Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 46
Υπάρχουν φορές στη ζωή σου που ξέρεις πως όλα πάνε καλά, πως καθετί είναι στη θέση του. Αισθάνεσαι και είσαι γερός, είσαι υγιής, όλα σου τα προβλήματα είναι τακτοποιημένα, έχεις τη διαρκή αίσθηση πως όλα θα πάνε καλά γιατί πρέπει να πάνε καλά. Και γιατί το αξίζεις. Υπάρχουν και άλλες που μπορείς να βάλεις στη σειρά όλα τα θέματα που σε απασχολούν, να τα ιεραρχήσεις, να το αξιολογήσεις και, με σοβαρότητα, να ξεκαθαρίσεις μέσα σου πώς και πότε θα ασχοληθείς με το καθένα τους. Όλες οι καταστάσεις είναι πιθανές, και οι άνθρωποι τις ζουν όλες, ανεξάρτητα με τα λεφτά που έχουν, με την οικονομική τάξη στην οποία ανήκουν, τις σπουδές που έκαναν, την ομάδα που υποστηρίζουν, ή τον στενό ή ευρύτερο κύκλο στον οποίο είναι μέλη. Και, πολύ σπανιότερα, υπάρχουν φορές που απλώς το μυαλό σου δεν είναι σε θέση να σταθμίσει, όχι απλώς το ειδικό βάρος της κατάστασης στην οποία βρίσκεσαι, αλλά και την ίδια την ποιότητά της, τη φύση της, το τι ακριβώς σημαίνει για εσένα και τον κόσμο γύρω σου. Οι περισσότερες από αυτές τις τελευταίες συνδέονται με την απώλεια — με έναν αδόκητο θάνατο συνήθως. Αδυνατείς να συνειδητοποιήσεις τι έχει συμβεί, πώς ανατράπηκαν ξαφνικά τα πάντα, τι συνέβη και η ζωή σου ήρθε τα πάνω κάτω. Εκείνες τις στιγμές, ένας πόλεμος σε μια ελάχιστα μακρινή χώρα δεν σημαίνει τίποτε για εσένα, μοιάζει σαν κάτι απολύτως μακρινό και τυχαίο. Δεν σε ενδιαφέρει τι συμβαίνει στον κόσμο και τι απασχολεί τους ανθρώπους. Όλα σού φαίνονται κενά νοήματος, λες και αφορούν έναν άλλο πλανήτη, ή σαν να διαδραματίζονται σε μία ταινία μυθοπλασίας. Αυτό που έχει σημασία είναι μόνο αυτή η δική σου απώλεια: όλο το δράμα του σύμπαντος, όλη η τραγικότητα της ύπαρξης, συμπυκνώνονται σε μια τόση δα κουκκίδα που είσαι εσύ. Εσύ και ο μικρόκοσμός σου. Και είναι και κάποιες φορές που δεν υπάρχεις καν εσύ, δεν υπάρχει τίποτε, κι αυτό είναι το μόνο που ξέρεις. Το τίποτε.
Είχε περάσει λίγη ώρα αφότου ο Ραούλ μού έκανε εκείνη την ανακοίνωση, και ακόμη δεν είχα καταφέρει να ανοίξω το στόμα μου, να αρθρώσω μία λέξη, ή έστω να βάλω τις σκέψεις μου σε μία σειρά. Ένιωθα πως βρισκόμουν μέσα σε μία φούσκα φτιαγμένη από κενό, και πως έπλεα μέσα της μακριά από τον κόσμο, μόνη, κατάμονη, περιτριγυρισμένη από ακόμη περισσότερο κενό, από ακόμη περισσότερο τίποτα. Μόνη μου συντροφιά ήταν ένα χαμηλό βουητό, που έπαιζε έναν μονότονο σκοπό πίσω από τα αυτιά μου. Μια μελωδία χωρίς μελωδία. Ένα θρόισμα χωρίς περιεχόμενο.
