Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 16ο

Μυθιστόρημα - 16ο Μέρος (16/02/24)

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34

Μπορεί ο Ρένφιλντ να ήταν αυτός ο αντιπαθητικός τύπος που ήταν, και μπορεί και εκείνος με τη σειρά του να με αντιπαθούσε σχεδόν παθολογικά, όπως μπορούσα να δω στα μάτια του κάθε φορά που με κοιτούσε —μολονότι δεν ήμουν σε θέση να κατανοήσω τους λόγους που υπέθετε ότι είχε—, αλλά δεν μπορούσα παρά να παραδεχτώ ότι ήταν μάλλον καλός στη δουλειά του. Έκανε τις δουλειές του σπιτιού με επιμέλεια και με προσοχή. Και πιθανότατα τις έκανε όλες — και δεν πρέπει να ήταν λίγες. Μία από αυτές ήταν να στρώσει το κρεβάτι μου και να τακτοποιήσει το δωμάτιό μου όσο εγώ έκανα ένα γρήγορο ντους στο μπάνιο. Προσωπικά θα χρειαζόμουν τον διπλάσιο χρόνο για να τα κάνω όλα αυτά, αλλά εκείνος ήταν πιο μεθοδικός από εμένα. Εκτός από ένα τακτοποιημένο δωμάτιο, βρήκα τα ρούχα μου πάνω στη συρταριέρα, καθαρά, σιδερωμένα και διπλωμένα. Μαζί τους, βρήκα και μερικά ακόμη, που με την πρώτη ματιά είδα ότι κατά πάσα πιθανότητα μου έκαναν. Ανάμεσά τους ήταν και ένα ζευγάρι φαρδιές και πολύ χαλαρές ανατολίτικες φόρμες, από βαμβάκι και μετάξι, που τις προτίμησα αντί για τα χθεσινά μου ρούχα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα ότι μου πήγαιναν. Μάλιστα, ήταν από τα ρούχα εκείνα που μπορεί μεν να μη διάλεγα για να αγοράσω ποτέ, αλλά που καταλάβαινα ότι μου άρεσαν πολύ, λες και ήταν φτιαγμένα για το σώμα μου. Συνοδεύονταν από μαλακά πασούμια, που μου προσέφεραν ένα σταθερό, αλλά ταυτόχρονα αέρινο πάτημα. Αμέσως η διάθεσή μου άλλαξε. Όλα θα πήγαιναν καλά, σκέφτηκα. Όλα δεν γινόταν παρά να πάνε καλά.

Έξω εξακολουθούσε να βρέχει, και η όρεξή μου για μια περιήγηση στο κτήμα χάθηκε γρήγορα, σχεδόν πριν καν γεννηθεί. Δεν θα έβγαινα στον κήπο και στην περιοχή έξω από την ιδιοκτησία του Ραούλ Τσαντ αν δεν έβλεπα πρώτα να βγαίνει ο ήλιος. Και, επιπλέον, δεν ήθελα να λερώσω με λάσπες εκείνα τα υπέροχα κινέζικα πασούμια.

Μπορούσα όμως να εξερευνήσω το σπίτι. Είχα μια ολόκληρη μέρα μπροστά μου. Και απολύτως τίποτε άλλο να κάνω.

Είχα δει το σαλόνι, και δεν είχα καμία όρεξη να ξαναπάω στο ατελιέ. Όχι ακόμη, τουλάχιστον· θα το επισκεπτόμουν πάλι το βράδυ, ούτως ή άλλως. Αλλά ήταν μία καλή ευκαιρία να δω καλύτερα το γραφείο του Ραούλ Τσαντ, το αναγνωστήριό του. Κι αυτή τη φορά, χωρίς να πιω από εκείνο το μεθυστικό κρασί…

