Μυθιστόρημα - 19ο Μέρος (19/02/24)
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41
Η εξώπορτα και ο τοίχος δεξιά και αριστερά της είχαν γίνει σμπαράλια. Και ο λόγος που είχαν γίνει σμπαράλια ήταν ολοφάνερος. Ένα βαρύ όχημα είχε καταφέρει να σκαρφαλώσει τα σκαλιά της εισόδου, να τσακίσει την κεντρική πόρτα του σπιτιού και να μπει μέσα διαλύοντας τα πάντα, για να ακινητοποιηθεί εκεί, αφού είχε κάνει πρώτα τη δουλειά του, με τα φανάρια του να φωτίζουν εφιαλτικά το χολ και ένα μεγάλο μέρος του σαλονιού. Κάποιος είχε επιτεθεί στην ωραία μας έπαυλη με ένα τζιπ, αδιαφορώντας ακόμη και για τη δική του σωματική ακεραιότητα. Ήταν στ’ αλήθεια μια επίθεση αυτοκτονίας, μία πολεμική πράξη που στόχευε ξεκάθαρα στον θάνατο και τον αφανισμό.
Αν και όχι στον δικό μου θάνατο. Εμένα δεν με ήξερε κανείς. Δεν ήμουν κάτι. Και σίγουρα δεν αποτελούσε στόχο ο, μεταμορφωμένος προς το καλύτερο, Ρένφιλντ. Αυτός που κυνηγούσαν οι εισβολείς δεν ήταν βέβαια άλλος από τον Ραούλ. Δεν ήταν άλλος από τον αγαπημένο μου βρικόλακα — από το πλάσμα που είχε κυριεύσει τη σκέψη μου και την καρδιά μου, και έκανε το σώμα μου να ανάβει και να καίει. Όμως πού ήταν οι εχθροί; Κανείς δεν φαινόταν μέσα στο όχημα. Πού είχαν πάει; Πού κρύβονταν;
Ο Ρένφιλντ έτρεξε προς το τζιπ και, με ένα σάλτο που θα ορκιζόμουν πως του ήταν αδύνατον να κάνει, ανέβηκε πάνω στο καπό του και κοίταξε μέσα. Το παρμπρίζ είχε σπάσει, και, πριν βγει έξω στην αυλή με ένα ακόμη άλμα, το τράβηξεπιάνοντάς το γερά και το ξεκόλλησε με θόρυβο από το πλαίσιό του, για να το πετάξει με μανία δίπλα από το τραπεζάκι υποδοχής που φιλοξενούσε το λαμπατέρ με την κίτρινη λάμπα και εκείνη την παλιά μαύρη τηλεφωνική συσκευή. Ήταν μία κίνηση που δεν χρειαζόταν, και ο κρότος που ακούστηκε έκανε την καρδιά μου να ριγήσει, γιατί ήμουν σίγουρη πως έπρεπε να κάνουμε ησυχία και να κρυφτούμε για να μην αποκαλύψουμε τις θέσεις μας. Όμως ο Ρένφιλντ είχε διαφορετική γνώμη — και μάλλον και ο κύριός του συμφωνούσε, γιατί κι αυτός έτρεχε χωρίς να προσπαθεί να μην κάνει θόρυβο, και βέβαια χωρίς να κρύβεται ή να προστατεύεται πίσω από τα έπιπλα ή έστω σκύβοντας και καλυπτόμενος από τους τοίχους. Αντίθετα, ήταν ολόρθος, στητός, με τα χέρια ανοιχτά, προκαλώντας τους αόρατους εχθρούς μας να εμφανιστούν. Λες και ήθελαν να τους δείξουν πως δεν είχαν φοβηθεί. Προσωπικά, φοβόμουν. Και δεν καταλάβαινα τίποτε. Κι εκείνο το στιλέτο ήταν έτοιμο να γλιστρήσει από τα χέρια μου και να μου πέσει. Δεν ήξερα πόσο θα άντεχα ακόμη πριν καταρρεύσω από τον φόβο και την αγωνία. Δεν ήμουν έτοιμη για κάτι τέτοιο, δεν θα…
Μια σκιά γλίστρησε πίσω από μία βιβλιοθήκη στο σαλόνι, σαν ένα πλάσμα από εφιάλτη που ξεπεταγόταν μέσα από ένα όνειρο. Ήταν ένας άντρας, ντυμένος με ρούχα παραλλαγής και έχοντας πλήρη πολεμική εξάρτυση. Στο κεφάλι του, αντί για κράνος, φορούσε μία πράσινη, στενή κουκούλα με δύο σχισμές στη θέση των ματιών, ενώ κρατούσε κι αυτός ένα σπαθί — το πιο αταίριαστο όπλο για κάποιον ντυμένο σαν σύγχρονος στρατιώτης, σαν μέλος των ειδικών δυνάμεων. Και ο στόχος του ήταν ξεκάθαρος: ο Ραούλ Τσαντ.
