Μυθιστόρημα - 19ο Μέρος (19/02/24)
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
Το απόγευμα η παλιά πόλη και οι λόφοι σκεπάστηκαν με ένα σεντόνι από πορφυρά και ροζ χαμηλά σύννεφα. Έμοιαζε λες και κάποιος άπλωσε ένα ουράνιο βασιλικό διάδημα πάνω από την Πράγα. Τα μάτια μου απορρόφησαν εκείνο το φως καθώς στεκόμουν όρθια δίπλα στο παράθυρο, νιώθοντας ένα ελαφρύ ψύχος που δεν ερχόταν από έξω, αλλά από μέσα μου. Ήταν σχεδόν συγκινητικά. Όπως συγκινητική ήταν η προσπάθεια των ανθρώπων —κάθε ανθρώπου— να κρατηθούν με το κεφάλι έξω από όλη εκείνη την επέλαση των γεγονότων, των δυσχερειών, από όλη τη θάλασσα των αντιξοοτήτων που ονομάζαμε ζωή. Θα τα κατάφερνα άραγε; Θα μπορούσα να διαχειριστώ τον νέο μου εαυτό; Είχα αλλάξει; Και ήταν πράγματι δυνατόν να αλλάξει κανείς μέσα σε μία μόλις ημέρα; Ή απλώς είχε πάρει το πάνω μέρος μέσα μου εκείνο το εγωιστικό γονίδιο που μας κρατούσε στη ζωή, επειδή απλώς και μόνο ήθελε το ίδιο να μην πεθάνει και να πολλαπλασιαστεί;
Αποφάσισα πως δεν είχε σημασία. Η ζωή ήταν εντέλει —όλοι το ήξεραν— πολύ μικρή για να χωρά όλα τα καθημερινά, μικρά ή μεγάλα, άγχη μας. Όλα εκείνα τα ερωτηματικά. Σημασία, έλεγαν αυτοί που ξέρουν, είχε μόνο η δράση. Οι αποφάσεις. Η επιβίωση με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Σημασία είχε να κερδίσεις άλλη μία σειρά δυνατοτήτων: άλλη μία ημέρα στον κόσμο.
Έσμιξα τα φρύδια αναλογιζόμενη πόσο σκληρό ήταν αυτό που είχα σκεφτεί. Μα στην πραγματικότητα δεν ήταν, κατέληξα. Ήταν η μόνη αλήθεια. Και η αλήθεια είναι πάντα τρυφερή — ακόμη και όταν σε πληγώνει με την ωμότητά της.
Ακούγοντας τα ελαφρά βήματα της Πολέτ, στράφηκα και την είδα να μπαίνει στο σαλόνι. Είχε ντυθεί για να με συνοδεύσει στο ξενοδοχείο μου. Δεν ήταν απαραίτητο και το ξέραμε κι οι δυο, αλλά το είχε απαιτήσει και δεν είχα λόγους να της το αρνηθώ. Ήδη την έβλεπα σαν παλιά φίλη, ή και κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Σαν κάποιον που μπορούσα να τον εμπιστευτώ απολύτως, ακόμη και μυστικά μου που δεν θα τολμούσα να ψιθυρίσω στο αυτί κανενός άλλου. Ήταν όμορφο συναίσθημα αυτό, και της το χρωστούσα.
Χαμογελάσαμε η μία στην άλλη, και ένιωσα την πόλη, πίσω από την πλάτη μου, να γέρνει και να μας κοιτά. Με ζήλια.
* * *
Στην αρχή είπαμε να καλέσουμε ένα Uber, αλλά η μέρα ήταν όμορφη, τα χρώματα αναλυμένα παντού, και ο καιρός σχεδόν ζεστός. Αποφασίσαμε να περπατήσουμε στους δρόμους, και να πάρουμε το τραμ μόνο όταν θα ήταν απαραίτητο. Μου άρεσε να περπατώ στο πλάι της. Ένιωθα πως είχα έναν ισχυρό σύμμαχο στο πλευρό μου, κάποιον που δεν θα με πρόδιδε ποτέ. Και ακόμα δεν είχα καταλάβει γιατί με είχε επιλέξει ανάμεσα σε όλες τις άλλες. Τι έτυχε, δηλαδή, να δει επάνω μου και ποια ανάγκη της συνέβαινε να της καλύπτω. Μα τι σημασία είχε τελικά; Ίσως να μην έβρισκα, ή να μην υπήρχε, καμιά εξήγηση, όσο και αν το παίδευα στο μυαλό μου.
Κρατημένες χέρι με χέρι, περπατήσαμε στα πλακόστρωτα πεζοδρόμια, χαζέψαμε τις βιτρίνες των καφέ και των παλιών, παραδοσιακών ζαχαροπλαστείων, περάσαμε έξω από μπιραρίες όπου ήδη πολύς κόσμος έπινε τις πρώτες απογευματινές μπίρες της ημέρας —πολλοί είχαν κιόλας φτάσει στη δεύτερη, ή και στην τρίτη—, διασχίσαμε τις διαβάσεις πατώντας επάνω στις ράγες του τραμ, και κάποια στιγμή μπήκαμε και σε ένα από τα δεκάδες πάρκα της πόλης, μια πυκνοφυτεμένη και γεμάτη δεντροστοιχίες έκταση με καθαρούς χωμάτινους δρομάκους και αλέες, με μία μικρή τεχνητή λιμνούλα και με ένα σωρό σκυλιά να τρέχουν γύρω μας παίζοντας. Ήταν όμορφα. Και η καρδιά μου γέμιζε αισιοδοξία με κάθε κοινό μας βήμα. Αισθάνθηκα εκείνο το είδος πλήρωσης που νιώθει ένας άνθρωπος όταν αξιολογεί μέσα του όλα τα τρέχοντα προβλήματα που τον απασχολούν και νιώθει πως κανένα τους δεν είναι και τόσο τρομερό ώστε να του χαλά την ημέρα και τη διάθεση. Δεν συνέβαινε το ίδιο με τα δικά μου προβλήματα βέβαια, και το ήξερα· μα ναι: όλα θα πήγαιναν καλά — είχα, αν μη τι άλλο, μία ισχυρή σύμμαχο πλέον στο πλευρό μου, δεν ήμουν μόνη.
Μπήκαμε στο πίσω βαγόνι ενός τραμ που, όπως είδαμε στο σχεδιάγραμμα της στάσης, περνούσε από έναν δρόμο πολύ κοντά στο ξενοδοχείο μου και σταθήκαμε όρθιες δίπλα από το διπλό παράθυρο στο βάθος του. Ο κόσμος ήταν αρκετός, και δεν μας κοιτούσε κανείς. Οι κάτοικοι της πόλης ήταν πολύ διακριτικοί, σε σημείο που να πιστεύεις ότι ήσουν αόρατος. Πράγμα που δεν μου φαινόταν καθόλου άσχημο. Εκμεταλλευόμενη την κατάσταση, έσκυψα και ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο της Πολέτ, νιώθοντας την αμέσως επόμενη στιγμή τα χέρια της να με αγκαλιάζουν. Δεν ήξερα τι θα συνέβαινε από εκεί και πέρα, δεν ήξερα τι εμπόδια θα υψώνονταν στον δρόμο μου και αν θα έπρεπε να βάλω τα δυνατά μου για να τα υπερπηδήσω, αλλά τουλάχιστον αυτή τη στιγμή ήμουν καλά — ήμουν επιτέλους καλά. Το μόνο κακό ήταν ο ήχος του τηλεφώνου της που την έκανε να πεταχτεί και να το ψάξει στην τσέπη του αδιάβροχου που είχε φορέσει. Ανασηκώθηκα κι εγώ, κάπως ντροπιασμένη με εκείνη την αυθόρμητη κίνησή μου, και κοιτώντας προς τον κόσμο για να δω τις αντιδράσεις του. Όχι, κανείς δεν μας πρόσεχε. Δόξα τω Θεώ.
«…μα καταλαβαίνω, ναι», έλεγε εκείνη τη στιγμή στο κινητό της η Πολέτ. «Ναι, πολύ ωραία. …Ναι, ασφαλώς. Φυσικά. Μην ανησυχείτε».
Έκλεισε το τηλέφωνο με τη σκιά μιας σκέψης να σκεπάζει για μια στιγμή το πράσινο των ματιών της.
«Όλα καλά;» της είπα.
Με κοίταξε χωρίς να μου μιλήσει για λίγο.
«Μπορείς να σταθείς ακίνητη για αρκετή ώρα;» μου είπε μετά.
«Ορίστε;» Δεν είχα καταλάβει τίποτε.
«Λέω, μπορείς να μείνεις ακίνητη; Χωρίς να κουνιέσαι; Θέλω να πω, μπορείς να ποζάρεις;»
Την κοίταξα στα μάτια, χωρίς να μιλάω εγώ αυτή τη φορά.
«Να ποζάρω;» είπα μετά από λίγο. «Εννοείς… σε ζωγράφο; Για πόση ώρα δηλαδή;»
«Δεν ξέρω για πόση ώρα, αλλά, ναι, ακριβώς, αυτό εννοώ. Σε ζωγράφο. Μη με παρεξηγείς. Νομίζουμε ότι αυτή τη δουλειά συνήθως την κάνουν οι δεκαοχτάχρονες για χαρτζιλίκι, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Και το ξέρω πως δεν είναι ρόλος αυτό, αλλά…» Ανασήκωσε τους ώμους. «Είναι μια δουλειά, έτσι δεν είναι;»
Συνέχισα να την κοιτάζω, χωρίς να μιλάω. Δεν ήξερα τι έπρεπε να απαντήσω.
«Αλλά», συνέχισε η Πολέτ. «Αλλά αυτό δεν είναι το σπουδαιότερο. Το σπουδαιότερο είναι τα χρήματα. Τον ξέρω τον πελάτη, του έχω ξαναστείλει κοπέλες. Ονομάζεται Ραούλ. Ραούλ Τσαντ». Σταμάτησε απότομα και με κοίταξε με τα μεγάλα, εκφραστικά της μάτια. «Για μοντέλα», διευκρίνισε. «Του έχω ξαναστείλει κοπέλες αποκλειστικά και μόνο για να του ποζάρουν. Μην πάει ο νους σου στο κακό». Μου χαμογέλασε ενθαρρυντικά πριν συνεχίσει. «Είναι κάπως απομονωμένα εκεί που μένει, και οι ώρες είναι μάλλον περίεργες, αλλά τα λεφτά, Μίνα. Τα λεφτά είναι πολύ καλά». Μου χαμογέλασε. «Λοιπόν; Τι λες;»
«Τι πρέπει να πω;»
«Ότι χαίρεσαι που θα ξεκινήσουμε να συνεργαζόμαστε».
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά.
«Εντάξει λοιπόν. Χαίρομαι που θα ξεκινήσουμε να συνεργαζόμαστε, Πολέτ. Σε ευχαριστώ».
«Εγώ, καλή μου», μου είπε. «Εγώ».
Και αγκαλιαστήκαμε μέσα στο τραμ, τη στιγμή που εκείνη η όμορφη γυναικεία φωνή από τα μεγάφωνα ανακοίνωνε την επόμενη στάση.
Ήταν η στάση μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
Κατέβηκε και εκείνη μαζί μου, και προχωρήσαμε μαζί στα σοκάκια του κέντρου. Ήθελα να μου πει περισσότερα και να με προετοιμάσει. Κι από μέσα μου, αν και δεν είχα σκοπό να της το μαρτυρήσω, έτρεμα για εκείνη την απόφαση που είχα πάρει τόσο επιπόλαια και χωρίς σκέψη. Όμως την είχα πάρει, και δεν θα την έπαιρνα πίσω. Ήταν ο τρόπος μου να ξεκολλήσω από το τέλμα. Όχι τα χρήματα: η κινητικότητά μου — το γεγονός ότι θα ξεκολλούσα από εκείνο το τέλμα της ακινησίας όπου βρισκόμουν όλον αυτό τον καιρό. Επιτέλους, κάτι θα γινόταν.
Τι; Δεν ήξερα να πω με σιγουριά. Μόνο ότι θα πόζαρα σε κάποιον ζωγράφο, σε ένα σπίτι στα περίχωρα της Πράγας, σε μια κεντροευρωπαϊκή χώρα που δεν ήξερα καθόλου, μερικές χιλιάδες μίλια μακριά από την πατρίδα μου και όλους τους ανθρώπους στους οποίους μπορούσα να πω μια καλημέρα. Σε όλους… πλην της Πολέτ.
Η νέα μου φίλη, και πλέον και εργοδότρια, άλλαζε τις ισορροπίες με εκείνο το μαγικό της ραβδάκι. Δεν μπορούσα να της αρνηθώ τίποτε, σκέφτηκα, λες και ήμουν μαγεμένη από αυτήν. Λειτουργούσα σχεδόν σαν ένα αγόρι που ήταν ερωτευμένο με τη δασκάλα του, ή με μια όμορφη γειτόνισσα. Κοντά της, έπαυα να σκέφτομαι και απλώς έλεγα ναι σε ό,τι και αν μου έλεγε. Με πείραζε άραγε αυτό; Ή, ακόμη περισσότερο: ήταν «κακό»; Και μπορούσε, άραγε, να με βλάψει με οποιονδήποτε τρόπο;
Καθώς περπατούσαμε στο στενό πεζοδρόμιο, προσπάθησα να το σκεφτώ. Όμως δεν είχα απάντηση. Όσο ήμουν μόνο μαζί της και πίναμε σε ένα μπαρ ή τρώγαμε πρωινό στο σπίτι της, όχι — δεν θα με έβλαπτε. Όταν όμως θα συνεργαζόμασταν, όταν θα γινόμουν μία από τις… από τις «κοπέλες» της, τα πράγματα ίσως να έπαιρναν μια άλλη τροπή, μια τροπή που δεν μπορούσα να προδικάσω. Όμως, στ’ αλήθεια, τι μπορούσα να πάθω; Είχε να κάνει με την ηθική μου όλο αυτό; Πιθανότατα. Η δουλειά της σχετιζόταν με τις αισθήσεις, μου είχε τονίσει, αλλά αυτό ήταν ένας ακόμη ευφημισμός για κάτι που στα δικά μου αυτιά ακουγόταν σαν συγκαλυμμένη πορνεία. Γιατί, αν το καλοσκεφτόσουν, αυτό δεν ήθελε να πει; Αυτό δεν ήταν που μου έκρυβε, ή μάλλον που μου αποκάλυπτε με έμμεσους τρόπους και με παραπλανητικά λόγια; Τελικά, δεν ήταν παρά μία «μαστροπός», που διοχέτευε γυναίκες σε άντρες; Αυτό ήταν λοιπόν; Κι εγώ; Τι δουλειά είχα εγώ με όλα αυτά; Ποια ήταν η θέση μου; Δεν συμπαθούσα καν τις γυναίκες που πουλούσαν το κορμί τους για τα λεφτά, κι ας αναγνώριζα όλους τους λόγους που τις είχαν οδηγήσει εκεί. Τους αναγνώριζα, αλλά δεν τις δικαιολογούσα. Οπότε; Τι σήμαινε αυτό για μένα πλέον; Τι σήμαινε το να συνεργάζομαι με μία —Θεέ μου— επαγγελματία προαγωγό; Ότι γινόμουν αυτό που απεχθανόμουν όσο λίγα πράγματα στον κόσμο; Πώς ήταν δυνατόν να συμβιβάζονται αυτά τα πράγματα μέσα μου; Τι συνέβαινε με εμένα; Τι πάθαινα; Τι είχα πάθει;…
Την κοίταξα λοξά, όπως περπατούσαμε. Αμέσως η καρδιά μου γαλήνεψε. Η μορφή της, εκείνη η αριστοκρατική ομορφιά, ανέτρεπε τις όποιες βεβαιότητες πάσχιζαν να εγκατασταθούν μέσα μου. Θα πόζαρα για έναν καλλιτέχνη, σκέφτηκα. Αυτό μόνο, και τίποτε παραπάνω. Έναν εκκεντρικό ίσως καλλιτέχνη, που δούλευε τα βράδια. Δεν μπορούσε να με πειράζει πραγματικά αυτό, έτσι δεν ήταν; Δεν ήταν κάτι που αντέβαινε σε όποιους κανόνες ηθικής πίστευα και τηρούσα. Μπορεί να ήταν κάπως υποτιμητικό για μία ηθοποιό με αρκετά χρόνια στο σανίδι να παριστάνει το μοντέλο, αλλά διάολε, ποια ήμουν στο κάτω-κάτω για να σκέφτομαι έτσι; Ποιος με ήξερε έξω από έναν τρομερά στενό κύκλο ανθρώπων του θεάτρου της Νέας Υόρκης, και μάλιστα του μη-εμπορικού, και των θεατών τους, που με τίποτε δεν μπορούσες να τους πεις πολλούς;
Κανείς, ήταν η σωστή απάντηση. Δεν με ήξερε κανείς. Δεν είχα κάποια σημαντική καριέρα, δεν είχα δυνατότητες για να πάω πιο ψηλά έτσι όπως ήμουν εγκλωβισμένη σε εκείνες τις παρεΐστικες, ψευτοδιανοουμενίστικες θεατρικές ομάδες, και, ναι, μπορούσα να ποζάρω γυμνή σε έναν ζωγράφο, για όνομα του Θεού.
Μπορούσα να το κάνω. Θα το έκανα.
Και όσο για την Πολέτ και τις υπόλοιπες επαγγελματικές δραστηριότητές της, ας μη βιαζόμουν να βγάλω συμπεράσματα. Δεν φαινόταν να ηγείται κάποιου κυκλώματος, να είναι μέλος σπείρας ή να εξαναγκάζει ανήλικες να βγαίνουν στην πορνεία, πράγματα δηλαδή που μισούσα και εχθρευόμουν με όλη μου την καρδιά. Από όσο μπορούσα να καταλάβω, και αν έκρινα από τους χώρους στους οποίους κινούνταν, απασχολούσε γυναίκες σαν κι εμένα, ή ίσως και άντρες, ανθρώπους του χώρου μου που είχαν την ικανότητα, και τα προσόντα, να παραστήσουν αυτά που ζητούσαν οι πελάτες της. Δεν τους προσφέρω κάτι που μπορούν να βρουν οπουδήποτε αλλού, μου είχε πει. Ήταν ξεκάθαρη ως προς αυτό. Προσέφερε κάτι πολύ συγκεκριμένο, και πολύ ειδικό. Μεσολαβώ για να οργανωθεί με τον καλύτερο τρόπο μία ολοκληρωμένη αισθητική πρόταση. Κάτι που απαιτεί συγκεκριμένες δεξιότητες και τεχνικές. Κάτι θεατρικό.
Ωραία λοιπόν. Δεν χρειαζόμουν τίποτε περισσότερο. Ήμουν έτοιμη. Ή, αν δεν ήμουν έτοιμη ακριβώς, σκέφτηκα κοιτώντας τον μεσημεριάτικο ουρανό, θα ήμουν το βράδυ. Όταν θα έπιανε τα πινέλα του ο άγνωστος καλλιτέχνης μου.
Ένα μπουμπουνητό ακούστηκε από ψηλά και μακριά, σαν να εκτονώθηκε μία μεγάλη ποσότητα δυναμίτιδας πίσω από τα κτίρια, κάνοντας άλλους από τους περαστικούς να μαζέψουν το κεφάλι τους στους ώμους και να προχωρήσουν πιο γρήγορα για να προλάβουν τη βροχή, και άλλους να στρέψουν με επιφύλαξη το κεφάλι προς τον ουρανό, σαν να είχαν ακούσει κάτι που δεν έπρεπε να είχε ακουστεί, κάτι που δεν είχε τη θέση του στον κόσμο.
Πλησίασα κι άλλο την Πολέτ, την έπιασα προστατευτικά από το μπράτσο και συνεχίσαμε την πορεία μας προς το ξενοδοχείο μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
Δεν μου είπε πολλά περισσότερα, κυρίως γιατί εγώ δεν ήθελα να μάθω άλλα. Μου τόνισε απλώς ότι δεν χρειαζόταν να βάλω κάποια ιδιαίτερα ρούχα, ή να περιποιηθώ τον εαυτό μου περισσότερο από όσο θα το έκανα για μία οποιαδήποτε έξοδό μου. Αντίθετα, καλό θα ήταν να ήμουν όσο πιο απλή μπορούσα — κάτι που με βόλευε απολύτως, όπως ξέραμε και οι δύο. Νά και κάτι καλό λοιπόν. Νά και κάτι που ήξερα πώς να το κάνω… ή πώς να μην το κάνω. Η Πολέτ μού χαμογέλασε και μου υποσχέθηκε πως ποτέ δεν θα με έφερνε σε δύσκολη θέση. Ποτέ, είπε, δεν θα μου ζητούσε πράγματα που θα ξεπερνούσαν τις αντιστάσεις μου. Το εκτίμησα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Χωριστήκαμε κάτω από το ξενοδοχείο μου και με άφησε πηγαίνοντας σε μία δουλειά, όπως μού είπε. Δεν ρώτησα κάτι περισσότερο, αν και μπορούσα να υποπτευθώ τον χαρακτήρα αυτής της δουλειάς. Θα μου τηλεφωνούσε το βράδυ, όταν θα οριστικοποιούνταν το ραντεβού μου.
Κλείστηκα στο δωμάτιό μου με έναν αναστεναγμό, μένοντας για λίγο με την πλάτη μου κολλημένη στην πόρτα και με τα μάτια μου κλειστά. Είχα λείψει είκοσι τέσσερις ώρες, αλλά ένιωθα πως έλειπα ισάριθμες μέρες. Είχα επιστρέψει εντελώς διαφορετική μετά από εκείνη τη γνωριμία που είχα κάνει, και μάλιστα με μια δουλειά μπροστά μου. Όχι κάτι σημαντικό, όχι κάτι που θα με εξέλισσε σαν καλλιτέχνη, αλλά κάτι που ίσως θα μπορούσε να μου επιτρέψει να μείνω για λίγο περισσότερο καιρό και με μεγαλύτερη άνεση στην πόλη, μέχρι να τα καταφέρω όπως είχα αρχικά σχεδιάσει. Ίσως όλα να πήγαιναν καλά, λοιπόν. Ίσως άδικα να έφερνα στο μυαλό μου μόνο τα πιο άσχημα από τα χειρότερα δυνατά σενάρια.
Ξεκόλλησα από την πόρτα και άφησα την τσάντα και το μπουφάν μου πάνω στο κρεβάτι. Δεν είχα καμία άλλη υποχρέωση για το υπόλοιπο της ημέρας, οπότε το μόνο που θα έκανα θα ήταν να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου, να διαβάσω λίγες σελίδες από το βιβλίο μου και να κοιμηθώ. Τα τελευταία ίχνη από το χθεσινοβραδινό μεθύσι μου είχαν ήδη εξατμιστεί, αλλά η δουλειά ήταν νυχτερινή, και ίσως να αποδεικνυόταν απαιτητική. Δεν ήξερα πόσες ώρες θα έπρεπε να ποζάρω, και με τίποτε δεν έπρεπε να απογοητεύσω την Πολέτ. Ίσα-ίσα, όφειλα να είμαι ένα άψογο μοντέλο για τον κοινό μας εκκεντρικό εργοδότη. Οπότε έπρεπε να πάω στο σπίτι του φρέσκια και ξεκούραστη.
Έβγαλα τα παπούτσια μου και το παντελόνι μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι χωρίς να το ξεστρώσω. Ήξερα πως, έτσι και χωνόμουν από τώρα στα σκεπάσματα, δεν θα αργούσε να με πάρει ο ύπνος. Και ήταν ακόμη νωρίς.
Πήρα το βιβλίο που είχα ακουμπισμένο δίπλα μου και βολεύτηκα στα μαξιλάρια.
* * *
Νά με λοιπόν, στην Πράγα, σε ένα χαριτωμένο δωματιάκι ενός γουστόζικου μικρού αλλά ιστορικού ξενοδοχείου, με ένα ωραίο μυθιστόρημα στα χέρια, και με την προοπτική μιας νέας καριέρας που ξεκινούσε αργά απόψε. Τι περισσότερο, τι καλύτερο θα μπορούσα να ελπίσω μετά από μια βδομάδα όλη κι όλη στην Ευρώπη, μόνη και άγνωστη μεταξύ αγνώστων;…
Έκλεισα τα μάτια με ένα χαμόγελο στα χείλη μου. Και αποκοιμήθηκα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23
Το μήνυμα που εμφανίστηκε με έναν βόμβο στην οθόνη του κινητού μου βγάζοντάς με σχεδόν βίαια από τον ύπνο μου ήταν σαφές:
Θα έρθουν να σε πάρουν στις έντεκα έξω από το ξενοδοχείο. Να είσαι έτοιμη. Πολέτ. xoxo
Κοίταξα την ώρα. Ήταν δέκα και δέκα. Δέκα και δέκα το βράδυ, Θεέ μου. Πετάχτηκα από το στενό μου κρεβάτι πιασμένη και παγωμένη, καθώς βέβαια και πάλι το καλοριφέρ δεν δούλευε. Ή δεν δούλευε όλη την ώρα, ή τέλος πάντων τις ώρες που το χρειαζόμουν εγώ. Επιπλέον, είχα μόλις τρία τέταρτα στη διάθεσή μου. Μου έφταναν και με το παραπάνω για να ετοιμαστώ, μα από την άλλη δεν ήταν αρκετά. Ειδικά για να βρω λίγο χρόνο για να προετοιμαστώ ψυχολογικά, για να…
Μα τι έλεγα εκεί; Ήταν μια απλή δουλειά, η απλούστερη που θα μπορούσα να σκεφτώ. Απλώς θα καθόμουν σε ένα σκαμνί και θα προσπαθούσα να μείνω ακίνητη. Και να σκέφτομαι. Είχα τόσα να σκεφτώ, που δεν θα είχα πρόβλημα. Μάλιστα, έτσι κι αλλιώς δεν έκανα άλλο από το να σκέφτομαι. Αυτή τη φορά, θα με πλήρωναν κιόλας. Πράγμα μάλλον ελκυστικό, αν σκεφτόμουν το ύψος του τραπεζικού λογαριασμού…
Πήγα στο μπάνιο και πέταξα τα ρούχα μου στα πλακάκια, ξεφυσώντας από το κρύο του χώρου. Άνοιξα μόνο το ζεστό, περιμένοντας μέσα στην παγωνιά και παρακαλώντας από μέσα μου να δω γρήγορα αχνό από τη βρύση.
Εντέλει έπρεπε να περιμένω πάνω από δύο ολόκληρα λεπτά, αλλά επιτέλους το ζεστό νερό ήρθε. Το ανάμιξα με κρύο και μπήκα από κάτω. Τελείωσα το ντους μου σε λιγότερα από άλλα πέντε λεπτά και σκουπίστηκα επίσης γρήγορα. Έπρεπε να ετοιμαστώ το συντομότερο δυνατόν, για να μην τρέχω την τελευταία στιγμή. Κατέβασα τη βαλίτσα μου και βρήκα ένα παλιό φόρεμα που είχα αγοράσει πριν από πολλά χρόνια. Ήταν εντελώς εκτός κάθε μόδας, μακρύ, ριχτό και με φουσκωτά μανίκια που έφταναν ώς τον καρπό, από ένα βαμβακερό κρεμ και κιτρινωπό ύφασμα. Θα μπορούσες να το περάσεις και για νυχτικό, αλλά δεν ήταν, είπα από μέσα μου. Χωρίς να δώσω στον εαυτό μου το περιθώριο να το σκεφτεί δεύτερη φορά, έβαλα ένα καλσόν και πήδηξα μέσα στο φουστάνι πασχίζοντας να σηκώσω το κοντό φερμουάρ στην πλάτη. Τα κατάφερα με τα πολλά, και έδωσα συγχαρητήρια στον εαυτό μου — όλα αυτά τα χρόνια που έκανα γιόγκα δεν είχαν πάει χαμένα, λοιπόν.
Δεν προλάβαινα να κάνω πολλά με τα μαλλιά μου. Τα είχα λούσει στο σπίτι της Πολέτ, και τα είχα χτενίσει με μία από τις άπειρες βούρτσες που είχε. Θα τα άφηνα έτσι, δεν υπήρχε περίπτωση να ασχοληθώ περαιτέρω μαζί τους. Βρήκα ένα ζευγάρι κάλτσες που μου έφταναν μέχρι τη μέση της γάμπας και τις φόρεσα πάνω από το καλσόν. Κατά πάσα πιθανότητα έκανα κάτι στιλιστικά εγκληματικό για το οποίο θα λογοδοτούσα κάποτε, μα και πάλι: δεν προλάβαινα. Φόρεσα τα μαύρα δερμάτινα αρβυλάκια μου, και στράφηκα στον τοίχο για να κοιταχτώ στον καθρέφτη. Δεν υπήρχε καθρέφτης. Ωραία λοιπόν. Ας ήταν. Φόρεσα την πλεχτή μου ζακέτα, και προς στιγμήν αισθάνθηκα σαν κάτι τρομερά απαίσιο που επρόκειτο να αφεθεί ελεύθερο στους δρόμους της κομψής Πράγας. Την επόμενη στιγμή, κοιτώντας τις γάμπες μου με το καλσόν, τις άκρες από τις κάλτσες και τα μποτάκια, συνειδητοποίησα πως μάλλον τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Ξεφυσώντας, πέρασα χιαστί την τσάντα μου από τους ώμους, άρπαξα το κινητό μου και το κλειδί του δωματίου, είδα αν είχα μαζί μου το πορτοφόλι μου με το διαβατήριο και την κάρτα μου — και άφησα το δωμάτιό μου.
Δεν ήξερα πού πήγαινα ή τι επρόκειτο να μου συμβεί τις επόμενες ώρες. Όμως ήξερα πως είχα πάρει μία στροφή στη ζωή μου. Ίσως μια λάθος στροφή. Ίσως πάλι και όχι.
Θα το έδειχνε ο καιρός. Θα το έδειχνε η νύχτα.