Βλέποντας πως ο Ρένφιλντ ήταν απασχολημένος στην κουζίνα με την προετοιμασία του φαγητού, γλίστρησα γρήγορα με τα αθόρυβα πασούμια μου, σαν εκδικήτρια Σαολίν, στον πιο προσωπικό χώρο του εργοδότη μου, μετά από την κρεβατοκάμαρά του. Η καρδιά μου γλυκάθηκε αμέσως μόλις πάτησα το πόδι μου εκεί μέσα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τους λόγους, όμως δεν μ’ ένοιαζε κιόλας. Ίσως είχαν να κάνουν με το γεγονός ότι εκεί μέσα επικρατούσε ένα χαλιναγωγημένο χάος, με όλα εκείνα τα βιβλία στα γεμάτα ράφια, τις βιβλιοθήκες που έφταναν μέχρι την οροφή, τις δύο φορητές σκάλες που βοηθούσαν στο κατέβασμα των πιο απόμακρων τόμων, την υδρόγειο πάνω στην ξύλινη επιδαπέδια βάση της και το πελώριο εκκρεμές ρολόι στον τοίχο, αλλά και το ίδιο το γραφείο του, ένα έπιπλο που έμοιαζε βγαλμένο από ιστορική ταινία και είχε επάνω του σημάδια πραγματικής διανοητικής δουλειάς, πνευματικού μόχθου και αστείρευτης φαντασίας.

Φανταζόμουν τον Ραούλ να κάθεται εκεί, στη δερμάτινη πολυθρόνα του, και να γράφει, σκυμμένος πάνω από τα χειρόγραφά του, με τις πένες του και τον κοντυλοφόρο του, σαν έναν λόγιο μιας άλλης εποχής. Τον σκεφτόμουν και… και αισθανόμουν περίεργα, σχεδόν μούδιαζα μέσα μου και ένιωθα το στόμα μου να κολλάει από τη δίψα. Ακόμη περισσότερο: ήθελα να ανοίξω εκείνο το ντουλάπι στα δεξιά του και να πάρω το μπουκάλι με το κρασί για να πιω μια λυτρωτική γουλιά ακόμη. Αλλά ήξερα πως έπρεπε να αντισταθώ στον πειρασμό, και θα αντιστεκόμουν.

Αντί για το κρασί, κοίταξα τα βιβλία. Πλησίασα τη μία βιβλιοθήκη και προσπάθησα να διαβάσω μερικούς από τους τίτλους. Δεν είχαν όλοι οι τόμοι κάτι γραμμένο στη ράχη τους, οπότε δεν ήξερα τι διαπραγματεύονταν. Όμως ορισμένοι άλλοι είχαν. Και ήταν… παράξενοι. Ανάμεσά τους είδα δερματόδετα και φανερά πολυδιαβασμένα βιβλία με τίτλους όπως «Necronomicon», «De Vermis Mysteriis», «Ακατονόμαστες Λατρείες», «Τα Πνακωτικά Χειρόγραφα», «Το βιβλίο του Τζιάν», «Οι Πινακίδες των Ναακάλ», «Το χειρόγραφο Βούνιτς», «Αντίκοσμος», «Χωροχρονικά μυστήρια», «Αποκρυφισμός στον Ύστερο Μεσαίωνα», «Ο αστερισμός του Δράκοντα και του Βοώτη», «Αρχαίες απόκρυφες παραδόσεις της Ατλαντίδας», «Κιμερία και Λεμουρία», «Ilumminati», «Dagon», και πολλά-πολλά άλλα, τόσο πολλά και τόσο αγχωτικά και παράξενα, και με τόσο ακατανόητους και σχεδόν παράλογους τίτλους, που το κεφάλι μου άρχισε να πονάει και να βουίζει. Αισθάνθηκα εκείνο το σφρίγος που είχα πριν να γλιστρά και να φεύγει από μέσα μου, λες και είχα πιάσει κάτι ανόσιο, ή λες και είχα διαπράξει κάποιο μεγάλο αμάρτημα. Απέφυγα τη συγκεκριμένη βιβλιοθήκη και κοίταξα μία άλλη, που είχε απλώς μεγάλα έργα της λογοτεχνίας, από τον 17ο αιώνα ώς τις μέρες μες. Εκεί η καρδιά μου γαλήνεψε και πάλι, το στήθος μου ηρέμησε, η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά πένθιμα, και η δύναμη επανήλθε στα μέλη μου.

