Μυθιστόρημα - 19ο Μέρος (19/02/24)
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40
Το πρόσωπό του στένεψε και μάκρυνε, καθώς το μέτωπό του έμοιαζε να επιμηκύνεται προς τα πάνω. Τα μάτια του έγιναν δυο άλικες λοξές σχισμές στεφανωμένες από δύο πυκνά εκφραστικά φρύδια, τα αυτιά του στένεψαν σε δύο οξείες άκρες και στράφηκαν προς τα πίσω, ενώ η μύτη του ανασηκώθηκε και μίκρυνε. Μόνο το στόμα του έμεινε ίδιο. Αλλά τα δόντια μέσα του… Τα δόντια μέσα στο στόμα του παρέμειναν κατάλευκα και γερά σαν ατσάλι, αλλά μάκρυναν και απέκτησαν μυτερές απολήξεις, σαν δόντια αλιγάτορα. Το πρόσωπό του, κατάχλωμο και πυρετικό στο φως των κεριών, λόξεψε στο πλάι όπως το είχε από πάντα συνήθειο και καρφώθηκε όλο επάνω μου με μια πείνα που δεν είχε προηγούμενο — μια πείνα που γραφόταν σε κάθε πόρο της κατάλευκης, σαν νεκρικής, επιδερμίδας του. Αν εξαιρούσες τα μακριά, γαμψά και σαν κοκάλινα νύχια του, το σώμα του είχε παραμείνει όμοιο με πριν. Μόνο που τώρα φαινόταν ακόμη πιο δεμένο και ακόμη πιο δυνατό, σαν να ήταν όλο ένας και μόνο ένας μυς, ένα πανίσχυρο συμπιεσμένο ελατήριο έτοιμο να ξεδιπλωθεί και να επιτεθεί με ένα ολέθριο τίναγμα θανάτου ίσια καταπάνω στον κόσμο.
Ναι, ήταν ένα βαμπίρ, και, ναι, ήταν ακόμα όμορφος, ήταν δυνατός πέρα από κάθε φαντασία, ήταν έτοιμος να εκτοξευτεί — και ήταν δικός μου.
Ήταν ο Ραούλ Τσαντ, ο δικός μου βρικόλακας.
Η μοίρα μου.
Άνοιξα τα χέρια διάπλατα για να τον υποδεχτώ, ενώ ήδη το αίμα στις φλέβες του λαιμού μου κόχλαζε περιμένοντάς τον, αδημονώντας να τρυπήσει το λεπτό δέρμα με εκείνα τα δόντια και να βρει από κάτω την πηγή της ζωής, για να τη ρουφήξει και να την καταπιεί με όλη εκείνη την αφόρητη, ανίκητη πείνα του. Με όλη εκείνη την ακόρεστη δίψα.
Και πράγματι τινάχτηκε προς το μέρος μου, και πριν καν το συνειδητοποιήσω βρισκόμουν αρπαγμένη από τα ατσάλινα χέρια του, μισοπεσμένη στο πάτωμα και στηριγμένη μόνο στη μια του παλάμη, ενώ το στόμα του άνοιγε με ένα τρέμουλο πάνω από τον δεξιό μου ώμο, έτοιμο να κάνει αυτό που κάνουν τα στόματα των εραστών. Όλη μου η ζωή πέρασε μπροστά από τα μάτια μου μέσα σε εκείνη τη στιγμή. Ήταν κάτι που είχα ακούσει και είχα διαβάσει άπειρες φορές μέχρι τότε, μα ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποιούσα ότι ήταν πράγματι αλήθεια. Η αλήθεια του επικείμενου θανάτου μας — του θανάτου κάθε θνητής μονάδας ζωής, κάθε έμβιου όντος. Το μυαλό μας ήταν πολλά περισσότερα από αυτά που νομίζαμε, ήταν μια βιολογική μηχανή με άπειρες δυνατότητες, ικανή για καθετί και για τα πάντα την ίδια στιγμή. Είδα όλες τις κρίσιμες καμπές της ζωής μου τη μία ταυτόχρονα με την άλλη, και είχα τον χρόνο να κοιτάξω μέχρι βαθιά μέσα στην καθεμιά τους. Θα αποχαιρετούσα νικήτρια τούτο τον κόσμο, κι ας μην μπορούσα να το αποδείξω σε κανέναν. Αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Σημασία είχε πως είχα ζήσει μία καλή ζωή, κι ας ήμουν κυνηγημένη τον περισσότερο καιρό. Και είχα ζήσει μία καλή ζωή γιατί είχα πάρει τις σωστές αποφάσεις όταν έπρεπε να τις πάρω. Παρ’ όλα όσα είχα περάσει, το τελικό αποτέλεσμα ήταν θετικό. Ήμουν ευτυχισμένη και χαρούμενη. Θα τελείωνα καλά. Ναι, μου άρεσε που τα πράγματα είχαν αυτή την κατάληξη.
Αυτά μού έλεγε η ψυχή μου.
Το μυαλό μου όμως έλεγε άλλα…
Αλλά δεν υπήρχε πια χρόνος. Όλη μου η ζωή πέρασε μπροστά από τα μάτια μου μέσα σε μια στιγμή, και εξαντλήθηκε. Δεν είχα άλλα περιθώρια πια, είχα… είχα τελειώσει. Είχα πέσει σε μία παγίδα από την οποία ήταν αδύνατον να ξεφύγω. Δεν προλάβαινα πια να επαναστατήσω, να εξεγερθώ, να παλέψω, να το σκάσω, να φύγω. Είχα χάσει σε ένα παιχνίδι που δεν ήξερα τους κανόνες του, ή την πραγματική φύση του αντιπάλου μου. Δεν ήταν δίκαιο. Δεν ήταν καθόλου δίκαιο, και ήθελα να κλάψω από ένα αφόρητο αίσθημα πίκρας και αδυναμίας που με είχε καταλάβει. Ήταν άδικο. Άδικο! Εκείνο το τέρας με είχε υπνωτίσει, με είχε μαγέψει, και με έκανε να πιστεύω πως η ελευθερία μου ξεκινούσε από τα δικά του δόντια και από τη δική του δίψα. Όμως δεν ήταν έτσι. Δεν ήταν δίκαιο. Το μόνο που ήθελα από αυτόν ήταν να τον κατακτήσω εγώ, όχι να με εκμηδενίσει εκείνος. Μα δεν μπορούσα να παλέψω, δεν μπορούσα να κάνω τίποτε — δεν μπορούσα καν να κινηθώ. Και τα δόντια του, εκείνο το στόμα του καρχαρία, έκλεινε πάνω από το τρυφερό δέρμα του λαιμού μου για να με σκίσει και να με ρουφήξει και να μου καταπιεί την ψυχή. Του είχα παραδοθεί μέσα στην απελπισία μου, τυφλωμένη απ’ τη γητειά του.
Και τώρα όλα τελείωναν.
Τι τέλος… Τι άδικο, άδικο τέλος.
Πόσο τέρας είσαι, Ραούλ. Πόσο πολύ σε είχα θελήσει και είχα πιστέψει σε σένα. Πόσο…
* * *
«Κύριε!»
Η φωνή ήταν δυνατή και διαπεραστική. Και έκρυβε… φόβο. Ο Ραούλ Τσαντ, μεταμορφωμένος σε εκείνο το βαμπίρ, στον δαίμονα που ήταν στην πραγματικότητα, σταμάτησε αυτό που πήγαινε να κάνει και πάγωσε για μια στιγμή στη θέση του. Την επόμενη, ήταν στραμμένος από τη μέση και πάνω,σαν χίμαιρα και σαν ερινύα, προς τη μεριά από όπου είχε έρθει η φωνή — προς τη μεριά του Ρένφιλντ.
«Τι;» είπε, και η φωνή του, βαριά και σπηλαιώδης, αρχαία, ταίριαζε απόλυτα με τη μορφή.
«Έρχονται», απάντησε ο υπηρέτης σκύβοντας το κεφάλι, είτε από σεβασμό είτε για να μην προκαλέσει την μήνη του αφέντη του.
