Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39
Με έβαλε να καθίσω στο ίδιο σημείο με εχθές, πάνω σε ένα μισοδιπλωμένο μεγάλο σεντόνι. Ήταν σκούρο κόκκινο, με έναν τόνο κερασιού ή άγριας φράουλας όπως τη βλέπεις το απόγευμα, εκείνη την ώρα που βραδιάζει, και έκανε έντονη αντίθεση με τη λευκότητα του δέρματός μου. Έκατσα με τα πόδια διπλωμένα και τα χέρια αναπαυμένα δεξιά και αριστερά μου, και κάρφωσα το βλέμμα επάνω του λες και ήμουν ναυαγισμένη στη θάλασσα και εκείνος ήταν ο πολικός αστέρας. Όπως κατά βάθος το περίμενα, εκείνος δεν στάθηκε πίσω από το καβαλέτο του αυτή τη φορά. Τράβηξε από κάπου ένα παλιό σκαμνί και έκατσε εκεί, δυόμισι με τρία μέτρα όλα κι όλα μακριά μου, κρατώντας μπροστά του ένα μεγάλο μπλοκ και μια χούφτα μολύβια και κάρβουνοζωγραφικής. Άρχισε σχεδόν να χαράζει με δύναμη το χαρτί, με μεγάλες, κοφτές κινήσεις που τις ένιωθα επάνω μου, να με πονούν και να με πιέζουν, σαν να ζωγράφιζε απευθείας στο σώμα μου. Δεν μπορούσα να ανακαλέσω στη μνήμη μου κάτι τόσο εξωπραγματικό και αισθαντικό μαζί. Οι αναμνήσεις μου ήταν πολύ φτωχές για να μπορέσω να το συγκρίνω με οτιδήποτε είχα ζήσει, σκεφτεί ή φαντασιωθεί. Ήμουν το μοντέλο και ο καμβάς μαζί, και εκείνος ένας μανιασμένος εραστής που ήθελε να κλέψει την εικόνα μου για να την κρατά για πάντα φυλακισμένη σε εκείνο το τετράδιό του.
Χωρίς να μείνει ικανοποιημένος, ή όντας πολύ βιαστικός και ανυπόμονος για να περιμένει να ολοκληρωθεί οτιδήποτε, ο Ραούλ γύρισε με δύναμη τη σελίδα, με πραγματική φούρια, και άρχισε ξανά από την αρχή, κοιτώντας με με μια ένταση που δεν μπορούσε να έχει το όμοιό της πουθενά στον κόσμο — ίσως μόνο στη ζούγκλα, στον κόσμο των ζώων. Σχεδόν με ξεκοκάλιζε με τα μάτια του, ψάχνοντας επάνω μου εκείνα τα στοιχεία που μπορούσε να μου κλέψει ευκολότερα και να τα αποτυπώσει πάνω στο χαρτί του. Αν η ματιά του ήταν μαχαίρι, σύντομα θα ήμουν κομματιασμένη, γδαρμένη, ξεσκισμένη. Όμως ήταν μαζί και θεραπευτική, γιατί από μια στιγμή και μετά ένιωθα σαν βάλσαμο επάνω μου τις αρπακτικές ματιές του, σαν χάδι, σαν φιλί από εκείνο το σφιγμένο στόμα που συμμετείχε κι αυτό στον αγώνα και στην αγωνία του.
Πλέον, η μία σελίδα διαδεχόταν την άλλη, και οι προηγούμενες, ημιτελείς ή ούτε καν αρχινισμένες καλά-καλά, έπεφταν στα πόδια του, καθώς δεν έκλεβε από τον χρόνο του ούτε καν για να τις τακτοποιήσει με μια κάποια τάξη. Δεν τον ένοιαζε. Ζούσε για τη στιγμή. Είτε για τη στιγμή της δημιουργίας, είτε για τη μαγική εκείνη στιγμή που θα καταλάβαινε με όλες του τις αισθήσεις πως είχε βρει αυτό που έψαχνε, εκείνο που έκαιγε το μυαλό του και τον ανάγκαζε να ξενυχτά και να ζει τις καλύτερες και πιο πυρετώδεις ώρες της δημιουργικότητάς του μόνο μετά τα μεσάνυχτα.
