Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37
Απλωμένη πάνω στο στρωμένο κρεβάτι μου, με περίμενε άλλη μια φορεσιά. Ένιωσα σαν να βρισκόμουν στα γυρίσματα κάποιας ευρωπαϊκής ταινίας εποχής. Γιατί αυτά δεν ήταν ρούχα: ήταν φορεσιές. Όταν την ξεδίπλωσα, είδα πως ήταν ένα φόρεμα, τελικά. Παλιό, αν και καλά διατηρημένο. Τουλάχιστον ήταν καθαρό, και δεν μύριζε ναφθαλίνη ή κάτι παρόμοιο. Ή μούχλα. Όλα τα περίμενα σε ένα σπίτι σαν κι αυτό. Ήταν ένα ριχτό φουστάνι με σούρα στη μέση και φαρδιά κοντά μανίκια. Είχε γιακαδάκι και βαθύ ντεκολτέ που έδενε με ένα βελούδινο κορδόνι. Θα έμοιαζα σαν τη Χιονάτη, σκέφτηκα. Ή σαν την Κοκκινοσκουφίτσα, όταν θα είχε μεγαλώσει αρκετά για να μην μπαίνει μόνη της στα δάση. Ή ακριβώς για να μπαίνει μόνη της στα δάση… για να ξεμοναχιάζει τον λύκο.
Άφησα το φόρεμα στο κρεβάτι και ετοιμάστηκα να πάω στο δωμάτιο του μπάνιου. Ήταν μια απόλαυση που δεν θα ήθελα να στερήσω από τον εαυτό μου. Η ατμόσφαιρα εκεί μέσα ήταν απολαυστική, ειδικά αν έκρινες από το πόσο εκτεθειμένος ένιωθες από όλη εκείνη την άδεια έκταση γύρω σου. Δεν υπήρχε κανείς για να σε δει, αλλά και πάλι…
* * *
Αφού τελείωσα με το μπάνιο μου, που φρόντισα να είναι σύντομο, τυλίχτηκα σε μία μεγάλη πετσέτα και έμεινα να κοιτάζω τους τοίχους. Ίσως υπήρχαν τρύπες εκεί. Χαραγματιές όπου μπορούσε να κολλήσει το μάτι του εκείνος ο απαίσιος άντρας με το στυφό ύφος. Ίσως πάλι να μην ήθελε καν να με δει γυμνή. Ίσως απλώς να προτιμούσε να τελείωνα ό,τι είχα να κάνω εκεί και να έφευγα, αφήνοντάς τον μόνο με τον αφέντη του.
Τον αφέντη του…
Ανατρίχιασα, και ξαφνικά ένιωσα πως μπορούσα να ακούσω τη βροχή, έξω, που είχε αρχίσει να πέφτει ξανά. Ήταν αδύνατον να είμαι σε θέση να την ακούω πράγματι, αλλά η αίσθηση παραήταν ζωντανή για να την απορρίψω. Σκέφτηκα τη μορφή του Ραούλ να περιπολεί στον κήπο του περιμένοντας ποιος ξέρει τι. Σκεπάστηκα με μία ακόμη πετσέτα και έτρεξα ξυπόλυτη στην κάμαρά μου για να ντυθώ και να ετοιμαστώ. Σκιές σάλευαν επάνω μου όπως διέσχιζα τον διάδρομο, σαν μακριά, οστέινα δάχτυλα που ήθελαν να με αγγίξουν, να με πιάσουν και να με πονέσουν. Κλείδωσα ξανά πίσω μου την πόρτα και προσπάθησα να ηρεμήσω, με την πλάτη μου κολλημένη επάνω της. Τίποτε κακό δεν θα μου συνέβαινε, αποφάσισα. Τίποτε απολύτως. Ήμουν στο σπίτι ενός εκκεντρικού καλλιτέχνη που πλήρωνε για τις υπηρεσίες μου. Σωστά; Σωστά. Αυτό μόνο. Μπορεί να ήταν όμορφος (ναι), ελκυστικός (ναι) και —παραδέχτηκα με έναν πόνο στο στήθος— ακαταμάχητος (ναι), αλλά δεν ήταν κάτι άλλο πέρα από αυτά. Δεν ήταν φονιάς, δεν ήταν τρελός, και σίγουρα δεν θα με σκότωνε. Για όνομα του Θεού. Αν μη τι άλλο, έτσι και ήθελε πραγματικά να το κάνει, είχε σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες μέχρι εκείνη τη στιγμή στη διάθεσή του. Γιατί να μην τις εκμεταλλευτεί; Γιατί τις άφησε να περάσουν; Όχι, όχι, δεν κινδύνευα. Ή μάλλον…
Ναι: κινδύνευα — κινδύνευα να τον ερωτευτώ.
