο το καλύτερο για την ψυχική μου ισορροπία. Με τη σκέψη αυτή στο θολωμένο μυαλό μου, έψαξα για τα ρούχα μου, ή για οτιδήποτε θα μπορούσα να ρίξω επάνω μου για να σκεπάσω τη γύμνια μου. Δεν βρήκα τίποτε.
«Πόσο τηγανισμένο προτιμάς το μπέικον;»
Η φωνή που ακούστηκε πίσω από την πλάτη μου με έκανε να τσιρίξω, και να πέσω πίσω στο κρεβάτι — εκεί όπου υπήρχε σίγουρα κάτι που θα μπορούσα να ρίξω επάνω μου. Ένα σεντόνι. Τυλίχτηκα από πάνω μέχρι κάτω με το πανωσέντονο, και μόνο τότε γύρισα πίσω, προς τη μισάνοιχτη πόρτα, όπου η Πολέτ περίμενε ακόμη, υπομονετικά, για να της απαντήσω.
«Δεν έχω προτίμηση είπα». Και αμέσως μετά, όταν εκείνη έκανε να αποτραβήξει το κεφάλι της για να φύγει: «Τι έχει συμβεί, τι… τι κάναμε;»
Η Πολέτ μού χαμογέλασε.
«Αταξίες», είπε, και μου έκλεισε το μάτι. Και μετά χάθηκε από την πόρτα για να πάει να συνεχίσει με το πρωινό μας.
«Δεν ξέρω πώς το έπαθα αυτό. Δεν μου έχει ξανασυμβεί. Λυπάμαι…»
Η Πολέτ με κοίταξε με ένα κοροϊδευτικό ύφος.
«Λυπάσαι; Θεέ μου! Τι είναι αυτά που ακούω. Και πονάει και το κεφάλι μου».
«Κι εμένα πονάει».
«Ναι, γι’ αυτό τρώγε το πρωινό σου και μην κάθεσαι έτσι σαν να έχεις κάνει καμιά ζημιά». Μου έβαλε μία φέτα καυτό φρυγανισμένο ψωμί στο πιάτο μου με τα αυγά και το μπέικον. «Δεν έκανες», συμπλήρωσε. «Είσαι η ίδια καλή και αγνή Μίνα που ήσουν και πριν έρθεις στο άντρο μου».
«Στο…;» Έπιασα τη φέτα, αλλά την άφησα να μου ξαναπέσει γιατί έκαιγε.
Η Πολέτ γέλασε.
«Μη με κάνεις να γελάω, έχω πιει πολύ», είπε πιάνοντας το κεφάλι της. «Όχι ότι εσύ πήγες πίσω, δηλαδή…»
«Ποτέ μου δεν πίνω. Ή, τέλος πάντων, δεν ξεπερνώ το ένα ποτήρι κρασί».
«Χθες ήπιαμε πάνω από τρία μπουκάλια».
«Δύο μπουκάλια; Δεν το πιστεύω, πώς έγινε αυτό;»
Σκέφτηκα πως με τρία μπουκάλια, ή έστω με εκείνο το ενάμισι που μου αναλογούσε, μπορούσα άνετα να είχα κάνει τα πάντα. Μέχρι και να είχα μπλεχτεί σε φόνο.
«Έγινε, έγινε…» απάντησε η Πολέτ βάζοντας στο στόμα της μία μεγάλη μπουκιά.
Το πρόσωπό της ήταν πεντακάθαρο και αστραφτερό. Είχε προλάβει να πλυθεί, να ξεβαφτεί, να βάλει τις κρέμες της — τα πάντα. Παρά το χανγκόβερ. Φορούσε ένα ζευγάρι ασιδέρωτες φόρμες που μοσχοβολούσαν μαλακτικό. Ένα άρωμα ανοιξιάτικων λουλουδιών. Άλλο ένα παρόμοιο είχε δώσει και σε εμένα. Αισθανόμουν άνετα εκεί μέσα, αν και για όλα τα υπόλοιπα είχα μεγάλο άγχος, τρομερή ανασφάλεια και μία πελώρια δόση αμηχανίας και συγκεχυμένης ενοχής. Πίστευα ακράδαντα πως έφταιγα για τα πάντα, και ότι πιθανότατα είχε κάνει και είχα πει πράγματα για τα οποία θα μετάνιωνα — και πολύ γρήγορα μάλιστα.
