Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25
Δεν χρειαζόταν να μου συστηθεί. Ήξερα ότι ήταν αυτός, όπως ξέρεις ότι είσαι μπροστά από μια τίγρη όταν βλέπεις μία από τις ρίγες στη ράχη της.
Και νά που δεν ήταν διόλου μεγάλος τελικά. Νά που δεν ήταν όπως τον περίμενα, και όπως τον είχα πλάσει στο μυαλό μου.
Ήταν γύρω στα τριάντα με τριάντα πέντε, με χλομή επιδερμίδα, κατάμαυρα πυκνά μαλλιά που κάλυπταν ένα μέρος του μετώπου του και κατέβαιναν κάτω από το σβέρκο του, μάτια που έμοιαζαν σαν δύο ανεξάρτητες οντότητες με τη δική τους νοημοσύνη, μάτια γαλανά σαν μακρινές παγωμένες φωτιές προσανατολισμένες επάνω μου, συμμετρικό πρόσωπο με τονισμένα ζυγωματικά, με δυνατή, καλοσχηματισμένη μύτη, και ένα στόμα σαν σαρκοβόρο άνθος του Αμαζονίου. Εκείνο το πυρετικό βλέμμα μπορούσε να σε ρουφήξει με την ένταση που σε κοιτούσε, ή να σε κάψει, κι όμως ήθελες να σε ρουφήξει, ήθελες να σε κάψει, ήθελεςνα το κοιτάς καθώς σε περιεργαζόταν με μια περιέργεια και μια λαχτάρα μικρού παιδιού που για πρώτη του φορά βλέπει τη θάλασσα. Το μισάνοιχτο στόμα του, φλογισμένο και κατακόκκινο, έμοιαζε να τρέμει από αδημονία για λέξεις που δεν μπορούσαν ή δεν έπρεπε να ειπωθούν, αφήνοντας να φανούν τα κατάλευκα δόντια του από πίσω, ένα τείχος από μαρμάρινο, αστραφτερό σμάλτο. Ο λαιμός του, δυνατός και γερμένος ελάχιστα στο πλάι για να με περιεργάζεται καλύτερα, ήταν λεπτός και νευρώδης, ενώ όλο του το σώμα έμοιαζε να δονείται από μία ακίνητη ένταση, κάτι που δεν μπορούσα να κατανοήσω ή και να ονοματίσω καν έτσι όπως καθόμουν να τον κοιτάζω, ασάλευτη και αμίλητη. Δεν φορούσε κοστούμι ή καθημερινά ρούχα, δεν με υποδεχόταν φορώντας κάτι που θα περίμενα ίσως να φορά, αλλά ένα λευκό πουκάμισο με φαρδιά μανίκια και με ανοιχτά τα δύο τελευταία του κουμπιά πάνω στο φαρδύ του στήθος, και στενό μαύρο παντελόνι χωμένο σε ένα ζευγάρι μπότες που τον έκαναν να μοιάζει ακόμη πιο ψηλός από όσο έτσι κι αλλιώς ήταν, λες και μόλις είχε έρθει από μια περιήγηση στο κτήμα του. Δεν έμοιαζε στ’ αλήθεια με ζωγράφο —αν οι ζωγράφοι υποτίθεται πως έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά— αλλά με κυνηγό, με εξερευνητή, με έναν άντρα αφιερωμένο στην περιπέτεια και στο άγνωστο. Έναν άντρα φερμένο από κάπου παλιά. Δεν είχα δει… όχι: ποτέ μου δεν είχα ονειρευτεί κάτι τόσο όμορφο στη ζωή μου. Ποτέ. Ίσως και κανείς άλλος. Αλλά μαζί, ποτέ μου δεν είχα βρεθεί τόσο κοντά σε κάτι τόσο… επικίνδυνο. Ο άντρας αυτός, ο Ραούλ Τσαντ, ο πρώτος μου πελάτης, ήταν ένα πλάσμα πέρα από κάθε φαντασία. Κάτι που θα μπορούσα, σκέφτηκα αναίτια, να αγαπήσω — κάτι όμως ταυτόχρονα που θα μπορούσε να με συντρίψει, και ίσως να μην το καταλάβει καν, ή να μην το απολαύσει, καθώς θα συνέβαινε.