Και ήταν εκείνη ακριβώς η σκέψη που με έκανε να τον δω κι εγώ αλλιώς, να τον δω πιο βαθιά και πιο αποτελεσματικά — να δω μέσα του. Ο Ραούλ Τσαντ ζούσε τις νύχτες, ζούσε για τη νύχτα, ήταν ένα πλάσμα που δεν αγαπούσε την ημέρα και τη φτηνή έκθεση στο φως. Ήθελε να εξορύσσει τα μυστικά του σκοταδιού, γι’ αυτό και επέλεγε να ζει μέσα του, να γλιστρά από σκιά σε σκιά, να βυθίζεται στο μαύρο και να πίνει το μελάνι της νύχτας. Ήταν και ο ίδιος κάρβουνο όπως εκείνο που κρατούσε, αλλά ένα αναμμένο κάρβουνο, που έκαιγε και σκόρπιζε φωτιά σε ό,τι ακουμπούσε. Ο Ραούλ Τσαντ ήταν ένα πλάσμα της νύχτας, κι εγώ ήμουν η τυχερή που τη μοιραζόταν μαζί του και απολάμβανα το μυστήριό του και το ζεστό έρεβος των μυστικών του.
Έκατσα πιο αναπαυτικά στη θέση μου πάνω στο κόκκινο αυτοκρατορικό σεντόνι χωρίς να μου το ζητήσει, και αμέσως πέταξε στο πάτωμα το χαρτί που ζωγράφιζε και άρχισε πάλι από την αρχή. Τον άφησα να δουλέψει όσο ήθελα, και μετά άλλαξα πάλι στάση, ανεπαίσθητα ίσως αλλά έντονα γι’ αυτόν — και μετά πάλι και πάλι. Κάθε μου μικρή κίνηση είχε επάνω του την επίδραση ενός ταρακουνήματος. Και με κάθε νέα μετατόπιση των μελών μου γινόμουν όλο και πιο ανυπόμονη να τον δω να κάνει ό,τι τον διέταζα, να δω πόσο πειθήνιος θα ήταν στις προσταγές μου. Τώρα δα μάλιστα έσερνε το σκαμνί του ακόμα πιο κοντά μου, ερχόμενος στα δύο μέτρα όλα κι όλα μακριά από το σώμα μου, μακριά από το μοντέλο του, και σχεδόν άκουγα την καθαρή σαν τη νύχτα ανάσα του, άκουγα τη βροχή που έπεφτε μέσα του, άκουγα τον αρχαίο κισσό που σκαρφάλωνε στο σώμα του αγκαλιάζοντάς τον. Ήταν εκεί με όλο του το είναι, παρών, δυνατός και οξύς και μυτερός σαν μαχαίρι και σαν δόντι λύγκα, αλλά και πλαστικός, μαλακός και τρυφερός στον πυρήνα της καρδιάς του, ένα αγρίμι που δεν είχε όμοιό του, ένα πλάσμα της νύχτας λαβωμένο και όμορφο, μοναδικό στο είδος του, το τελευταίο της γενιάς του.
Το τελευταίο της γενιάς του…
Ναι, ήταν έτσι ακριβώς — ο Ραούλ Τσαντ δεν είχε τον όμοιό του γιατί δεν υπήρχαν πια άλλοι σαν κι αυτόν, είχαν χωνευτεί από την ιστορία και τις πυρκαγιές της, είχαν καεί από τον ήλιο των αλλεπάλληλων χρόνων που σάρωναν τη γη, είχαν τσακιστεί μέσα στις μυλόπετρες της ιστορίας και στους πολέμους των ανθρώπων. Ήταν μόνος, τελευταίος, και με όλη τη γενναιότητα της χαμένης γενιάς του χωνεμένη σε κάθε του κύτταρο. Το ήξερα, το έβλεπα, μπορούσα να το μυρίσω και να το γευτώ από το νέκταρ του ιδρώτα του που ερχόταν μέχρι το σημείο όπου ξάπλωνα, γυμνή, πάνω στο κόκκινο σεντόνι του αίματος. Μπορούσα να το αισθανθώ μέχρι βαθιά μέσα μου από το μετείκασμα της φωτεινής στεφάνης που κύκλωνε τα μαλλιά του έτσι όπως φωτίζονταν από τα κεριά πίσω από την πλάτη του. Μπορούσα να το νιώσω από την ένταση που είχε και το δικό του καρδιοχτύπι: ναι, το άκουγα καθαρά, πεντακάθαρα, όλος εκείνος ο μεγάλος χώρος αντηχούσε από αυτό σαν γιγάντια καμπάνα φτιαγμένη από φελλό και από ιστούς αρχαίων εντόμων κρυμμένων στα κουκούλια τους.