Ο Ραούλ Τσαντ χαλάρωσε τη λαβή του και με επανέφερε σε όρθια στάση. Ένιωθα τα χέρια του τρυφερά επάνω μου, παρά την αδιανόητη δύναμή τους. Γινόταν πάλι… αλλιώς. Όπως τον ήξερα, όπως τον είχα γνωρίσει, όπως… όπως τον είχα αγαπήσει, σκέφτηκα απρόσμενα και εντελώς τρελά. Γιατί βέβαια δεν μπορούσα να αγαπώ αυτόν τον άντρα. Δεν τον ήξερα καν. Ή μάλλον, το μόνο που στ’ αλήθεια ήξερα γι’ αυτόν ήταν πως ανήκε σε ένα εντελώς διαφορετικό είδος από το δικό μου. Ήταν πράγματι, όσο αδιανόητο κι αν ακουγόταν αυτό, ένας —σκέφτηκα τρέμοντας ολόκληρη— βρικόλακας. Ένα πλάσμα του σκότους, και του θανάτου. Ένα βαμπίρ.
«Πόσοι είναι;» είπε, βγάζοντάς με απότομα από τις σκέψεις μου, λες και είχα χάσει τις αισθήσεις μου και μου έριχνε ένα ποτήρι με νερό στο πρόσωπο.
Τώρα πια η φωνή του είχε γίνει όπως και πριν: φυσιολογική. Αλλά και η μορφή του. Τα αυτιά με τις οξείες απολήξεις χάθηκαν, τα κοφτερά δόντια του υποχώρησαν μέσα στις θήκες τους, η μύτη του επανήλθε στη θέση της, το μέτωπό του έγινε πάλι υπέροχο. Το ίδιο του το σώμα παρέμεινε δυνατό όπως πάντα, αλλά χωρίς εκείνη τη συμπαγή εκρηκτική πλαστικότητα που είχε πριν, εκείνο το κράμα ρώμης, ευλυγισίας και ορμής που μπορούσε να διαλύσει τα πάντα. Ο Ραούλ ήταν απλώς ένα εξαίρετο ανθρώπινο δείγμα και πάλι — και όχι ένα τέρας.
«Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος», απάντησε ο Ρένφιλντ. «Ίσως δύο ή τρεις. Αλλά μπορεί και περισσότεροι. Πρέπει να έχουν καταστρέψει τους αισθητήρες του προαυλίου. Δεν ξέρω τι να πω».
Κάνοντάς με να μείνω με το στόμα ανοιχτό, πέρασε το χέρι πίσω από την πλάτη του και τράβηξε ένα σπαθί που είχε κρεμασμένο εκεί, μέσα σε μία θήκη.
«Ορίστε», είπε στον Ραούλ δίνοντάς του το. «Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για μάχη».
«Και θα είμαστε», του απάντησε εκείνος πιάνοντας τη λαβή του σπαθιού και με τα δυο του χέρια, και περιστρέφοντάς το δύο φορές με επιδεξιότητα οπλομάχου. «Πάντα δεν ήμασταν, καλέ μου φίλε;»
Ο Ρένφιλντ κατένευσε.
«Πάντα, πράγματι», είπε. Τράβηξε ένα ακόμη σπαθί από μία θήκη περασμένη στη ζώνη του παντελονιού του. Τώρα, χαμογελούσε. «Κανείς, ποτέ, δεν θα διαταράξει την ειρήνη μας χωρίς να πληρώσει το μεγαλύτερο τίμημα, κύριε».
«Ακριβώς. Μην ανησυχείς λοιπόν. Αν και…» Γύρισε και με κοίταξε, όπως καθόμουν εκεί στη θέση μου, χωρίς να ξέρω τι να σκεφτώ και τι έπρεπε να κάνω. «Αν και έκανες πολύ καλά που με διέκοψες, Ρεν. Πιθανότατα ήμουν έτοιμος να κάνω κάτι για το οποίο θα μετάνιωνα μια ζωή». Έγειρε τον λαιμό του όπως το συνήθιζε και μου χαμογέλασε, αν και άκεφα. «Και η δικιά μου ζωή κρατάει κάπως περισσότερο από τις συνηθισμένες», είπε, κάνοντάς με να ανατριχιάσω.
«Θέλω κι εγώ», είπα τότε.
Το γκρίζο βλέμμα του Ραούλ σκοτείνιασε.
«Τι;» ρώτησε.
Πήρα μία μεγάλη ανάσα και την άφησα να βγει αργά-αργά ολόκληρη προτού απαντήσω.