Είχα καταλάβει πως ο Ρεν και η Πολέτ είχαν σηκωθεί από τις θέσεις τους και μπαινόβγαιναν μέσα από τις δύο πόρτες τακτοποιώντας πράγματα και κάνοντας δουλειές που δεν μπορούσα να αντιληφθώ τη σημασία τους· ήξερα πως το σώμα μου εξακολουθούσε να κρυώνει και πως βρισκόμουν σε ένα μυστικό μέρος πολλά μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, πολλά μέτρα κάτω από τα πλακόστρωτα της Πράγας· και ήξερα επίσης πολύ καλά πως όλη μου η ζωή μέχρι εκείνη τη στιγμή, όλη η κακοποίηση που είχα υποστεί, όλες οι προσπάθειες που είχα κάνει για να σωθώ και για να βρω τη θέση μου στον κόσμο, όλα μα όλα είχαν κλειστεί οριστικά σε ένα σεντούκι και είχαν αποθηκευτεί σε ένα σκοτεινό κελάρι, χωρίς να έχουν καμιά αξία πια και χωρίς να έχουν κανένα απολύτως νόημα. Τα ήξερα όλα, όμως δεν τους έδινα σημασία, δεν με απασχολούσαν. Ακόμη και πράγματα που με είχαν πληγώσει πολύ, ή που είχα καταφέρει, έμοιαζαν ξένα και μακρινά και αδιάφορα.
Δεν έχω ιδέα πόση ώρα κράτησε αυτή η κατάσταση. Αν ήταν μόνο για πέντε λεπτά ή για μία ώρα. Ή για έναν χρόνο. Ούτε αυτό είχε αξία. Ο χρόνος… Όχι, ο χρόνος δεν άξιζε τίποτε. Η ζωή περνούσε και τελείωνε και μετά γινόσουν ένα κομμάτι σκοτάδι υφασμένο πάνω σε ένα σεντόνι καμωμένο από άπειρα άλλα τέτοια κομμάτια σκοταδιού. Ήταν μια τρέλα αν το καλοσκεφτόσουν, αλλά μία τόσο άπειρα παράλογη τρέλα που εντέλει τη δεχόσουν και πορευόσουν στο πλευρό της.
Μέχρι που… μέχρι που άκουγες ότι κάποιος απλώς ξέφευγε από αυτή τη νόρμα. Δεν κολλούσε το δικό του σκοτάδι πάνω στο σεντόνι των υπολοίπων. Μέχρι που καταλάβαινες πως αυτός ο κάποιος ήταν εδώ, δίπλα σου, και σε κοιτούσε με δυο γκρίζα μάτια. Σαν του λύκου.
Τίποτε δεν είχε σημασία στον κόσμο μετά από αυτό. Και πόσο μάλλον όταν το συνειδητοποιείς την ημέρα που έμπηξες το σπαθί σου στο στήθος ενός φονιά — κάποιου που είχε ορκιστεί να θέσει ένα τέλος σε όλη αυτή την παραδοξότητα. Και όταν σε έχουν κυνηγήσει. Και όταν είσαι ακόμη μεθυσμένη από ένα τρελό κρασί. Και όταν είσαι μαγεμένη από ένα συγκεκριμένο στόμα.
Γέλασα ξαφνικά, και όλη εκείνη η φούσκα που έπλεα μέσα της εξερράγη με έναν κενό ήχο, σαν αυτόν που βγάζει ένα χέρι όταν χειροκροτάει μόνο του. Επανήλθα στην πραγματικότητα έχοντας την παράδοξη αίσθηση ότι ξαναγεννιόμουν, ότι ήμουν απαλλαγμένη από το παρελθόν, και ότι ανήκα σε ένα κομμάτι τού ακόμα αξεδίπλωτου μέλλοντος που είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία από όση θα μπορούσα να έχω ποτέ εγώ, από μόνη μου. Και αυτό ήταν απελευθερωτικό. Ήταν σωστό, με τον τρόπο του. Ένιωσα πάλι παρούσα, ένιωσα το βάρος του χώρου επάνω στους ώμους μου, ένιωσα την παλαιότητά του και τον κρύο αέρα που το κατοικούσε για αιώνες και αιώνες. Αγκάλιασα τον εαυτό μου και έσκυψα μπροστά στην καρέκλα μου, νομίζοντας πως θέλω να κλάψω. Αλλά έπεφτα έξω. Αντίθετα, ένιωσα απλώς ζωντανή. Και, ξαφνικά —και πέρα για πέρα φυσιολογικά—, κρύωνα. Τώρα που όλη εκείνη η αδρεναλίνη, όλο εκείνο το ψυχολογικό καύσιμο, γλιστρούσε μέσα από τους πόρους μου και έφευγε, κρύωνα πραγματικά.
«Κρυώνω», είπα, χωρίς να ξέρω πώς ακουγόταν η φωνή μου.
Ο Ραούλ, που ώς τότε με κοιτούσε, ίσως από ώρα, με τον λαιμό του γερμένο λοξά όπως το συνήθιζε, βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη όρθιος δίπλα μου, ενώ την αμέσως επόμενη χανόταν πίσω από μία πόρτα, για να ξανάρθει αμέσως μετά με μία τσόχινη κουβέρτα στα χέρια και να την τυλίξει στους ώμους μου. Μπορούσε να είναι πραγματικά πολύ γρήγορος όταν το ήθελε. Μπορούσε να είναι πολύ δυνατός. Μπορούσε να είναι τα πάντα.
Ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι μου, απροειδοποίητα, και έπεσε στο πιγούνι μου, κι από εκεί στο πάτωμα.
«Ραούλ», είπα, καθώς έβλεπα την Πολέτ και τον Ρεν να μπαίνουν σε ένα από τα δύο δωμάτια και να κλείνουν διακριτικά την πόρτα πίσω τους.
Ο Ραούλ έσφιξε περισσότερο την κουβέρτα επάνω μου, και αμέσως το κρύο υποχώρησε. Ήμουν καλά. Όλα ήταν καλά. Ήταν… παράξενα, ναι, αλλά ήταν καλά. Ή, έστω, θα μπορούσαν να γίνουν. Γιατί υπήρχε ένας τρόπος για να γίνουν στ’ αλήθεια καλά. Και τον ήξερα. Όλοι τον ήξεραν.
Σήκωσα το κεφάλι και τον κοίταξα. Ήταν όμορφος. Είχε μια παράξενη, αλλόκοτη ομορφιά. Εκείνη ενός ωραίου αγριμιού, κάποιου πλάσματος βγαλμένου μέσα από έναν θρύλο — ή μάλλον, μέσα από πολλούς θρύλους.
«Ποιος είσαι;» είπα. «Πόσο… παλιός;»
Έσκυψε λίγο το κεφάλι του καθώς καθόταν δίπλα μου, χωρίς να σταματά να μου πιάνει τους ώμους με το ένα προστατευτικό του χέρι.
«Δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία. Αρκετά, πάντως».
«Πόσο;»
«Γιατί έχει τόση βαρύτητα για εσένα;»
«Ραούλ…»
«Λέγεται ότι ο πατέρας μου πέθανε στο Βουκουρέστι στα σαράντα πέντε του χρόνια, το 1476…»
«Το…;»
«…αλλά δεν είναι αλήθεια. Έζησε πολλά χρόνια ακόμα».
«Πόσα;»
«Πολλά».
«Κι εσύ; Πότε γεννήθηκες;»
«Όταν εκείνος ήταν πια αρκετά γέρος, και αρκετά κουρασμένος. Κυρίως το δεύτερο. Δεν ήθελε να το συνεχίσει πια».
«Ποιο;»
Αναστέναξε.
«Να είναι αυτό που ήταν, Μίνα».
«Βαμπίρ».
«Ναι. Βαμπίρ».
«Αλλά έκανε εσένα πρώτα».
«Ναι. Έκανε εμένα πρώτα. Και εμένα».
«Πότε;» επέμεινα.
«Γύρω στο 1600».
«Γύρω στο… Τι;»
«Σου είπα, δεν έχει σημασία. Δεν έχει, στον λόγο μου».
«Ζεις ήδη τόσους αιώνες. Θεέ μου, Ραούλ, Ραούλ. Δεν μπορώ να το…» Κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν γίνεται. Δεν μπορεί».
«Μην το σκέφτεσαι».
«Και όλα αυτά τα χρόνια…;»
«Όλα αυτά τα χρόνια κρύβομαι. Ζω… με τον τρόπο μου. Θυμάμαι. Μάχομαι. Ψάχνω. Αλλά κυρίως…» —ανασήκωσε τους ώμους— «…κρύβομαι».
Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Άπλωσα τα χέρια και τον αγκάλιασα, βυθίζοντας το κεφάλι μου στο στήθος του. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, με έσφιξε και εκείνος λίγο παραπάνω. Ελάχιστα παραπάνω. Αλλά ήταν όσο ακριβώς χρειαζόμουν.
«Όμως με βρήκες», είπα, χωρίς να είμαι σίγουρη γιατί. «Μέσα σε όλα αυτά… βρήκες εμένα». Αισθάνθηκα ότι δεν θα μιλούσε άλλο γι’ αυτό. Όχι εκείνη τη στιγμή. «Μετά από τόσα χρόνια», συνέχισα. «Μετά από τόσα χρόνια».
Ένιωσα πως το κεφάλι μου ακουμπούσε πάνω στη θάλασσα τη στιγμή της παλίρροιας. Ο Ραούλ αναστέναζε.
«Μετά από δυόμισι αιώνες, για την ακρίβεια», είπε. «Τόσος είναι ο καιρός που την έχασα».
Τα μάτια μου είχαν ανοίξει τώρα, και τα δάκρυά μου μούσκευαν την μπλούζα του.
«Τι της συνέβη;» ρώτησα.
«Ό,τι συμβαίνει σε όλους τους θνητούς», είπε.
«Πέθανε». Ανατρίχιασα. «Από τι;»
«Δεν θέλω να μιλήσω άλλο γι’ αυτό».
«Σε πονάει;»
Δεν απάντησε αμέσως. Η σιωπή του βάρυνε επάνω μου σαν στερεή ομίχλη.
«Ναι», είπε τελικά. «Ναι, με πονάει. Πάντα».
«Δηλαδή… Δηλαδή δεν ήταν σαν εσένα». Ξεροκατάπια. «Όμως, γιατί; Γιατί δεν…;»
Ανακάθισε στην καρέκλα του και με ανασήκωσε απαλά.
«Γιατί δεν την έκανα σαν κι εμένα; Γιατί δεν την έκανα αυτό το τέρας που είμαι;»
Τα μάτια του με κοιτούσαν σαν δυο λευκές φωτιές πίσω από μια συστάδα πυκνών δέντρων.
«Δεν είσαι τέρας», είπα.
«Είμαι το μεγαλύτερο που μπορεί να υπάρξει».
«Ραούλ…»
«Δεν μπορείς να ξέρεις. Δεν μπορείς να φανταστείς».
«Θέλω να μου δείξεις. Θέλω να μάθω».
«Επειδή δεν ξέρεις τι σημαίνει στ’ αλήθεια. Επειδή είσαι ρομαντική, και αγνή. Και μόνη».
«Είμαι όσο μόνη επιλέγω εγώ να είμαι».
Τα τελευταία μου λόγια, σε συνδυασμό με την αποφασιστικότητα στον τόνο της φωνής μου, τον σταμάτησαν για λίγο.
«Ναι», είπε. «Το σέβομαι αυτό».
Άπλωσα πάλι τα χέρια μου και του έπιασα το πρόσωπο. Κοκάλωσε στο άγγιγμά μου.
«Πες τα μου όλα», είπα. «Το θέλω όσο τίποτε άλλο. Πες τα μου. Γιατί δεν την… άλλαξες, γιατί την ψάχνεις από τότε και μετά, ποιοι είναι αυτοί που σε κυνηγάνε… πες τα μου όλα, Ραούλ. Είμαι εδώ, και δεν θα φύγω ό,τι και να γίνει. Το θέλω αυτό. Μου αρέσει. Κι αν δεν το ξέρω ακόμα, θέλω να το μάθω, θέλω να… θέλω να το ζήσω».
«Με κάθε τίμημα;»
«Ναι, με κάθε τίμημα».
«Γιατί; Πώς;»
Δεν ήξερα τι θα του απαντούσα πριν ανοίξω το στόμα μου.
«Γιατί είσαι… αυτός που είσαι. Γιατί μου αρέσεις. Γιατί θέλω να είμαι μαζί σου. Γιατί θέλω να γίνω η γυναίκα σου. Γιατί θέλω να με κάνεις όπως εσένα. Γιατί θέλω να είμαι δυνατή».
Άνοιξε το στόμα του για να αντιτάξει κάτι σε όλα αυτά, αλλά έμεινε απλώς να με κοιτάει.
«Είσαι ειλικρινής», είπε μετά από λίγο.
«Ναι, είμαι». Σκούπισα τα μάτια μου με την ανάστροφη της παλάμης μου. «Και τώρα πες μου».
Αναστέναξε πάλι. Και έπειτα κοίταξε κάπου στον τοίχο.
«Τη σκότωσαν», είπε. «Φυσικά κυνηγούσαν εμένα, αλλά όταν βρήκαν εκείνην δεν έχασαν την ευκαιρία. Τους κυνήγησα ανελέητα από την αμέσως επόμενη ημέρα. Πήρα όση εκδίκηση μπορούσα να πάρω, αλλά… αλλά δεν ήταν αρκετή. Θα μπορούσα να συνεχίσω να γεύομαι τον θάνατό τους μέχρι το τέλος του κόσμου, και πάλι δεν θα μου έφτανε. Ωστόσο δεν είχε αξία πια. Τίποτε δεν είχε αξία. Έφυγα από το Βουκουρέστι, όπου είχαν συμβεί όλα αυτά, και περιπλανήθηκα στον κόσμο. Πού και πού πήγαινα κοντά στους δικούς της, μόνο και μόνο για να νιώθω κοντά μου την παρουσία τους, για να νιώθω το κύλισμα του αίματός της κάπου δίπλα μου. Κάποτε αναγκάστηκαν να έρθουν εδώ, στην Πράγα. Κάποιοι έμειναν για πολύ, κάποιοι έφυγαν μετά από μερικά χρόνια. Ξέχασαν όσα είχαν γίνει, μολονότι έτσι κι αλλιώς ήξεραν λίγα». Σταμάτησε και ξεροκατάπιε πριν συνεχίσει την αφήγησή του. «Έπειτα, τον προηγούμενο αιώνα έγινε ό,τι έγινε με τον πόλεμο, και η οικογένεια διαλύθηκε. Περίμενα κρυμμένος στις σκιές για ένα νεύμα της μοίρας, για οτιδήποτε. Και έψαχνα. Άνθρωποι που μπορούσα να τους εμπιστευτώ κίνησαν γη και ουρανό στην Αμερική, και όπου αλλού πίστευα ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν δικοί της άνθρωποι. Συγγενείς. Συγγενείς εξ αίματος. Λίγο-λίγο, μου έγινε εμμονή. Και ανάγκη. Την έβλεπα κάθε μέρα στον ύπνο μου. Κάθε μέρα. Η εικόνα της προβαλλόταν πίσω από τα κλεισμένα μου μάτια και με τρέλαινε. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Καιγόμουν, φλεγόμουν από το πρόσωπό της. Και έτσι άρχισα να το ζωγραφίζω στο χαρτί. Ίσως για να το ξορκίσω, ίσως για να το ξεριζώσω από τους εφιάλτες μου. Κάποιος μού είπε πως, αν κατόρθωνα να αποτυπώσω τη μορφή της σε έναν συγκεκριμένο καμβά, θα απαλλασσόμουν από τους εφιάλτες».
«Ο πίνακας στο τζάκι», είπα διακόπτοντάς τον, με μια ξαφνική έκλαμψη.
«Ναι».
«Ο γκρίζος πίνακας…»
Αναστέναξε.
«Ναι. Ο γκρίζος πίνακας».
Στο γείσο του τζακιού δέσποζε, κρεμασμένος από πάνω του, στην καμινάδα, ένας μεγάλος πίνακας, ένας πίνακας με βαριά κορνίζα που όμως δεν απεικόνιζε κάτι — δεν ήταν παρά ένα θολό τοπίο γκρίζου, μια νεφελώδης επιφάνεια μέσα από την οποία αχνοφαινόταν η αγωνιώδης προσπάθεια κάποιας φασματικής μορφής να αναδυθεί.
«Χαίρομαι που το παρατήρησες», είπε κοιτώντας με κατάματα, με το βλέμμα του να λάμπει σκοτεινά. «Και χαίρομαι που το θυμάσαι».
Το θυμόμουν, ναι. Φυσικά και το θυμόμουν. Ήταν ένας πίνακας που δεν είχε τελειώσει ποτέ, ένας πίνακας που περίμενε, υπομονετικά, να γεννηθεί. Αρκεί να βρισκόταν το κατάλληλο μοντέλο.
«Και μετά;» ρώτησα με ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά μου. «Πες μου κι άλλα, Ραούλ. Πες μου, σε παρακαλώ…»
«Τα υπόλοιπα μπορείς να τα υποθέσεις πια από μόνη σου. Βρήκα έναν ή δύο απογόνους της. Γυναίκες. Προσπάθησα να τις βάλω να μου ποζάρουν. Δεν είναι πάντα εύκολο, ξέρεις. Δεν είναι όλες σαν εσένα».
«Γιατί εγώ;» ρώτησα.
«Γιατί ίσως εσύ να είσαι η μία».
«Η… η μία;»
«Ναι, Μίνα. Κι αυτό το φοβάμαι και το τρέμω».
«Μα γιατί; Αν είμαι πράγματι αυτή που λες, τότε η αναζήτησή σου θα τελειώσει. Η ψυχή σου θα ηρεμήσει. Θα έχεις απαλλαγεί από αυτό το βάρος που κουβαλάς τόσο καιρό. Και θα μπορέσεις να προχωρήσεις στη ζωή σου».
Με κοίταξε με τα μελαγχολικά του μάτια.
«Ίσως», είπε. «Όμως… εσύ;»
«Τι εγώ;»
«Αν είσαι πράγματι εσύ, Μίνα, αυτή που ψάχνω, δεν θα μου χρησιμεύσεις μόνο για να ολοκληρώσω εκείνο τον πίνακα και για να απαλλαγώ από αυτό το βάρος των αναμνήσεων που λες. Δεν θα μου φτάσει, βέβαια, αυτό. Θα θέλω και να είμαι μαζί σου. Δεν το καταλαβαίνεις;»
«Φυσικά και το καταλαβαίνω! Και είναι…» —ένιωσα τον λαιμό μου να ξεραίνεται και να κλείνει— «…είναι κάτι που το θέλω κι εγώ», συμπλήρωσα με δυσκολία.
Ο Ραούλ αναστέναξε και κοίταξε αλλού.
«Τίποτε δεν είναι εύκολο, ξέρεις. Όταν ζεις τη δική μου ζωή, ξέρεις πως όλα είναι θάνατος. Και πως ο θάνατος διαρκεί για πάντα. Ακόμη και όταν η φύση σου τον χλευάζει. Δεν μπορείς να ξεγελάσεις τον θάνατο, όπως δεν μπορείς να ξεγελάς επί πολύ και τον εαυτό σου. Είστε μαζί σ’ αυτό το παιχνίδι. Είστε πιασμένοι χέρι-χέρι».
«Δεν… δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να μου πεις».
«Θέλω να σου πω, Μίνα, ότι… ότι, αν είσαι εσύ η γυναίκα που ψάχνω, θα πρέπει να σε σκοτώσω».