Το στόμα μου άρχισε να κολλάει από μια δίψα που ήρθε να με επισκεφτεί ξαφνικά και απρόσμενα. Έγλειψα τα χείλη μου κάνοντάς τον να βογκήξει και να σπάσει το μολύβι που κρατούσε στα δυνατά δάχτυλά του εκείνη τη στιγμή. Το άφησε να πέσει κάτω και έπιασε ένα άλλοαπό τα πολλά που είχε δίπλα του, όμως με είδε να ξεροκαταπίνω και για λίγο έμεινε έτσι, απλώς κοιτώντας με. Έπειτα, χωρίς κάποια προειδοποίηση, χωρίς να πει κάτι, σηκώθηκε όρθιος με μια ρευστή κατακόρυφη κίνηση, έχοντας τον απόλυτο έλεγχο του σώματός του, και προχώρησε προς το καβαλέτο του. Έσκυψε και σήκωσε από κάτω ένα μπουκάλι και ένα ποτήρι-τουλίπα. Έβγαλε την τάπα του μπουκαλιού με τα δόντια του και γέμισε το ποτήρι μέχρι τη μέση σχεδόν. Το μύρισε, έκανε μία γκριμάτσα που μπορεί να σήμαινε απέχθεια αλλά και ηδονή, ή και τα δύο μαζί, και προχώρησε προς το μέρος μου. Μου το έτεινε, και το πήρα με ευγνωμοσύνη. Ήταν κονιάκ, όπως κατάλαβα δοκιμάζοντας μια πρώτη γουλιά, ένα παλιό απόσταγμα που βάρυνε με την ηλικία του το στόμα μου γεμίζοντάς το ηδονικά αρώματα και μια τόσο σύνθετη γεύση που σχεδόν πλημμύρισε το μυαλό μου από εικόνες φύσης, καβουρντισμένων ξηρών καρπών, βαρελιών ποντισμένων στη θάλασσα και μυρωδικών που έρχονταν πάνω σε καμήλες από χιλιάδες μίλια μακριά, μαζί με εικόνες από χώρες τόσο μακρινές και εξωτικές, που έμοιαζαν βγαλμένες από τη γεωγραφία ενός άλλου πλανήτη.
Νά ένα ακόμη από τα μεθυστικά ποτά του καλλιτέχνη μου, σκέφτηκα. Νά κάτι που θα με βγάλει ξανά έξω από τα όριά μου — και αυτή τη φορά επειδή θέλω να βγω, και επειδή πρέπει να βγω. Επειδή πρέπει και επειδή θέλω.
Ήπια ακόμη μία γουλιά, αφήνοντας επίτηδες τη μισή να κυλήσει από το στόμα μου στο πιγούνι και από εκεί στο στήθος μου, που ανατρίχιασε και αναδεύτηκε λες και μέθυσε κι εκείνο από το δυνατό ποτό. Άφησα το ποτήρι δίπλα μου και του έδωσα άλλη μία όψη του κορμιού για να τη δει, να την εντυπώσει στο μυαλό του και να τη μεταφέρει στο χαρτί, παρατηρώντας τις μεταπτώσεις και τις εξάρσεις της καλλιτεχνικής αγωνίας του καθώς προσπαθούσε να μείνει προσηλωμένος στο έργο του παρά το αίμα που χτυπούσε και έτρεχε τρελαμένο μέσα στις φλέβες του. Εκείνο το αίμα ήταν πανταχού παρόν, ήταν αυτό που μας ένωνε πέρα από τα βλέμματά μας και την κοινή μας προσπάθεια, μια προσπάθεια να επικεντρωθούμε στη δουλειά και να μην εξοκείλουμε — το αίμα που έσφυζε και βοούσε και κόχλαζε, διψασμένο για ακόμη περισσότερο αίμα.
Τώρα τα μάτια του είχαν γεμίσει φλόγες, ενώ και όλο του το σώμα έκαιγε, αν και όχι όσο το δικό μου. Από την κάψα, πέταξε από πάνω του εκείνη την παλιά, λερωμένη με χρώματα ποδιά, αφήνοντάς τη να κουβαριαστεί στα πόδια του. Όμως τέντωσα το χέρι μου και την τράβηξα κοντά μου, και τυλίχτηκα μ’ αυτήν, περνώντας τη ανάμεσα από τα πόδια μου, ή στην πλάτη μου, ή πιέζοντάς τη στην κοιλιά μου. Ο έξαλλος ζωγράφος μου δεν ζωγράφιζε πια αλλά σχεδόν πάσχιζε να με φωτογραφίσει με το μολύβι του και με τα κάρβουνά του, να πιάσει μία νότα, έστω, από το σώμα μου, κάτι που να ήμουν εγώ, κάτι που να σήμαινε εμένα — πάσχιζε να συλλάβει καλλιτεχνικά αυτό που προϋπήρχε στο μυαλό του αλλά μόνο σαν όραμα, σαν φάντασμα και σαν άσαρκη σκιά σκέψης. Τον τυραννούσα και με τυραννούσε, και ήμασταν ευχαριστημένοι και ξέπνοοι και οι δυο από αυτό το μαρτύριο. Το κονιάκ μέσα μου έκανε τη δική του γιορτή, κάνοντας το αίμα μου να βράζει και τους πόρους του σώματός μου να ιδρώσουν αντανακλώντας το τρεμάμενο φως των κεριών. Όλη η αίθουσα έσφυζε από παραφορά, λαχτάρα και ανάγκη, που την έβλεπα όλη απολύτως στέρεα χαραγμένη στο στήθος και τους ώμους του, και στο στέρνο και την κοιλιά του, που παλλόταν πάνω από την υφασμάτινη ζώνη εκείνου του στρατιωτικού παντελονιού με τις τρύπες στα γόνατα, τους λεκέδες από τις μπογιές εδώ κι εκεί, και τις ξηλωμένες τσέπες στα πλάγια. Ήταν όλος μια προσωποποίηση, μια ενσάρκωση του πάθους. Μια ενσάρκωση που είχε βρει τον καμβά της πάνω στην πιο τέλεια σάρκα.