«Το περισσότερο, βέβαια, μας το κέρασαν», συνέχισε η Πολέτ. «Το κρασί, εννοώ. Χώρια κάποια σφηνάκια».
«Ήπια εγώ σφηνάκια;» ρώτησα με τρόμο.
«Όχι. Αλλά ήπια εγώ».
Ξεροκατάπια.
«Ναι», είπα. «Και… μετά;»
«Μετά τίποτα, σου είπα. Ήρθαμε εδώ γιατί δεν ήξερες πού μένεις, και γιατί βασικά δεν ήξερες ούτε σε ποια γειτονιά του κέντρου είναι το ξενοδοχείο σου, σε ξέντυσα, σου έδωσα να πιεις ένα ποτήρι νερό, και κοιμηθήκαμε μαζί στο κρεβάτι μου».
«Αυτά μόνο;»
«Αυτά μόνο», απάντησε με ένα χαμόγελο, συνεχίζοντας να μασάει καλά-καλά την μπουκιά της.
Αισθάνθηκα ανακουφισμένη. Αλλά, ταυτόχρονα, ένιωσα με ακόμη ένα αίσθημα ενοχής πως κάτι έλειπε για να συμπληρωθεί εκείνη η βραδιά της εξόδου από την περιφραγμένη, υπερπροστατευμένη μου καθημερινότητα. Ίσως τελικά να ήθελα, κάπου μέσα μου, να είχαμε περάσει κάποια όρια μαζί με την καινούργια μου φίλη. Εκείνη την τόσο όμορφη, τόσο γενναιόδωρη γυναίκα. Δεν ήμουν σίγουρη, και αποφάσισα να το ξεχάσω για την ώρα και να ασχοληθώ με τα αυγά μου, το φρυγανισμένο ψωμί και τον αχνιστό καφέ που μοσχοβολούσε μέσα από τη χαριτωμένη κούπα του. Και με το μπέικον.
«Παρ’ όλα αυτά, μου υποσχέθηκες κάτι χθες το βράδυ», μου είπε η Πολέτ κοιτώντας με σοβαρά.
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά μέσα στο στήθος μου.
«Τι;…» είπα, με έναν φόβο αδικαιολόγητο ένα τόσο όμορφο, κατά τα άλλα, πρωινό.
Η Πολέτ μού έκλεισε το μάτι.
«Ότι θα σταματήσεις τις ιδιοτροπίες. Ότι θα κάνεις όλα όσα πρέπει για να μην ξαναχάσεις κάποια δουλειά. Ότι θα πάψεις πια να είσαι αόρατη και να κρύβεις…» —με έδειξε με το κεφάλι, και έπειτα χαμήλωσε το βλέμμα της προς τα πόδια μου— «…αυτό το πρόσωπο, και αυτό το σώμα».
Κοκκίνισα.
«Σου τα υποσχέθηκα όλα αυτά;»
«Ακριβώς. Μου ορκίστηκες, για την ακρίβεια».
«Σε τι;…»
«Στο κρασί που πίναμε».
«Και είναι αυτό… δυνατός όρκος;»
Η Πολέτ είδε την άδεια κούπα της και κοίταξε τη γεμάτη καφετιέρα στη νησίδα της κουζίνας.
«Ναι», είπε καθώς σηκωνόταν και περνούσε από δίπλα μου, αγγίζοντάς με στον ώμο με τα ακροδάχτυλά της και κάνοντάς με να ανατριχιάσω ολόκληρη. «Ο μεγαλύτερος».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19
Δεν με άφησε να πάω αμέσως στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου. Μα ούτε κι εγώ το ήθελα. Το σπίτι της Πολέτ ήταν τόσο υπέροχο, τόσο περιποιημένο και τόσο ασφαλές, που για λίγο ένιωσα πως ήθελα να μείνω εκεί για ώρες… ή και για περισσότερο από ώρες. Ήταν μια μεζονέτα που είχε και ένα ολόκληρο δικό της υπόγειο πλέιρουμ, όπως μου είπε. Δεν το χρησιμοποιούσε, αλλά το βρήκε έτοιμο από τον προηγούμενο άντρα ιδιοκτήτη και δεν της πήγαινε η καρδιά να το χαλάσει. Σκέφτηκα πως ήθελα κάτι παρόμοιο και για μένα, ένα τέτοιο πανέμορφο σπίτι, έστω και χωρίς πλέιρουμ, κι ας ήξερα πως ήταν πολύ νωρίς —ή πολύ αργά…— για να κάνω τέτοια όνειρα. Παρ’ όλα αυτά, μπορούσα να εκμεταλλευτώ τη στιγμή. Και πράγματι θα την εκμεταλλευόμουν.
