Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 25ο
Σχεσεις

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 25ο

Μυθιστόρημα - 25ο Μέρος (25/02/24)

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 47

Η μία από τις δύο λάμπες πετρελαίου που είχε ανάψει ο Ρεν έσβησε ξαφνικά, φτύνοντας ένα σύννεφο μαύρου καπνού που για λίγο περιπλανήθηκε στον χώρο. Η άλλη, σαν να κατάλαβε πως είχε απομείνει χωρίς βοήθεια, δυνάμωσε τη λάμψη της — σημάδι πως δεν ήταν γεμάτη, και πως γρήγορα το δωμάτιο, η Φωλιά, θα βυθιζόταν στο σκοτάδι.

«Δεν είμαι αυτό που είμαι και από τους δυο μου γονείς», μου είπε ο Ραούλ. «Η μητέρα μου δεν ήταν. Μόνο ο πατέρας μου, στον οποίο βέβαια χρωστώ και το όνομά μου. Αυτό θα μπορούσε να μη σημαίνει τίποτε… αλλά σημαίνει τα πάντα για μένα». Κοίταξε το πυρακτωμένο γυαλί της λάμπας με στενεμένα τα λυκίσια του μάτια. «Σαν ημίαιμος, δεν μπορώ να κοιμηθώ με μια γυναίκα χωρίς να την…» Σταμάτησε. Δεν μπορούσε να συνεχίσει, ήταν φανερό.

«Πες μου», εκλιπάρησα. Αν και μέσα μου ήξερα. Δεν ήξερα πώς, αλλά ήξερα.

Ο Ραούλ γύρισε και με κοίταξε, και τα μάτια του ήταν δυο μαχαιριές στον πάγο.

«Χωρίς να την πιω», είπε.

Εκείνες οι δυο μαχαιριές έσκισαν την καρδιά μου σε κομμάτια.

«Χωρίς…» επανέλαβα, με άλλον έναν ασταμάτητο, επίμονο βόμβο να κυριεύει τ’ αυτιά μου. «Χωρίς να την πιεις;»

«Ναι, Μίνα. Αντιλαμβάνεσαι τι μπορεί να σημαίνει αυτό;»

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Όχι, δεν καταλάβαινα. Ή, δεν ήθελα να καταλάβω.

«Σημαίνει ότι είμαι καταδικασμένος να μην έρχομαι κοντά με καμία γυναίκα. Σχεδόν ποτέ. Όλα αυτά τα ατέλειωτα χρόνια. Εκτός…» Ξεφύσησε αργά, σαν να ήθελε να γεμίσει τον χώρο με την ανάσα του. «Εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες που απλώς δεν μπορώ να κάνω πίσω. Εκτός από όταν δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο. Μετά από… από καιρό, μετά από κάποια χρόνια κάθε φορά, μία στο τόσο… υποκύπτω. Και τότε…»

Σκέπασε το πρόσωπό του με το χέρι και έσκυψε. Ήθελα τόσο πολύ να σκύψω και να τον αγκαλιάσω, που πονούσα.

«Και τότε τις σκοτώνω, Μίνα», είπα. «Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Θα ευχόμουν να μην το έκανα, αλλά… Αλλά είμαι έτσι φτιαγμένος. Αυτή είναι η ζωή μου. Αυτή είναι η κατάρα μου. Κι αυτό είναι που κάνω στον κόσμο. Αυτό είναι το μοναδικό μου αποτύπωμα στη γη».

Δεν μίλησα. Δεν μπορούσα να πω τίποτε, ήμουν διαλυμένη. Και τον αγαπούσα.

«Σκοτώνω και άλλες φορές, βέβαια», συνέχισε. «Και πάντα για να τραφώ με τον παραδοσιακό τρόπο. Πάντα φροντίζοντας οι στόχοι μου να είναι σωστά επιλεγμένοι, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ, και βέβαια όχι συχνά, γιατί θα ήταν επικίνδυνο — για εμένα. Αλλά πάλι, όχι και τόσο σπάνια όσο ίσως θα έπρεπε, δεδομένου ότι τις τελευταίες πολλές δεκαετίες μπορώ και εξασφαλίζω την τροφή μου διαφορετικά. Χωρίς να χρειαστεί να…» Το βλέμμα του έψαξε το δικό μου. «Καταλαβαίνεις».

«Ναι», είπα. «Με… με φιάλες αίματος;»

Κατένευσε.