Το σπαθί του επιτιθέμενου βρήκε τον Ραούλ στον αριστερό του ώμο, εισχωρώντας βαθιά στην πλάτη, και κόβοντας ό,τι υπήρχε εκεί για να κόψει: δέρμα, μυς, χόνδρους και αιμοφόρα αγγεία. Το αίμα του πετάχτηκε σαν πίδακας από το βαθύ κόψιμο, και έγινε πραγματική πλημμύρα όταν ο άγνωστος άντρας τράβηξε πίσω το σπαθί του, αποσπώντας το από το σώμα του αγαπημένου μου. Ένιωσα όλο τον κόσμο να βουλιάζει και να χάνεται κάπου πίσω από τα μάτια μου, σαν να ήταν χαρτί που κάποιος το πότισε με λίγες στάλες οινόπνευμα και ύστερα του έβαλε φωτιά. Θα λιποθυμούσα. Δεν μπορούσαν να τελειώσουν έτσι όλα. Δεν—
Ο Ραούλ είχε περάσει στην αντεπίθεση.
Αδιαφορώντας για τον πόνο και για το χέρι του που κρεμόταν άψυχο στο πλάι, χωρίς να δίνει σημασία στην τρομερή και βαθιά τομή που ακόμη πετούσε αίμα ανεξέλεγκτη, ο Ραούλ είχε σηκώσει το σπαθί του και προσπάθησε να χτυπήσει τον αντίπαλό του. Εκείνος κατάφερε να αποφύγει την τελευταία στιγμή το χτύπημα και έπεσε πάνω στη βιβλιοθήκη, γκρεμίζοντάς την και σκορπώντας παντού δερματόδετους τόμους και σπάνια βιβλία. Πετάχτηκε από κάτω έχοντας χάσει από την πτώση το σπαθί του, που τώρα βρισκόταν χαμένο κάτω από το βαρύ έπιπλο και τα πεσμένα βιβλία. Δεν είχε πει όμως την τελευταία του λέξη. Ενώ ο Ραούλ επιχείρησε πάλι να τον πλήξει με το δικό του σπαθί, έπεσε ξανά στο πάτωμα και απομακρύνθηκε από τη θέση του εκτελώντας τρεις περιστροφές γύρω από τον άξονά του, όμοια με καλά εκπαιδευμένο ακροβάτη του τσίρκου. Όταν σηκώθηκε σαν απελευθερωμένο ελατήριο από το πάτωμα, κρατούσε ήδη στα χέρια του δύο στιλέτα — δεν είχα προλάβει να δω από πού τα τράβηξε, καθώς οι κινήσεις του ήταν απίστευτα γρήγορες. Σήκωσε το ένα του χέρι και το τίναξε προς το μέρος του Ραούλ, που απέφυγε το στιλέτο πέφτοντας με την πλάτη στο πάτωμα. Τη στιγμή που ανασηκωνόταν με ένα ανάστροφο σάλτο και ήταν έτοιμος να αντεπιτεθεί, το δεύτερο στιλέτο τον βρήκε στον κορμό. Η κρύα λάμα μπήχτηκε στο στήθος του με έναν ανατριχιαστικό θόρυβο, που ήμουν σίγουρη ότι θα έμεινε χαραγμένος στο μυαλό μου, για πάντα. Ο Ραούλ Τσαντ πληγώθηκε και δεύτερη φορά μέσα σε ένα λεπτό, και από στιγμή σε στιγμή θα έπεφτε νεκρός ή ετοιμοθάνατος στο πάτωμα. Όλα τελείωναν πριν καλά-καλά αρχίσουν. Και, τι ειρωνεία! Οι εχθροί τελικά δεν ήταν παρά ένας μόνο. Ένας αποφασισμένος εισβολέας. Το κεφάλι μου μούδιασε, και το στιλέτο στο χέρι μου βάρυνε κι άλλο, καθώς αντιλαμβανόμουν πως είχα χάσει τα πάντα. Τα πάντα. Δεν είχα καν παρελθόν πια. Δεν είχα τίποτε. Κι αυτό το «κάτι» που είχα βρει, ή νόμιζα πως είχα βρει, τελικά αποδεικνυόταν πιο θνησιγενές και από πεταλούδα που δεν ζει παρά μερικές ώρες όλες κι όλες πριν γίνει μια ανάμνηση για… για κανέναν.