Έκανα ένα ζεστό μπάνιο στο πελώριο λουτρό με τα μοντέρνα είδη υγιεινής, χαλάρωσα μέσα στον αφρό που αρωμάτιζαν ακριβά άλατα, τυλίχτηκα στο πιο αφράτο μπουρνούζι του κόσμου, φόρεσα ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι εσώρουχα που έμοιαζαν φτιαγμένα στο νούμερό μου —και πράγματι ήταν, καθώς μοιάζαμε πολύ με την Πολέτ στις αναλογίες, παρά το γεγονός ότι εκείνη ήταν πολύ ψηλότερη—, δοκίμασα ένα ελαφρύ τζιν που μου ερχόταν χαριτωμένα κοντό και μια μπλούζα που μοσχομύριζε μεσογειακά βότσαλα και ρείκια, και χάρηκα με την αίσθηση των υφασμάτων στο δέρμα μου, και έκατσα μαζί της κοντά στο παράθυρο του σαλονιού, σε δυο αναπαυτικές πολυθρόνες δεξιά και αριστερά από ένα τραπεζάκι, χαζεύοντας από το τζάμι τους μακρινούς λόφους της πόλης, από τη μία μεριά, και το Κάστρο της Πράγας με τον ονομαστό γοτθικό ναό του Αγίου Βίτου από την άλλη. Ο καιρός ήταν υπέροχος, και η χθεσινή μουντάδα, μαζί με τη βροχή που τη συνόδευε, έμοιαζαν πράγματα που είχαν συμβεί σε μία άλλη πόλη, σε έναν άλλο κόσμο, σε μιαν άλλη εποχή. Και σε μιαν άλλη Μίνα.
Αισθανόμουν ευτυχής και τρομερά τυχερή που την είχα βρει, ή μάλλον που με είχε βρει εκείνη, και της εξέφρασα ξανά και ξανά την ευγνωμοσύνη μου καθώς πίναμε από μία κούπα πράσινο τσάι. Με είχε πετύχει στο πιο χαμηλό επίπεδο που είχα βρεθεί εδώ και καιρό, και με φρόντισε σαν παλιά, καλή φίλη. Σαν αδελφή, και κάτι παραπάνω από αδελφή. Και με γέμισε αισιοδοξία για το μέλλον: θα τα κατάφερνα, το ήξερα, το έβλεπα. Χώρια οι συμβουλές της βέβαια, που ήταν από μια γυναίκα πολύ μέσα στα πράγματα, με μεγάλη πείρα και μακρά πορεία στον χώρο.
Μολονότι δεν είχα καταλάβει ακριβώς ποιος ήταν αυτός ο χώρος, όπως της είπα κάποια στιγμή.
Η Πολέτ φύσηξε το τσάι της και ήπιε μία μικρή γουλιά.
«Οι αισθήσεις», είπε τελικά. «Αυτό δεν είναι το θέαμα; Αυτό δεν κάνεις κι εσύ με τη δουλειά σου; Αυτό δεν έκανες όσο έπαιζες στο θέατρο στη Νέα Υόρκη; Αυτό λοιπόν υπηρετώ κι εγώ, με τον τρόπο μου. Τις αισθήσεις. Όλες τις αισθήσεις», πρόσθεσε με νόημα, κοιτώντας με πάνω από την πορσελάνινη κούπα της. «Και όλα τα συναισθήματα, βέβαια…»
Παραξενεύτηκα, και δεν το έκρυψα.