Τον τράβηξα επάνω μου και έπιασα το χέρι του που κρατούσε το κάρβουνο δείχνοντάς του πως ήθελα να αφήσει τα ανόητα, άψυχα χαρτιά του και να συνεχίσει τη ζωγραφική του επάνω μου, στον δικό μου καμβά, και ένα κύμα ηλεκτρικού ρεύματος τον διαπέρασε ολόκληρο, ένα σοκ τόσο αποκαλυπτικό που συντάραξε ακόμη και εμένα με τη δύναμή του, καθώς ορθωνόταν από επάνω μου με το στόμα του μισάνοιχτο, τα λυκίσια μάτια του να αποκτούν δυο κόκκινες πιτσιλιές στις ίριδές τους, ίδιες με πραγματικές φλόγες, και τη μύτη του να μαζεύεται προς τα επάνω τεντώνοντας το πάνω του χείλος και αποκαλύπτοντας τα εξαίσια δόντια του, εκείνες τις στήλες ατσάλινου μαρμάρου που ρουφούσαν όλο το φως της αίθουσας και το αντανακλούσαν πίσω θριαμβευτικά.
Άπλωσε το χέρι του και πράγματι άρχισε να ζωγραφίζει επάνω μου, από ψηλά στο στήθος μου μέχρι χαμηλά στην κοιλιά μου, και ακόμη πιο χαμηλά, και από εκεί στο εσωτερικό των μηρών μου, καθώς είχα γίνει ολόκληρη ένα ανοιχτό τετράδιο ζωγραφικής, ένα καβαλέτο και ένας καμβάς μαζί, νιώθοντας την πίεση από το κάρβουνο σε όλο μου το δέρμα, εκείνες τις πλατιές χειρονομίες που ακολουθούσαν τις καμπύλες μου, και τις πιο κοφτές, και πιο έντονες, που έμοιαζαν σαν να θέλουν να με τρυπήσουν για να περάσουν από μέσα μου αποκαλύπτοντας κάτι μυστικό και κάτι αθέατο και μοναδικό, αποτυπώνοντας επάνω μου όψεις και λεπτομέρειες του ίδιου μου του εαυτού, σαν χάρτης που τυπωνόταν πάνω στο ίδιο το έδαφος.
Τράβηξα κι άλλο το χέρι του και τον έφερα ακόμη πιο κοντά μου, κι όταν εκείνος αντιστάθηκε τον τράβηξα με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Όμως ήταν δυνατός, ήταν πολύ δυνατός, και έφυγε εύκολα από τη λαβή μου, για να την αντιστρέψει πιάνοντας με το ελεύθερο χέρι του και τα δύο δικά μου και γυρνώντας με ανάστροφα, με το στήθος πάνω στο σεντόνι, για να συνεχίσει να ζωγραφίζει πάνω στην ιδρωμένη επιδερμίδα μου με εκείνο το κάρβουνο, στην πλάτη και ανάμεσα στις ωμοπλάτες, στη μέση και στους γλουτούς μου, και πάλι πάνω στα πόδια μου, μέχρι χαμηλά κάτω στις γάμπες και πάλι ψηλά, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, ενώ εγώ ανασηκώθηκα και στηρίχτηκα στα γόνατά μου φροντίζοντας να του δώσω κι άλλη επιφάνεια για να ασκήσει την τέχνη του, καθώς το στόμα μου τριβόταν πάνω στο κόκκινο του τσαλακωμένου σεντονιού και τα χέρια μου, γυρισμένα πάντα πίσω από την πλάτη μου, εξακολουθούσαν να είναι δέσμια των ωραίων, μακριών του δαχτύλων.
Και έπειτα, όταν τελείωσε από εκεί, με γύρισε για ακόμη μία φορά ανάσκελα, και τώρα πια ήμουν ολότελα ιδρωμένη και πλημμυρισμένη έξαψη —μια έξαψη καινούργια, άγνωστη, πρωτόφαντη, αδιανόητη— και τα μάτια μου σχεδόν ρουφούσαν τοδικό του βλέμμα, που ήταν αναμμένο σαν δύο απομακρυσμένες νυχτερινές φωτιές σε έναν μακρινό λόφο της ερήμου.
Και τότε ο Ραούλ Τσαντ πέταξε μακριά το κομμάτι του κάρβουνου, που κατέληξε με θόρυβο πάνω σε ένα έπιπλο, και είδα τον κορμό του, ενώ ώς τότε ορθωνόταν τεντωμένος από πάνω μου, να γέρνει και να σκύβει προς τα μπροστά, προς το μέρος μου, προς τη ζωντανή ζωγραφιά που είχα γίνει, όπως γέρνει προς το μέρος σου ένα κύμα για να σε καταπιεί, ή όπως ορθώνεται από πάνω σου ένα όνειρο, ενώ οι μύες των ώμων του είχαν σφιχτεί και διογκωθεί, μαζί με τις φλέβες στον λαιμό του, που έμοιαζαν με τεντωμένα σχοινιά ιστιοφόρου. Τα χέρια του είχαν καμπυλώσει και τα δάχτυλά του είχαν μισοσφίξει σαν γάντζοι που έτρεμαν, και έμοιαζε όλος ένας πειρατής που από στιγμή σε στιγμή θα έκανε το ρεσάλτο του στο εχθρικό, αν και αθώο, πλοίο με τους θησαυρούς. Έβγαλα τη γλώσσα μου και έγλειψα το επάνω μου χείλος, εξακολουθώντας να τον κοιτάζω καταπρόσωπο, χωρίς να φοβάμαι εκείνες τις άγριες, ερημικές φωτιές των ματιών του. Ίσα-ίσα: τον προκαλούσα με το βλέμμα μου — και ταυτόχρονα τον ικέτευα να κάνει γρήγορα.
Και τότε είδα εκείνη την πάλη στο βλέμμα του. Την απόγνωση, τη λαγνεία, τον φόβο, την τρέλα. Ήταν όλα αυτά κι άλλα τόσα, συναισθήματα συγγενή ή διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους που μάχονταν και αγωνίζονταν να επιβληθούν, χωρίς κανένα τους να έχει ξεκάθαρα περισσότερες ελπίδες επικράτησης από τα υπόλοιπα.
Τι συνέβαινε; Τι μπορούσε να συμβαίνει; Γιατί απλώς δεν έγερνε κι άλλο από πάνω μου, καθώς δεν υπήρχε ούτε χιλιοστό του κορμιού μου που να μην τον προκαλεί; Μου ήταν αδύνατον να καταλάβω οτιδήποτε, μου ήταν αδύνατον να δεχτώ αυτό που συνέβαινε μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου — εκείνη την παράλογη πάλη με τον ίδιο του τον εαυτό;
Γιατί; Γιατί; Γιατί το έκανε αυτό; Δεν έβλεπε πως τον ήθελα; Γιατί με άφηνε έτσι;
Γιατί;
Μα νά που επιτέλους το κτήνος νικά, παίρνει το πάνω χέρι, το στόμα του ανοίγει σε ένα χαμόγελο νίκης και γοήτρου, και όλος ο Ραούλ Τσαντ ετοιμάζεται να προσθέσει πάνω στο βάρος μου και το δικό του, κι εγώ βαστώ την ανάσα μου για να τον υποδεχτώ, να τον υποδεχτώ επιτέλους — όταν, Θεέ μου… όταν ο άλλος Ραούλ ανακτά την κυριαρχία σε εκείνο το άμοιρο, ταλαιπωρημένο, διψασμένο σώμα, εκείνο το σώμα που μου ανήκει και του το χαρίζω, και τον τραβά πίσω, και τραβιέται πίσω, για να αποσπαστεί τελείως από πάνω μου και να σηκωθεί όρθιος, σαν να τον διοικεί και να τον διατάσσει πράγματι ένας άλλος, και για να απομακρυνθεί βιαστικά από κοντά μου σπεύδοντας σχεδόν να κρυφτεί πίσω από το καβαλέτο του, που μοιάζει τόσο, τόσο, τόσο μακρινό και τόσο απομακρυσμένο, σαν όχθη που δεν μπορεί να τη φτάσει ένας ναυαγισμένος.
«Όχι», τον άκουσα να λέει, αν και δεν ήταν ακριβώς λέξη, ήταν μουγκρητό, ήταν μία σειρά από μουγκρητά, «όχι, όχι, όχι».
