Μυθιστόρημα - 19ο Μέρος (19/02/24)
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 48
Η φαντασμαγορική ψευδαίσθηση της μεταμφίεσής του εκείνης της μεταμόρφωσης που έμοιαζε με ταξίδι στον χρόνο, χάθηκε μέσα σε λίγες στιγμές, σαν πλοίο που μπαίνει σε έναν τόπο ομίχλης. Ξανά, η μορφή του Ραούλ —η αγαπημένη μορφή— στάθηκε εκεί, δίπλα μου, να κρατά το χέρι της καρδιάς μου και να με παρηγορεί. Τώρα πια το ήξερα: ήταν ο άνθρωπός μου… κι ας μην ήταν ακριβώς άνθρωπος.
«Σ’ ευχαριστώ», μου είπε, αν και δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε.
«Εγώ σ’ ευχαριστώ…» απάντησα με μια φωνή που γεννήθηκε και πέθανε πάνω στα χείλη μου.
Δεν είχα δύναμη για να μιλήσω· όλη μου η ρώμη διοχετευόταν στα αισθήματά μου απέναντί του. Στο βάσανο της αβύσσου που μας χώριζε. Όμως… όμως μου είχε δώσει μια ελπίδα, έτσι δεν ήταν; Μια ελπίδα ζωής πέρα από τη ζωή. Μια ελπίδα ανάστασης… μέσα από τον έρωτα και τον θάνατο.
Αν έχεις μέσα σου έστω και μία σταγόνα από κάποια πολύ συγκεκριμένη γραμμή αίματος… από κάποια πολύ συγκεκριμένη οικογένεια. Αν βαστάς από την αρχική γενιά. Τότε και μόνο τότε μπορεί πράγματι να γλιτώσεις.
«Ραούλ», είπα, και η καρδιά μου κλότσησε μέσα στο στήθος μου για να τρέξει προς το μέρος του και να τον φιλήσει στα χείλια. «Δεν ξέρω αν έχω αυτή τη σταγόνα που λες».
Αλλά ξέρω πως είμαι πρόθυμη να την ψάξω μαζί σου στις φλέβες μου, σκαλίζοντάς τες όλες, μία προς μία, ήθελα να του πω, μα δεν του το είπα. Δεν χρειάζονταν μεγάλα λόγια μεταξύ μας. Όχι πια. Το μόνο που χρειαζόμασταν ήμασταν εμείς οι δυο. Κι εμείς οι δυο ήμασταν εκεί, ο ένας δίπλα στον άλλον, ο ένας πλασμένος για τον άλλον. Δεν του είπα τίποτε όμως. Έμεινα απλώς να τον κοιτώ με τα δακρυσμένα μου μάτια, περιμένοντας από αυτόν ένα νεύμα, μία απόκριση, κάτι. Κι εκείνο το νεύμα ήρθε, και ήταν ένα λιώσιμο μέσα στα δικά του μάτια, ένα καθρέφτισμα από το φως της λάμπας στις ίριδές του — εκείνες που έμοιαζαν τόσο με του λύκου, του ατρόμητου αγριμιού πίσω από τις λόχμες. Το ήξερα πια πως είχε συμφωνήσει να παίξουμε εκείνο το επικίνδυνο παιχνίδι — το ήξερα τόσο καλά, όσο καλά ήξερα και το όνομά μου. Κι αυτό ήταν το σπουδαιότερο δώρο που μπορούσα να πάρω, το σπουδαιότερο δώρο που μπορούσε να πάρει μία οποιαδήποτε γυναίκα από έναν άντρα σαν τον Ραούλ Τσαντ.
Άπλωσε σταθερά το χέρι του σε μια πρόσκληση και, βλέποντας την απόκριση στα μάτια μου, έπιασε το δικό μου από τα δάχτυλα, απαλά και δυνατά μαζί, όπως το συνήθιζε. Στράφηκε, και κινήθηκε απαλά προς τη μία από τις άλλες δύο πόρτες της Φωλιάς. Ήξερα βέβαια πως ο Ρεν και η Πολίν είχαν επιλέξει διακριτικά την άλλη, για να μας αφήσουν μόνους. Δεν είχα ιδέα τι υπήρχε στο δωμάτιο όπου με οδηγούσε, μα από την άλλη ένα μέρος του μυαλού μου το καταλάβαινε, και το περίμενε με χαρά: με αγαλλίαση.
Άνοιξε την πόρτα, με πέρασε μέσα, μπήκε κι αυτός, και την έκλεισε πάλι πίσω του.
* * *
Ήταν ένα μικρό δωμάτιο, όχι περισσότερο από τρία επί τρία μέτρα. Με χωμάτινα τοιχώματα και πάτωμα στρωμένο με πέτρες, έμοιαζε περισσότερο με σπηλιά, με ένα φυσικό κοίλωμα του εδάφους, παρά με κάτι φτιαγμένο από ανθρώπινο χέρι. Κρεμασμένη από έναν λυχνοστάτη, μια λάμπα έκαιγε στέλνοντας ολόγυρα ένα κυματιστό φως. Δώρο του Ρεν, το δίχως άλλο. Στη μια μεριά, υπήρχε ένα μονό παλιό κρεβάτι, που έμοιαζε περισσότερο με ανάκλιντρο, μισοσκεπασμένο με ένα σεντόνι. Στην άλλη, είδα ένα καβαλέτο με ένα βαλιτσάκι ζωγραφικής στηριγμένο στα πόδια του. Και τίποτε άλλο. Μα και τι περισσότερο μπορούσαμε να περιμένουμε ποτέ μας; Με τι άλλο μπορεί να αισθανθεί πλήρης ένας άνθρωπος, αν όχι με αυτούς τους θησαυρούς της μοίρας;
Το κορμί μου ανατρίχιασε. Αν και όχι από το κρύο. Δεν κρύωνα πια. Η καρδιά μου με ζέσταινε τόσο που αισθανόμουν τυλιγμένη από την κορφή μέχρι τα νύχια από βαριές μπέρτες και πολύτιμες εσάρπες. Με δυο γρήγορες κινήσεις, πέταξα από πάνω μου το κοντό μου φόρεμα και έμεινα έτσι γυμνή δίπλα του, κάνοντάς τον να πάρει μια κοφτή, βαθιά ανάσα μόλις με κοίταξε ντυμένη μόνο από σκιές. Πριν πάω στο ανάκλιντρο για να ξαπλώσω πάνω στο σεντόνι, πρόλαβα να δω τη λαίμαργη γλώσσα του που έγλειψε βιαστικά τα καυτά του χείλη. Ξάπλωσα στηριγμένη στην πλάτη του κρεβατιού, με το κεφάλι γερμένο απαλά στα δεξιά μου, τα πόδια μου διπλωμένα σε όλο τους το μήκος, και με τα χέρια να καλύπτουν το ένα μου στήθος. Δεν χρειαζόμουν καθοδήγηση πια, ή οδηγίες — ήξερα· με μια γνώση βαθιά, μια γνώση πολύ προσωπική, σχεδόν γραμμένη στα κύτταρά μου, ήξερα τα πάντα.
Ο Ραούλ σήκωσε την παλέτα που υπήρχε στο πάτωμα χωρίς να μιλάει και ανακάτωσε τα χρώματα που έβγαλε από το βαλιτσάκι. Τον κοίταξα στα μάτια, ξέροντας πως τα δικά του δεν χρειάζονταν καν εκείνον τον χαμηλό φωτισμό που του προσέφερε η λάμπα πετρελαίου. Μπορούσε να δει μέσα στο σκοτάδι, και μάλιστα με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες και ενάργεια, πολύ πιο βαθιά και διεισδυτικά από όσο τα μάτια των θνητών ανθρώπων. Ο Ραούλ Τσαντ έβλεπε μέσα σου, έβλεπε εκεί όπου κρυβόταν ο αληθινός σου εαυτός: εκεί όπου ήσουν ο πραγματικός εσύ. Στο κέντρο της ύπαρξής σου. Εκεί όπου περίμεναν υπομονετικά όλες σου οι επιθυμίες και κάθε σου συγκίνηση.
Κι έτσι, μισοκαθισμένη στο παλιό ανάκλιντρο αφέθηκα στο χάιδεμα της ματιάς του, και στα μικρά δαγκώματα από τις πινελιές του που έκλεβαν από το δέρμα μου για να αποτυπώσουν τη μορφή μου πάνω στον τεντωμένο καμβά, με χρώμα, τέχνη και έρωτα.
Για να αποτυπώσουν τη μορφή μου… και τη μορφή εκείνης.
Της μόνης γυναίκας στην ιστορία που δεν θα μπορούσα ποτέ να ζηλέψω. Γιατί χάρη σε εκείνην ακριβώς, και στην απόλυτη θυσία της, ήμουν τώρα κι εγώ εδώ. Γιατί χάρη σε εκείνην είχα βρει, είχα γνωρίσει και είχα αγαπήσει με πάθος τον ζωγράφο της καρδιάς μου, της ζωής μου, και του θανάτου μου — τον Ραούλ Τσαντ. Το λατρεμένο μου βαμπίρ με τα μάτια του λύκου και την καρδιά του λιονταριού.
Δεν θα μπορούσα να ζηλέψω ποτέ τη γυναίκα του, γιατί κανείς δεν γίνεται να ζηλέψει τον εαυτό του.
Γιατί, ναι: ήμουν εκείνη, είχα γίνει πια εκείνη, και το ήξερα. Όπως το ήξερε και αυτός. Όπως το ήξερε καιη ίδια η νύχτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49
Μου έδειξε τον πίνακα που ζωγράφισε γρήγορα και οριστικά, με σιγουριά και πειθώ, και τίποτε μα τίποτε δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά μου, που άρχισαν να τρέχουν βροχή από τα μάτια μου. Ήταν εκείνη και ήμουν εγώ, μα πιο πολύ ήταν εκείνη, και ήταν καλό που είχε αποτυπωθεί εκεί. Ήταν καλό, ήταν δίκαιο, και σωτήριο. Ήταν αυτό που έπρεπε να γίνει. Η αποκατάσταση μιας ένοχης αδικίας.
«Είναι υπέροχο», του είπα, και το δέχτηκε με ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών και ένα σκύψιμο του κεφαλιού.
Κι έπειτα… έπειτα η λάμπα που κρεμόταν στο τσιγκέλι της τίναξε ξάφνου φλόγες μέσα στο γυαλί, και αμέσως μετά χαμήλωσε δραματικά την ισχύ της, εξακολουθώντας παρ’ όλα αυτά να ρίχνει ένα απαλό, κίτρινο φως στο μικρό δωμάτιο. Και όλα ήταν όπως έπρεπε να είναι. Ζεστά. Συντροφικά. Ηδονικά.
Ο Ραούλ έσκυψε το κεφάλι του προς το μέρος μου αυτή τη φορά και, προτού προλάβω καν να κλείσω τα μάτια, είχε αρπάξει τα χείλη μου με τα δικά του, ρουφώντας τα απαλά και πιέζοντάς τα σαν να εξαρτιόταν η ζωή του από αυτό. Η παγωμένη του θέρμη χύθηκε μέσα μου από το στόμα μου και εξαπλώθηκε παντού μέσα μου, ακόμη και σε σημεία που δεν ήξερα ότι υπήρχαν ή ότι μπορούσαν να υπάρχουν. Έλιωσα στην αγκαλιά του και έπρεπε να με συγκρατήσει με τα δυνατά, σταθερά του χέρια για να κρατηθώ όρθια. Την επόμενη όμως στιγμή είχα πάψει να είμαι όρθια.
Ένιωσα στην πλάτη μου το τσαλακωμένο σεντόνι όπου ξάπλωνα μέχρι πριν από λίγο, μόνο που αυτή τη φορά είχα ένα ακόμη βάρος από πάνω μου, ένα βάρος που λαχταρούσα όσο τίποτε άλλο στη ζωή μου από πάντα. Το κατάλαβα καθαρά, εκείνη ακριβώς τη στιγμή: ήθελα τον Ραούλ προτού γνωρίσω τον Ραούλ, λες και η καρδιά μου και το σώμα μου ζούσαν ταυτόχρονα και στα τρία σημεία του χρόνου — στο τώρα, και στο χθες, και στο αύριο. Ο άντρας εκείνος είχε απλώσει την υπόστασή του σε όλη μου την ύπαρξη, με εξουσίαζε και μου δινόταν, μου χάριζε την ίδια του την οντότητα εκχωρώντας μου κάθε δικαίωμα να την κάνω ό,τι θελήσω, αξιώνοντας ταυτόχρονα από εμένα τα ίδια προνόμια που ευχαρίστως τού παραχωρούσα. Σε μια στιγμή που ο νους μου ήταν θολωμένος, είχε απαλλαγεί από τα ρούχα του και βρισκόταν σε όλο το μεγαλείο της σάρκας του κολλημένος επάνω μου και ταυτόχρονα μια ιδέα μακριά μου, ίσα για να τον ποθώ και να τον αποζητώ ακόμη περισσότερο. Η καρδιά μου επαναστατούσε στην ιδέα ότι αργούσε τόσο να σμίξει μαζί μου, αλλά το μυαλό μου απολάμβανε αυτή την πορεία σαν στόμα που ξεχωρίζει μία-μία τις νότες ενός ακριβούκρασιού, παλαιωμένου σε δρύινο βαρέλι που έχει ποντιστεί σε μια θάλασσα όλο φύκια και αρχαία αλμύρα. Δεν υπήρχε χρόνος, εδώ, για να είναι εχθρός μας: βρισκόμασταν αγκαλιασμένοι για πάντα σε ένα στάσιμο αλλά δυναμικό σημείο χωροχρόνου που ήταν δικό μας και μόνο δικό μας: μία υπόσχεση ελευθερίας.
Το στόμα του άφησε το δικό μου και γλίστρησε στο αυλάκι του λαιμού μου κάνοντάς με να βγάλω ένα γουργουρητό ευχαρίστησης και αναγκάζοντας το χέρι μου να πιαστεί από τα μαλλιά του νιώθοντας και απολαμβάνοντας την αστραφτερή και παλλόμενη υφή τους. Κάθε σημείο επάνω στο κορμί του ήταν ένα εργαστήρι αισθήσεων, και όλος μαζί ένα καμίνι πάθους που ανάβλυζε από όλους του τους πόρους. Κατέβηκε πιο χαμηλά συνταράσσοντάς με, ενώ το στόμα μου δεν σταματούσε να λέει το όνομά του με την ανάσα μου. Είχα τυλίξει στη μέση του τα πόδια μου και τον πίεζα προς το μέρος μου, εγώ, εκείνον τον άρχοντα του χρόνου και της νύχτας που μπορούσε να γίνει ένα με το σκοτάδι και να γεννηθεί ακόμη και μέσα από μια στάλα ομίχλης. Το όνομά του έγινε στα χείλη μου κραυγή πνιγμένη στην ηδονή όταν η γλώσσα του άρχισε να με παιδεύει, καθώς τα δάχτυλά του έσφιγγαν τους γοφούς μου μαλάσσοντάς τους με δύναμη και σιγουριά. Δεν υπήρχε τίποτε λάθος εδώ, τίποτε που να περισσεύει ή να λείπει. Όλα ήταν σωστά, και καλά μετρημένα, και ρυθμικά, ρυθμικά… ρυθμικά σαν ρολόι φτιαγμένο από τα νερά ενός σιντριβανιού που κάτω του έκρυβε ένα αγουροξυπνημένο ηφαίστειο.
Υψώθηκε προς το μέρος μου και τα χέρια του έσμιξαν με τους ώμους μου ενώ με κυρίευε με έναν τρόπο επιθετικό και οικείο και πλήρη, τέτοιον που με έκανε να φωνάξω με μια τρομερή άηχη φωνή, μια δυνατή φωνή που δεν είχε ήχο και σώμα, καθώς η ανάσα μου ήταν δική του και μου την είχε καταπιεί, όπως και το σώμα μου ήταν δικό του, όπως και τα όνειρά μου και οι φιλοδοξίες μου, το σήμερα και το χτες μου, και όλο μου το μέλλον — όσο και να ’ταν, από μια στιγμή μέχρι μία αιωνιότητα. Ο ρυθμικός του παλμός θα μπορούσε να με συντρίψει από την παραφορά, και θα το δεχόμουν ευχαρίστως, αν δεν ήθελα να γευτώ με καυτή ηδυπάθεια εκείνες τις απόλυτες στιγμές, που κράτησαν ακριβώς όση ώρα —στιγμή παραπάνω— ήμουν σε θέση να τις αντέξω. Γιατί λίγο ακόμη και θα εκρηγνυόμουν μεταβαλλόμενη σε μια αστρική βροχή, σε μια κοσμική καταιγίδα. Όμως και πάλι ένιωσα ακριβώς έτσι. Και —αυτό ήταν το πιο σημαντικό— έτσι ένιωσε κι εκείνος.
Το ήξερα. Το έβλεπα. Το άκουσα. Από αυτόν.
Ήταν ο Ραούλ Τσαντ, ο άντρας μου, ο εραστής μου. Και ήμασταν ένα εμείς οι δυο μέσα σε εκείνη την καταιγίδα της νύχτας, και ήμασταν το ίδιο. Κυριευμένοι και παραδομένοι στην ηδονή. Μα χωρίς να την έχουμε χορτάσει ακόμη. Γιατί, πώς να χορτάσεις αυτό που σε τρώει και σε θρέφει; Πώς να χορτάσεις την ενθρόνιση του εαυτού σου στο σώμα του άλλου, ίσια μέσα στον πυρήνα του;
Με μία όμως διαφορά: ενώ εγώ ήθελα κι άλλο από το σώμα του… ο Ραούλ ήθελε το σώμα μου. Και το ήθελε μέσα του.
Ο Ραούλ ήθελε να με πιει και ήθελε να με φάει.
Κυριολεκτικά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 50
Τον είδα να υψώνεται από πάνω μου, και να μετασχηματίζεται, να αλλάζει, να παίρνει πάλι εκείνη την τρομερή, τρομερή μορφή που τις περισσότερες ώρες κρυβόταν κουλουριασμένη μέσα του, εκείνο το αμάλγαμα ομορφιάς, δύναμης, νύχτας και θριάμβου.
Και νά πάλι που αποκαλύπτονταν εκείνα τα τρομερά δόντια, τα ξίφη του αλιγάτορα, νά πάλι εκείνη η συσπασμένη, ανασηκωμένη προς τα επάνω μύτη, νά πάλι που το μέτωπό του επιμηκύνθηκε, και νά που τα μάτια του μεταμορφώθηκαν σε δύο άλικες λοξές σχισμές καιπου τα φρύδια του ορθώθηκαν λοξεμένα, και νά που τα αυτιά του έγιναν μυτερά και στράφηκαν προς τα πίσω, έτοιμα να σχίσουν τον αέρα. Νά πάλι που τα νύχια του μάκρυναν κι έγιναν σάμπως φτιαγμένα από κόκαλο, και νά που το σώμα του, αδύνατο και γραμμωμένο όπως πάντα, έμοιαζε πια φτιαγμένο από συσπειρωμένο ελαστικό και γεμάτο τόση δύναμη που δεν ήταν δυνατόν να την αντέξεις. Ήταν η ίδια η δύναμη, ναι, και ήταν αυτός. Αλλαγμένος. Ανώτερος. Δικός μου.
Ένα παιδί της νύχτας.
Έγειρε τον λαιμό του και με κοίταξε με την τρομερή του πείνα, μισανοίγοντας το στόμα. Τα δόντια του ρούφηξαν όλο το φως του δωματίου, και το τίναξαν ξανά καταπάνω μου. Κι έπειτα τινάχτηκαν, τινάχτηκε ολόκληρος και βυθίστηκε, βυθίστηκαν ολόκληρα μέσα στον λαιμό μου, και ω Θε μου, ω Θεέ μου πόσο… πόσο γλυκός πόνος ήταν αυτός ο πόνος, πόσο μυρωδάτη αυτή η νύχτα που σκέπαζε τον κόσμο με ένα κόκκινο πέπλο, πόσο ελαφριά ήμουν κι εγώ, και πόσο όμορφη, όμορφη, όμορφη ήταν εκείνη η μουσική που ακουγόταν στ’ αυτιά μου, καθώς σάλπιγγες, βιολιά, τύμπανα και μεταλλικά και ξύλινα όργανα φερμένα από κάποιαν άλλη εποχή έπαιζαν μια μελωδία πολύ σύνθετη για να την καταλάβω και πολύ απλή, πολύ βασική για να παράγεται από κάτι τόσο μεγαλειώδες.
Ω Θεέ μου καλέ, πόσο υπέροχο ήταν να πεθαίνεις στην αγκαλιά του — στην αγκαλιά του Ραούλ Τσαντ.
Στην αγκαλιά του δικού μου βρικόλακα — του δικού μου, αγαπημένου πάνω από τη ζωή και πάνω από τον θάνατο, πάνω από το τώρα και πάνω από το αύριο, Δράκουλα.
Πόσο όμορφη ήταν η ζωή όταν τη ζούσες μαζί του. Πόσο όμορφος ο θάνατος όταν ερχόταν από εκείνον.
Χαμογέλασα για μια τελευταία φορά, και έφυγα,έφυγα, ταξίδεψα μέσα σε μια χώρα ερέβους φτιαγμένη από σκοτεινό φως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 51
Ήμουν γυμνή στο σκοτάδι, και το σκοτάδι ήταν το ρούχο μου. Ένας άνεμος φερμένος από κάθε κατεύθυνση έπαιζε μαζί μου, παρασύροντάς με πότε από δω, και πότε από κει. Ήμουν ένα φτερό, και ένα φύλλο. Και ζαλιζόμουν. Ζαλιζόμουν από εκείνον τον αιώνιο χορό — και λαχταρούσα να τελειώσει. Μα, ήξερα… κάπου μέσα μου ήξερα πως ο χορός δεν θα τελείωνε ποτέ αν δεν τον χόρευα εγώ η ίδια. Αν δεν γινόμουν ένα μαζί του. Αν δεν αναλάμβανα δράση.
Άκουσα τον άνεμο, τον κατάλαβα και τον δέχτηκα πάνω μου και μέσα μου. Με σήκωσε στα χέρια του και με σήκωσε ψηλά, και έπειτα στράφηκα στο πλάι και πέσαμε μαζί προς τα κάτω, αν και αυτό το κάτω ήταν ταυτόχρονα και πάνω, και πέρα, και έξω, και μακριά, και παντού. Όμως μάθαινα, μάθαινα, και τώρα πια ο άνεμος γινόταν σιγά-σιγά δικός μου, σύμμαχος, παιδί μου και φίλος για μια ζωή. Ήταν ο δικός μου άνεμος, και είχα γίνει η κόρη του και η σύντροφός του — το ταίρι του. Και τώρα τρέχαμε κι οι δυο μέσα στο σκοτάδι της αιώνιας νύχτας, και γύρω μου πετούσαν χίλια πλάσματα και χίλια θαύματα. Και ήταν ωραίο να τα ξαφνιάζω και να τα τρομάζω, και ήταν αστείο και ευχάριστο και μεθυστικό.
Να πετάς ανάμεσά τους. Να τα ακουμπάς με τα ακροδάχτυλά σου. Να σαλιώνεις τα χείλια σου κοντά στην καρδιά τους. Να τα αδράχνεις και να τα κρατάς μέχρι να…
Ω, ήταν μια πτήση που θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα, όσο κρατούν τα όνειρα, ή για καθόλου — μετά, απλώς θα εξαφανιζόμουν, και το κομμάτι του σύμπαντος που μου ανήκε θα αναδιπλωνόταν μέσα μου και θα χανόταν κι αυτό μαζί μου, σε εκείνες τις γωνιές του χαμένου, παλιού κόσμου. Ήταν καλό και το ένα, καλό και το άλλο. Συμφωνούσα και με τα δυο, και συναινούσα με οποιαδήποτε απόφαση θα λαμβανόταν για εμένα. Ήμουν ο άνεμος και ήμουν το γυμνό μου σώμα, ήμουν η πτήση και ήμουν τα πλάσματα που βαστούσα στα χέρια, ήμουν η μεγάλη σπηλιά που μέσα της αναπαυόμουν, και ήμουν ο μαύρος καταρράκτης από όπου έπινα νερό και ξεδιψούσα.
Μα ήμουν και μια άλλη δίψα… μια δίψα που δεν ήξερα πώς να την ελέγξω. Κι αυτή η δίψα μεταμόρφωνε το όνειρό μου και το τσαλάκωνε, το πετούσε και το έσκιζε, και μαζί μ’ αυτό έσκιζε και το δέρμα μου και το έκαιγε, το μαχαίρωνε, του έκοβε λωρίδες από το δέρμα μου.
Αυτή η δίψα.
Η Δίψα.
Και εκείνος ο πόνος στον λαιμό. Ο τρομερός, ο αδιανόητος πόνος που σε σμπαράλιαζε και σε εξουθένωνε και σε ταπείνωνε.
Στον λαιμό. Και μετά στο στομάχι. Και στους μυς. Όλους τούς μυς.
Εκείνος ο πόνος στο κέντρο της ύπαρξής μου.
Που πήρε τη σκέψη μου και την έκανε φωνή και την τέντωσε μέσα σε όλο εκείνο το προσωπικό μου σύμπαν.
Δώσ’ μου να πιω, είπε.
Δώσ’ μου να πιω!
Δώσ’ μου! Δώσ’ μου να πιω από το νερό σου, από την καρδιά σου, από τις φλέβες σου, από το στόμα σου από το κορμί σου από την ουσία σου.
Δώσ’ μου να πιω…
…να πιω…
…από το αίμα σου.