Καθώς άφηνα το μαχαίρι να μου πέσει στο πάτωμα, είδα τον άντρα με τα στρατιωτικά ρούχα και την πράσινη κουκούλα να στρέφεται προς το μέρος μου. Πάγωσα. Έσκυψε και, ανασηκώνοντας την πεσμένη βιβλιοθήκη με το ένα του χέρι, τράβηξε από κάτω το σπαθί του, τινάζοντάς το για να φύγει το αίμα από τη λάμα του. Με δύο σταθερά βήματα, αν και χωρίς να βιάζεται, με πλησίασε. Λειτουργούσε όπως ένα αγρίμι στο κυνήγι. Στην αρχή ήταν προσεκτικός και βάδιζε αργά, υπολογίζοντας ακόμη και το χιλιοστό. Όμως στο τέλος χτυπούσε με γρηγοράδα και μανία. Ήταν ειδικός σ’ αυτό. Ήταν φονιάς. Ήταν… ήταν κυνηγός.
Ήξερα πως δεν είχα καμία ελπίδα. Όλα είχαν ήδη τελειώσει, επανέλαβα από μέσα μου. Όμως ήξερα επίσης πως όφειλα να μην πέσω έτσι άδοξα. Όχι χωρίς να αντιτάξω μια άμυνα, όχι χωρίς να επιχειρήσω κάτι, οτιδήποτε — αρκεί μόνο να καταλάβαινε ο αντίπαλός μου ότι θα υπεράσπιζα την περιοχή μου, τον έδαφός μου, το σπίτι μου, ακόμη και αν δεν είχα καμία ελπίδα να νικήσω.
Το σπίτι μου…
Ναι, αυτό ήταν λοιπόν. Έτσι το έβλεπα. Ήταν τρελό, ήταν περισσότερο από τρελό, ήταν τελείως παράλογο, αλλά εκείνο το μέρος ήταν ό,τι πιο κοντά είχα σε σπίτι εδώ και καιρό. Γιατί το σπίτι δεν είναι οι τοίχοι. Είναι οι άνθρωποί του. Κι εκείνος ο άνθρωπος, εκείνος ο συγκεκριμένος άνθρωπος που κειτόταν βαριά τραυματισμένος λίγα βήματα μακριά μου, είχε γίνει η εμμονή μου, και το πάθος μου. Με είχε σημαδέψει κατευθείαν μέσα στην καρδιά, και του είχα παραδοθεί. Καταλάβαινα πόσο λάθος ήταν όλο αυτό, μα δεν θα έκανα πίσω. Τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς λάθη, άλλωστε;
Έσφιξα το στιλέτο ξανά στο χέρι μου, και μαζί έτριξα και τα δόντια. Δεν θα έπεφτα έτσι απλά. Ο φονιάς με το ματωμένο σπαθί μπορούσε φυσικά να με σκοτώσει, και μάλλον μπορούσε να το κάνει και πανεύκολα, με ένα μόνο χτύπημα. Μα δεν θα έβλεπε μπροστά του κάποιαν που θα έκλαιγε ή που θα τον παρακαλούσε να της δείξει έλεος. Δεν ήθελα να μου δείξει κανένα έλεος.