«Δεν είναι μόνο αισθήσεις το θέατρο», είπα. «Είναι και λόγος. Και σκέψη».
«Αυτά είναι πάντα δευτερεύοντα», μου αντέτεινε. «Αλλιώς θα μας αρκούσαν τα κείμενα, οι διάλογοι. Το θέατρο, η εγγύτητα των σωμάτων, οι ανάσες των ηθοποιών πάνω στη σκηνή, οι φωτισμοί πάνω στο πρόσωπο και στο σώμα τους, το λαχάνιασμά τους, οι θεατές…» Κούνησε το κεφάλι της. «Όλα αυτά», είπε. «Είναι ένα σύνολο που ξεπερνά τον λόγο. Ή, αν θες, τον ανεβάζει σε άλλο επίπεδο. Ή τον κατεβάζει, καμιά φορά…»
«Τι θέλεις να πεις;»
«Ότι δεν είναι απαραίτητο να βλέπουμε αυτού του τύπου τα θεάματα, τα αισθητικά θεάματα, σαν κάτι “υψηλό”. Ίσα-ίσα, καμιά φορά όλο αυτό έχει να κάνει με τα πιο παλιά, τα πιο πρωτόγονα ένστικτα του ανθρώπου. Με το σώμα του και μόνο. Ή με το χώμα από το οποίο προερχόμαστε. Ή με το νερό από όπου έχουμε πηγάσει όλοι. Με την υγρασία».
«Οπότε εσύ είσαι… τι; Ατζέντισσα; Κάτι τέτοιο; Εκπροσωπείς ηθοποιούς;»
Άφησε την κούπα της στο τραπεζάκι ανάμεσά μας.
«Ναι», είπε με έναν βαθύ αναστεναγμό. «Απλώς με την πιο ευρεία έννοια της λέξης».
«Δεν το καταλαβαίνω αυτό».
«Στο μυαλό σου, το “ηθοποιός” έχει να κάνει με το θέατρο, ή με το σινεμά. Στη δική μου ζωή, και στη δουλειά που κάνω, στον κύκλο μου, έχει εφαρμογή και αλλού».
«Όπως, ας πούμε;…»
«Ω, μα δεν είσαι ανόητη, Μίνα, το έχεις καταλάβει και απλώς με περιπαίζεις».
«Δεν έχω καταλάβει…» τίποτα, πήγα να προσθέσω, αλλά σταμάτησα απότομα. Γιατί, ξαφνικά, είχα καταλάβει. «Έχεις… έχεις…» Δεν μπόρεσα να συνεχίσω.
«Ναι, γλυκιά μου, ας πούμε ότι διευθύνω ένα πρακτορείο συνοδών. Συχνά, αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για αυτό που κάνω. Δεν με καλύπτει καθόλου, αλλά ας το πούμε έτσι για να καταλαβαινόμαστε».
«Συνοδών;» επανέλαβα, κρατώντας σφιχτά την κούπα μου και με τα δυο μου χέρια, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε χωρίς σταθερό ρυθμό στο στήθος μου.
«Σου είπα, η λέξη δεν είναι ακριβής και δεν μου αρέσει καθόλου. Αλλά ναι, ας την κρατήσουμε για την ώρα. Όμως υπάρχουν άλλες, πολύ πιο ορθές. Μα τι σημασία έχουν οι λέξεις; Όπως είπα και πριν, αυτό που κυρίως με απασχολεί είναι οι αισθήσεις. Και οι εικόνες. Πράγματα ακριβά και σπάνια. Νά, όπως αυτή η πόλη. Η Πράγα».
Γύρισε προς το παράθυρο. Ο ήλιος είχε μόλις κρυφτεί πίσω από ένα σύννεφο, και οι κόκκινες κεραμιδοσκεπές της παλιάς πόλης έμοιαζαν τυλιγμένες, ξαφνικά, σε μία μυστηριακή αχλή. Ήταν ωραία. Ήταν παράξενα. Ήταν… ξένα.
«Μάλιστα», είπα. «Και… αν επιτρέπεται… τι ήθελες στο γραφείο που με βρήκες; Ήταν ένα γραφείο μόνο για ηθοποιούς. Και…» —προσέθεσα μετά από λίγη σκέψη— «…και μοντέλα».