Αλλά εγώ θα απολάμβανα τη συντριβή μου.
Άνοιξα το στόμα μου για να πω κάτι, αλλά η φωνή μου δεν έλεγε να βγει. Ούτε καν μπόρεσα να σχηματίσω στο μυαλό μου τα απλά λόγια που έπρεπε να του πω. Κι εκείνος δεν βοηθούσε καθόλου, καθώς συνέχιζε να με κοιτά με μια ψυχρή, όμως έντονη απορία, όπως όταν κοιτάμε έναν πίνακα ζωγραφικής που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά τι ακριβώς αναπαριστά. Το κεφάλι του εξακολουθούσε να είναι λιγάκι γερτό, και τα πυρετικά του μάτια με εξέταζαν από πάνω μέχρι κάτω, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως ήμουν αληθινή, ή σαν να αποτιμούσε αυτό που του παρουσίαζα, αντιπαραβάλλοντάς το με ό,τι είχε κι αυτός στο μυαλό του για μένα, λες και είχε αγοράσει κάτι χωρίς να το έχει δει, απλώς από περιγραφές. Δεν τολμούσα να σκεφτώ τι γνώμη θα αποκτούσε για μένα μετά από όλη αυτή την εξέταση και σε τι συμπεράσματα θα κατέληγε, ωστόσο κάτι μέσα μου μου έλεγε με τρόμο ότι ένας άντρας σαν κι αυτόν δεν ήταν καθόλου μα καθόλου εύκολο να ικανοποιηθεί.
Όμως με είχε πράγματι ζητήσει και βρει από το τηλέφωνο, χωρίς να με έχει ελέγξει προηγουμένως, και όλο αυτό… όλη αυτή η παράσταση δεν έπρεπε να με πτοεί, είπε μια φωνή μέσα μου δίνοντάς μου κουράγιο. Ήμουν εγώ, και έπρεπε να με δεχτεί όπως ήμουν. Ναι, ήμουν εγώ.
Πήρα θάρρος από τις ίδιες μου τις σκέψεις και κατόρθωσα να χαλιναγωγήσω το σαν ζωντανό ρίγος που με είχε καταλάβει, κι εκείνο τον φόβο που κυλούσε με διεσταλμένα μάτια μέσα στις φλέβες μου, κάνοντας το αίμα μου να σιγοτρέμει και να παγώνει μαζί.
Είμαι εγώ, του είπα με τα μάτια μου και κρατώντας την αναπνοή μου, με τον κορμό τεντωμένο προς το μέρος του και χωρίς να σηκωθώ από εκείνη την πολυθρόνα κοντά στο αναμμένο τζάκι. Κι αυτό ήταν καλό —το ήξερα—, αλλά και επικίνδυνο μαζί. Και, συνειδητοποίησα ξαφνικά, μου άρεσε που ήταν επικίνδυνο. Βρισκόμουν σε ένα σκαλοπάτι της ζωής μου όπου ακόμη και ο κίνδυνος γινόταν κάτι που ανήκε σε εμένα. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να μου στερήσει οτιδήποτε.
«Ήρθατε».
Η φωνή του είχε τη μεταλλική γλύκα και τη στιβαρότητα μιας καμπάνας, αλλά και τις δονήσεις της μαζί. Εκτός κι αν έφταιγε εκείνο το βαρυφορτωμένο δωμάτιο για τον μικρό αντίλαλο που ήρθε στ’ αυτιά μου κάνοντάς με να ανατριχιάσω διπλά.