Όχι, ψέλλισα κι εγώ από μέσα μου, όχι, όχι, όχι, με δεν είχα καμιά δύναμη επάνω του, καμιά δύναμη επάνω σε οτιδήποτε, και για λίγο έμεινα εκεί, νιώθοντας τον ιδρώτα της έξαψης, της κάψας, να εξατμίζεται από επάνω μου, το κάρβουνο στο δέρμα μου να μουτζουρώνεται, να λιώνει και να σβήνει, και το στήθος μου να χάνει τον θριαμβικό του οίστρο και να υπαναχωρεί. Άπλωσα κουρασμένη και σαστισμένη το χέρι για να βρω το φόρεμά μου, μα ανακάλυψα πως ήταν σκισμένο — είχε πέσει θύμα του παροξυσμού μας κάποια στιγμή, χωρίς να το προσέξω ή να με νοιάζει να προσέξω τίποτε παρόμοιο. Σηκώθηκα σχεδόν με κόπο και με την ανάσα μου πιασμένη, βλέποντας με την άκρη του ματιού μου τον Ραούλ, ακόμη κρυμμένο πίσω από το καβαλέτο του, να πιάνει και με τα δυο χέρια το κεφάλι του σαν να κινδύνευε να το χάσει από έναν βαθύ, αδιαπραγμάτευτο πόνο. Έσκυψα, σήκωσα από κάτω εκείνη τη λερωμένη με τις παλιές μπογιές ποδιά του και τη φόρεσα. Δεν πείραζε να του κλέψω κάτι. Εκείνος ήταν, άλλωστε, που μου χρωστούσε τόσα.
Και τώρα… τώρα ναι, τώρα έπρεπε να φύγω. Να τα μαζέψω εκείνη ακριβώς τη στιγμή και να απαιτήσω να με κατεβάσουν στην πόλη. Και βασικά όχι αυτός, αλλά ο Ρένφιλντ. Δεν μπορούσα και ούτε έπρεπε να μείνω άλλο εδώ. Αυτή η έπαυλη δεν ήταν καλή για την υγεία μου. Δεν μου έκανε καλό. Κι ας ήταν τα πάντα για μένα εκείνος ο άντρας — κι ας νόμιζα, τέλος πάντων, ότι ήταν τα πάντα, μέσα σε μια στιγμή ανόητης, εφηβικής παραφοράς. Βλαστήμησα τον εαυτό μου για την ανοησία μου να παρασυρθώ και να πέσω επάνω σε κάτι που με ξεπερνούσε, σε κάτι άγνωστο, ίσως επικίνδυνο, αλλά… αλλά και τόσο παράδοξο που καταντούσε γκροτέσκο.
Είχα κάνει ένα πραγματικά ολέθριο λάθος όταν αφέθηκα να παρασυρθώ από τη γοητεία του. Όχι γιατί ήταν εύκολο να το αποφύγω. Δεν ήταν. Αλλά γιατί είχα ορκιστεί να μην πάθω οτιδήποτε σχετικό. Είχα ορκιστεί να κοιτάζω τη δουλειά μου και να κάνω τα πάντα για να προασπίζω τα συμφέροντά μου και μόνο. Να υποστηρίζω αποκλειστικά και μόνο τη Μίνα. Δεν έπρεπε να κοιτάζω τίποτε άλλο γύρω μου πέρα από αυτήν. Ήμουν η μόνη μου περιουσία. Απαγορευόταν να ρίχνω τη ματιά μου σε οτιδήποτε αλλότριο. Όλα τα άλλα μπορούσαν να αποδειχτούν παγίδες. Και νά τώρα που είχα πέσει σε μία από τις πιο έξυπνα καλυμμένες φάκες του κόσμου. Στη γοητεία ενός άντρα που… που δεν με ήθελε;…
Δεν μπορούσα να το καταλάβω, σκέφτηκα με έναν πνιχτό αναστεναγμό. Αντίθετα, θα μπορούσα να ορκιστώ πως όσα είδα στο βλέμμα του, στο σώμα του, στα πάντα επάνω του, έδειχναν ακριβώς το αντίθετο. Ότι με ήθελε όσο κι εγώ… και ίσως ακόμη περισσότερο, ακόμη πιο καθολικά. Οπότε τι μπορεί να είχε γίνει εκείνο το δευτερόλεπτο που άλλαξαν όλα; Τι μπορεί να πέρασε από το μυαλό του και τράπηκε έτσι άδοξα σε φυγή;
Κράτησα την ποδιά του γύρω από το σώμα μου αγκαλιάζοντάς το, με τα μανίκια να μου έρχονται μεγάλα και να κρέμονται στα πλευρά μου. Εκείνος παρέμενε ακόμη στην ίδια θέση, δίπλα στο καβαλέτο του, όπου τώρα μπορούσα να δω τον έτοιμο καμβά, που όμως ακόμη δεν είχε επάνω του ούτε μία γραμμή. Ή μάλλον… Όχι, όχι, έκανα λάθος: ήταν ζωγραφισμένος, απλώς με μία στρώση από γρήγορες, κοφτές, μεγάλες γκρίζες πινελιές — όπως εκείνος ο κρεμασμένος πίνακας πάνω από το τζάκι. Τι μπορούσε να σημαίνει αυτό; Ή μήπως τίποτε; Ή απλώς δεν έπρεπε να αναρωτιέμαι, αλλά να κάνω αμέσως αυτό που είχα αποφασίσει προηγουμένως; Να σηκωθώ και να φύγω;
Γύρισε και με κοίταξε, στρίβοντας τον δυνατό λαιμό του. Ένας κόμπος ιδρώτα είχε κυλήσει από το μέτωπο στη μύτη του, έτσι όπως έριχνε από το πλάι εκείνη τη λυκίσια ματιά του καταπάνω μου. Το βλέμμα του ήταν ανεξιχνίαστο. Κυριολεκτικά. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν πίσω του κρυβόταν μια καρδιά που πονούσε ή ένα μυαλό που ορεγόταν… τι; Που ορεγόταν κάτι άλλο. Κάτι επικίνδυνο.
Ένας συναγερμός χτύπησε μέσα στο κεφάλι μου καθώς τα φρύδια του μάζεψαν κι άλλο, και το κεφάλι του στράφηκε ακόμη περισσότερο προς τα πίσω. Έτσι που στεκόταν ξυπόλυτος και μισόγυμνος, ντυμένος μόνο με εκείνο το χακί παντελόνι, έμοιαζε με κάτι τόσο δυνατό, που η γειτνίαση και μόνο μαζί του σε έκανε να πονάς. Να πονάς με μία ποικιλία από πόνους.
Αν επρόκειτο να μείνω για λίγο ακόμα, σκέφτηκα, θα διάλεγα τον πιο γλυκό από αυτούς τους πόνους. Εκείνον που έσφιγγε το στομάχι μου έτσι όπως τα μάτια μου περιπλανιόντουσαν πάνω στους σφιγμένους, λουσμένους από το χλωμό φως των κεριών, μυς του. Ήταν ένα πανύψηλο, λεπτό, πληγωμένο αγρίμι, σμιλεμένο από χρόνια κυνηγιού μέσα στα δάση, κάτω από τα παγωμένα αστέρια και το θολό νόμισμα της σελήνης.
Ξάφνου, εντελώς απρόσμενα, ένιωσα κάτι να σπάει μέσα στην καρδιά μου γι’ αυτόν. Δεν κινδύνευα από τον Ραούλ Τσαντ. Όχι… Μάλιστα, ίσως να κινδύνευε εκείνος περισσότερο από εμένα.
«Τι έχεις;…» ρώτησα.
Συσπειρώθηκε κι άλλο, τινάζοντας τον λαιμό του με την ταχύτητα του φιδιού. Την ίδια στιγμή, είχε εξαφανιστεί από τη θέση του και βρισκόταν ακριβώς δίπλα μου, λες και τον είχε γεννήσει εκεί το σκοτάδι, ή λες και είχε ταξιδέψει μέσα από το ημίφως, αλλά χωρίς να μεσολαβήσει χρόνος από τη στιγμή που χάθηκε και τη στιγμή που εμφανιζόταν δίπλα μου. Εκείνες οι δύο στιγμές… ήταν στην πραγματικότητα μία. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να το δεχτεί, κι ας μην ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπα όλο αυτό να γίνεται μπροστά μου, αλλά η καρδιά μου το αντιλαμβανόταν και ηχούσε έναν σιωπηλό συναγερμό κάτω από το στήθος μου.
«Μια κατάρα», είπε. «Αυτό έχω».
