Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
Ανασηκώθηκα. Ξύπνησα άραγε κανονικά αυτή τη φορά; Ή εξακολουθούσα να ζω στην επικράτεια του ονείρου; Όχι. Είχα ξυπνήσει στ’ αλήθεια. Και κάποιος χτυπούσε εδώ και μερικά δευτερόλεπτα την κλειστή μου πόρτα. Ο Ρένφιλντ; Ναι, ασφαλώς… Όμως τι μπορούσε να θέλει; Γιατί το έκανε; Επειδή είχα κοιμηθεί, και μάλλον για τουλάχιστον μία ώρα, και είχε ανησυχήσει; Μάλλον, αλλά… Σταμάτησα τους συλλογισμούς μου, γιατί ξαφνικά συνειδητοποίησα πως δεν ένιωθα καλά. Επιφανειακά τουλάχιστον: σε εκείνο το επίπεδο της ζωής και της πραγματικότητας που βρισκόταν πάνω-πάνω στη ζωή. Το στομάχι μου με πονούσε, οι μύες μου ήταν πιασμένοι, και κρύωνα. Φυσικά και κρύωνα. Ήταν λογικό. Είχα αποκτήσει το άσχημο συνήθειο να κοιμάμαι πάνω από τα σκεπάσματα, και δεν θα μου έβγαινε σε καλό όλο αυτό… Αλλά πάλι, από την άλλη, όχι: κατά βάθος, ένιωθα καλύτερα. Ο μεγάλος φόβος που με είχε καταβάλει το πρωί, εκείνη η μεταφυσική αγωνία, τα ερωτηματικά που δεν είχαν απαντήσεις, έμοιαζαν να έχουν υποχωρήσει μέσα μου. Ίσως εντέλει το μόνο που χρειαζόμουν ήταν ένας καλός ύπνος, έστω και ξεσκέπαστη.
Σηκώθηκα και άνοιξα την πόρτα μου. Ήταν πράγματι ο Ρένφιλντ, με την παγωμένη σε ένα ξινισμένο, ενοχλημένο ύφος αιώνια έκφρασή του.
«Τι είναι;» ρώτησα, μένοντας και εγώ η ίδια έκπληκτη με την αγένειά μου.
«Το δείπνο, κυρία. Έχει ήδη σερβιριστεί».
«Το δείπνο; Δεν τρώτε μεσημεριανό εδώ στον πύργο σας;»
Άλλη μία επίδειξη αγενούς θυμού και ειρωνείας. Ο πύργος. Δεν είχα και πολύ άδικο βέβαια. Το σπίτι ήταν τεράστιο, και η παλαιότητά του, σε συνδυασμό με την απομόνωσή του και το υψόμετρο στο οποίο είχε χτιστεί, σε έκανε να νιώθεις πως ζούσες πράγματι σε έναν πύργο. Σε ένα ερείπιο του Μεσαίωνα.
«Είναι περασμένες οχτώ, κυρία. Το γεύμα σερβίρεται στη μία. Και η κυρία… κοιμόταν εκείνη την ώρα».
Ήταν οχτώ η ώρα; Κοιμόμουν πάνω από ένα οχτάωρο; Ήταν ποτέ δυνατόν;
Κοίταξα πίσω μου, το σκοτάδι που έπεφτε έξω στον κήπο. Ήταν αλήθεια λοιπόν. Μάλιστα… Η χθεσινοβραδινή μου κραιπάλη εξακολουθούσε να έχει επιπτώσεις. Με τη βοήθεια, ασφαλώς, του άγχους που με κατέλαβε όταν σκάλιζα τα προσωπικά αρχεία του «εργοδότη» μου. Και, αλήθεια, πού μπορεί να βρισκόταν εκείνος; Μήπως με περίμενε;
«Θα είναι και ο κύριος Τσαντ στο τραπέζι;» ρώτησα, ελαφρά αναστατωμένη και μόνο στη σκέψη. «Θα μου κάνει την τιμή να δειπνήσει μαζί μου;»
«Όχι, λυπάμαι. Ο κύριος σερβιρίστηκε στο δωμάτιό του. Θα κατέβει αργότερα για να σας δει, όταν θα είστε έτοιμη».
«Σημασία έχει που γύρισε από τις δουλειές του», είπα με ένα ανασήκωμα του φρυδιού μου, αν και δεν είμαι σίγουρη πως ο Ρένφιλντ κατάλαβε την ειρωνεία. «Καλώς», συνέχισα μετά, ανακτώντας την ψυχραιμία μου. «Θα έρθω σε πέντε λεπτά, μόλις πλύνω το πρόσωπό μου».
Με μεγάλη προσπάθεια, ο πικρόχολος υπηρέτης έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και απομακρύνθηκε. Ήμουν έτοιμη να κάνω μία άσεμνη χειρονομία προς το μέρος του, αλλά το μετάνιωσα την τελευταία στιγμή. Υπήρχαν σημαντικότερα πράγματα για να με απασχολούν από το μονίμως κατσουφιασμένο, χολερικό πρόσωπό του, που έδειχνε να με ζηλεύει λες και στερούσα από τον ίδιο την αποκλειστικότητα στο ενδιαφέρον του κυρίου του.
Του «κυρίου του»… Πράγματι, έτσι ήταν. Η σχέση τους θύμιζε περισσότερο κύριο και αφέντη παρά εργοδότη και εργαζόμενο, ή έστω αφεντικό και υπάλληλο. Σαν να ζούσαμε στ’ αλήθεια σε πύργο…
Με ένα σμάρι σκοτεινές σκέψεις στο μυαλό μου, πήγα στο μικρό μπάνιο μου για να ετοιμαστώ. Το μόνο σίγουρο πάντως ήταν ότι πεινούσα πολύ, σκέφτηκα ανοίγοντας τη βρύση του νιπτήρα, που έβγαλε έναν υπόκωφο ήχο πριν αρχίσει να τρέχει καθαρό, παγωμένο νερό. Για όλα τα υπόλοιπα, δεν είχα απαντήσεις. Και για μερικά δεν ήμουν καν σίγουρη ότι ήθελα να έχω.
Φόρεσα το φόρεμά μου με τα μακριά φουσκωτά μανίκια που είχε πλύνει και σιδερώσει ο Ρένφιλντ —αν και όχι με μεγάλη επιτυχία αναφορικά με το δεύτερο— και βγήκα από το δωμάτιο έχοντας μόλις ανακαλύψει ότι το πρόσωπό μου ήταν κατάχλωμο, λες και μου είχε πέσει τελείως ο αιματοκρίτης. Αυτό το σπίτι μού έπινε το αίμα.
* * *
Έφτασα στην κουζίνα, όπου ο Ρένφιλντ ήδη ετοίμαζε ένα σερβίτσιο. Με κοίταξε επιτιμητικά.
«Το δείπνο θα σερβιριστεί στην τραπεζαρία», μου είπε, λες και έπρεπε να το ξέρω ή σάμπως να είχε τοιχοκολληθεί κάπου μια επίσημη πρόσκληση.
«Α, μάλιστα», έκανα. «Και πού ακριβώς είναι αυτή;»
Γύρισε και με κοίταξε ξανά σαν να τον είχα βρίσει χυδαία, και μου ένευσε να τον ακολουθήσω. Δεν είχα πρόβλημα μ’ αυτό. Αντίθετα, μου άρεσε που κουβαλούσε όλον εκείνο τον δίσκο, ενώ εγώ πήγαινα ελεύθερη και ωραία από πίσω του. Φτάσαμε στο σαλόνι, το διασχίσαμε και, περνώντας από μία πόρτα στην αριστερή του πλευρά, βρεθήκαμε στον χώρο της τραπεζαρίας, που ήταν αρκετά συμμαζεμένος και μικρότερος από όσο φοβόμουν ότι θα ήταν — με τη διαφορά ότι καλυπτόταν σχεδόν κατά το πενήντα τα εκατό από ένα μακρύ τραπέζι, κατάλληλο για έναν μυστικό δείπνο με τουλάχιστον δέκα συνδαιτυμόνες. Παρ’ όλα αυτά, θα δειπνούσα μόνη μου εκεί πέρα. Έκατσα ξεφυσώντας σε μία από τις πολλές παραταγμένες καρέκλες, και επειδή αδιαφορούσα για τους τύπους, αλλά και γιατί θα ήθελα να με συνόδευε ο κύριος του «κάστρου». Αντ’ αυτού, ήταν στο δωμάτιό του, απασχολούμενος με… Όχι, δεν είχα ιδέα με τι. Ίσως να σκιτσάριζε σε ένα από εκείνα τα χαρτιά ζωγραφικής που είχε. Ίσως να σκιτσάριζε άλλη μία γυναίκα που μου έμοιαζε. Ή και εμένα την ίδια…
Αναστέναξα, επειδή ήθελα να αποδιώξω από μέσα μου τον φόβο, και προσπάθησα να προσηλωθώ στο φαγητό μου. Ήταν ένα ραγού και μία σαλάτα με μανιτάρια, πράγματα που δεν με ενθουσίαζαν, αλλά άρχισα να τρώω ευχαρίστως γιατί το στομάχι μου διαμαρτυρόταν έντονα. Ήπια δύο ποτήρια νερό από την καράφα που είχε φροντίσει να φέρει ώς εκεί ο Ρένφιλντ, και δοκίμασα λίγο από το κρασί που σέρβιρε στο ποτήρι μου πριν αποσυρθεί —ευτυχώς— για να συνεχίσει ό,τι ήταν αυτό που έκανε. Τουλάχιστον αυτό το κρασί δεν είχε καμία σχέση με το χθεσινοβραδινό. Ευτυχώς. Ήπια και δεύτερη γουλιά και έκατσα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα στην καρέκλα μου αναλογιζόμενη τη θέση μου.