«Είσαι έξυπνη. Ναι. Με κάποιους καλά επιλεγμένους στόχους, ανθρώπους που δεν θα τους αναζητήσει κανείς γιατί κανείς δεν θέλει να τους αναζητήσει, και, ναι, με φιάλες αίματος. Μπορώ να έχω όσες θέλω. Η περιουσία μου δεν είναι μικρή».

«Το καταλαβαίνω… Αλλά πρέπει να σε βοηθάει ο Ρεν σ’ αυτό, σωστά;»

«Ο Ρεν κάνει πολλά, πράγματι. Όπως και η Πολέτ. Ανάμεσα στους συμμάχους που αξιώθηκα να έχω κοντά μου όλα αυτά τα χρόνια, η Πολέτ και ο Ρεν συγκαταλέγονται στους καλύτερους. Ναι, χειρίζονται την περιουσία μου, πράγμα που είναι πολύ σημαντικό, αλλά κυρίως φροντίζουν να έχω όλα όσα χρειάζομαι, όποτε τα χρειάζομαι. Ακόμη και όταν αυτό που χρειάζομαι είναι ανθρώπινη σάρκα, ανθρώπινη καρδιά, ζωντανή καρδιά… ακόμη και τότε, είναι ικανοί να μου την εξασφαλίσουν.Κυρίως όμως: είναι πρόθυμοι».

«Σου φέρνουν κορίτσια. Για σεξ και… και γι’ αυτό που τους κάνεις μετά. Έτσι δεν είναι; Αυτό δεν εννοείς;»

«Ναι, Μίνα. Μου φέρνουν τέτοια κορίτσια. Όχι συχνά, αλλά ναι. Μου φέρνουν. Είμαι τέρας. Σου το είπα».

«Όχι, Ραούλ. Είσαι αυτό που είσαι. Δεν το επέλεξες εσύ».

«Κανείς δεν θα επέλεγε κάτι τέτοιο εάν δεν ήξερε τι είναι και τι μπορεί να σε κάνει. Αυτό το τέρας που αναγκάζεσαι να γίνεις. Ο δολοφόνος». Πέρασε το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. «Κανένας, ποτέ».

«Κάνεις λάθος. Εγώ το επιλέγω».

«Ω! Δεν ξέρεις τι λες. Δεν ξέρεις τι είναι, Μίνα. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει να μην έχεις ούτε μία νύχτα ησυχία. Να πρέπει να κρύβεσαι, να είσαι πάντα μόνος, να κοιμάσαι τη μέρα και να στριφογυρίζεις τα βράδια, να αλλάζεις σπίτια και πόλεις και χώρες, να μην μπορείς να απολαύσεις τη χαρά της συντροφιάς, του ζευγαρώματος, της αληθινής ζωής».

Κούνησα το κεφάλι μου.

«Πίστεψέ με», είπα βλέποντάς τον να με κοιτά με ένα βλέμμα πυρετικό, επικίνδυνο. «Πίστεψέ με ότι τα ξέρω πολύ καλά όλα αυτά. Μπορεί να τα ξέρω ακόμη καλύτερα και από ένα βαμπίρ…» Του χαμογέλασα, σαρκαστικά. «Ω, ναι, Ραούλ. Ναι, Ραούλ Τσαντ. Είμαι κι εγώ πολύ σαν κι εσένα. Και δεν είμαι η μόνη. Είμαστε πολλοί. Και σου μοιάζουμε. Όλοι εμείς οι πολλοί. Κι αν δεν έχεις κανέναν λόγο να νοιάζεσαι για τους υπόλοιπους, νοιάσου τουλάχιστον για μένα. Κάνε με, σε παρακαλώ. Μην το σκέφτεσαι, και κάνε με».

Ο Ραούλ σηκώθηκε και πήγε στον τοίχο από όπου κρεμόταν εκείνη η λάμπα πετρελαίου. Έμεινε εκεί, με την πλάτη γυρισμένη στο μέρος μου. Δεν μπορούσα να ξέρω την έκφρασή του, το ύφος του, το σκοτείνιασμα της ματιάς του. Αλλά ήθελα σαν τρελή να πάω κι εγώ ώς εκεί για να τον σφίξω στην αγκαλιά μου και να νιώσω στο στήθος μου την πλάτη του που τώρα τεντωνόταν κάτω από τα ρούχα του.