Ήθελα να πεθάνει.
Ήθελα να πεθάνει από το χέρι μου.
Του όρμηξα ενόσω εκείνος ακόμη κατευθυνόταν προς το μέρος μου, ατάραχος και χωρίς να έχει καταλάβει τίποτε από την καταιγίδα που μαινόταν μέσα μου. Το χέρι μου έκανε μία τροχιά από κάτω προς τα πάνω και τον πέτυχα κάπου στα πλευρά, χωρίς να δω καν πού και χωρίς να ήμουν στ’ αλήθεια σε θέση να σημαδέψω. Και τότε πράγματι άφησα το μαχαίρι να μου γλιστρήσει από τα χέρια. Γιατί είχε μπηχτεί στα πλευρά του και, καθώς εκείνος έπεφτε προς τα πίσω σε μία ενστικτώδη προσπάθεια να με αποφύγει, το τράβηξε μαζί του. Πολύ ωραία. Δεν το ήθελα. Του το είχα χαρίσει.
Κοίταξα όμως με λαίμαργα μάτια το σπαθί του που του είχε ξεφύγει από τα χέρια καθώς έπεφτε και πήδηξα σαν αίλουρος προς το μέρος του. Η ιδέα ότι φορούσα εκείνο το φαρδύ πουκάμισο που έμοιαζε με αρχαίο χιτώνα με συνάρπαζε. Και η αίσθηση της λαβής εκείνου του σπαθιού στα δυο μου χέρια… και του βάρους του… ήταν… ήταν μοναδική. Ήταν ολότελα ηδονική.
Το σήκωσα με δυσκολία, γιατί ήταν ένα πραγματικά βαρύ, σιδερένιο σπαθί. Δεν ήμουν αδύναμη, το αντίθετο, αλλά ούτε είχα εκπαιδευτεί για να σηκώνω και να χειρίζομαι κάτι τόσο βαρύ. Όμως θα τα κατάφερνα. Το ήξερα καλά. Και ακόμη καλύτερα το ήξερε κι εκείνος ο τύπος με τη στρατιωτική περιβολή, που με κοιτούσε με δυο γουρλωμένα μάτια που κόντευαν να πεταχτούν έξω από τις σκισμές της μάσκας του. Ήξερε πως θα του κατάφερνα ένα τελειωτικό χτύπημα. Και πως θα μου άρεσε.
Πως θα το απολάμβανα.
Σήκωσα το σπαθί στο ύψος του στήθους μου και τον πλησίασα. Εκείνος, αν και πρέπει να πονούσε τρομερά, πήρε το ένα του χέρι από το τραύμα του και το τέντωσε ικετευτικά προς το μέρος μου. Θα χρειαζόταν να κάνει πολλά περισσότερα από αυτό για να μου αλλάξει γνώμη. Α, θα χρειαζόταν να κάνει πολλά περισσότερα από αυτό.
Σήκωσα το σιδερένιο μεσαιωνικό σπαθί πάνω από το κεφάλι μου με τους ώμους μου να τρέμουν από την ένταση και, μουρμουρίζοντας μια κατάρα για τον άντρα που σκότωσε τον Ραούλ Τσαντ, τον αγαπημένο νεκρό Ραούλ, το κατέβασα ίσια πάνω στο στήθος του, με όλη μου τη δύναμη, όλη μου την ορμή.
«Τέρας!»
Η άγνωστη φωνή ερχόταν από πίσω μου. Καθώς το βαρύ κρύο μέταλλο είχε μπηχτεί στο στέρνο του δολοφόνου που έβγαλε μια πνιχτή κραυγή, έναν ρόγχο, δεν μπορούσα να το ξεκολλήσω και να το ξανασηκώσω για να αμυνθώ. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να στραφώ προς το μέρος της φωνής.