Κι αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να αποφύγω πάση θυσία. Δεν είχα έρθει από την άλλη άκρη του κόσμου για να πέσω στην αγκαλιά ενός άντρα. Όχι βέβαια. Είχα έρθει εδώ για να βρω τον εαυτό μου. Για να μαζέψω τα κομμάτια μου. Για να αρχίσω από την αρχή. Και για να είμαι, στο εξής, μια άλλη. Μία καλύτερη εκδοχή της Μίνα Χάρπερ. Μια γυναίκα θωρακισμένη απέναντι σε κάθε χυδαία, εμετική απειλή.
Λοιπόν, δεν θα άφηνα έναν άντρα —οποιονδήποτε άντρα, ακόμη και τον Ραούλ Τσαντ— να με κάνει να ξεχάσω την κύρια πηγή των ενδιαφερόντων μου: εμένα.
Γιατί εγώ ήμουν η πρωταγωνίστρια σε αυτό το έργο.
Και γιατί αυτό το έργο ήταν η ζωή μου. Τίποτε περισσότερο, αλλά και τίποτε λιγότερο από αυτό. Θα το προστάτευα με νύχια και με δόντια. Και…
Σταμάτησα τις σκέψεις μου στη λέξη δόντια γιατί ένιωσα μια ξαφνική σουβλιά στο σώμα μου… Στο σώμα μου; Δεν ήξερα πού ακριβώς. Κι αυτό ήταν ακόμη πιο περίεργο και από την ίδια εκείνη τη σουβλιά. Ήταν… στο στήθος μου; Ή στον λαιμό μου; Στα χέρια ή στην πλάτη μου; Ή μήπως στο κεφάλι μου;
Τι είχα πάθει; Τι μου συνέβαινε;
Σοκαρισμένη, ταραγμένη, με την καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα αν και φοβισμένα και ξέροντας πως σίγουρα είχα χλωμιάσει λες και είχε στραγγίσει όλο το αίμα από μέσα μου, έκατσα στο κρεβάτι, που με υποδέχτηκε με έναν αναστεναγμό. Μάλλον θα έτριζε αν… αν καθόσουν άτσαλα· ή αν στριφογύριζες στον ύπνο σου. Ή αν έκανες οτιδήποτε άλλο εκεί πάνω… οτιδήποτε απαιτούσε κάποιου είδους κίνηση. Σκούπισα με την ανάστροφη του χεριού μου τον κρύο ιδρώτα που είχε ποτίσει το μέτωπό μου και κοίταξα εκείνα τα μαξιλάρια και εκείνα τα σκεπάσματα. Και δεν μπόρεσα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου, να μην τον σκεφτώ… εκεί… ξαπλωμένο επάνω στο κρεβάτι μου, με το βλέμμα του να με τρώει και να με καίει — εκείνο το βλέμμα λύκου… καλώντας με να πέσω δίπλα του, από κάτω του, απόλυτα παραδομένη και χωρίς περιθώριο να του αντισταθώ. Γιατί δεν ήθελα να του αντισταθώ. Και γιατί… γιατί δεν έπρεπε να του αντισταθώ. Γιατί αυτό που θα γινόταν εκεί, η ένωσή μας, ήταν κάτι μοιραίο, κάτι που είχε κανονιστεί σε άλλους καιρούς, κάτω από άλλους ουρανούς. Ήταν κάτι που ήταν γραπτό να γίνει. Ένα… ένα πεπρωμένο.
Ανατρίχιασα με τη δύναμη και τη βαρύτητα εκείνης της λέξης και δοκίμασα να σηκωθώ, λες και εκείνο το κρεβάτι ήταν κάποιου είδους μαύρη τρύπα που με τραβούσε για να με φάει, να με πιει και να με εξαφανίσει, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος από εμένα στον κόσμο — ή λες και θα βούλιαζα σε κινούμενη άμμο, μια κινούμενη άμμο που μέσα της ζούσαν και περίμεναν υπομονετικά ποιος ξέρει τι πλάσματα… και πόσο αδηφάγα, και πεινασμένα.
Σηκώθηκα όρθια χτυπώντας με τον ώμο σε έναν από τους στύλους του κρεβατιού, εκείνους που επάνω τους στερεωνόταν ο ουρανός — και τότε τον είδα.
Ήταν κολλημένος με την πλάτη πάνω στον ουρανό, από τη μέσα μεριά. Πάνω ακριβώς από το σημείο όπου θα ξάπλωνα. Το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο, πελώριο και κατάμαυρο, όπως μαύροι ήταν και οι κύκλοι γύρω από τα άσπρα μάτια του. Το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν το πανί, και συγκρατιόταν ολόκληρος από τις τέσσερις γωνίες του ουρανού σαν αράχνη. Και τσίριζε.
Πισωπάτησα με τη δική μου τσιρίδα κολλημένη στον λαιμό μου, όταν — όταν χάθηκε.
Και όμως. Και όμως ήταν εκεί, ήμουν σίγουρη πως ήταν εκεί και καραδοκούσε για να πέσει από ψηλά επάνω μου και να με κατασπαράξει.
Ήταν εκεί. Τον είχα δει — δεν ήμουν τρελή. Ήταν ο Ραούλ Τσαντ.
Μα τώρα είχε χαθεί. Και ήμουν πάλι μόνη.
Δεν με είχε φάει, Θεέ μου — δεν με είχε φάει.
Γιατί;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38
Δεν θα έμενα ούτε λεπτό παραπάνω στο δωμάτιό μου, κι ας ήταν —θεωρητικά— το πιο ασφαλές μέρος στην έπαυλη. Τίποτε δεν μπορούσε να με κρατήσει εκεί μέσα, από τη στιγμή που είδα, ή νόμισα ότι είδα, την γκροτέσκα μορφή του Ραούλ γαντζωμένη στον ουρανό του κρεβατιού μου. Από το να κάθομαι εκεί μέσα μαζί με τον κρυμμένο εχθρό μου, καλύτερα να πήγαινα μόνη μου να τον συναντήσω, έξω, στον δικό του χώρο, στο δικό του πεδίο. Ό,τι ήταν να γίνει, ας γινόταν μια ώρα αρχύτερα. Δεν άντεχα άλλο την αναμονή.
Βγήκα στον διάδρομο και κατευθύνθηκα στο σαλόνι. Σκέφτηκα πως έμοιαζα με ένα από εκείνα τα ποντίκια που οι επιστήμονες κλείνουν σε «έξυπνα» κλουβιά, με τροχούς, μικροσκοπικούς λαβυρίνθους και μεγάλα χρωματιστά κουμπιά, και τα ταΐζουν πλουσιοπάροχα εκεί μέσα για να ελέγχουν τις αντιδράσεις τους στο ένα και στο άλλο ερέθισμα. Ήμουν το πειραματόζωό του, λοιπόν; Αυτό συνέβαινε; Και πού μπορούσε να καταλήξει αυτό το ανόσιο πείραμα; Ώς πού ήταν αποφασισμένος να φτάσει; Στην άνευ όρων παράδοσή μου; Στην τρέλα; Στον θάνατό μου; Δεν μπορούσα να ξέρω. Μπορούσα μόνο να το μάθω — στην πράξη.
* * *
Το τζάκι εξακολουθούσε να καίει, και μάλιστα με μεγάλες φλόγες αυτή τη φορά. Κατά κάποιον τρόπο, φαινόταν να με προσκαλεί. Κανείς άλλος δεν υπήρχε στο σπίτι για να καθίσει κοντά του και να κάνει ό,τι φυσιολογικό κάνουν συνήθως οι άνθρωποι καθισμένοι μπροστά από ένα τζάκι. Οι μόνο δύο μόνιμοι ένοικοι του σπιτιού έμοιαζαν να έχουν τελείως άλλες προτεραιότητες. Ο μεν ένας να ασχολείται με ταπεινές, διεκπεραιωτικές δουλειές, και ο δε άλλος, κρυμμένος στον κισσό ή πίσω από δέντρα, με το να επιτηρεί την αυλή και να φυλάει σκοπιά για να μη συμβεί κάτι που δεν θέλαμε και δεν έπρεπε να συμβεί. Για να μη μας πιάσουν εξ απήνης. Όποιοι κι αν ήταν αυτοί που επιβουλεύονταν την επιφανειακή ασφάλεια της έπαυλης.
Έκατσα για λίγο στο πάτωμα μπροστά από το τζάκι για να ζεσταθώ, κοιτώντας αφηρημένη τον γκρίζο πίνακα και τις χοντρές, βιαστικές πινελιές που τον συνέθεταν. Όμως σηκώθηκα πάλι γρήγορα γιατί μου ήταν αδύνατον να σταθώ σε ένα μέρος. Η καρδιά μου με διέταζε να σηκωθώ, να είμαι σε κίνηση, να μην κάθομαι σε ένα σημείο. Έτρεμα και ζεσταινόμουν, έκαιγα και ένιωθα πως η πίεσή μου έπεφτε σταθερά, σαν να είχα στραγγίξει από όλη μου τη ρώμη και όλο μου το αίμα. Κι έπειτα η ματιά μου έπεσε στο ρολόι του τοίχου: πλησίαζαν τα μεσάνυχτα. Αμέσως το στήθος μου γέμισε από πεταλούδες που χτυπούσαν όλες μαζί τα αραχνοΰφαντα φτερά τους. Μεσάνυχτα. Νά και κάτι καλό, λοιπόν. Έφτανε η ώρα για να βρεθώ κοντά του, για να είμαστε μαζί, για να κάνουμε όσα δεν μας επέτρεπε η απόσταση να κάνουμε. Για να ολοκληρώσουμε ό,τι ήταν να ολοκληρωθεί. Κι ας ερχόταν όποιος ήθελε στο σπίτι για να το πολιορκήσει και να το εκπορθήσει. Πολύ λίγη σημασία θα είχε κάτι τέτοιο μετά από… μετά από όσα θα έκανα με τον άντρα εκείνον στο ατελιέ του. Όπως και πολύ λίγη σημασία θα είχε κυριολεκτικά οτιδήποτε έξω από αυτό.
Καταλάβαινα πόσο απόλυτα του είχα παραδοθεί, και τρόμαζα από την ένταση των συναισθημάτων μου. Έμοιαζα υπνωτισμένη, μαγεμένη. Λες και κάποιος —πιθανότατα ο Ρένφιλντ— είχε ρίξει ναρκωτικά στο φαγητό μου, για να με κατευθύνει όπως εκείνα τα ποντίκια στο κλουβί τους, στα εργαστήρια των ειδικών επιστημόνων. Αλλά όχι από μόνος του. Ο άνθρωπος εκείνος, ο υπηρέτης, ο λακές, εκτελούσε εντολές. Τις εντολές του αφέντη του.
Το ρολόι χτύπησε, ή έτσι νόμισα πως έκανε. Τα μεγάλα ρολόγια τοίχου χτυπούν τα μεσάνυχτα, παγώνοντάς σου το αίμα. Όλοι το ξέρουν αυτό. Το δικό μου ήταν ήδη παγωμένο, και έτσι άκουσα τους χτύπους του να ηχούν καθαρά μέσα στο κεφάλι μου, ακόμη και αν εκείνο έμεινε, στην πραγματικότητα, σιωπηλό. Άρχισα να κινούμαι πάλι προς τον διάδρομο, σαν τα σκυλιά εκείνου του παλιού Ρώσου επιστήμονα, του Παβλόφ, που έτρεχαν τα σάλια τους όποτε άκουγαν το κουδούνι για το φαγητό. Ήθελα κι εγώ το φαγητό μου. Ήθελα τον Ραούλ Τσαντ.
Και, επιτέλους, θα τον είχα.
«Ακολουθήστε με».
Η φωνή του Ρένφιλντ με έκανε να πεταχτώ στη θέση μου από τον τρόμο. Αν και είχα τις κεραίες μου υψωμένες, δεν τον άκουσα να έρχεται — και φυσικά εκείνος προτίμησε να μιλήσει ξαφνικά πίσω από την πλάτη μου, μόνο και μόνο για να με τρομάξει. Προσπάθησα να καταπνίξω την ταραχή μου, αλλά δεν είμαι σίγουρη πως τα κατάφερα. Μάλιστα, είμαι σίγουρη πως διέκρινα ένα πονηρό γελάκι στο πρόσωπο του φρικτού υπηρέτη, που είχε απολαύσει εκείνη τη μικρή του νίκη.
Με οδήγησε μέχρι την πόρτα του ατελιέ, λες και δεν μπορούσα να τη βρω μόνη μου, την άνοιξε με μια γελοία κίνηση όλο ψευδή δουλοπρέπεια, και αποσύρθηκε μόλις πέρασα μέσα, σέρνοντας τα πόδια του με έναν ανατριχιαστικό ήχο. Η πόρτα έκλεισε πίσω μου μόνη της, ίσως από το ίδιο της το βάρος, ή από κάποιο ρεύμα που δημιουργούνταν μέσα στη μεγάλη, μισοσκότεινη αίθουσα. Ή ίσως χάρη σε κάτι άλλο, κάτι ανεξήγητο, κάτι που δεν υπάκουε στους απλούς και ξεκάθαρους νόμους της φυσικής.
Όλα ήταν όπως τα ήξερα: το χάος των παλιών επίπλων, τα άπειρα αναμμένα κεριά όλων των ειδών, το καβαλέτο κάπου στη μέση, και ο ζωγράφος όρθιος δίπλα του, με τον λαιμό του ελαφρά γερμένο στο πλάι. Ο ζωγράφος: ο Ραούλ Τσαντ…
Ξεροκατάπια και, με ένα τρέμουλο σε όλο μου το σώμα, τον πλησίασα προχωρώντας ανάμεσα από τα κατασκονισμένα έπιπλα, νιώθοντας το εξεταστικό βλέμμα του να απλώνεται πάνω στο σώμα μου σαν ένα υγρό πέπλο.
«Στην ώρα σας», μου είπε.
Φορούσε ένα παλιό στρατιωτικό παντελόνι, ξηλωμένο στα γόνατα και γεμάτο μπογιές, και μια ακόμη πιο παλιά πουκαμίσα από πάνω, επίσης γεμάτη χρώματα και πιτσιλιές. Ήταν ένα άσχημο ρούχο, σαν σκούρα καφέ ιατρική μπλούζα. Επάνω του όμως… επάνω του ήταν μαγευτικό.
«Δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς», είπα, λες και μου είχε ζητήσει να δικαιολογηθώ. «Με έφερε ο υπηρέτης σας. Προφανώς μετά από δική σας… εντολή».
«Ο υπηρέτης μου… ναι». Έκανε μία κίνηση σαν να έδιωχνε ένα έντομο από το πρόσωπό του. «Εντολή…» επανέλαβε σχεδόν κοροϊδευτικά.
Προχώρησε προς το μέρος μου και, με μια κίνηση που με ξάφνιασε, έπιασε το πιγούνι και το μάγουλό μου. Πάγωσα και τρόμαξα, νιώθοντας πως παραβίαζε την ιδιωτικότητά μου με έναν τρόπο που δεν μπορούσα και δεν ήθελα —ούτε έπρεπε— να ανεχτώ. Ωστόσο, κατάπια την προσβολή και έμεινα ακίνητη, σαν υποψήφια προς πώληση σκλάβα. Το διεισδυτικό βλέμμα του εξέταζε το πρόσωπό μου, ενώ τα δάχτυλά του κινήθηκαν λίγο πιο χαμηλά, προς τον λαιμό μου.
«Μάλιστα», είπε. «Πολύ ωραία».
Με άφησε, και μόνο τότε ένιωσα αρκετά δυνατή για να μιλήσω, λες και το χέρι του μου το απαγόρευε — σαν ξόρκι.
«Μη με ξαναπιάσετε έτσι».
Με κοίταξε με εκείνο το άχρωμο, πυρετικό βλέμμα. Και ήρθε ακόμη πιο κοντά μου, κολλώντας ολόκληρος επάνω μου.
Όχι.
Είχε απομείνει στη θέση του, με ένα ελαφρύ συνοφρύωμα θλίψης να του χαράζει το μέτωπο.
«Καμιά φορά γίνομαι τέρας», είπε. «Λυπάμαι γι’ αυτό. Καμιά φορά… καμιά φορά αποξεχνιέμαι. Συγγνώμη, δεσποινίς Χάρπερ».
Έκανα να πω κάτι, μα δεν τα κατάφερα. Είχα μπροστά μου ένα μεγάλο παιδί, ένα αγόρι που είχε πληγωθεί μόλις κατάλαβε ότι είχε πληγώσει, ότι είχε φερθεί ανάρμοστα. Προσπάθησα πάλι να του πω κάτι, αλλά το μετάνιωσα. Και ευτυχώς. Θα προσπαθούσα να τον παρηγορήσω, πράγμα ανόητο από μέρους μου. Μπορούσε μια χαρά να ζήσει με μερικές τύψεις, δεν θα πάθαινε τίποτε.
«Λοιπόν;» είπα τελικά σπάζοντας τη σιωπή που μας κρατούσε αμήχανους, να κοιτιόμαστε μέσα στο μισοσκόταδο. «Αφού είδατε αν είμαι αρκετά κατάλληλη, θα αρχίσουμε; Τι λέτε;»
«Δεν ήθελα να δω αν είστε κατάλληλη. Γιατί είστε. Το διαπίστωσα αμέσως μόλις σάς είδα, χθες. Ήθελα να δω αν είχατε κάποιο… κάποιο σημάδι».
«Σημάδι;»
«Κάποιο χτύπημα, ας πούμε».
«Πώς θα μπορούσα να είχα χτυπήσει;»
«Συμβαίνουν πολλά, δεσποινίς Χάρπερ. Πράγματα που δεν είμαστε πάντα σε θέση να αντιμετωπίσουμε. Ούτε καν να τα προβλέψουμε. Αν και…»
«Πείτε μου», τον παρότρυνα βλέποντάς τον να διστάζει.
«Αν και τα σημάδια είναι αρκετά δυνατά απόψε».
«Νομίζω πως δεν σας καταλαβαίνω».