Ήξερα πως δεν θα είχα το κουράγιο να το κάνω· μα, και πάλι, δεν θα προλάβαινα ακόμη και αν το επιχειρούσα. Γιατί ο Ραούλ Τσαντ στράφηκε ξανά προς το μέρος μου, γέρνοντας ελαφρά στο πλάι τον λαιμό του, σαν αρπακτικό πουλί που ζυγίζεται πάνω από το θήραμά του.

«Άκου», μου είπε, και η φωνή του ακουγόταν βραχνή, και σχεδόν πένθιμη. «Δεν πρέπει να μου έχεις εμπιστοσύνη. Όσοι το έκαναν, το πλήρωσαν με τη ζωή τους. Και με ένα σωρό άλλους τρόπους, πολύ χειρότερους από αυτόν». Ξεφύσησε. Μια κόκκινη σπίθα άναψε για λίγο μέσα στα μάτια του. «Ίσως εσύ να είσαι στ’ αλήθεια αυτή που έψαχνα. Μοιάζεις. Της μοιάζεις τρομερά. Σε παρακολουθούμε καιρό τώρα, σε έχω δει, ξέρω καλά το πρόσωπό σου».

«Τι;…» έκανα μόνο, και η φωνή μου πνίγηκε στο λαρύγγι μου.

«Ναι, Μίνα. Έχω ψάξει όλους τους πιθανούς απογόνους όλων των ανθρώπων που έφυγαν από εδώ και από το Βουκουρέστι τους τελευταίους αιώνες. Όλους, έναν προς έναν. Έπρεπε να μάθω, και έπρεπε να τη βρω. Αν υπήρχε. Λοιπόν, νά που ίσως υπάρχει. Η ομοιότητα από μόνη της δεν λέει τίποτε φυσικά, ίσα-ίσα που μπορεί να είναι ακόμη και απατηλή, αλλά ωστόσο δείχνει κάτι, σωστά; Δείχνει κάτι».

Ξαφνικά, φάνηκε σαν να αναβόσβηνε κι αυτός όπως τρεμόπαιζε δίπλα του η λάμπα πετρελαίου που είχε απομείνει αναμμένη. Σαν να ήταν ολόγραμμα που μια χανόταν και μια εμφανιζόταν ξανά. Κι εγώ… εγώ δεν ήξερα τι να πω και πώς να αισθανθώ.

«Δείχνει κάτι…» επανέλαβε. «Γι’ αυτό φρόντισα να έρθεις εδώ. Αλλά αργά-αργά, και χωρίς να το καταλάβεις. Με διαφημίσεις της Πράγας που υποτίθεται πως τύχαινε να βγαίνουν στα σάιτ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που επισκεπτόσουν. Με ένα παλιό βιβλιαράκι για τον Πύργο του Καρόλου που έβαλα να αφήσουν κρυφά στη βιβλιοθήκη σου. Με μια κουβέντα που άκουσες δήθεν τυχαία σε ένα καφέ. Ήσουν από εδώ έτσι κι αλλιώς, από αυτήν ακριβώς την πόλη, και η ιδέα δεν μπορούσε παρά να γεννηθεί μέσα σου κάποια στιγμή. Είχα χρόνο. Έχω χρόνο. Έχω όλο τον χρόνο του κόσμου. Δεν βιαζόμουν. Και ήξερα επίσης πολύ καλά ότι δεν έπρεπε να έρθεις εδώ με τη βία — ήταν αδύνατον να σε απαγάγω, γιατί έτσι θα χαλούσαν τα πάντα. Έπρεπε να είσαι αθώα, αμέτοχη, απονήρευτη. Γι’ αυτό και ο Ρεν σού φερόταν όπως σού φερόταν, γι’ αυτό και η Πολέτ έστησε όλη αυτή τη φάρσα με τον “πελάτη” που υποτίθεται πως ήμουν. Έπρεπε να σε δω σαν κάτι αγνό, εδώ, στα μέρη μου, στο σπίτι μου, στο ατελιέ μου. Και να σε πλησιάσω τη στιγμή που δεν θα ήξερες τίποτε, που δεν θα σκεφτόσουν πως συνέβαινε κάτι περίεργο, και μάλιστα κάτι στο οποίο έπαιζες κεντρικό ρόλο εσύ η ίδια».

Σταμάτησε. Με κοίταξε. Τον κοίταξα κι εγώ. Δάκρυσα.

Γύρισε από την άλλη.