«Ένα όπλο», είπα. «Ένα όπλο για να πολεμήσω κι εγώ».
Έμεινε να με κοιτάζει, ανέκφραστος. Για ώρα.
«Άκουσες τη γυναίκα, Ρεν», είπε μετά. «Φρόντισέ το».
Ο Ρένφιλντ κοίταξε μια εκείνον και μια εμένα. Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Δεν εμπιστευόμουν εκείνον τον άνθρωπο, αλλά… αλλά κάτι είχε αλλάξει επάνω του. Κάτι είχε ξεσκεπαστεί. Ήταν ένας άλλος πια. Το καταλάβαινα, αν και δεν μπορούσα να προσδιορίσω ακριβώς αυτή την αλλαγή.
«Βεβαίως», είπε. Κι ενώ ήμουν βέβαιη πως δεν κουβαλούσε κανένα άλλο όπλο μαζί του, καθώς είχε ήδη φέρει δύο, και μάλιστα τεράστια, εκείνος έσκυψε, σήκωσε το μπατζάκι του παντελονιού του και αποκάλυψε το στιλέτο που είχε εκεί, μέσα σε μια θήκη στερεωμένη στη γάμπα του. «Ορίστε», μου είπε τείνοντάς μου το στιλέτο του κρατώντας το από τη μυτερή του άκρη. «Δικό σου, Μίνα».
Δικό σου, Μίνα. Ξεροκαταπίνοντας, και με μεγάλη αμηχανία, έπιασα τη λαβή του στιλέτου και κοίταξα τον αγριωπό και πάντα κατσουφιασμένο υπηρέτη. Μόνο που τώρα πια δεν ήταν ούτε αγριωπός ούτε κατσουφιασμένος. Ίσα-ίσα. Μου χαμογελούσε, δείχνοντάς μου ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο. Κάποιον που θα μπορούσα να εμπιστευτώ. Κάποιον που ανήκε στην ομάδα μου. Στη μεριά μας.
Στη μεριά των καλών.
Γιατί ήμασταν οι καλοί, έτσι δεν ήταν;
Χωρίς να χάσω περισσότερο χρόνο με τέτοιες σκέψεις, και χωρίς να σταθώ και να αναρωτηθώ πώς ήταν δυνατόν και περνούσαν καν από το μυαλό μου, έβαλα τα πασούμια μου και, με ένα σχοινί που βρήκα, έφτιαξα μια ζώνη για να δέσω καλύτερα την ποδιά που φορούσα. Ο Ρένφιλντ ήταν ήδη καλά ντυμένος, ενώ ο Ραούλ Τσαντ δεν έδειχνε να χρειάζεται οποιουδήποτε είδους προστασία μπορούσε να του παρέχει κάποιο ρούχο. Ήταν ο ίδιος ασπίδα για τον εαυτό του. Η καλύτερη και πιο σίγουρη που θα μπορούσε να υπάρξει.
«Θα μου πείτε τι συμβαίνει;» αποτόλμησα να ρωτήσω, περνώντας το στιλέτο μου κάτω από εκείνη την πρόχειρη ζώνη.
Ο Ραούλ με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
«Δεν ξέρω αν έχεις καταλάβει από τι γλίτωσες», είπε, χωρίς να απαντήσει στην ερώτησή μου.
Δεν μου άρεσε αυτό, αλλά έπρεπε να το καταπιώ. Οι συνθήκες δεν ήταν και οι πιο κατάλληλες για να του φέρω προσκόμματα.
«Νομίζω πως κάτι κατάλαβα», του απάντησα.
«Πιστεύεις ότι μπορείς να… να με συγχωρέσεις γι’ αυτό;»
«Αν μου υποσχεθείς ότι θα υπάρξει συνέχεια για να σκεφτώ καλά όσα συνέβησαν εδώ, μεταξύ μας», του είπα ψιθυριστά, σαν από συστολή, «ναι, πιστεύω ότι μπορώ».
Μου χαμογέλασε.