Η φωνή του έμοιαζε τώρα με βότσαλα που τρίβονταν μεταξύ τους μέσα σε μια λίμνη από λιωμένο μέλι. Ίδια με καυτή λάβα, τα λόγια του κύλησαν από το αυτί μου μέσα μου, κάνοντάς με να λιώσω κι εγώ, έτσι όπως το στόμα του βρισκόταν κολλημένο στα μαλλιά μου. Ανατρίχιασα τόσο πολύ, που νόμισα πως η θερμοκρασία μέσα στο ατελιέ έπεσε ξαφνικά πάνω από δέκα, ή και πάνω από είκοσι βαθμούς. Το δέρμα μου πάγωσε, και οι τρίχες στο σβέρκο μου μαγνητίστηκαν πονώντας με. Έσφιξα ακόμη πιο δυνατά την ποδιά του επάνω στα πλευρά μου, καμπουριάζοντας δίπλα σ’ εκείνο το μισόγυμνο σώμα που έμοιαζε φτιαγμένο από πολλά, καλά γυμνασμένα, σχεδόν σφυρηλατημένα κομμάτια σάρκας κολλημένα μεταξύ τους. Τα χείλια του, ίσως το μόνο πραγματικά καυτό σημείο μέσα στη μεγάλη αίθουσα, παρέμεναν μπερδεμένα μέσα στα μαλλιά μου.
«Είναι η πιο άδικη, η πιο σκληρή κατάρα. Μια πληγή. Δεν μπορώ να τη σπάσω, δεν μπορώ να την ξεγελάσω, και δεν μπορώ να την κοροϊδέψω. Όχι όσο είσαι εδώ, όχι όσο…»
«Τι;» είπα. «Όχι όσο τι;» Η φωνή μου σχεδόν κύλησε από τον αέρα κατευθείαν στο πάτωμα, σπάζοντας σαν γυαλί και κυλώντας σε μικρά κομματάκια πάνω στις παλιές, γυαλισμένες από τον χρόνο σανίδες.
Μούγκρισε. Ή βρυχήθηκε. Ήταν ένα ανθρώπινο κτήνος με μορφή εκπεσόντος αγγέλου.
«Όσο σε θέλω», αποκάλυψε, και πια κι εγώ ήμουν έτοιμη να κυλήσω σε κομμάτια στο ξύλινο πάτωμα του ατελιέ, λες και κάποιος με είχε μεταμορφώσει σε μια στήλη φτιαγμένη από πάγο.
Δεν ήξερα τι να πω. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Ήξερα μόνο τι ήθελα να κάνω.
και το έκανα.
Χωρίς να νοιαστώ για τις συνέπειες, χωρίς να σκέφτομαι πια τη φυγή μου μέσα στη νύχτα, χωρίς να με απασχολούν οι σκέψεις που με είχαν φέρει σ’ αυτή τη χώρα και σ’ αυτή την πόλη, στράφηκα στα δεξιά μου και τον άρπαξα με τα χέρια μου, φέρνοντας το ένα στη λεπτή μέση του και το άλλο στη γραμμωμένη του πλάτη. Τεντώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και έψαξα το στόμα του. Δεν μπορούσα να κάνω λάθος. Ούτε εκείνος ήταν δυνατόν να μου ξεφύγει. Ακόμη και αν το ήθελε.
Και δεν το ήθελε.
Τώρα πια, δεν ήθελε να μου ξεφύγει. Όχι πια. Όχι άλλο.
Τα χείλη μας μπλέχτηκαν σε μία πάλη που θύμιζε εκείνη του κάρβουνου με το χαρτί, του χρωστήρα με τον καμβά, ή δύο σωμάτων που, αγκαλιασμένα, μάχονται για την κυριαρχία μίας διαφιλονικούμενης περιοχής, μίας πηγής, ή ενός βασιλείου — μιας μοίρας. Ένιωθα τα δόντια του και τη γλώσσα του με τη γλώσσα μου, την κάψα που φώλιαζε εκεί μέσα όπως φωλιάζει το μάγμα σε ένα ηφαίστειο λίγο πριν την έκρηξη, και έλιωσα τα χείλη του πάνω στα δικά μου. Τα χέρια του, αμέτοχα και αιφνιδιασμένα στην αρχή, τώρα ξεπέρασαν το σάστισμά του και με έσφιξαν επάνω του, πιέζοντας το στήθος μου πάνω στο στέρνο του σαν να ήθελε να μου σπάσει τα κόκαλα, αλλά με μια άγρια τρυφερότητα ταυτόχρονα, που με προστάτευε και με γαλήνευε. Έμεινε έτσι, σκυμμένος από πάνω μου, όσο εγώ τεντωνόμουν προς το μέρος του, ανταλλάσσοντας τις ανάσες μας και παλεύοντας για να μείνουμε άλλη μία στιγμή έτσι, άλλο λίγο, και άλλο λίγο, ένα καρδιοχτύπι ακόμα.
Κι έπειτα… ένιωσα την αλλαγή.
Και ήταν μια αλλαγή τρομακτική, ανήκουστη — και πέρα για πέρα ολέθρια.
Και ήταν το μόνο που υπήρχε πια μέσα στο ατελιέ, μέσα στην έπαυλη και μέσα στον κόσμο όλο.
Εκείνη η αλλαγή. Η αλλαγή του.