Ήταν άλλος ένας εισβολέας. Ένας δεύτερος εισβολέας.
Και αυτή τη φορά ήταν γυναίκα.
Ήταν ντυμένη όπως και ο σύντροφός της, ο φονιάς του Ραούλ, αλλά το σώμα της την πρόδιδε, ακόμη και κρυμμένο κάτω από εκείνη τη στρατιωτική περιβολή. Φυσικά, κάτι που πλέον φάνταζε για κάποιο λόγο αναπόφευκτο, κρατούσε κι εκείνη ένα σπαθί. Μικρότερο ίσως από του νεκρού άντρα, αλλά το ίδιο θανάσιμο και επικίνδυνο. Και το σήκωνε ήδη καταπάνω μου, καθώς ήθελε να πάρει εκδίκηση για τον χαμό του συντρόφου της, όπως ακριβώς είχα πάρει κι εγώ για τον χαμό του Ραούλ Τσαντ.
Την καταλάβαινα. Αλλά δεν είχα αρχίσει εγώ εκείνο τον χορό του αίματος. Εκείνοι τον είχαν αρχίσει. Και, όπως όλα έδειχναν, εκείνοι θα τον έκλειναν κιόλας. Γιατί αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανένας τρόπος για να αμυνθώ, για να επιτεθώ, ή για να κάνω οτιδήποτε. Δεν είχα όπλο. Δεν είχα άλλες δυνάμεις. Ήμουν ανυπεράσπιστη, και μόνη. Είχα εξαντλήσει όλους μου τους πόρους — εκείνο το χτύπημα στο στήθος του τραυματισμένου δολοφόνου είχε στραγγίσει από μέσα μου κάθε ικμάδα δύναμης που θα μπορούσε να βρεθεί ποτέ μέσα μου. Δεν μπορούσα καν να τρέξω για να ξεφύγω, ακόμη και αν το ήθελα. Μα δεν το ήθελα. Θα έμενα εδώ, και θα περίμενα το χτύπημα από το σπαθί της.
Όμως νά που και πάλι δεν με πείραζε. Τα είχα καταφέρει να φτάσω στο τέλος της διαδρομής με ψηλά το κεφάλι. Και ήξερα πως έκανα το καλό — το σωστό. Αυτό που όριζε η μοίρα μου να κάνω. Δεν είχα ιδέα πώς συνέβαινε να τα ξέρω όλα αυτά, μα και πάλι: ήμουν βέβαιη. Είχα παίξει τον ρόλο που μου είχε οριστεί. Πότε; Από ποιον; Γιατί; Δεν είχα απαντήσεις. Ίσως μάλιστα να μην υπήρχαν απαντήσεις. Η ζωή είναι πολύ περίπλοκη για να έχουμε την απαίτηση να την καταλαβαίνουμε.
Θα έφευγα μόνο με έναν καημό: δεν είχαμε φτάσει στο τέλος με τον Ραούλ, τον εραστή μου που δεν έγινε ποτέ ο εραστής μου. Δεν του δόθηκα, δεν μου δόθηκε, δεν στράγγισε από μέσα μου όλο μου το αίμα.
«Ραούλ», είπα καθώς η μαινόμενη γυναίκα σήκωνε το σπαθί της και χιμούσε με μια πολεμική κραυγή καταπάνω μου. «Ραούλ…»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42
Hκραυγή της κόπηκε στη μέση, σαν να ζούσαμε μέσα σε μια τηλεόραση και κάποιος να έκλεισε τον ήχο. Μα και η ίδια της η κίνηση διακόπηκε, πάγωσε, όπως και το σπαθί της που μπήχτηκε στον αέρα και έμεινε εκεί, να τρέμει μέσα στο τίποτα, ανίκανο να βρει σάρκα και κόκαλα. Όλα πάγωσαν και σταμάτησαν, αρπαγμένα στο δίχτυ μιας σκιάς.
Μα όχι για παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο.
Την επόμενη στιγμή, η σκιά την τίναξε προς τα πίσω, πετώντας μαζί της στον αέρα του σαλονιού, για να πέσουν μαζί πάνω στη μάσκα του τζιπ που είχε εμβολίσει την κεντρική είσοδο.
Ήταν… ω Θεέ μου, ήταν ο Ραούλ.
Αλλά όχι νεκρός. Και όχι ακριβώς ο Ραούλ.
Ήταν το βαμπίρ που ζούσε μέσα του, το βαμπίρ που ήταν, εκείνο το ζώνεκρο πλάσμα στο οποίο μεταμορφωνόταν τα βράδια — ο κυρίαρχος της νύχτας και του χρόνου. Και τίποτε επάνω του δεν θύμιζε τις πληγές και τα θανάσιμα τραύματά του. Είχαν όλα τους κλείσει. Και ήταν πιο δυνατός και πιο άγριος από ποτέ.
Έπιασε τη γυναίκα που παραλίγο θα με έκοβε στα δύο με το σπαθί της και την πέταξε για ακόμη μία φορά πάνω στον τοίχο. Ένας ξερός κρότος από οστά που σπάνε ακούστηκε, που έκανε τα αυτιά μου να πονέσουν και το μέτωπό μου να συσπαστεί. Και δεν αρκέστηκε σε αυτό. Με ένα άλμα που θύμιζε πέταγμα, προσγειώθηκε επάνω της με ελαφράδα νυχτερίδας, κλείνοντάς τη σε μιαν αρπάγη. Τινάζοντας το κεφάλι του στον αέρα ίδιος με ανθρωπόμορφο ερπετό, έσκυψε και βύθισε το πρόσωπό του στον λαιμό της, κάτω από τη μάσκα. Ήχοι ρουφήγματος ακούστηκαν, και η γυναίκα άρχισε να τρέμει σαν να τη διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Έπειτα, και ενώ το αίμα της στράγγιζε, χαλάρωσε ολόκληρη και έμεινε εκεί, βαριά και ακίνητη — άψυχη για πάντα.
Ο Ραούλ-βαμπίρ χαλάρωσε τους γάντζους των χεριών του και την άφησε να κυλήσει στο πάτωμα, καθώς ορθωνόταν χορτασμένος. Χωρίς να φανεί πως κινούνταν, στράφηκε προς το μέρος μου. Την ίδια στιγμή, με εκείνο τον τρόπο του να κινείται χωρίς να το αντιλαμβάνεται το μάτι σου, είχε βρεθεί ήδη δίπλα μου και με έπιανε από τους ώμους. Το πρόσωπό του σχεδόν κόλλησε στο δικό μου. Τι θα με έκανε; Θα έπινε και μένα; Θα με συνέθλιβε στα χέρια του; Θα με έσκιζε με εκείνα τα κοκάλινα μυτερά νύχια στις άκρες των δαχτύλων του; Ή θα…;
«Μίνα», είπε, και η φωνή του ακούστηκε σαν μακρινός κεραυνός φτιαγμένος από κατολίσθηση πολύτιμων λίθων. «Είσαι καλά;»
Ρωτούσε αν… αν ήμουν καλά… Θεέ μου, ναι, ήμουν καλά, και ήμουν στην αγκαλιά του. Ήταν εκεί, ζωντανός, ή έστω ζωντανός με τον τρόπο του, τον μοναδικό, μυστικό, σκοτεινό και συναρπαστικό του τρόπο, με το στόμα του στολισμένο με εκείνα τα σουβλερά δόντια, με τα μάτια του δυο παράφορες φωτιές που τρυπούσαν το δέρμα μου και… και με το σώμα του να εκπέμπει μία κρύα, μια παγωμένη φλόγα που με έκαιγε ολόκληρη μέχρι βαθιά μέσα στην καρδιά μου, σημαδεύοντάς με για πάντα.
Ναι, ήμουν καλά.
«Ραούλ…» είπα μόνο.