«Πάντα υπάρχει συνέχεια», δήλωσε. «Να είσαι σίγουρη γι’ αυτό. Τίποτε δεν τελειώνει οριστικά. Ποτέ. Ακόμη…»
Δεν τελείωσε την πρότασή του. Ίσως να έλεγε κάτι μελοδραματικό, όπως: Ακόμη και ο θάνατος μπορεί να περιμένει, ή οτιδήποτε παρόμοιο, αλλά δεν θα το μάθαινα εκείνη τη στιγμή. Ένας τρομερός θόρυβος ακούστηκε πίσω από την πόρτα του ατελιέ, προς τη μεριά του σαλονιού.
Όποιοι κι αν ήταν αυτοί που μας επιτίθονταν, είχαν κάνει την κίνησή τους.
«Πάμε», είπε μόνο, και με άρπαξε από τον καρπό με το ελεύθερο χέρι του.
Ο Ρένφιλντ είχε ήδη ξεκινήσει τρέχοντας προς την πόρτα, με το σπαθί του έτοιμο και απειλητικό. Δεν ήταν μια εικόνα που μπορούσα να συνηθίσω αυτή — δύο άντρες με βαριά μεσαιωνικά σπαθιά, πάνω από ένα μέτρο μακριά, εκ των οποίων ο ένας δεν φορούσε παρά μόνο ένα στρατιωτικό παντελόνι, ξηλωμένο στα γόνατα και γεμάτο μπογιές.
Και που, ένα μόλις λεπτό πριν, ήταν έτοιμος να μου σκίσει τον λαιμό με τα τεράστια δόντια του.
Φτάσαμε στην πόρτα. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Πρώτος πέρασε ο Ρένφιλντ, με το κεφάλι σκυφτό και έτοιμος να χτυπήσει τον αόρατο εχθρό — όποιος κι αν ήταν αυτός. Ο Ραούλ σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος μου.
«Μη φοβάσαι», είπε σκύβοντας στο αυτί μου και μιλώντας μου σιγανά. «Δεν θα έκανα στ’ αλήθεια αυτό που φοβήθηκες ότι θα κάνω. Δεν θα έφτανα στο τέλος».
Ανατρίχιασα ολόκληρη.
«Εντάξει», είπα μόνο, αν και δεν ήμουν σίγουρη τι ακριβώς εννοούσε.
«Μολονότι θα το ήθελα πολύ», συμπλήρωσε εκείνος με ένα μικρό χαμόγελο.
Αυτή τη φορά δεν ανατρίχιασα μόνο. Πάγωσα ολόκληρη. Το χαμόγελό του έγινε γέλιο, και με τράβηξε πάλι τραβώντας με από τον καρπό.
«Πάμε!» φώναξε. «Περίμενα αυτή την ώρα καιρό τώρα. Και βγάλε το στιλέτο σου, Μίνα, μπορεί να σου χρειαστεί».
Με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, έκανα ό,τι μού είπε. Το μακρύ κοφτερό μαχαίρι βάρυνε ξαφνικά στην παλάμη μου, που ήταν ιδρωμένη από τον φόβο και την αγωνία. Δεν ήξερα τι να κάνω με δαύτο — δεν είχα ιδέα. Υποθέτω πως θα έπρεπε να το καρφώσω κάπου, ή έστω να απειλήσω κάποιον, αλλά και τα δύο ήταν πράγματα που δεν είχαν απολύτως καμία σχέση με εμένα. Δεν θα μαχαίρωνα κανέναν άνθρωπο — αν ήταν ποτέ δυνατόν! Αλλά… ναι, αλλά ίσως θα μπορούσα να τον κάνω να πιστέψει ότι μπορεί και να το χρησιμοποιούσα επάνω του. Ίσως κάτι τέτοιο να έπιανε, σωστά; Αν μη τι άλλο, έπιανε στις ταινίες και στις σειρές της συνδρομητικής τηλεόρασης,είτε όταν απειλούσες κάποιον με μαχαίρι είτε, τις περισσότερες φορές, με πιστόλι. Ή, τέλος πάντων, έπιανε συνήθως.
Αλλιώς, γινόταν μακελειό…
Και πολύ φοβόμουν πως, έτσι και κάποιοι είχαν έρθει πράγματι με σκοπό να μας βλάψουν, δεν θα γλιτώναμε το μακελειό. Και δεν ήμουν καθόλου έτοιμη για κάτι τέτοιο.
Νομίζω πως προτιμούσα τα δόντια του. Τα δόντια του Ραούλ.