Αυτά που ήξερα ήταν λίγα, αλλά αρκετά για να με τρομοκρατήσουν. Όμως, από την άλλη, δεν επιχειρούσα να φύγω, ούτε «επαναστατούσα». Σκεφτόμουν διαρκώς το ενδεχόμενο να βγω έξω και να το σκάσω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο — δεν μπορεί να ήταν αδιάβατος αυτός ο φράχτης· θα είχε σίγουρα πολλά αδύναμα σημεία. Όμως δεν το έκανα. Παρέμενα εδώ, δέσμια ενός συμβολαίου που δεν είχα καν υπογράψει, περιμένοντας υπομονετικά να περάσει η ώρα για να συνεχίσω τη δουλειά που άφησα στη μέση το προηγούμενο βράδυ. Κι όλα αυτά γιατί; Από φιλότιμο; Από την ανάγκη που είχα για δουλειά; Από φόβο για το τι θα έλεγε ο εργοδότης μου στο πραγματικό μου αφεντικό, που βέβαια δεν ήταν άλλη από την Πολέτ; Όχι. κατηγορηματικά όχι. Τίποτε από αυτά δεν ίσχυε. Ο μόνος λόγος που δεν έκανα απολύτως τίποτε ήταν γιατί ήθελα να μείνω εδώ, ήθελα να περάσει η ώρα και να ξανακαθίσω στη θέση μου ποζάροντας, ήθελα να είμαι μαζί με τον Ραούλ Τσαντ.
Ήθελα τον ίδιο τον Ραούλ Τσαντ.
Επιτέλους το παραδέχτηκα στον εαυτό μου. Επιτέλους είπα τις λέξεις, έστω και από μέσα μου. Και ήταν πέρα για πέρα αληθινές.
Ήθελα τον Ραούλ Τσαντ, και δεν μπορούσα πια να το κρύβω.
Δεν ήξερα τίποτε γι’ αυτόν, ούτε και θα μάθαινα κάτι παραπάνω από όσα, ελάχιστα, μπορούσα να εικάσω βλέποντας εκείνο το σπίτι και βγάζοντας επιφανειακά συμπεράσματα από τις βασικές συνήθειές του. Αλλά δεν μ’ ένοιαζε να μάθω περισσότερα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου, όπως δεν θέλει κανείς να μάθει για το πεπτικό σύστημα μιας τίγρης όταν μαγεύεται από την περπατησιά της. Ήθελα αυτό που έβλεπα και αυτό που ανέπνεε δίπλα μου. Δίπλα μου, σε εκείνο το παλιό καβαλέτο. Δίπλα μου, στο γραφείο του. Δίπλα μου, στο μεγάλο μπάνιο της έπαυλης. Αυτά ήθελα. Κι αυτά μού έφταναν να ξέρω.
Ήταν ένας άντρας που με είχε αναστατώσει με έναν τρόπο εντελώς ξένο, εντελώς άγνωστό μου μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και δεν ευθύνονταν γι’ αυτό τα γκρίζα και χρυσαφιά μάτια του ή το αγαλμάτινο, σαν λαξεμένο σε ζωντανή πέτρα, σώμα του. Ή, ίσως, ήταν κι αυτά, αλλά όχι στον βαθμό που θα με συνάρπαζαν έτσι και ο Ραούλ Τσαντ ήταν ένας άλλος. Όχι. Η μυστηριακή γοητεία του έριχνε τη σκιά της σε καθετί άλλο δικό του. Όλα τα προφανή του προτερήματα έρχονταν δεύτερα μπροστά σε εκείνο το «κάτι» που έβγαινε από μέσα του, εκείνη την εσωτερική δύναμη, τη βούληση για ζωή που όμως ήταν και μελαγχολική παραίτηση ταυτόχρονα. Με όλα αυτά ήμουν ερωτευμένη, και μάλιστα ερωτευμένη με έναν τρόπο που με πονούσε ίσια μέσα στην καρδιά μου — με έναν τρόπο οριστικό.