Έσμιξε τα πυκνά του φρύδια παίρνοντας μια ακόμη πιο άγρια, ακόμη πιο μαγική μορφή, και στράφηκε ρευστά προς τα πίσω. Κάποιος ερχόταν. Ακόμη ένας από τους εισβολείς;
Ας ήταν όποιος ήθελε. Δεν φοβόμουν τώρα που με κρατούσε στα δυνατά, ατσάλινα χέρια του εκείνος ο άντρας της νύχτας. Πια, κανείς δεν μπορούσε να μας νικήσει. Όχι αυτοί οι οπλισμένοι με τα αστεία, παλιά σπαθιά τους φονιάδες.
Όμως ήταν ο Ρένφιλντ.
Ξεχτένιστος, με τα μαλλιά του ανάστατα και με ένα σκίσιμο στο σακάκι του λες και του το τράβηξε κάτι πολύ βαρύ και πολύ μεγάλο, μπήκε μέσα στο σπίτι πηδώντας πάλι πάνω από το σφηνωμένο στην είσοδο τζιπ.
«Πρέπει να φύγουμε», είπε. «Πρέπει να φύγουμε τώρα».
Ο Ραούλ γρύλισε με έναν υπόκωφο τρόπο, που μου θύμισε υπόγειο νερό — έναν καταρράκτη. Κινήθηκε επιφυλακτικά προς τον υπηρέτη του πιάνοντάς με από το χέρι και παίρνοντάς με μαζί του.
«Τι συμβαίνει;» είπε.
«Είναι κι άλλοι», απάντησε ο Ρένφιλντ, ενώ τα χέρια του έσφιγγαν ακόμη το ματωμένο σπαθί του, λες και είχαν κολλήσει στη λαβή του. «Ίσως δύο μονάδες ακόμη. Εξουδετέρωσα άλλους τρεις από δαύτους στην αυλή, αλλά πρόλαβαν και έστειλαν στίγμα. Είναι σχεδόν έξω από την πύλη. Φτάνουν από στιγμή σε στιγμή. Πρέπει να φύγουμε».
Ο Ραούλ αναστέναξε.
«Το σπίτι», είπε. «Τα βιβλία, οι πίνακες. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν γίνεται να τα εγκαταλείψουμε».
Ένιωθα την απόγνωσή του και τη συμμεριζόμουν ολότελα, λες και όλα αυτά αφορούσαν προσωπικά εμένα — λες και εγώ ήμουν αυτή που θα έχανε έναν θησαυρό, μία κουλτούρα, μία ολόκληρη ζωή.
«Δεν γίνεται αλλιώς. Ίσως μπορέσουμε να τα σώσουμε αργότερα… αν πάνε όλα καλά. Αλλά τώρα… όχι. Πρέπει να φύγουμε αμέσως τώρα».
Ο Ραούλ κοίταξε πάλι γύρω του, αναποφάσιστος. Η ώρα περνούσε. Ο Ρένφιλντ τον κοιτούσε ανυπόμονα. Το πρόσωπό του, κουρασμένο αλλά σοβαρό και με ένα βλέμμα επίμονο, ένα βλέμμα που έδειχνε ότι τον αγαπούσε και τον θαύμαζε, έλαμπε ολόκληρο από κάτι που, κυριολεκτικά, τον μεταμόρφωνε. Πια, δεν είχε καμιά σχέση με εκείνον τον άντρα που είχα φτάσει στο σημείο σχεδόν να απεχθάνομαι, ή και να μισώ. Ήταν ένας άλλος, όπως μια άλλη ήμουν κι εγώ. Όπως κάτι τελείως άλλο ήταν και ο Ραούλ.
Έσκυψε και τράβηξε το στιλέτο από τα πλευρά του νεκρού δολοφόνου. Μου το έδωσε, χωρίς να το κοιτά.
«Πάμε», είπε μόνο αμέσως μετά, και κινήθηκε σαν μαγική εικόνα, ή σαν να έπλεε μέσα σε νερό, προς την είσοδο.
Προτού καν κάνω ένα βήμα, είχε πετάξει πάνω από το τρακαρισμένο όχημα και είχε χαθεί από πίσω του, στην αυλή.
Έσφιξα στο χέρι μου το στιλέτο, και έτρεξα μαζί με τον Ρένφιλντ για να τον προλάβουμε.