Δεν ήμουν σίγουρη τι πρόσημο θα έβαζα στο σύνολο όλης εκείνης της συσσωρευμένης γνώσης, αλλά ήξερα πως η ζοφερή άλως που στεφάνωνε εκείνα τα φρικτά βιβλία δύσκολα θα υπερνικούσε τη γοητεία που μου ασκούσε το γραφείο του εργοδότη μου συνολικά.

Γιατί άραγε; Δεν είχα απάντηση. Ίσως απλώς να είχε να κάνει με τον άνθρωπο, και όχι με τον χώρο. Τον φαντάστηκα ξανά να κάθεται εκεί απέναντί μου κοιτώντας με όπως πάντα με τον ιδιαίτερο, χαριτωμένο τρόπο του, και έπιασα τη γλώσσα μου, σαν να ’χε δική της θέληση και επιθυμίες, να γλείφει τα χείλη μου παράφορα.

Τι πάθαινα; Τι μου συνέβαινε; Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά μία, δύο, τρεις φορές, και αναγκάστηκα να κρατηθώ από το γραφείο του για να μην πέσω, και να μείνω για αρκετά λεπτά έτσι σκυφτή μέχρι να ηρεμήσω. Δεν έπρεπε να τον θυμάμαι. Ταραζόμουν πολύ, και αυτή ήταν μια ταραχή καινούργια, άλλη, μια ταραχή που μπορούσε να κάνει έναν άνθρωπο να βγει τελείως από τα νερά του και από τις νόρμες του· να τον κάνει κι αυτόν έναν άλλον. Αν ήθελα να μείνω εγώ, να μείνω ο εαυτός μου, έπρεπε να βρω τρόπους για να μην τον σκέφτομαι. Αν μη τι άλλο, δεν ήταν παρά ένας απλός, και προσωρινός, εργοδότης, ένας… ένας πελάτης. Δεν έπρεπε να παρασύρομαι από αισθήματα που δεν μπορούσαν να εκπληρωθούν. Έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Ήταν δυνατά, και έπρεπε να γίνουν ακόμη δυνατότερα. Απόψε θα δουλεύαμε πάλι για δυο-τρεις ώρες, και αυτό ήταν. Θα επέστρεφα στην πόλη και θα συνέχιζα από το σημείο όπου είχα σταματήσει. Αλλά λίγο αλλαγμένη, και με αρκετά χρήματα —ήλπιζα— που θα με κρατούσαν για μπόλικες ημέρες ακόμη όρθια στα πόδια μου.

Πήρα δύο βαθιές ανάσες, αισθάνθηκα κάπως καλύτερα και κοίταξα πάλι γύρω μου. Λοιπόν, δεν ήταν κάτι παραπάνω από ένα αναγνωστήριο, ένα γραφείο. Ήταν εκκεντρικό βέβαια, με όλα εκείνα τα παμπάλαια, παράξενα και σπάνια βιβλία που ήταν δεμένα με σκληρά καλύμματα, ντυμένα με δέρμα και με περίεργα μεταλλικά στολίδια και δεσίματα τα περισσότερα, όλους εκείνους τους τόμους που μύριζαν σκόνη, κλεισούρα και μούχλα… αλλά και που ανέδιδαν, ταυτόχρονα, μια ελκυστική οσμή που σε έκανε να κλείνεις τα μάτια με νοσταλγία για πράγματα που δεν είχε τύχει να ζήσεις ποτέ σου, πράγματα παλιά και απαγορευμένα, της σάρκας και του μυαλού. Ένα γραφείο εκκεντρικό όπως ο ιδιοκτήτης του. Δεν υπήρχαν υπολογιστές εδώ, παρατήρησα ξαφνικά κάτι που μου είχε φανεί σχεδόν προφανές με την πρώτη ματιά, όπως δεν υπήρχε και οποιοδήποτε σύγχρονο γκάτζετ. Ο Ραούλ Τσαντ ενδιαφερόταν, φανερά, μόνο για το παρελθόν, και για τους τρόπους του παρελθόντος. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά, σαν να συμφωνούσα με κάτι που μόλις άκουσα, και ανασήκωσα τους ώμους. Ας έκανε ό,τι ήθελε, κατέληξα. Αρκεί να μην ήταν κάτι που θα με πείραζε ή θα με ενοχλούσε προσωπικά.

Ανασηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και κοίταξα πάνω από το παλιό έπιπλο, στα χαμηλά ράφια δεξιά και αριστερά από την πολυθρόνα του. Ήταν γεμάτα με μεγάλα χαρτόδετα κλασέρ, που όλα τους ήταν δεμένα με μπλε βαμβακερές ταινίες. Τι μπορούσε να κρύβεται εκεί μέσα;…

Η περιέργεια φούντωσε μέσα μου και έκανα τον γύρο του γραφείου. Έκατσα στην πολυθρόνα του και έσκυψα αριστερά για να πιάσω ένα από τα κλασέρ. Ήταν μεγάλο, κάπου τριάντα επί σαράντα εκατοστά, και ήταν βαρύ — έπρεπε να βάλω δύναμη για να το αφήσω μπροστά μου, πάνω στο γραφείο. Ξετύλιξα την κορδέλα και το άνοιξα. Ήταν γεμάτο σπουδές ζωγραφικής πάνω σε παλιό, εξαιρετικής ποιότητας χαρτί. Σχέδια με μελάνι, σχέδια με κάρβουνο, ελαιογραφίες, ακουαρέλες… Και όλες, όλες οι ζωγραφιές, όλα εκείνα τα έργα, ήταν μία γυναίκα. Η ίδια γυναίκα. Ήταν κάπου διακόσια πορτρέτα της ίδιας γυναίκας. Ήταν… ήταν σχεδόν τρομακτικό.

Άρχισα να ξεφυλλίζω εκείνο το άλμπουμ με δάχτυλα που έτρεμαν. Γιατί συνέβαινε και κάτι ακόμη. Γύριζα τις σελίδες, εκείνα τα παλιά, όμορφα χαρτιά που είχαν δεθεί σε τόμο, όλο και πιο νευρικά, με όλο και περισσότερο φόβο μέσα μου. Νά τη πάλι εκείνη η γυναίκα. Νά τη και εδώ. Και εδώ. Εδώ φορούσε ένα φουστάνι εποχής. Εδώ ένα νυχτικό. Εδώ τίποτε. Εδώ τα εσώρουχά της. Εδώ μόνο το κάτω εσώρουχο. Εδώ ήταν τυλιγμένη με ένα σεντόνι. Εκεί με μία εσθήτα. Εκεί με έναν μανδύα. Εδώ ήταν πεσμένη στα τέσσερα. Εδώ έπιανε το στήθος της. Εδώ έκρυβε με αιδημοσύνη το φύλο της. Εδώ τα μάτια της. Κι εδώ έκλεινε τα αυτιά. Είχε το στόμα της ανοιχτό, κλειστό, τη γλώσσα έξω, τα δόντια σμιχτά, γελούσε, έκλαιγε, φώναζε, πονούσε, απολάμβανε, ηδονιζόταν. Έκανε τα πάντα και ήταν ζωγραφισμένη με κάθε τρόπο και με κάθε πιθανό ή απίθανο τοπίο πίσω ή γύρω της σαν φόντο. Με μελάνι μαύρο, κόκκινο, μπλε, χρυσαφί, με κάρβουνο και μολύβι, με σκιές, περιγράμματα, με τη μία ή την άλλη τεχνοτροπία, με ελάχιστες γραμμές ή με λεπτομέρειες, ρεαλιστική και ιμπρεσιονιστική, αφαιρετική και σουρεαλιστική, μισοτελειωμένη και μισοσβησμένη, κρατώντας αυτό ή εκείνο το αντικείμενο στα χέρια, με ένα μαχαίρι, ένα φτερό κύκνου, ένα βιβλίο — ό,τι μα ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς.

Έκλεισα το άλμπουμ, το έδεσα ξανά προσεχτικά με εκείνες τις κορδέλες και τράβηξα ένα άλλο από τα πολλά που υπήρχαν στο κάτω ράφι δίπλα στην πολυθρόνα του Ραούλ Τσαντ, εκείνου του μυστηριακού καλλιτέχνη. Το άνοιξα και αυτό, και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Ήθελα όσο τίποτε άλλο να έβλεπα άλλα θέματα εδώ, να έβλεπα πορτρέτα αντρών, παιδιών, εικονογραφήσεις ζώων ή τοπία.