«Οπότε, ναι, μπορεί να είσαι εσύ. Μπορεί η μορφή σου σε εκείνον τον πίνακα να με απαλλάξει από τους εφιάλτες του ύπνου μου έτσι και κατορθώσω να την αποτυπώσω πάνω στον καμβά. Όμως τότε δεν θα μπορώ να σε αφήσω πια να φύγεις, Μίνα. Και…»

«Δεν θέλωνα φύγω!» τον διέκοψα. «Πόσες φορές θα σ’ το πω πια; Γιατί δεν μ’ ακούς; Δεν θέλω, και δεν θα φύγω».

Ο Ραούλ συνέχισε με δυσκολία, αλλά σαν να μη με είχε ακούσει:

«Και δεν θα μπορώ να το κάνω. Δεν θα μπορώ να σε αφήσω, θα μου είναι αδύνατον. Μα κάθε επαφή μου μαζί σου θα σημαίνει ότι… ότι δεν θα είσαι πια εδώ. Ότι θα έχεις χαθεί. Κι αυτό δεν μπορώ να το επιτρέψω στον εαυτό μου. Ακόμη κι εγώ… το τέρας».

«Δεν χρειάζεται να επιτρέψεις τίποτε. Το επιτρέπω εγώ. Το θέλω εγώ — το απαιτώ».

«Δεν καταλαβαίνεις. Θα πεθάνεις. Και θα μείνω εγώ εδώ πίσω, με το άψυχο πορτρέτο σου. Αυτή την παγίδα της καταραμένης μου ζωής».

Το κεφάλι μου είχε πυρετό, αν και το σώμα μου πάγωνε. Αλλά μπορούσα ακόμη να σκεφτώ. Όχι καλά, όχι καθαρά· μα θα τα κατάφερνα. Θα έσφιγγα τα δόντια.

«Έκανες όλα αυτά που έκανες, με έπεισες να ’ρθω στην Πράγα με όλους αυτούς τους έμμεσους τρόπους, με όλη αυτή την πλεκτάνη που μου έστησες, για να κάνεις τώρα πίσω;» Σηκώθηκα όρθια και τέντωσα το σώμα μου. «Γιατί, Ραούλ Τσαντ; Απάντησέ μου μόνο σ’ αυτό, σε παρακαλώ».

«Γιατί τώρα σε είδα, Μίνα. Σε γνώρισα. Σε έμαθα. Και δεν μπορώ πια να… να μην ξέρω πως είσαι κάπου εδώ. Κάπου… ζωντανή».

Δεν κατάφερα να μην κρύψω τον λυγμό μου, που ακολουθήθηκε από ένα νέο ποτάμι δακρύων.

«Πότε;» είπα. «Εσύ πότε… πότε πρόλαβες και…»

«Δεν χρειαζόμουν πολύ καιρό», είπε, με το πρόσωπό του να απέχει, ξάφνου, ελάχιστα μόνο χιλιοστά από το δικό μου. Ήταν αδύνατον να συμβαίνει αυτό γιατί πριν από μία στιγμή βρισκόταν ακόμη στον τοίχο απέναντί μου· αλλά νά που συνέβαινε. «Μου έφτασε αυτή η νύχτα», συνέχισε βραχνά. «Έχω ζήσει πολλά χρόνια, και έχω δει πολλά. Ξέρω να ξεχωρίζω. Ξέρω να βλέπω. Είσαι εσύ, Μίνα. Και είσαι… αυτή».

Έπεσα στην αγκαλιά του και τον έσφιξα με όλη μου τη δύναμη.

«Δεν μπορεί», είπα. «Κάποιος τρόπος θα υπάρχει. Κάποιος. Σκέψου, σε παρακαλώ. Σκέψου, γιατί σε θέλω κι εγώ. Από την πρώτη στιγμή».

Αποτραβήχτηκε ανάλαφρα προς τα πίσω, μόνο και μόνο για να μπορέσει να με κοιτάξει στα μάτια. Το στόμα του είχε φουσκώσει, και έμοιαζε να τρέμει, λες και κάτι τρομερό συνέβαινε εκεί μέσα, στα φατνία των δοντιών του. Ή απλώς… ή απλώς από λαχτάρα. Όπως από λαχτάρα έτρεμε και το δικό μου στόμα. Και όλο μου το σώμα μαζί. Τον ήθελα, ναι. Και με ήθελε κι εκείνος — αποδεδειγμένα. Μα δεν μπορούσα να τον έχω. Όχι αν δεν με σκότωνε αμέσως μετά. Όχι αν δεν με έπινε.

Όχι αν δεν τρυπούσε με εκείνα τα κάτασπρα δόντια τον λαιμό μου στραγγίζοντάς με από το αίμα μου.