«Ναι», είπα μόνο, και έμεινα εκεί, στη θέση μου, με το βλέμμα στυλωμένο στις δίδυμες φωτιές των ματιών του, που πάλευαν όλη εκείνη την ώρα με τις σκιές από τις θυμωμένες φλόγες στο τζάκι.
«Ελάτε μαζί μου», είπε, και κινήθηκε προς το πλάι — όχι ακριβώς αστραπιαία, αλλά με μία απότομη και ταυτόχρονα ρευστή κίνηση που θύμιζε αιλουροειδές.
Νά τη πάλι η τίγρη, είπα από μέσα μου — όταν κατάλαβα πως έκανα λάθος. Όχι τίγρη, αλλά πάνθηρας.
Αυτό ήταν. Πάνθηρας. Κάτι όμορφο, θανάσιμο, σπάνιο, και μόνο.
Αυτός ο άντρας ήταν μόνος του, και αυτό ήταν η μεγαλύτερη αδυναμία του, και το δυνατότερο όπλο του.
Χωρίς να το καταλάβω, μπλεγμένη με τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, άργησα να καταλάβω πως ο πάνθηράς μου είχε προχωρήσει στο βάθος του μεγάλου δωματίου, ενώ εγώ παρέμενα ακόμα καθισμένη στην άκρη της πολυθρόνας μου. Πετάχτηκα επάνω και έσπευσα να τον ακολουθήσω, ενώ γύρω μου το χαμηλό φως από εκείνες τις παλιές λάμπες έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να σκοτεινιάσει τον δρόμο μου, φωτίζοντάς τον.
Μια μικρή ζάλη με κατέλαβε καθώς τον έβλεπα να προχωρά μέσα σε εκείνο το στενό μαύρο παντελόνι, δέκα βήματα μπροστά μου. Πού πηγαίναμε; Και τι άλλες εκπλήξεις είχε να μου παρουσιάσει ο Ραούλ Τσαντ;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26
Βγήκα ξοπίσω του από το σαλόνι, για να βρεθώ σε έναν μακρύ διάδρομο που φωτιζόταν από μικρά μπρούντζινα φωτιστικά βιδωμένα στους δύο τοίχους. Βρίσκονταν ανάμεσα από μία σειρά πορτρέτα, ανδρών και γυναικών, με αριστοκρατική όψη, σοβαρό βλέμμα και ακριβά κοστούμια και φορέματα. Ήταν μία πινακοθήκη χρόνου, κύρους, χρήματος και εξουσίας. Αισθάνθηκα μικρή και άχαρη έτσι όπως ήμουν ντυμένη, με τα ακόμη νωπά ρούχα μου που είχαν μισοστεγνώσει επάνω μου να κολλάνε και να ξεκολλάνε από το δέρμα μου σε κάθε μου βήμα. Τα βλέμματά των εικονιζόμενων αριστοκρατών με ακολουθούσαν έτσι όπως προχωρούσα, ενώ θα μπορούσα να ορκιστώ πως ένα-δυο φρύδια είχαν ανασηκωθεί βλέποντάς με — σχεδόν με αποτροπιασμό. Δεν τόλμησα να τα ξανακοιτάξω, αλλά η αίσθησή μου ήταν πως τα μάτια εκείνα ήταν ίδια με του άντρα μπροστά μου. χωρίς κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ήταν οι δικοί του άνθρωποι· η οικογένειά του.
Σταμάτησε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει και στάθηκε μπροστά από μία πόρτα. Την άνοιξε, και πέρασε σε ένα δωμάτιο, απλώνοντας το χέρι για να πατήσει τον διακόπτη του ηλεκτρικού. Τάχυνα το βήμα μου για να μην τύχει και με κλείσει απέξω.
Και έτσι, βιαστική, μπήκα στο λουτρό.
Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, στρωμένο με παλιό και, σε σημεία-σημεία, φθαρμένο μωσαϊκό. Στο κέντρο του σχεδόν, προς τη μεριά τού απέναντι τοίχου που ήταν βαμμένος με λαδομπογιά από το πάτωμα ώς τη μέση περίπου, είδα μία μπανιέρα από πορσελάνη, τοποθετημένη πάνω σε ένα φαρδύ ξύλινο βάθρο. Σε ένα έπιπλο από καρυδιά, πιο πέρα, αναπαύονταν μερικές στοίβες από πετσέτες, ενώ δίπλα του υπήρχε ένας φορητός ολόσωμος καθρέφτης. Αριστερά από την μπανιέρα, κάτι σαν μεγάλο μαγκάλι με πέτρες λάβας επάνω του ανέδιδε τούφες θερμού αχνού, σαν μικροσκοπικά σύννεφα. Η ατμόσφαιρα, που φωτιζόταν από έναν γυμνό γλόμπο στο ταβάνι, ανέδιδε μία οσμή από σαπούνι και από μυρωδάτο θυμίαμα, και ήταν βαριά, σαν να είχε διαλυθεί μία μεγάλη ποσότητααρωματικής γλυκερίνης μέσα της. Ο Ραούλ γύρισε στο πλάι και έγειρε τον λαιμό του προς το μέρος μου, κοιτώντας με με εκείνα τα καυτά μάτια του.Τώρα το παρατηρούσα. Δεν ήταν γαλάζια, όπως είχα νομίσει προηγουμένως, όταν τον πρωτοείδα. Ήταν γκρίζα, μια απόχρωση που δεν θυμόμουν ότι είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου. Και μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως αυτό το γκρίζο υπήρχε και στα μάτια των ανθρώπων έξω στο χολ, στα πορτρέτα. Εκείνο το γκρίζο του λύγκα… ή του λύκου.
Η καρδιά μου αναπήδησε στο στήθος μου και, ξαφνικά, ήμουν σίγουρη πως θα έβγαζε ένα στιλέτο και θα το κάρφωνε στην καρδιά μου. Δεν ήθελα να πεθάνω, αλλά νομίζω πως θα το δεχόμουν αδιαμαρτύρητα, γιατί περνούσα πάλι εκείνη τη φάση της σαστιμάρας απέναντί του. Τα μέλη μου ήταν βαριά και δυσκίνητα — άγνωστο γιατί. Ήλπιζα πως σε λίγο η ρώμη θα επέστρεφε στους μυς μου, αλλά εκείνη τη στιγμή ήμουν εκατό τα εκατό παραδομένη.
Δεν έβγαλε κάποιου είδους εγχειρίδιο από τη ζώνη του, και γενικώς δεν έκανε απολύτως τίποτε όσο στεκόταν εκεί, κοιτώντας με από το πλάι. Όμως αυτό παραπήγαινε, και η ευαίσθητη καρδιά μου δεν θα ήταν σε θέση να το αντέξει για πολύ περισσότερο.
«Τι;» τόλμησα να ξεστομίσω. «Τι να κάνω;»
Ο Ραούλ με κοίταξε δείχνοντας μία μικρή κατάπληξη. Άνοιξε το στόμα για να μιλήσει, το έκλεισε ξανά λιγάκι αναποφάσιστος, και μόνο μετά, με μια δεύτερη προσπάθεια, είπε μια λέξη μόνο:
«Μπάνιο».
«Ορίστε; Τι μπάνιο; Γιατί;»
Αναστέναξε φουσκώνοντας το στήθος του. Η γλώσσα του πετάχτηκε για μια αδιόρατη στιγμή ανάμεσα από τα χείλη του για να με περιπαίξει.
«Μπάνιο, σας παρακαλώ», είπε αμέσως μετά. «Έτσι πρέπει».