Όχι.

Ήταν και πάλι εκείνη η γυναίκα. Γυμνή και ντυμένη και ημίγυμνη, σε κάθε πιθανή ή απίθανη στάση, κοιτώντας τον ζωγράφο ή έχοντας το βλέμμα της οπουδήποτε αλλού, σε κάθε πόζα λαγνείας που μπορούσε να σκεφτεί κανείς, σε κάθε στάση έκθεσης, παράδοσης και εγκατάλειψης.

Έκλεισα και το δεύτερο κλασέρ, και άνοιξα τρίτο. Δεν με ένοιαζε τίποτε πια, ας ερχόταν ο Ρένφιλντ για να με πιάσει στα πράσα. Δεν είχε σημασία. Ξεφύλλισα τις σελίδες νιώθοντας τον πυρετό που είχε ξυπνήσει μέσα μου να βρυχάται και να καταλαμβάνει κάθε κόλπο και κάθε μυ και κάθε νεύρο μου, με ένα βουητό που άκουγα μέσα στ’ αυτιά μου σαν τον ήχο ενός υπόγειου χειμάρρου.

Αλλά όχι — δεν χρειαζόταν να δω τίποτε άλλο.

Έβαλα και το τρίτο κλασέρ στη θέση του, αφού το έκλεισα καλά για να μη γίνει αντιληπτό από κανέναν πως το είχα ανοίξει. Σηκώθηκα με τα πόδια μου να τρέμουν και προχώρησα προς την πόρτα του αναγνωστηρίου. Βγήκα στον διάδρομο χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω και τι θα έκανα από εκεί και πέρα. Γιατί ήμουν σε απόλυτο βαθμό σοκαρισμένη. Αυτό που μου είχε συμβεί δεν ήταν λογικό, δεν ήταν πιθανό, ήταν… ήταν πέρα από κάθε λογική και κάθε φαντασία.

Γιατί δεν είχε σημασία η μονοθεματική μανία του Ραούλ Τσαντ. Δεν είχε απολύτως καμία σημασία το γεγονός ότι ζωγράφιζε πάντα, επί χρόνια και χρόνια, το ίδιο ακριβώς θέμα — την ίδια ακριβώς γυναίκα.

Εκείνο που με έκανε να τρέμω ήταν το ότι εκείνη η γυναίκα… εκείνο το μοντέλο του παράξενου ζωγράφου… ήμουν εγώ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35

Μία φωνή μού ψιθύριζε έντονα πως έπρεπε να φύγω. Να τρέξω έξω από αυτό το σπίτι, να βγω στην αυλή, να ξεκλειδώσω την πύλη ή, αν δεν το μπορούσα, να περάσω με όποιον τρόπο ήταν στο χέρι μου εκείνη τη μάντρα και να αρχίσω να κατηφορίζω τον δρόμο τρέχοντας, κατρακυλώντας, πετώντας, χωρίς να σταματήσω ούτε στιγμή για να κοιτάξω πίσω μου. Γιατί σε εκείνο το σπίτι παραμόνευε, κρυβόταν στις γωνίες και πίσω από τις βαριές, σκονισμένες κουρτίνες, ένα κακό, ένα αρχαίο, επικίνδυνο κακό, που από στιγμή σε στιγμή θα έβγαινε από την κρυψώνα του και θα χιμούσε στους διαδρόμους για να με βρει, να με αρπάξει και να με…

Η ανάσα μου κόπηκε, και ένας πόνος σαν σφιγμένη γροθιά μαύρισε το στήθος μου. Μα, θα τα κατάφερνα να ξεφύγω τελικά; Μπορούσα να το κάνω; Ήταν εφικτό; Ή ήμουν φυλακισμένη εδώ μέσα, σαν ποντίκι εργαστηρίου στο κλουβί του;