«Μιας επικείμενης, ούτως ειπείν, εισβολής. Ω, δεν έχει σημασία». Κινήθηκε νευρικά προς το καβαλέτο του, πριν γυρίσει για να με ξανακοιτάξει. «Δεν είναι πράγματα που χρειάζεται να σας απασχολούν. Μη δίνετε ποτέ σημασία σε κανέναν παρείσακτο. Και, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να κάνω και λάθος. Οπότε, κακώς σάς αναστατώνω. Αν σας αναστατώνω».
«Με αναστατώνετε», είπα, ίσως περισσότερο προκλητικά από όσο ήθελα. Ή από όσο ήταν επιτρεπτό.
Δεν μου απάντησε κάτι πάνω σ’ αυτό. Αν και ακριβώς η σιωπή του αποκάλυπτε πως είχε καταλάβει πώς το εννοούσα. Έτσι κι αλλιώς, για τον Ραούλ Τσαντ ήμουν ολότελα γυμνή και διάφανη. Κάθε ώρα. Κάθε στιγμή. Είχε έναν τρόπο να μπαίνει μέσα σου απλώς και μόνο με την παρουσία του δίπλα σου — φανερή… ή και κρυφή παρουσία. Ή ακόμη και όταν ήταν απών. Στο δωμάτιό του. Στον κήπο. Πίσω από τον κισσό που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού. Ή όπου αλλού κρυβόταν κατά τη διάρκεια της ημέρας, αποφεύγοντας… το φως.
Ανατρίχιασα, αλλά δεν το άφησα να με επηρεάσει. Έπρεπε να συνεχίσω στο ίδιο μοτίβο. Επιθετικά.
«Ειδικά», προσέθεσα, «όταν κρύβεστε στο δωμάτιό μου. Και όταν σάς ανακαλύπτω εκεί. Τότε με αναστατώνετε ακόμη περισσότερο. Αν και… αν και όχι με τον ίδιο τρόπο. Ποιος θέλει κάποιον κρεμασμένο από τον ουρανό του κρεβατιού του;»
Δεν ξέρω τι με ώθησε να του το αποκαλύψω αυτό. Ίσως απλώς μιλούσα πολύ. Ίσως όμως και να ήμουν σε θέση να καταλάβω μερικά πράγματα. Πράγματα που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα περνούσαν ποτέ από το μυαλό μου. Η καρδιά μου άρχισε ξαφνικά να χτυπά δυνατά και ανεξέλεγκτα. Κάτι συνέβαινε εκεί… κάτι συνέβαινε εδώ, που δεν το καταλάβαινα και δεν μπορούσα να το αναλύσω. Μου έλειπαν στοιχεία, αλλά και κάποιες ειδικές δεξιότητες που ήταν απαραίτητες. Απέναντί του ήμουν μισερή, μισή, και κάπως… κάπως υποδεέστερη — όχι ισότιμη. Τι μπορεί να ήταν; Δεν είχα ιδέα. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι η αίσθηση από αυτό το άγνωστο, άπιαστο κάτι με ανατρίχιαζε.
Και με τρόμαζε. Με τρόμαζε πολύ.
Ο Ραούλ με κοίταξε με εκείνα τα λυκίσια του μάτια.
«Δεσποινίς Χάρπερ», είπε χωρίς να απαντήσει στην αιχμή μου, «νομίζω πως είναι ώρα να γδυθείτε».
«Να…;»
Είχε έναν τρόπο να με αφήνει αποσβολωμένη που δεν είχα ξαναδεί. Χωρίς να σηκώνει τον τόνο της φωνής του, χωρίς να χρησιμοποιεί την όποια «ανώτερη» θέση είχε. Απλώς ανοίγοντας το στόμα του. Με εκείνα τα κολασμένα χείλια.
Ανοιγόκλεισα τα μάτια σαν να πήγε κάποιος να με χτυπήσει.
«Είστε πολύ ευγενικός με τις γυναίκες, κύριε Τσαντ», είπα κάνοντας ένα ανεπαίσθητο βηματάκι προς τα πίσω.