«Έτσι πρέπει;» Δεν ήμουν σίγουρη ότι είχα ακούσει καλά. «Είμαι… έχω κάνει μπάνιο», του είπα βιαστικά, γιατί στ’ αλήθεια το τελευταίο πράγμα που ήθελα να κάνω στη ζωή μου ήταν να μπω, γυμνή, μέσα σε εκείνη την μπανιέρα…
«Σας παρακαλώ», είπε μόνο εκείνος, φέρνοντας το χέρι στα μαλλιά του και παίρνοντάς τα από το μέτωπό του με μια αρμονική κίνηση.
Έκατσα με ίσια την πλάτη και ανοιχτά τα πόδια απέναντί του, κοιτώντας τον κατά πρόσωπο. Ήταν προφανές ότι δεν έπρεπε να δεχτώ κάτι τέτοιο, αλλά… αλλά άραγε γιατί;… Γιατί να μην υπάκουα; Τι είχα να χάσω; Πόσο άσχημο μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο; Δεν ήταν απλώς παρά ένα μέρος κάποιου τελετουργικού. Κάποιου τελετουργικού που είχε στο μυαλό του. Ήταν καλλιτέχνης, και κάτι τέτοια μπορεί να ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με το καλλιτεχνικό του έργο. Αν μη τι άλλο, ήμουν εξοικειωμένη με διάφορα παρόμοια καμώματα από τη μικρή καριέρα μου στο θέατρο, έναν χώρο γεμάτο με τέτοιους ιδιόρρυθμους ανθρώπους. Κακώς είχα φερθεί έτσι. Κακώς το είχα δει από την αρνητική του μεριά. Ναι, γιατί όχι; Ας πήγαινε στο καλό. Αν μη τι άλλο, μπορούσα να κάτσω για λίγο εκεί, χαλαρώνοντας κάτω από το νερό. Αν το σκεφτόμουν διαφορετικά, η μικρή εκείνη απόλαυση θα ήταν μία αποζημίωση για όλη τη βροχή που έφαγα περιμένοντας τον οδηγό, και για την ώρα που πέρασα με το νερό να εξατμίζεται από επάνω μου δίπλα στο τζάκι καθώς περίμενα… εκείνον.
«Καλώς», είπα. «Εντάξει. Απλώς θα πρέπει να στεγνώσω κάπου τα ρούχα μου. Μπορείτε να μου δανείσετε ένα σίδερο ή…»
Ο Ραούλ σήκωσε το χέρι του διατάσσοντάς με να σωπάσω. Σώπασα.
«Εκεί είναι οι πετσέτες», είπε. «Και παντόφλες. Κάποιο ζευγάρι θα σας κάνει. Όταν τελειώσετε, καθίστε δίπλα στη φωτιά και τραβήξτε το κουδούνι που θα βρείτε εκεί».
Η φωνή του ήταν βαθιά, με μια απόχρωση λιωμένου γρανίτη μέσα της. Επέπλεε πάνω στον αέρα και αντηχούσε στους ιδρωμένους τοίχους, και έκανε τα αυτιά μου να μουδιάζουν και την κοιλιά μου να σφίγγεται με έναν τελείως ιδιαίτερο και συγκεκριμένο τρόπο. Σαστισμένη, έκανα λίγο στο πλάι και παραμέρισα για να βγει έξω. Καθώς περνούσε από δίπλα μου ρίχνοντάς μου ένα τελευταίο αναγνωριστικό βλέμμα, ανατρίχιασα ολόκληρη λες και μου είπε χίλια ανάρμοστα λόγια, λόγια που όμως ήθελα να ακούσω. Είδα την πόρτα πίσω του να κλείνει, και έτρεξα για να την κλειδώσω από μέσα, με έναν σύρτη που υπήρχε εκεί. Μόνο τότε ανέπνευσα κανονικά. Όλη εκείνη την ώρα αρκούμουν σε λίγες κοφτές, μόνο, γουλιές αέρα. Όλο το υπόλοιπο οξυγόνο του χώρου το έκαιγε εκείνος. Και χρειαζόταν, πράγματι, πολύ. Πελώριες ποσότητες οξυγόνου.
Ξεφύσησα και πήρα μερικές βαθιές ανάσες, με την πλάτη μου κολλημένη στην πόρτα. Ηρέμησα, χαλάρωσα, και προχώρησα προς το μαγκάλι με τις πέτρες που άχνιζαν. Κάρβουνα έκαιγαν στο χαμηλότερο επίπεδό του, και η όψη τους με έκανε να ηρεμήσω ακόμη περισσότερο. Από έναν στύλο δίπλα στην παρηγορητική φωτιά, κρεμόταν ένα βελούδινο κορδόνι. Ένα κουδούνι, λοιπόν. Μάλιστα. Μπορεί στο ξενοδοχείο μου να μην είχα καν υπηρεσία δωματίου, αλλά εδώ μπορούσα να τραβήξω ένα κορδόνι για να μου φέρουν τη ρόμπα μου. Και αιθέρια έλαια για το μπάνιο. Και, ποιος ξέρει, ίσως ό,τι άλλο θα τους ζητούσα, ό,τι άλλο θα είχα ανάγκη.
Η λέξη κουδούνισε μέσα μου: ανάγκη.
Κούνησα το κεφάλι μου για να την αποδιώξω —ήταν μια δύσκολη, ιδιόρρυθμη λέξη, που με γέμιζε άγχος— και κοίταξα καλύτερα τον χώρο. Φαινόταν απολύτως ασφαλής, αν μπορούσες να βγάλεις από το μυαλό σου το γεγονός ότι ήταν μέρος ενός απομακρυσμένου, μοναχικού σπιτιού κάπου έξω από την πόλη, και ότι ήταν η κατοικία ενός άντρα που…
Κούνησα ξανά το κεφάλι μου, ξεφυσώντας και προσπαθώντας να μην τον θυμάμαι και να μην τον επικαλούμαι — δεν ήταν καλό. Όχι αν δεν ήθελα να παραμείνω ψύχραιμη και να κάνω τη δουλειά για την οποία είχα έρθει. Τη δουλειά για την οποία πληρωνόμουν. Ξεροκατάπια και το πήρα απόφαση. Θα το έκανα. Δεν ήταν δα κάτι τόσο δύσκολο, ψέματα; Στράφηκα προς το ντουλάπι με τις πετσέτες, και ξεχώρισα ένα μακρύ μπουρνούζι και δύο προσόψια για τα μαλλιά και το πρόσωπό μου. Τα πήρα και τα άφησα προσεκτικά πάνω στο βάθρο της μπανιέρας, που φαινόταν σχολαστικά τριμμένο και καθαρό. Έβγαλα γρήγορα τα ρούχα μου και μπήκα στην μπανιέρα, ρυθμίζοντας γρήγορα το νερό. Ήταν πιο εύκολο από όσο φοβόμουν. Και έμεινα έτσι, όρθια, να βρέχομαι με το χλιαρό νερό και να σαπουνίζομαι με εκείνη την παλιά, μοσχομυριστή πλάκα σαπούνι που υπήρχε εκεί, τυλιγμένη σε ένα γκοφρέ χαρτί άριστης ποιότητας. Ήταν ένα σαπούνι για βασιλιάδες, σκέφτηκα χωρίς να το θέλω, και χαμογέλασα καθώς έτριβα με αυτό το στήθος μου.
Τελείωσα όσο πιο γρήγορα γινόταν, αν και στην πορεία η διαδικασία μού άρεσε, και ευχαρίστως θα την παρέτεινα λίγα λεπτά ακόμη. Όμως δεν είχα έρθει γι’ αυτό, έτσι δεν ήταν; Δεν είχα έρθει για να κάνω μπάνιο, αλλά για να ποζάρω. Σκουπίστηκα όπως-όπως με τις πετσέτες, φόρεσα το μπουρνούζι και ένα ζευγάρι παλιές αλλά σε καλή κατάσταση παντόφλες που βρήκα εκεί, και ξάφνου ένιωσα αμήχανα… και άσχημα. Και τώρα; Τι έπρεπε να κάνω τώρα; Τι άλλο είχε σειρά; Μήπως έπρεπε να χτενίσω τα μαλλιά μου, να βαφτώ, να φορέσω κάτι συγκεκριμένο, να…;
Το κουδούνι. Θα το χτυπούσα, και θα έβλεπα τι θα γινόταν. Αν μη τι άλλο, μέχρι τώρα όλα είχαν πάει καλά. Δεν είχα λόγο να φοβάμαι πως κάτι θα χαλούσε στην πορεία. Μάζεψα τα ρούχα μου, τα πέταξα δίπλα από το ράφι με τις πετσέτες και, σφίγγοντας αποφασιστικά τα χείλη, τράβηξα το κορδόνι. Ο ήχος του κουδουνιού με ξεσήκωσε, καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευα πως δεν θα ακουγόταν μέσα στο μπάνιο, αλλά κάπου αλλού. Στάθηκα αφελής. Αναποφάσιστη ως προς το τι έπρεπε να κάνω στη συνέχεια, έμεινα στη θέση μου, εξακολουθώντας να κρατάω αμήχανα το κορδόνι του κουδουνιού. Να το τραβούσα άλλη μία φορά, ή…;
Η πόρτα χτύπησε. Διακριτικά, αλλά δύο φορές. Η ανάσα μου πιάστηκε και, με το χέρι στο άνοιγμα του μπουρνουζιού μου, έτρεξα να τραβήξω τον σύρτη. Έξω, με περίμενε ο αμίλητος οδηγός μου. Με κοίταξε στα μάτια με το πιο σοβαρό του βλέμμα, και βέβαια πάντα με εκείνο το βαθύ συνοφρύωμά του, και στάθηκε στο πλάι δείχνοντάς μου τον διάδρομο με το χέρι του.
«Πού… πού θα πάμε;» είπα.
Όπως έπρεπε να το περιμένω, δεν μου απάντησε. Άλλωστε, ήξερα πού θα πηγαίναμε. Ή, τέλος πάντων, ήλπιζα πως ξέρω. Θα με οδηγούσε στο ατελιέ του Ραούλ Τσαντ.
Για μία φορά, δεν έπεφτα έξω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27
Ο οδηγός, εκείνος ο αμίλητος υπηρέτης, ή μπάτλερ, ή ό,τι ήταν, με οδήγησε σε μία ακόμη κλειστή πόρτα — ή μάλλον ανοιχτή για ένα δάχτυλο όλο κι όλο. Με κοίταξε, και αποσύρθηκε στον διάδρομο, μοιάζοντας να παίρνει μαζί του και όλο το αναιμικό φως των ηλεκτρικών λαμπτήρων. Αισθάνθηκα πιο μόνη από ποτέ και άπλωσα το χέρι για να ανοίξω την πόρτα, με το μυαλό μου να μην ξέρει τι να πρωτοσκεφτεί — τη γενικότερη άβολη κατάσταση, το ότι ήμουν σε ένα ξένο σπίτι στην άκρη τού πουθενά, ή το ότι φορούσα ένα μπουρνούζι και ένα ζευγάρι ξένες παντόφλες, και είχα τα μαλλιά μου τυλιγμένα σε ένα τουρμπάνι που από στιγμή σε στιγμή κινδύνευε να ξετυλιχτεί και να πέσει από το κεφάλι μου.
Και όλα αυτά, έξω από το ατελιέ ενός ζωγράφου με γκρίζα μάτια και λευκό πουκάμισο, σχεδόν ολότελα ανοιχτό στο στήθος.