Έσπρωξα μπροστά μου το πιάτο, μισοφαγωμένο. Δεν ήθελα να φάω τελικά, δεν πεινούσα πια, και δεν είχα μέσα μου περιθώριο για κάτι άλλο. Ήξερα τι ήταν αυτό που μονοπωλούσε το ενδιαφέρον μου. Και δεν με πείραζε καθόλου που ήταν τόσο απαιτητικό.
Σηκώθηκα, ήπια όρθια το υπόλοιπο κρασί από το ποτήρι μου και βγήκα από την τραπεζαρία περνώντας από το σαλόνι και το αναμμένο του τζάκι με τον γκρίζο, νεφελώδη πίνακα από πάνω του. Δύο μεγάλα κούτσουρα έκαιγαν πάνω στη σχάρα, στηριγμένα σε μια αγκαλιά από προσανάμματα. Για λίγο, άφησα τα μάτια μου να περιπλανηθούν στις φλόγες τους, μέχρι που δεν άντεχα να τις κοιτώ άλλο. Απέστρεψα το βλέμμα και άφησα τη ζέστη να με πλησιάσει και να με χαϊδέψει με τα αόρατα δάχτυλά της. Το είχα ανάγκη αυτό, και όχι επειδή κρύωνα. Εκείνη τη στιγμή, είχα ανάγκη απλώς από αυτή την παρηγορητική αγκαλιά. Από οποιαδήποτε φιλική, ζεστή αγκαλιά. Είχα ανάγκη από επαφή, όπως ένα τραυματισμένο πουλί μέσα στο κλουβί του έχει ανάγκη από την αποδημία.
Ξαφνικά, τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Αγκάλιασα τον εαυτό μου και έμεινα έτσι για λίγο, μπροστά από το τζάκι, με εκείνο το άχαρο φουστάνι με τα φουσκωτά μανίκια, μόνη, με τη θέρμη από τις τρεμάμενες φλόγες να γλιστρά μέσα από τις πτυχώσεις του, με δυο δάχτυλα να μου μαζεύουν στην άκρη τα μαλλιά, και με ένα ζευγάρι μυτερούς κυνόδοντες να πιέζουν το τρυφερό δέρμα του λαιμού μου, σκορπώντας ρίγη σε όλο μου το σώμα, σαν να με διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα.
Γούρλωσα τα μάτια. Εκείνα τα δάχτυλα. Εκείνα τα δόντια. Ο λαιμός μου. Το…
Θεέ μου, το αίμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36
Τινάχτηκα προς τα δεξιά για να αποφύγω εκείνο το δάγκωμα που η προσμονή του, η προσδοκία του, με είχε ανατριχιάσει ολόκληρη, αλλά… αλλά δεν ήταν κανείς εκεί — εξακολουθούσα να είμαι μόνη. Τελείως μόνη, σε ολόκληρο το σαλόνι. Ανατρίχιασα πάλι, ακόμη περισσότερο αυτή τη φορά.
Τι μου συνέβαινε; Τι είχα πάθει; Πόσο με είχαν αλλάξει λίγες μόνο ώρες παραμονής σ’ αυτό το στοιχειωμένο σπίτι; Έτριψα με την παλάμη τον λαιμό μου, εκεί όπου υποτίθεται πως με είχαν ακουμπήσει εκείνοι οι τρομεροί κυνόδοντες. Ένιωσα την περιοχή ερεθισμένη… αν και ερεθισμένη ήμουν παντού, όχι μόνο στη βάση του λαιμού μου. Κοίταξα ξανά ολόγυρά μου, μα και πάλι δεν ανακάλυψα καμία σκιά κρυμμένη πίσω από κάποιο έπιπλο. Όλο το σαλόνι ήταν στη διάθεσή μου. Ήμουν μόνη. Μόνη παντού.
Βγήκα με γρήγορα βήματα στον διάδρομο, και πάλι χωρίς να έχω κανένα σχέδιο στο μυαλό μου. Ήθελα απλώς να βρίσκομαι διαρκώς σε κίνηση για να μη με βρει καθισμένη και ανήμπορη κάπου, και με καταβροχθίσει ολόκληρη. Εκείνος. Γιατί ήθελα να διαρκέσει το μαρτύριό μου, να μην τελειώσει μέσα σε λίγες στιγμές.
Ο διάδρομος ήταν φίλος μου. Και, από μια παραξενιά του φωτός, φαινόταν μεγαλύτερος από όσο πράγματι ήταν. Αναστέναξα, και τάχυνα κι άλλο το βήμα. Ξαφνικά,ένιωσα σαν φάντασμα που ήταν εγκλωβισμένο σ’ αυτούς τους τοίχους και δεν μπορούσε να βρει ανάπαυση. Λες και με βάραινε μια παλιά κατάρα, ένας ακατάλυτος όρκος, ή μια προφητεία. Μπήκα στο δωμάτιό μου, βγήκα και πάλι σχεδόν αμέσως χτυπώντας πίσω μου την πόρτα, μπήκα στο μπάνιο και βγήκα ξανά με φούρια και θόρυβο, άρχισα να κάνω όλα εκείνα που κάνουν τα πραγματικά φαντάσματα. Έκανα φασαρία, προσπαθούσα να τραβήξω την προσοχή, να πω ότι ήμουν εδώ, ότι ήθελα να με δουν και να με ακούσουν, ότι όφειλαν να με προσέξουν.
Τίποτε όμως δεν συνέβη. Αναπάντεχα, είδα μια μικρή, παράμερη πορτούλα που έβγαζε στον κήπο. Ωραία! Έτρεξα προς το μέρος της, την άνοιξα και βρέθηκα έξω, στο σκοτάδι, κατεβαίνοντας δυο-δυο τα σκαλιά. Ο ουρανός πάνω από το κεφάλι μου ήταν γεμάτος αστέρια. Είχα καιρό να δω τόσο πολλά αστέρια. Ίσως και χρόνια. Δεν υπήρχαν φώτα της πόλης εδώ για να τα κρύβουν με τη λάμψη τους, και το μεγαλείο που παρουσίαζε το στερέωμα ήταν πέρα από κάθε περιγραφή. Αισθάνθηκα απελευθερωμένη για λίγο, και με κάποιον τρόπο αισιόδοξη. Ό,τι και να γινόταν, η ομορφιά ήταν κάτι που κανένας και τίποτε δεν μπορούσε να νικήσει ή να σβήσει έστω και στο ελάχιστο. Στο τέλος, η ομορφιά νικούσε πάντα. Ήταν η κινητήρια δύναμη του σύμπαντος. Και οι ζωές μας… οι ζωές μας ήταν τόσο μικρές και τόσο ασήμαντες μπροστά στην απεραντοσύνη του κόσμου και στην αιωνιότητα της ομορφιάς. Ένα τίποτα.
Αγγίζοντας με τα δάχτυλά μου το πυκνό φύλλωμα του πανταχού παρόντος κισσού που τύλιγε ένα μεγάλο μέρος του σπιτιού, προχώρησα στο βάθος του κήπου, νιώθοντας την ψύχρα της επερχόμενης νύχτας να με κυκλώνει σαν άγριο ζώο. Δεν με πείραζε όμως. Προτιμούσα το κρύο παρά τη συνεχόμενη, χωρίς διαλείμματα κλεισούρα μέσα στην αρχαία έπαυλη. Ανάμεσα από δύο χαμηλά δέντρα που έμοιαζαν σχεδόν πεθαμένα, γύρισα και την κοίταξα. Μέσα στο γκριζωπό σκοτάδι, ορθωνόταν με θράσος κόντρα στο φως των αστεριών, σαν κάτι που δεν θα παραδεχόταν ποτέ ότι ο καιρός του είχε περάσει, πως ήταν πια ώρα να αποσυρθεί.
Ήταν όμως έτσι; Μπορούσαν στ’ αλήθεια να πεθάνουν τα σπίτια αν υπήρχε κάτι που να τα κρατά ακόμη στη ζωή; Κάτι χωρίς ταυτότητα, κάτι θολό και καλά κρυμμένο κάτω από τις ανθρώπινες βεβαιότητες;… Δεν ήμουν σίγουρη. Και ίσως αυτό να ήταν καλό. Κάποια πράγματα είναι καλό να παραμένουν σκοτεινά. Κάποια πράγματα είναι καλό να τα αφήνεις να κοιμούνται.
Ανατριχιασμένη, στράφηκα πάλι με δύναμη και αποφασιστικότητα για να συνεχίσω την περιήγησή μου στην αυλή έχοντας σκοπό να κάνω ολόκληρο τον κύκλο, όταν έπεσα επάνω του. Και έπεσα κυριολεκτικά, το μέτωπό μου σχεδόν συγκρούστηκε βίαια με το λευκό, ανέκφραστο, δυσερμήνευτο πρόσωπό του.