«Ναι. Μόνο για ηθοποιούς και μοντέλα. Μα, αυτό ακριβώς ζητούν οι πελάτες μου. Και το δεύτερο. Αλλά κυρίως το πρώτο. Δεν τους προσφέρω κάτι που μπορούν να βρουν οπουδήποτε αλλού. Δεν είμαι… καταλαβαίνεις;»
Ένευσα καταφατικά, χωρίς να πάρω στιγμή τα μάτια μου από το δικό της καταπράσινο βλέμμα.
«Ναι…» εξακολούθησε εκείνη. «Όλο αυτό που κάνω δεν έχει απολύτως καμία σχέση με κάτι αγοραίο, με κάτι… πώς να το πω; Με κάτι χυδαίο. Ίσα-ίσα, βρίσκεται στον αντίποδα του χυδαίου και του αγοραίου. Ας πούμε, για να σου δώσω να καταλάβεις, ότι μεσολαβώ για να οργανωθεί με τον καλύτερο τρόπο μία ολοκληρωμένη αισθητική πρόταση. Δεν έχει σχέση με…» —χαμήλωσε τη φωνή της, κάνοντας μία γκριμάτσα— «…τίποτε ανήθικο, προς Θεού. Είναι κάτι που απαιτεί συγκεκριμένες δεξιότητες και τεχνικές, που δεν τις έχει ο καθένας. Κάτι θεατρικό». Μου χαμογέλασε, γλυκά. «Το καταλαβαίνεις κι αυτό, ναι; Ή θέλεις να γίνω πιο συγκεκριμένη;»
«Ναι», είπα. «Το καταλαβαίνω». Και δεν της έλεγα ψέματα.
Έγειρα πίσω στην πολυθρόνα μου και έκλεισα τα μάτια. Δεν ήξερα πού μπορούσε να οδηγήσει αυτή η συζήτηση, και πώς μπορούσα να εμπλακώ και εγώ σε όλα αυτά. Ή αν θα έπρεπε. Ή αν όντως είχα εκείνες τις «συγκεκριμένες δεξιότητες» και ήξερα ή μπορούσα να μάθω εκείνες τις «τεχνικές». Όμως, ξαφνικά, εκείνη η αρχική δυσάρεστη αίσθηση που με είχε καταλάβει, εκείνη η αρρυθμία στην καρδιά, είχε αλλάξει — τώρα πια ένιωθα μια περίεργη γλύκα μέσα μου, κάτι που δεν θυμόμουν να είχα αισθανθεί άλλη φορά στη ζωή μου. Και όλο αυτό μαζί με μια κούραση, για την οποία ευθυνόταν η προηγούμενη νύχτα… ό,τι και να είχε συμβεί κατά τη διάρκειά της. Τεντώθηκα, σαν γάτα, γέρνοντας ακόμη περισσότερο προς τα πίσω.
«Θέλεις να ξαπλώσεις λιγάκι;» με ρώτησε η Πολέτ. «Είσαι πολύ κουρασμένη. Αν κάτσεις να φάμε μαζί γιαμεσημέρι, και το απαιτώ να κάτσεις, δεν θα πιούμε ούτε μια γουλιά κρασί. Σ’ το υπόσχομαι. Και βλέπουμε τι θα κάνουμε μετά».
«Εντάξει», της είπα. «Αλλά όχι, δεν θέλω να κοιμηθώ, είμαι καλά. Πολύ καλά, βασικά. Ίσως απλώς… ίσως μόνο να θέλω να μου πεις μερικές λεπτομέρειες ακόμη για τη δουλειά σου. Αυτό που μου είπε. Ναγίνεις λίγο πιο συγκεκριμένη».
Η Πολέτ μού χαμογέλασε πλατιά, και το πρόσωπό της φωτίστηκε ολόκληρο. Νομίζω, φωτίστηκε και το δικό μου. Και ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβαινε κάτι τέτοιο εδώ και καιρό. Ούτε που ήξερα πόσο καιρό. Μπορεί και χρόνια.
Μπορεί και από πάντα.
«Πες μου», την προκάλεσα.
Κι εκείνη μού είπε.