«Κάν’ το», του είπα τότε, ενώ όλο μου το σώμα ήταν αναστατωμένο και άρχισε από τη μια στιγμή στην άλλη να καίει, σαν να χύθηκε κάτι καυτό επάνω μου, από μέσα προς τα έξω. «Κάν’ το, Ραούλ. Κάν’ το τώρα».

Έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου και με κράτησε με δύναμη, αλλά και προστατευτικά μαζί, λίγο μακριά του. Και με κοίταξε με εκείνα τα αγαπημένα του ξένα μάτια, εκείνα τα μάτια αγριμιού, σαν να με έκαιγε με μία δοξαστική πυρά που με εξάγνιζε και με γλύκαινε με τη λάβρα της. Ήθελα να πεθάνω εκείνην ακριβώς τη στιγμή, και να μείνω έτσι, στην αιωνιότητα —κι ας κρατούσε εκείνη η αιωνιότητα μόνο μια στιγμή—, με την ανάμνησή του.

«Μίνα», είπε μετά ανασηκώνοντας το πάνω του χείλι.

Το στήθος μου φούντωσε από έρωτα καθώς κάτι λευκό και αστραφτερό φάνηκε εκεί μέσα, κάτι που ήθελα πολύ, και κάτι που με ήθελε κι εκείνο πολύ.

«Μίνα», ξανάπε ο Ραούλ Τσαντ συνεχίζοντας να σφίγγει τους ώμους μου. «Η αγάπη σου είναι μεγάλη. Η αγάπη σου είναι αγνή και όμορφη. Είναι αυτή που πρόσμενα μια ζωή τώρα — πολύ παραπάνω από μια ζωή. Αυτή που ονειρεύτηκα χιλιάδες και χιλιάδες μέρες, κοιμισμένος στην κρύπτη μου, μέσα σε σκοτεινά, υγρά φέρετρα και σε υπόγεια που δεν μπορούσε να τα ξετρυπώσει το φως του ήλιου. Αυτή που ζούσε μέσα στα όνειρά μου και τα στοίχειωνε με τη σκοτεινή της λάμψη. Πίστεψα σε σένα, αν και δεν πίστεψα πως θα ήμουν ποτέ αρκετά τυχερός για να σε ανακαλύψω κάποτε. Όμως, νά που είσαι εδώ. Είσαι εδώ, μαζί μου, δίπλα μου, στο πλάι μου, λίγα εκατοστά από τα χείλη μου, και…» —κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα φάνηκε να τον διαπερνά, που μεταδόθηκε και σε εμένα μέσω του αέρα της κρύπτης— «…και με αγαπάς. Με αγαπάς. Και με θέλεις. Είσαι… είσαι πράγματι εσύ. Η παλιά, αθάνατη αγαπημένη μου».

Ήμουν έτοιμη να καταρρεύσω στα χέρια του, ολότελα παραδομένη πια, θέλοντας να μπω όλη μέσα του, θέλοντας να με πιει και να με φάει ολόκληρη, για να ζω έκτοτε μέσα στις δικές του φλέβες. Ήθελα να…

«Υπάρχει ένας τρόπος, υπάρχει μία περίπτωση», συνέχισε εκείνος βγάζοντάς με από την παραζάλη μου, «μία και μόνη, Μίνα, να μείνεις εδώ αν… αν μου δοθείς. Μία», ξανάπε, και η θερμοκρασία στη Φωλιά έπεσε ακόμη περισσότερο.

Μα τώρα πια δεν κρύωνα. Τώρα πια φλεγόμουν απ’ άκρη σ’ άκρη. Έκαιγα. Ήμουν μια φωτιά.

«Τι… τι εννοείς;…» κατάφερα να ψελλίσω.

«Μία μόνο, Μίνα Χάρπερ. Μα μπορούμε να το μάθουμε μόνο δοκιμάζοντάς το. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι από πριν. Και αυτό είναι… θανάσιμο».

«Τι εννοείς, πες μου!»

Πήρε τα χέρια του από τους ώμους μου, και έπιασε τα δάχτυλά μου. Σφιχτά. Σχεδόν με πονούσε. Έσκυψε από πάνω μου, και ένιωσα να σκύβει καταπάνω μου η νύχτα μαζί με όλα της τα θαύματα.