Ο Ραούλ Τσαντ ήταν εκεί. Και με κρατούσε από τα μπράτσα συγκρατώντας την ορμή μου.
Η ανάσα μου κόπηκε και το στόμα μου έμεινε ανοιχτό, την ίδια στιγμή που η γλώσσα μου, μιμούμενη ενστικτωδώς τη δική του, πιέστηκε πάνω στα δόντια μου και έγλειψε λαίμαργα τα χείλη μου. Εάν δεν με κρατούσε, είμαι σχεδόν βέβαιη πως θα τιναζόμουν επάνω του και θα άρπαζα μέσα στα χέρια μου το κεφάλι του χαμηλώνοντάς το προς το μέρος μου για να τον φιλήσω. Όμως με κρατούσε. Με κρατούσε. Με είχε πιάσει για να μη συγκρουστώ, με τη φόρα που είχα, μαζί του και χτυπήσω. Και τώρα…
Και τώρα τίποτε.
Συγκρατήθηκα και διέταξα το στόμα μου να κλείσει και την αναπνοή μου να συνεχίσει τη δουλειά της. Πήρα μία βαθιά ανάσα, τόσο βαθιά που με πόνεσε.
«Πότε θα συνεχίσουμε;» τον ρώτησα.
Νομίζω ότι χαμογέλασε. Αλλά δεν είμαι και σίγουρη.
«Βιάζεστε, δεσποινίς Χάρκερ».
«Όχι», δήλωσα.
Έλεγα αλήθεια. Δεν βιαζόμουν καθόλου. Απλώς ήθελα να ξέρω το πρόγραμμά μου, για να οργανωθώ. Δεν πληρωνόμουν για να περιμένω, αλλά για να ποζάρω. Μολονότι θα αποζημιωνόμουν για όλες αυτές τις παράλογα χαμένες ώρες.
Ναι. Έλεγα αλήθεια.
«Όχι;» Τώρα το ύφος του ήταν ελαφρά κοροϊδευτικό.
Μου ήρθε να τον χαστουκίσω. Αν μη τι άλλο, μ’ αυτό τον τρόπο θα τον άγγιζα τουλάχιστον.
«Επειδή… έχω την εντύπωση ότι πέσατε επάνω μου με όλη σας τη δύναμη. Σχεδόν τρέχατε».
«Έχετε την εντύπωση ότι έτρεχα προς το ατελιέ σας; Αστειεύεστε, κύριε Τσαντ;»
«Μπορεί», παραδέχτηκε. «Αλλά μού αρέσει να σας σκέφτομαι έτσι. Ότι βιάζεστε. Μου αρέσει πολύ».
«Δεν μπορώ να σας παρακολουθήσω, λυπάμαι».
«Και όμως. Είναι μια ωραία εικόνα. Εσείς… και να τρέχετε. Μου αρέσει. Έχει κίνηση, ένταση, δραματικότητα, αφηγηματικότητα. Όλα αυτά που ψάχνει ένας ζωγράφος — δεν νομίζετε;»
Κούνησα το κεφάλι μου πριν απαντήσω, ψάχνοντας να βρω κάτι νόστιμο, ειρωνικό και κυρίως αποστομωτικό για να ανταπαντήσω. Δεν τα κατάφερα.
«Δεν έχω ιδέα», είπα τελικά. «Αλλά πάντως», συνέχισα με μια κρυφή ελπίδα στην καρδιά, «χαίρομαι που τουλάχιστον δεν με βάλατε να τρέχω εχθές το βράδυ. Για να έχω αυτή την… αυτή την αφηγηματικότητα που λέτε».
Αυτή τη φορά γέλασε φανερά.
«Και η χθεσινή σας πόζα, πάντως, ήταν από τις αγαπημένες μου».
«Γιατί; Τι προσέφερε; Ήμουν απλώς καθισμένη, φορώντας μόνο ένα μαντίλι».
Δεν είπε κάτι. Μόνο τα μάτια του με κοίταξαν πιο έντονα από ποτέ. Εκείνα τα γκριζωπά μάτια του λύκου. Τα άσπρα μάτια. Που μέσα τους έκρυβαν φωτιές.
«Εκτός αν σας αρέσουν τόσο τα μαντίλια, κύριε Τσαντ», συνέχισα.
«Όχι όλα. Μόνο αυτά που τυλίγουν ένα σώμα σαν το δικό σας».
Γέλασα ειρωνικά.
«Μιλάτε σαν πρωταγωνιστής σε σαπουνόπερα», του είπα.
«Πιστέψτε με, δεν είμαι».
«Κρίμα», είπα, ακόμη πιο δεικτικά.
«Γιατί κρίμα;»
«Θα σας πήγαινε».
Δεν ξέρω γιατί το είπα αυτό. Ήθελα να τον πικάρω, υποθέτω — αλλά ήταν τόσο κακή τακτική. Με έκανε να μοιάζω με κάτι που δεν ήμουν. Από την άλλη, αποκάλυπτα έτσι αυτό που συνέβαινε σε εμένα. Με κάποιον τρόπο που μέχρι χθες δεν θα περνούσε καν από το μυαλό μου, εγώ ήμουν αυτή που άρχισα να βλέπω τα πράγματα, και τον κόσμο όλο, σαν να έπαιζα σε σαπουνόπερα. Ή σαν να ήμουν πρωταγωνίστρια σε ένα τολμηρό αισθηματικό βιβλίο. Είχα απέναντί μου έναν άντρα που ένιωθα να ποθώ, ενάντια σε κάθε λογική. Όλα μού έλεγαν πως έπρεπε να προσέχω. Τα πάντα συνηγορούσαν στο γεγονός ότι καλά θα έκανα να μάζευα γρήγορα-γρήγορα τα λιγοστά μου πράγματα και να έφευγα από εδώ, αμέσως μόλις θα ξημέρωνε. Δεν υπήρχε το παραμικρό που να μου επέτρεπε να φλερτάρω, να παριστάνω τη χαζή ή ακόμη και να φαντασιώνομαι πράγματα που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα με έκαναν —στην καλύτερη περίπτωση— να καγχάσω.
Όμως, πάνω απ’ όλα: βρισκόμουν στο μέσον τού πουθενά· ο άνθρωπος που με φιλοξενούσε ήταν ένας μανιακός ζωγράφος — και αυτό ήταν το λιγότερο ασυνήθιστο χαρακτηριστικό του· ο άντρας αυτός μπορούσε να σε κάνει να πιστέψεις πως γλιστρούσε με την ταχύτητα της σκέψης μέσα στον χώρο, όποτε το ήθελε, όπως το ήθελε και χωρίς να φαίνεται ότι κουραζόταν ή ότι σπαταλούσε οποιαδήποτε ποσότητα ενέργειας κάνοντάς το· διέθετε σχολαστικά αρχειοθετημένο έναν τεράστιο όγκο από σχέδια που είχε κάνει σε διάστημα πολλών ετών, ίσως από τότε που ήταν παιδί… πράγμα διόλου λογικό· σε αυτά τα σχέδια, είτε πρωταγωνιστούσα εγώ, είτε κάποια που μου έμοιαζε τρομερά, ακόμη και σε λεπτομέρειες της ανατομίας μας —ακόμη και της πιο κρυφής—, είτε… είτε δεν ήξερα τι να πω.
Είτε ήμουν ολόιδια με όλα τα άλλα μοντέλα του. Πράγμα επίσης διόλου λογικό.
Σε κάθε περίπτωση:
Έπρεπε να φύγω τρέχοντας από εκεί.
Αυτό ήταν το μόνο λογικό που μπορούσα, και έπρεπε, να σκεφτώ και να θέσω τις βάσεις για να το εφαρμόσω με την πρώτη ευκαιρία. Αντ’ αυτού, καθόμουν και του χαμογελούσα, κεντρίζοντάς τον, σαχλαμαρίζοντας μαζί του και κάνοντας φτηνά αστειάκια, λες και όλο αυτό ήταν ένα παιχνίδι που παίζαμε οι δυο μας.
Ήμουν τρελή. Και όχι μόνο τρελή μ’ αυτόν.
Και θα πλήρωνα ακριβά αυτή την αποκοτιά μου.
«Έτσι λέτε», είπε. Δεν ήταν ερώτηση. Έμοιαζε περισσότερο με απειλή.
Δεν θυμόμουν καν τι του είχα πει… Ω Θεέ μου, ναι: ότι θα του πήγαινε να πρωταγωνιστεί σε σαπουνόπερα.
«Εννοώ…» άρχισα να λέω, αλλά με διέκοψε με ένα ανεπαίσθητο νεύμα του χεριού του.
«Καλύτερα να ξεκουραστείτε λιγάκι», είπε. «Σας θέλω…» —εκείνες οι δυο λέξεις κόντεψαν να με κάνουν να χάσω την ισορροπία μου— «…ακριβώς τα μεσάνυχτα». Έκανε μία μικρή παύση. Τα μάτια του την εκμεταλλεύτηκαν για να γκριζάρουν κι άλλο, μαζεύοντας όλο το τελευταίο φως του δειλινού. «Θα δουλέψουμε ώς αργά. Θα είναι κουραστικό για εσάς».
«Και για εσάς», του είπα, σχεδόν ξεψυχισμένα. Γιατί προφανώς εγώ ήμουν εκείνη που της ταίριαζε ο ρόλος σε εκείνη την παράξενη, μεταμεσονύκτια σαπουνόπερα.
«Εγώ…» ξεκίνησε να λέει. Κούνησε το κεφάλι, κοιτώντας μέσα στο σκοτάδι που προχωρούσε στις μύτες ολόγυρά μας. «Εγώ είμαι συνηθισμένος σ’ αυτό που θα γίνει. Το θέμα είναι να τα καταφέρετε εσείς».
«Θα τα καταφέρω», του είπα, χωρίς να δώσω το περιθώριο στον εαυτό μου να το σκεφτεί.
«Ακούγεστε πολύ σίγουρη,δεσποινίς Χάρκερ».
«Έχω τους λόγους μου».
«Χαίρομαι πολύ τότε. Αλλά επιμένω να ξαπλώσετε παρ’ όλα αυτά. Στο κρεβάτι σας».
«Κι εσείς τι θα κάνετε μέχρι τότε;»
«Επιτρέψτε μου να έχω και μερικά ακόμη πράγματα που πρέπει να φροντίσω. Κάποιες νύχτες σαν κι αυτές, μπορεί να συμβούν τα πάντα. Ακόμη και αυτά που είναι αδύνατον να συμβούν».
«Μάλιστα…» είπα αδυνατώντας να καταλάβω τι εννοούσε, την ίδια στιγμή που ένας δυνατός άνεμος σηκώθηκε, σείοντας τα κλαδιά των δέντρων και κάνοντας τα φύλλα του κισσού να μουρμουρίσουν παραπονεμένα. «Δεν θα ξεκουραστείτε εσείς δηλαδή;» ρώτησα πιάνοντας τα μπράτσα μου καθώς αισθάνθηκα ένα ρίγος να με τυλίγει. «Δεν θα ξαπλώσετε; Στο… κρεβάτι σας;»
Με κοίταξε ίσια μέσα στα μάτια, λες και ήθελε να κοιτάξει μέσα από την ψυχή μου.
«Ξάπλωνα όλη την ημέρα».
«Ξαπλώνατε; Νόμιζα πως λείπατε. Στην πόλη».
Μου χαμογέλασε.
«Ακόμη κι αν δεν πήγα», είπε, «να είστε σίγουρη πως την ονειρεύτηκα».
Δεν είχα κάτι να αντιτείνω πάνω σ’ αυτό. Ώστε λοιπόν ο Ρένφιλντ μού είχε πει ψέματα. Ίσως να μην υπήρχε καν δεύτερο αυτοκίνητο. Οπότε δεν είχε φύγει… Μάλιστα. Και προτιμούσε, λέει, να δουλεύει τη νύχτα. Άρα…
Σταμάτησα να σκέφτομαι πράγματα που δεν οδηγούσαν πουθενά. Τον κοίταξα. Ο άνεμος έπαιζε με τα μαλλιά του, παίρνοντας και λίγο από το γκρίζο των ματιών του για να το σκορπίσει με τα ακροδάχτυλά του στη νύχτα, πασπαλίζοντάς τη με την αστερόσκονη του βλέμματός του. Γιατί εμένα; σκέφτηκα να τον ρωτήσω, αλλά κρατήθηκα. Θα υπήρχαν καλύτερες, καταλληλότερες ευκαιρίες. Αν μη τι άλλο, όλο το βράδυ θα ήταν δικό μας. Όλη η νύχτα. Εγώ, κι αυτός. Μακριά από την αυλή, τον αέρα και τους κινδύνους που εγκυμονούσαν κάποιες νύχτες σαν κι αυτές. Στο σπίτι του. Στο στούντιό του. Με δυο βήματα να μας χωρίζουν όλα κι όλα. Και μια κορδέλα από μαύρο μετάξι.
Αυτή θα ήταν η δική μου σαπουνόπερα. Και σκόπευα να γίνω μια πρωταγωνίστρια αντάξιά της. Ώς το τέλος.