Τι να ’κανα, τινα ’κανα; Πώς μπορούσα να γλιτώσω; Και τι ήταν αυτό από το οποίο έπρεπε να γλιτώσω; Ποιος ήταν ο Ραούλ Τσαντ; Ποια ήταν τα μοντέλα του; Πώς ήταν δυνατόν να είναι όλα τους όμοια με εμένα, να είναι εγώ, ενώ βρισκόμουν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, χιλιάδες μίλια μακριά, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, κρυμμένη από τους πάντες και τα πάντα; Πώς ήταν δυνατόν να είμαι εγώ το μοντέλο του Ραούλ Τσαντ;

Ή μήπως δεν ήμουν;

Κι αν… κι αν έκανα λάθος; Κι αν δεν έμοιαζα με εκείνες τις άλλες γυναίκες; Γιατί δεν μπορούσε να είναι μία: τα σχέδια εκείνα, οι ζωγραφιές, τα σκίτσα, απείχαν χρόνια μεταξύ τους, κι αυτό το καταλάβαινε εύκολα κανείς βλέποντας απλώς την παλαιότητα του χαρτιού στο οποίο είχαν γίνει — άλλα χαρτιά ήταν σχεδόν ολοκαίνουργια, και άλλα φανερά παλιά, ίσως και μερικών δεκαετιών. Ίσως και ακόμη πιο παλιά. Πράγμα που γεννούσε ακόμη ένα ερώτημα, ακόμη πιο τρομακτικό από τα προηγούμενα: πώς ήταν δυνατόν ο Ραούλ Τσαντ να ζωγράφιζε όλες εκείνες τις γυναίκες, ή τη μία γυναίκα, τη σωσία μου, επί τόσα χρόνια; Ο άντρας εκείνος, που είχε στοιχειώσει το μυαλό μου από την πρώτη στιγμή που τον είδα, ήταν το πολύ δύο ή τρία χρόνια μεγαλύτερος από εμένα. Ή, έστω, ήταν το πολύ τριάντα πέντε ετών. Δεν μπορούσε να είναι ο ζωγράφος που έκανε όλα εκείνα τα σχέδια. Ήταν, απλώς, τεχνικά αδύνατον. Ο ζωγράφος ήταν ένας άλλος. Ή μάλλον: ήταν πολλοί άλλοι. Δεν είχα ανοίξει όλα τα δεμένα με κορδέλες κλασέρ, αλλά πλέον ήμουν σίγουροι πως σε όλα, σε όλα τους, θα έβλεπα το ίδιο πράγμα: μία ανεξάντλητη διαδοχή από σχέδια της ίδιας γυναίκας. Άλλαζαν οι εποχές, άλλαζαν τα ρούχα της, οι στάσεις της, ο διάκοσμος, αλλά όχι η ίδια· και, από όσο μπορούσα να καταλάβω, όχι το χέρι του καλλιτέχνη.

Ήταν παντού αυτός — και… και παντού εκείνη… η ίδια: εγώ.

Με το κεφάλι μου να φιλοξενεί μία μαινόμενη αμμοθύελλα σκέψεων και ερωτήσεων που δεν μπορούσαν να απαντηθούν, άφησα τον μακρύ κεντρικό διάδρομο του σπιτιού και μπήκα στο δωμάτιό μου. Έκλεισα την πόρτα, τη σφάλισα, και ρίχτηκα στο κρεβάτι μου χωρίς να έχω κανένα σχέδιο στον νου, μα και κανέναν, ουσιαστικά, τρόπο να εφαρμόσω οποιοδήποτε σχέδιο θα μπορούσα ίσως να σκαρφιστώ. Απλούστατα, δεν ήξερα τι να κάνω. Και δεν ήξερα τι συνέβαινε. Δεν ήξερα τι σήμαιναν όλα αυτά: τι σήμαιναν για τον Ραούλ Τσαντ, και τι σήμαιναν για εμένα. Για ποιο λόγο έπρεπε να μοιάζω με τα προηγούμενα μοντέλα του; Πώς έγινε και βρέθηκα, ολότελα συμπτωματικά, να είμαι ολόιδια με τις άλλες γυναίκες που του άρεσε να του ποζάρουν για να τις ζωγραφίζει; Τι μυστικά υπήρχαν εδώ πέρα; Τι σκοτεινά, αρχαία, επικίνδυνα μυστικά; Και πόσο καλά και βαθιά κάτω από την επιφάνεια του σκηνικού που ξέραμε σαν ζωή ήτανκρυμμένος ο παράξενος, συναρπαστικός, μοναδικός εργοδότης μου;

Παράξενος, συναρπαστικός, μοναδικός… Ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου πάνω από το πάπλωμα, σκέφτηκα ξανά και ξανά εκείνες τις τρεις λέξεις. Δεν ήταν οι μόνες που τον χαρακτήριζαν. Ήταν πολλές ακόμη. Και πολλά. Πολύ-πολύ περισσότερα από όλα αυτά. Ήταν… ήταν τα πάντα. Μα, πάνω και πέρα από όλα τα άλλα, ήταν ένας άντρας που και μόνο το βλέμμα του μπορούσε να σε διαλύσει… με τον πιο όμορφο τρόπο που μπορεί να διαλύσει κάποιον ένα βλέμμα. Δεν μπορούσα να το αρνούμαι αυτό, δεν μπορούσα να το ξεχάσω, ούτε και θα ήταν σοφό κάτι τέτοιο: ο Ραούλ Τσαντ είχε μία συγκλονιστική επίδραση επάνω μου, μια επίδραση που εγκαταστάθηκε μέσα μου από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν τον είδα να με κοιτά τη στιγμή που ξυπνούσα και τεντωνόμουν εκεί δίπλα στο τζάκι. Το είχα καταλάβει αμέσως, και έκτοτε εκείνη η αίσθηση, και εκείνη η σιγουριά, δεν έφυγαν λεπτό από μέσα μου.

Ίσως ακόμη και όταν κοιμήθηκα το βράδυ, μετά από όλο εκείνο το κρασί του που ήπια: ακόμη και στον ύπνο μου, ακόμη και στην επικράτεια των ονείρων, ήξερα πως ο άντρας αυτός, ο Ραούλ Τσαντ, ήταν ένα πλάσμα πέρα από κάθε φαντασία — και ταυτόχρονα κάτι που θα μπορούσα να αγαπήσω — μα και κάτι που θα μπορούσε να με συντρίψει.

Και εγώ —κι αυτή η παραδοχή ήταν το πιο ξεκάθαρο συμπέρασμα από όλα τα άλλα—, εγώ θα απολάμβανα τη συντριβή μου.

Στο όνειρό μου ήμουν ολότελα γυμνή αλλά ιστορημένη από πάνω ώς κάτω. Ο Ραούλ, με ένα κομμάτι κάρβουνο, ζωγράφιζε την αιώνια γυναίκα του επάνω μου, και είχα παντού πάνω στο κορμί μου τα μάτια της, το στήθος της, τα πόδια της, τη λαχτάρα της να αποτυπωθεί στα πάντα και για πάντα από το χέρι του.

Ήμουν εκείνη, και ήμουν πολλές. Και τον θέλαμε όλες.

* * *

Άνοιξα τα μάτια μου ξέροντας πως κάποιος με παρακολουθεί. Ήμουν γυμνή, με μόνο τα ίχνη από το κάρβουνο να με ντύνουν. Έπρεπε να κρυφτώ, ή έστω να κλείσω τα μάτια για να μη φαίνομαι. Έπρεπε να χαθώ και να μην υπάρχω. Και μαζί έπρεπε να γίνω η ίδια το κάρβουνο και ο καμβάς του. Τον ήθελα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Τον ήθελα όσο με ήθελε και αυτός. Μα έπρεπε να κρυφτώ από όλα τα άλλα και όλους τους άλλους. Και να κρυφτώ το ίδιο καλά με εκείνον.

Γιατί εκείνος ήταν η νύχτα.

Η ίδια η νύχτα, και το υγρό, θερμό σκοτάδι της.

Έπρεπε να γίνω η νύχτα κι εγώ.

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 16ο

Μαίρη Νόρντικ - Καυτή ανάσα: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί τον Φεβρουάριο