«Υπάρχει μία περίπτωση να γλιτώσεις από αυτό που θα σου κάνω… μετά. Μία και μόνη. Αν έχεις μέσα σου έστω και μία σταγόνα από κάποια πολύ συγκεκριμένη γραμμή αίματος… από κάποια πολύ συγκεκριμένη οικογένεια. Αν βαστάς από την αρχική γενιά. Τότε και μόνο τότε μπορεί πράγματι να γλιτώσεις. Έτσι λένε οι θρύλοι. Έτσι έχω μάθει από παιδί. Έτσι συνέβαινε… παλιά. Όμως, Μίνα, άκου με και…»

«Δεν με νοιάζει!» φώναξα διακόπτοντάς τον. «Δεν με νοιάζει να γλιτώσω! Θέλω μόνο εσένα. Θέλω να το κάνουμε και θέλω να…»

«Πάψε! Νοιάζει εμένα. Νοιάζει τη ζωή. Νοιάζει όλη την πλάση και τα θαύματά της». Τα μάτια του σκοτείνιασαν κάτασπρα. «Και τα τέρατά της…» συμπλήρωσε.

«Σε αγαπώ», ομολόγησα. «Σε αγαπώ, Ραούλ».

«Κι εγώ σε αγαπώ, αγάπη μου», είπε, και τα γόνατά μου λύθηκαν. «Και πάντα θα σε αγαπώ. Με τον μόνο τρόπο που ξέρω». Έσκυψε ακόμη περισσότερο. «Μα είναι ένας τρόπος επικίνδυνος. Η αγάπη μου φέρνει θάνατο. Φέρνει λησμονιά. Φέρνει πόνο και δάκρυα. Είμαι ένα τέρας, Μίνα».

«Είσαι τα πάντα για μένα, Ραούλ».

«Ραούλ», επανέλαβε. «Ραούλ…»

Τα δάχτυλά του ξέσφιξαν, και για πρώτη φορά εδώ και αρκετά λεπτά έπρεπε να κρατιέμαι μόνο με τη δική μου δύναμη. Δεν μου άρεσε πολύ. Ήθελα και αυτόν. Ήθελα να είμαι… μαζί του. Κι ας ήξερα πως δεν ήταν σωστό. Ήθελα να…

«Το όνομά μου», είπε, γυρνώντας ελαφρά προς το πλάι.

Το βλέμμα μου αρπάχτηκε από το ωραίο του προφίλ, όπως ο θαλασσοπνιγμένος αρπάζει το σχοινί που του πετάνε. Και είδα τα υπέροχα μαλλιά του να μακραίνουν και να σγουραίνουν στους ώμους, τη γερακίσια μύτη του να καμπυλώνει, το μουστάκι του να μεγαλώνει και να πέφτει αρμονικά στις δύο πλευρές, το τριγωνικό, αριστοκρατικό του γενάκι να σκεπάζει το πιγούνι του με μια παράταιρη παιδικότητα όλο θράσος, τα φρύδια του να πυκνώνουν και να μεστώνουν, τις ρυτίδες στο μέτωπό του να γεμίζουν γνώση, σοφία και εμπειρίες. Μια μπέρτα τον σκέπαζε ολόκληρο τώρα πια, υφασμένη από το πιο πολύτιμο μαλλί, με νότες μεταξιού να σπιθίζουν στην πλέξη, σαν αστέρια σε δαρμένο από την καταιγίδα ουρανό. Ήταν όλος τυλιγμένος στην αντάρα και στον πόλεμο. Ήταν όλος δύναμη, και πάθος, και νύχτα. Έγειρε τον λαιμό του στο πλάι, έτσι όπως εξακολουθούσε να είναι γυρισμένος προφίλ, και πρόφερε τέσσερις λέξεις — τέσσερις μόνο:

«Acesta e numele meu».

«Τι;…»

Δεν καταλάβαινα. Όμως… όμως, από την άλλη, πράγματι μπορούσα να καταλάβω. Acestaenumelemeu.Ήτανρουμάνικα. Acestae… Αυτό είναι. Numele meu. Το όνομά μου. Ναι, καταλάβαινα. Acesta e numele meu.

Αυτό είναι το όνομά μου.

Έτσι με λένε.

Με λένε Ραούλ. ΡαούλΤσαντ.

Raul Cad. Raul…

Ένας… ένας αναγραμματισμός. Ένα παιχνίδι με τα γράμματα και την ιστορία.Ένας απλός, ξεκάθαρος αναγραμματισμός.

RaulCad.

Dracula.

Ω Θεέ μου.

Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Μέρος 25ο

Μαίρη Νόρντικ - Καυτή ανάσα: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί τον Φεβρουάριο

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice