Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43
Βρέθηκα σε έναν θεοσκότεινο διάδρομο που δεν ξεπερνούσε σε διάμετρο εκείνον ενός αγωγού ύδρευσης. Ένιωθα ότι θα πνιγόμουν, και ότι πολύ σύντομα δεν θα μπορούσα να αναπνεύσω. Όμως δεν γινόταν να γυρίσω πίσω, ενώ ούτε μπροστά μου ένιωθα τα πόδια της Πολέτ. Άρα τα είχε καταφέρει να προχωρήσει. Με κάποιον τρόπο.
Ξεκίνησα να σέρνομαι με τους αγκώνες και τα γόνατα, σπρώχνοντας με τα παμπάλαια πασούμια μου που λογικά θα διαλύονταν όπου να ’ναι. Ένας παράλογος αλλά πέρα για πέρα κατανοητός τρόμος με κατέλαβε. Θα εγκλωβιζόμουν εκεί μέσα, και θα πέθαινα τρελή, από ασφυξία. Τι έπρεπε να κάνω; Και γιατί δεν υπήρχε ούτε μία στάλα φως εκεί μέσα; Δεν ήξερα τίποτε πια, και το μόνο που καταλάβαινα ήταν ότι κάπου πίσω μου ακολουθούσε και εκείνος. Ο Ραούλ Τσαντ. Αν μη τι άλλο, δεν θα χανόμουν μόνη μου εκεί μέσα. Θα είχα την καλύτερη, και πιο ταιριαστή, συντροφιά.
* * *
Επιτέλους!
Το στενό λαγούμι φάνηκε να φαρδαίνει — όχι πολύ, αλλά αρκετά ώστε να μπορείς να συρθείς εκεί μέσα χωρίς να είσαι τελείως ξαπλωμένος. Όμως πόση ώρα βάδιζα; Και προς ποια κατεύθυνση; Πού πηγαίναμε, και πότε επιτέλους θα φτάναμε στον προορισμό μας;
Οι ερωτήσεις μου απαντήθηκαν εν μέρει μετά από άλλα δέκα μέτρα ή κάτι τέτοιο. Η κουνελότρυπα εκείνη έβγαζε σε έναν πραγματικό υπόγειο διάδρομο. Σε μία κατωφερική φλέβα του εδάφους, χτισμένη από ανθρώπινο χέρι με πέτρες και λάσπη. Ακόμη καλύτερα: στα τοιχώματα, υπήρχαν πυρσοί που λογικά τούς άναψε ο Ρένφιλντ. Έκαιγαν με μια κοκκινωπή φλόγα, που φαινόταν να τρέφεται καλά από οξυγόνο — σημάδι πως υπήρχε κάποιου είδους εξαερισμός. Τουλάχιστον δεν θα πεθαίναμε από ασφυξία εκεί μέσα. Και, δόξα τω Θεώ: βλέπαμε.
Στάθηκα όρθια και κοίταξα στο βάθος του διαδρόμου. Είδα την πλάτη της Πολέτ και ένιωσα το στομάχι μου να αναδεύεται. Όλα θα πήγαιναν καλά, είπα από μέσα μου. Υπήρχε ένα σχέδιο λοιπόν. Έπρεπε να υπάρχει. Στράφηκα πίσω μου και είδα τον Ραούλ να βγαίνει από την τρύπα και να στέκεται κι αυτός με τη σειρά του στον πέτρινο διάδρομο. Με κοίταξε και εκείνος. Δεν έμοιαζε να έχει επηρεαστεί από τη σκοτεινή κατάβασή μας εδώ.
Αλλά εκείνος δεν ήταν εγώ. Και εγώ… εγώδεν ανήκα στο είδος του.
Ανατρίχιασα πάλι και ξεροκατάπια. Σκέφτηκα πως έπρεπε να του πω κάτι, οτιδήποτε, αρκεί να μου απαντούσε με δυο λόγια παρηγοριάς. Αλλά συγκρατήθηκα. Δεν υπήρχε χρόνος για τέτοια. Ίσως αργότερα. Ίσως κάποια άλλη φορά. Ίσως ποτέ.
Γύρισα πάλι προς τη μεριά της Πολέτ, που είχε πια χαθεί πέρα από το φως των πυρσών. Νιώθοντας επάνω μου το γκρίζο βλέμμα του Ραούλ, βιάστηκα να την ακολουθήσω στην κατηφοριά του διαδρόμου.
Και βρέθηκα στο φωτισμένο από άλλους δύο πυρσούς πλάτωμα. Ήταν ευρύχωρο σαν μεγάλο σαλόνι, εξάγωνο, και χτισμένο από την ίδια πέτρα με τον διάδρομο. Όμως εδώ είχε δοθεί μεγαλύτερη σημασία στις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, καθώς υπήρχαν δομικά στοιχεία εδώ κι εκεί που προσέδιδαν μια κάποια αρμονία στον χώρο. Ήταν ένα σημείο συνάντησης, κάτι σαν μία μικρή υπόγεια πλατεία. Στο κέντρο της, υπήρχε μία ανοιχτή καταπακτή. Και, απέναντί μας, άλλος ένας διάδρομος που έβγαζε στο πλάτωμα — ποιος ξέρει από ποιο άλλο σημείο της Πράγας να ξεκινούσε κι αυτός. Δεν με ενδιέφερε να μάθω. Όμως… όμως πού ήταν οι άλλοι;
Η καταπακτή. Θεέ μου, θα κατεβαίναμε ακόμη πιο χαμηλά, ακόμη πιο βαθιά στη μεσαιωνική Πράγα.
* * *
Με έναν αναστεναγμό, άρχισα να βαδίζω προς το σκοτεινό άνοιγμα, εκείνη τη μαύρη τρύπα στο πάτωμα. Υπήρχε μία μεταλλική σκαλίτσα εκεί, σκουριασμένη από τον καιρό. Γύρισα ανάποδα και την κατέβηκα. Και, μετά από μερικά μέτρα κατάβασης, βρέθηκα στον κεντρικό κοιτώνα της παραλληλόγραμμης Φωλιάς. Θα μάθαινα αργότερα το όνομά της. Ωστόσο, ναι, καταλάβαινες με την πρώτη ματιά πως ήταν μια φωλιά. Η κρυψώνα κάποιων κατατρεγμένων. Κάποιων που έπρεπε να κρυφτούν καλά από τους πάντες, αν ήθελαν να διατηρήσουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν — τη ζωή τους… όσο ιδιότυπη ζωή κι αν ήταν αυτή.
Δύο πόρτες από μισοσαπισμένο ξύλο υπήρχαν στη μία και την άλλη μεριά της, ενώ οι άλλοι δύο τοίχοι ήταν καλυμμένοι από πάνω μέχρι κάτω με βιβλιοθήκες γεμάτες με σκονισμένα, σαρακοφαγωμένα, δερματόδετα βιβλία. Ο Ρένφιλντ άναβε μια δεύτερη λάμπα πετρελαίου εκείνη τη στιγμή, ενώ είχε ήδη ακουμπήσει μία ακόμη πάνω στο τραπέζι που καταλάμβανε το κέντρο του χώρου. Υπήρχαν καρέκλες, σκαμνιά, ένα μεγάλο ετοιμόρροπο ερμάρι και ράφια γεμάτα με πράγματα που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω μέσα στο σκοτάδι, ή που απλώς δεν ήξερα τι ήταν και σε τι χρησίμευαν.
Λοιπόν, είχαμε φτάσει, σωστά; Η αναζήτησή μας είχε λάβει τέλος. Αυτό ήταν το καταφύγιό μας. Αυτή ήταν η Φωλιά.
Ένα κρησφύγετο και μια φωλιά για βρικόλακες. Και, ευχόμουν, για εραστές.
Γιατί ένας από τους βρικόλακες που έβρισκαν καταφύγιο εδώ ήταν ο εραστής μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 44
Κάτσαμε κατάκοποι στις καρέκλες και τα σκαμνιά που υπήρχαν γύρω από το τραπέζι. Ή, έστω, ήμασταν κατάκοποι και φανερά εξαντλημένοι οι τρεις από εμάς. Ο Ραούλ δεν φαινόταν να έχει επηρεαστεί ούτε από τις μάχες, ούτε από την αγωνία της καταδίωξης, ούτε από το σύρσιμο μέσα σε εκείνα τα λαγούμια και τους υπόγειους διαδρόμους. Τον κοιτούσα χωρίς να χορταίνω να τον βλέπω, έχοντας χίλιες ερωτήσεις στο μυαλό μου, γι’ αυτόν και για τους άλλους δύο. Τελικά, τι συνέβαινε εκεί; Ποιοι ήταν; Και ποιοι τούς κυνηγούσαν; Γιατί είχαν εκείνα τα παλιά μεσαιωνικά σπαθιά, και τα τόξα, αντί για σύγχρονα όπλα; Τι μπορούσε να σημαίνει αυτό;
Μα, πάνω απ’ όλα: Ποιοι ήθελαν τον θάνατό τους, και γιατί;
«Δεν θα μας βρουν εδώ; Δεν ξέρουν αυτό το μέρος;»
Ο εαυτός μου, ή μάλλον το παραζαλισμένο μου μυαλό, διάλεξε μόνο του μία ερώτηση από τις πολλές.
Ο Ρένφιλντ κοιτάχτηκε με την Πολέτ, και οι δυο τους έριξαν μια γρήγορη ματιά στον Ραούλ, που σηκώθηκε εκείνη τη στιγμή και άνοιξε μία από τις δύο πόρτες, για να χαθεί από πίσω της χωρίς να βγάλει λέξη από το στόμα του.
«Το ξέρουν», ανέλαβε να απαντήσει η φίλη μου — ή, καλύτερα, η γυναίκα που μέχρι πριν από λίγο πίστευα ότι ήταν φίλη μου. «Ξέρουν δηλαδή ότι βρίσκεται κάπου στην Παλιά Πόλη, και ότι φτάνεις ώς εδώ από τη βάση δύο πύργων. Αλλά, όχι, δεν ξέρουν πού είναι αυτές οι δύο είσοδοι». Έκανε μία παύση και μου χαμογέλασε. «Ή έτσι ελπίζουμε, τέλος πάντων».
«Με ξεγέλασες», της είπα. Δεν μπορούσα να το κρατάω άλλο μέσα μου.
Η Πολέτ αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι της.
«Πίστεψέ με, καλύτερα που έγινε έτσι. Διαφορετικά δεν θα πίστευες τίποτε, και θα με περνούσες για τρελή. Καμιά φορά επιβάλλεται να δρα κανείς… έτσι».
«“Έτσι”; Πώς “έτσι” δηλαδή; Με όλα αυτά τα ψέματα; Με μέθυσες, Πολέτ, έπαιξες θέατρο μαζί μου, μου είπες ένα σωρό…»
«Ω, Μίνα, Μίνα, Μίνα… Ναι. Έχεις δίκιο σε όλα. Σου ζητώ συγγνώμη. Μπορείς να με βρίσεις, να με χτυπήσεις, να με κάνεις ό,τι θέλεις. Αλλά πραγματικά υπάρχουν πολύ πιο επείγοντα πράγματα να συζητήσουμε από αυτό. Αλήθεια σού λέω».
«Ώστε λες και καμιά αλήθεια πού και πού;»
«Ναι, λέω. Όταν πρέπει, όταν είναι ανάγκη, λέω».
«“Του έχω ξαναστείλει κοπέλες για να του ποζάρουν. Μην πάει ο νους σου στο κακό”. Το θυμάσαι αυτό;»
Η Πολέτ αναστέναξε πάλι.
«Ναι, φυσικά και το θυμάμαι. Σου το είπα για να πειστείς και να πεις το ναι. Όπως και έγινε, άλλωστε».
«Βέβαια! Φυσικά και πείστηκα. Και έπεσα θύμα αυτής της… αυτής της πλεκτάνης».
«Δεν υπάρχει καμία πλεκτάνη», παρενέβη ο Ρένφιλντ. «Πρέπει να το καταλάβεις. Κανένας δεν θέλει το δικό σου κακό».
Στράφηκα προς το μέρος του.
«Εσύ πάλι…» ξεκίνησα να λέω. «Πώς γίνεται και…;» Η φωνή μου κόπηκε. Καθόταν τόσο κοντά μου, που μπορούσα να δω ξεκάθαρα τα χαρακτηριστικά του. Όλα εκείνα τα στοιχεία που με απωθούσαν επάνω του είχαν φύγει. Πια, ήταν ένας καλοβαλμένος άντρας γύρω στα σαράντα, αν όχι και νεότερος, με έξυπνο αν και κουρασμένο βλέμμα και γεμάτο, γελαστό στόμα. Δεν είχε σχεδόν καμία ομοιότητα με τον παλιό Ρένφιλντ. «Πώς γίνεται και αλλάζεις, μπορείς να μου πεις;» συνέχισα. «Μέχρι πριν από δύο ώρες ήσουν…»
«Ναι, ναι, ξέρω. Ήμουν κάποιος που αντιπάθησες με την πρώτη ματιά. Και κάποιος που έδειχνε να σε αντιπαθεί επίσης κι αυτός».
«Να με μισεί!»
Ο Ρεν γέλασε.
«Τα φαινόμενα απατούν», είπε.
«Αλλά πώς… πώς το κάνεις; Είσαι κι εσύ…;»
«Όχι, δεν είμαι κι εγώ». Μου χαμογέλασε. «Απλώς ξέρω κάποια… κόλπα, ας πούμε. Κάποια μικρά τρικ για να ξεγελάω τους ανθρώπους. Είναι περίπου όπως τα κόλπα με τα χαρτιά. Ξέρεις, απλώς πρέπει να βαλθείς να ξεγελάσεις κάποιον, να αποσπάς την προσοχή του και να τον κάνεις να κοιτάζει αλλού. Δεν υπάρχει καμιά μαγεία, δυστυχώς. Μόνο πολλή εξάσκηση».
«“Δυστυχώς”;»
«Χμμ… ναι. Δυστυχώς. Γιατί η μαγεία είναι πολύ ωραία. Έτσι μού έχουν πει, τουλάχιστον».
Μου χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο και έκατσε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα του. Τον κοίταξα καλά-καλά, και έπειτα έστρεψα το βλέμμα μου στη Μίνα. Μου χαμογελούσε κι εκείνη, αν και επιφυλακτικά. Δεν ήξερα πόσο σφοδρή θα ήταν η επίθεση που θα της εξαπέλυα.
Αλλά δεν θα έκανα τίποτε τέτοιο. Είχε δίκιο: δεν υπήρχε κανένας λόγος. Και οι προτεραιότητές μας ήταν άλλες.
«Ώστε», προσπάθησα να συνοψίσω, με έναν αναστεναγμό, τα όσα ελάχιστα μου είχαν πει, «προσπαθήσατε να με φέρετε στο σπίτι, στην έπαυλη, χωρίς να κινήσετε τις υποψίες μου ότι όλα αυτά γίνονταν επίτηδες. Σωστά;»
«Σωστά».
«Για να… για να κάνω το μοντέλο. Για τη ζωγραφική του Ραούλ Τσαντ».
«Για τη ζωγραφική του Ραούλ Τσαντ, ναι. Ακριβώς».
«Όμως γιατί, Πολέτ; Δεν έχει κάποια λογική αυτό».
Η Πολέτ έδειξε με το βλέμμα τον χώρο γύρω μας.
«Βρισκόμαστε τριάντα μέτρα κάτω από το έδαφος. Τριάντα μέτρα από χώμα, μπάζα, παλιά ερείπια και τσιμέντο». Με κοίταξε. «Έχει κάποια λογική αυτό, Μίνα;»
«Απολύτως καμία», απάντησα γρήγορα. «Όμως αυτό δεν σημαίνει κάτι. Βρίσκομαι εδώ μόνο και μόνο επειδή με έπεισες να είμαι στην έπαυλη. Αν δεν μου είχες πει ψέματα και δεν πήγαινα εκεί, τώρα δεν θα ήμουν εδώ, σ’ αυτό το μέρος που δεν έχει καμία λογική. Θα ήμουν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου και θα κοιμόμουν».
«Δεν θα ορκιζόμουν πως θα συνέβαιναν έτσι τα πράγματα, γλυκιά μου».
«Μη με λες γλυκιά σου! Και γιατί να μη συνέβαιναν έτσι, δηλαδή; Τι χειρότερο θα μπορούσε να μου συμβεί;»
«Για να σου πω μόνο ένα από τα πιθανά σενάρια…» —έκανε ότι σκέφτεται— «…ας πούμε ότι θα σε έβρισκαν αύριο να επιπλέεις στον ποταμό Μολδάβα. Και θα απέδιδαν τον πνιγμό σου σε αυτοκτονία».
«Θα…» Η καρδιά μου αναπήδησε στο στήθος μου. «Γιατί;»
«Γιατί μας κυνηγούν, Μίνα. Ακόμα να το καταλάβεις και να πειστείς; Μας κυνηγούν, και θέλουν να μας σκοτώσουν. Να μας αφανίσουν. Όλους».
Ήταν ο Ραούλ αυτός που είχε μιλήσει. Είχε επιστρέψει ξανά στο τραπέζι, αλαφροπάτητος όπως πάντα, σαν σκιά. Είχε πλυθεί και είχε αλλάξει ρούχα, και τώρα φορούσε ένα μαύρο κοστούμι με επίσης μαύρο τισέρτ από μέσα. Τα μάτια μου όρμησαν επάνω του σαν πουλιά.
«Για…γιατί;» ρώτησα. «Γιατί εμένα;»
«Γιατί είσαι αίμα μου», είπε. «Γιατί εσύ κι εγώ είμαστε ένα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 45
Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Αυτό που μου είχε πει ήταν πέρα από κάθε φαντασία, ήταν… ήταν ανήκουστο — και τρελό.
Γιατί είσαι αίμα μου. Γιατί εσύ κι εγώ είμαστε ένα.
«Όχι», είπα μόνο, και έμεινα στη θέση μου να τον κοιτάζω, ενώ οι άλλοι δύο είχαν χαμηλώσει το βλέμμα. Και μετά, καθώς εκείνος έμενε σιωπηλός: «Μα, πώς;…» ρώτησα.
«Στην Πράγα», ξεκίνησε να λέει, «είχαν καταφύγει πολλοί τους καιρούς που μας πέρασαν, όλους τους αιώνες της ιστορίας της. Κάποιοι ήρθαν για ένα καλύτερο αύριο, και για τις ευκαιρίες που προσέφερε η πόλη. Άλλοι, για το Πανεπιστήμιο του Καρόλου, το αρχαιότερο της κεντρικής Ευρώπης. Άλλοι, για να σπουδάσουν σε κάπως διαφορετικού τύπου σχολές, δίπλα σε έναν φημισμένο αλχημιστή. Άλλοι για να ασχοληθούν απευθείας με τις απαγορευμένες τέχνες. Και κάποιοι άλλοι… κάποιοι άλλοι ήρθαν εδώ για να σωθούν, για να κρυφτούν από τους διώκτες τους. Και για να ξεχαστούν για πάντα από τους ανθρώπους. Κάποιοι από όλους αυτούς που έψαχναν το πέπλο της λήθης και ένα άσυλο βρέθηκαν κοντά, χωρίς να το γνωρίζουν και χωρίς να το σχεδιάζουν εκ των προτέρων. Προέκυψαν παιδιά, και εγγόνια, και δισέγγονα από αυτές τις επαφές. Και κάποια από αυτά τα δισέγγονα έφυγαν από την πόλη όταν οι καιροί άλλαξαν και το κυνήγι άρχισε ξανά».
«Και πήγαν στην Αμερική», είπα. Γιατί είχα καταλάβει. Όχι τα πάντα — όχι ακόμη. Αλλά αρκετά.
«Ναι», είπε εκείνος, «και πήγαν στην Αμερική».
«Είμαστε συγγενείς…»
Το σώμα μου έτρεμε. Η ανάσα μου είχε πιαστεί. Το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει γύρω από το τραπέζι.
«Όχι», μου είπε. «Είσαι αίμα μου».
Ένας οξύς ήχος ακούστηκε μέσα στο κεφάλι μου — φοβήθηκα ότι θα πάθω κάτι.
«Τι εννοείς;» του είπα.
Τα μάτια του έμοιαζαν υγραμένα μέσα στο μισοσκόταδο της Φωλιάς. Σαν να ήταν φτιαγμένα από υγρό ασήμι.
«Εννοώ ότι μας ενώνουν κάποιοι παλιοί και πολύ στενοί δεσμοί. Δεσμοί που δεν έχουν να κάνουν με τη συγγένεια όπως την εννοείς εσύ, και οι… και οι άλλοι άνθρωποι. Πραγματικά πολύ στενοί δεσμοί».
Ο συναγερμός μέσα στο κεφάλι μου ήχησε ακόμη πιο δυνατά. Οι άλλοι άνθρωποι.
«Είμαι… είμαι…» ψέλλισα, χωρίς να μπορώ να αποτελειώσω τη σκέψη μου.
«Όχι, Μίνα», είπε. Μια ρυτίδα βυθίστηκε στο μέτωπό του. «Δεν είσαι σαν εμένα. Δεν είσαι αυτό που… τέλος πάντων, αυτό που είμαι εγώ. Είσαι κάτι άλλο».
«Τι; Τι είμαι; Πες μου!…»
Ο Ραούλ αναστέναξε. Ένας βρικόλακας που μπορούσε να αναστενάξει λοιπόν. Ένιωσα να μην τον αγαπώ απλώς, αλλά να τον λατρεύω.
«Μία πρόγονός σου», είπε, με την καρδιά μου να συνοδεύει τα λόγια του σαν τύμπανο, «ήταν η γυναίκα μου».