Αυτή τη φορά έπεσα έξω, τουλάχιστον ως προς το τελευταίο.
Ο χώρος φωτιζόταν αποκλειστικά και μόνο από κεριά — μερικές δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες κεριά, μικρά και μεγάλα, λεπτά και χοντρά, λιανοκέρια και χοντρά σπαρματσέτα, απλά κεριά και λαμπάδες, που έκαιγαν πάνω σε βάσεις, κηροπήγια και μανουάλια, ή απλώς όντας ακουμπισμένα πάνω σε δίσκους, μέσα σε πιατάκια στηριγμένα σε βιβλία, σε αγαλματάκια, σε κάθε είδους επιφάνειες — ή ακόμα και στο πάτωμα. Το συνολικό αποτέλεσμα ήταν συναρπαστικό, αλλά μπορούσε να σκοτεινιάσει ένα ευαίσθητο μυαλό και να κάνει μια φιλήσυχη καρδιά να χάσει τον ύπνο της για τα επόμενα πολλά βράδια. Η αίθουσα ήταν μεγάλη και γεμάτη έπιπλα, σε βαθμό που δεν δικαιολογούνταν από κάποια αισθητική προτίμηση. Ήταν μάλλον το τυχαίο αποτέλεσμα μιας συνήθειας χρόνων, να αποθηκεύονται εκεί αντικείμενα που περίσσευαν από οπουδήποτε αλλού. Βιβλιοθήκες, καθρέφτες, ριχτάρια, τραπέζια και συρταριέρες, μαζί με σκόνη, πολλή σκόνη, γέμιζαν και τις δύο πλευρές του διαδρόμου που κατάλαβα πως έπρεπε να διασχίσω για να φτάσω κοντά στον εκκεντρικό καλλιτέχνη της έπαυλης — τον άνθρωπο για τον οποίο είχα φτάσει ώς εδώ, αψηφώντας τη βροχή, κάνοντας μία βουβή διαδρομή με το αυτοκίνητό του και παίρνοντας ένα μπάνιο σε ένα δωμάτιο που θα χωρούσε ολόκληρο το σπίτι μου. Και άρχισα πράγματι να διασχίζω εκείνο τον διάδρομο, με την καρδιά μου να χτυπά και τους σφυγμούς μου σχεδόν να ακούγονται καθαρά, σαν παλμός μεγάλου αρπακτικού, καθώς το αίμα μου, συνεπαρμένο, κυλούσε ορμητικά κάτω από το δέρμα μου.
Και τον βρήκα, ναι. Κάπου στα μισά της διαδρομής, από όσο μπορούσα να διακρίνω, σε ένα είδος ξέφωτου ανάμεσα από όλα εκείνα τα αντικείμενα που συσσώρευαν σκόνη και μνήμες χρόνων, αν όχι αιώνων.
Και, όχι, είχα πέσει έξω: δεν εξακολουθούσε να φορά τα ρούχα με τα οποία τον είχα πρωτοσυναντήσει. Είχε αλλάξει κι αυτός. Ήταν ντυμένος με μια πορφυρή ρόμπα, που συγκρατούνταν δεμένη επάνω του με μία ζώνη, και… και με τίποτε άλλο από όσο μπορούσα να υποθέσω. Ήταν ξυπόλυτος, και καθισμένος σταυροπόδι πάνω σε μία καρέκλα, δίπλα σε ένα καβαλέτο. Δεν μπορούσα να αισθανθώ πιο άβολα.Ήταν αδύνατον να αισθανθώ πιο άβολα. Ταυτόχρονα όμως, κάπου βαθιά μέσα μου ήξερα πως και πάλι έπεφτα έξω. Υπήρχαν πολύ περισσότεροι τρόποι για να αισθανθώ όσο πιο άβολα μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος. Απλώς ακόμη ήμασταν στην αρχή.
Δεν είχα ιδέα από αυτά που θα συνέβαιναν.