Οι φλόγες των κεριών τρεμόπαιζαν μεθυστικά ολόγυρά μου. Και εκείνος μισοκρύφτηκε πίσω από το καβαλέτο του, με μια θερμή πορφυρή άλω ολόγυρά του. Μόλις τότε παρατήρησα ότι ήταν ξυπόλυτος.
«Όχι με όλες», είπε παίρνοντας στα χέρια του μία παλιά παλέτα και κοιτώντας την εξεταστικά. «Όχι με όλες, σας διαβεβαιώ».
«Λυπάμαι», του είπα, χωρίς να έχω πάψει να νιώθω εκείνο το ρίγος να ανεβοκατεβαίνει στη σπονδυλική μου στήλη.
«Υποθέτω πως είναι λογικό».
«Θέλετε να πείτε πως…;»
Πέταξε κάτω την παλέτα του και μάζεψε πάνω από ένα ξύλινο ερμάρι ένα μάτσο χαρτιά.
«Αρκετά είπαμε, δεσποινίς. Ξεντυθείτε γιατί έχουμε πραγματικά πολλή δουλειά απόψε. Και να εύχεστε να την τελειώσουμε».
«Γιατί;» ρώτησα. «Για να μη δουλέψουμε και αύριο;»
«Όχι», είπε κοιτώντας κάπου πίσω από τους ώμους μου με μάτια που έλαμπαν σκοτεινά. «Γιατί θα σημαίνει πως είμαστε και οι δύο εδώ. Γι’ αυτό».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Δεν σας πληρώνω για να καταλαβαίνετε».
«Με προσβάλλετε».
«Λυπάμαι. Δεν το ήθελα. Όμως θέλω να κάνετε αυτό που σας λέω. Θα είναι καλύτερο και για εσάς, και για εμένα. Σας το εγγυώμαι. Θα είναι καλύτερο για όλους μας, δεσποινίς Χάρπερ».
Αναστέναξα. Κάτι συνέβαινε εδώ, που με ξεπερνούσε. Και αυτή η αίσθηση, ότι είχα λίγα στοιχεία και όχι τις κατάλληλες προσλαμβάνουσες για να καταλάβω τι συνέβαινε, είχε αρχίσει να με κουράζει ακόμη και σωματικά. Σχεδόν πονούσα πια. Όμως, από την άλλη, ήξερα πως είχε δίκιο. Ναι, έπρεπε να δουλέψουμε. Και αυτό προϋπέθετε να γδυθώ. Εδώ και τώρα.
Το να βγάλω τα ρούχα μου μπροστά του ισοδυναμούσε με το να χτυπούσα την κάρτα μου σε μία υπηρεσία ή σε ένα εργοστάσιο. Ήταν τόσο απλό, τόσο… τόσο φυσικό. Θα το έκανα λοιπόν. Κι αν ο μεγάλος εκείνος παρακμιακός καλλιτέχνης νόμιζε ότι υπήρχε περίπτωση να νιώσω άσχημα επειδή όλο αυτό παραήταν φαινομενικά υποτιμητικό για εμένα, έκανε πολύ μεγάλο λάθος. Δεν θα του ζητούσα ποτέ μια ποδιά ή μια πετσέτα για να κρύψω τη γύμνια μου μέχρι να πάρω την πόζα που θα μου υποδείκνυε, και φυσικά δεν θα τον παρακαλούσα να γυρίσει από την άλλη. Όχι βέβαια. Ήμουν όλη εδώ. Μπροστά του. Μπροστά στον Ραούλ Τσαντ.
Άφησα να πέσει το φόρεμα στα πόδια μου, και από εκεί στους αστραγάλους μου. Δεν φορούσα τίποτε άλλο.
Του χαμογέλασα, με το ένα χέρι διπλωμένο στη μέση.
«Δεν έχετε εκείνη την κορδέλα σας απόψε; Εκείνο το μαντίλι;»
Με κοίταξε. Τα μάτια του είχαν πυρετό.
«Όχι», είπε. «Όχι απόψε».