Μυθιστόρημα - 19ο Μέρος (19/02/24)
Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 52
Μια στάλα ζωής έπεσε στο μισάνοιχτο σώμα μου με έναν καμπανιστό ήχο που έκανε όλο μου το σώμα να ριγήσει. Άλλη μία την ακολούθησε. Και μετά κι άλλη, κι άλλη. Έβγαλα τη γλώσσα μου και τις έγλειψα λαίμαργα. Και ζήτησα κι άλλο. Και μετά κι άλλο, κι άλλο.
Κι άλλο.
Κι εκείνος στεκόταν γυμνός εκεί, σε όλο του το μεγαλείο, στητός από πάνω μου, με τον καρπό του να στάζει αίμα πάνω στα χείλια μου, και με πότιζε, με τάιζε, καταλάγιαζε την πείνα μου και έσβηνε τη δίψα μου, δίνοντάς μου να κοινωνήσω τον ίδιο του τον εαυτό.
* * *
Και ήταν όλα παράξενα, υπέροχα, φωτεινά και βυθισμένα στο άπλετο φως της νύχτας.
Γιατί η νύχτα φεγγοβολάει, και το σκοτάδι της είναι γεμάτο φως.
* * *
«Ναι», του είπα έπειτα από κάποια ώρα, που μου ήταν αδύνατον να υπολογίσω. «Ναι, είμαι εδώ — εδώ». Και μετά: «Διψάω». Και μετά: «Σ’ αγαπώ».
Σφίγγοντας κι άλλο τον καρπό του που μόνος του είχε ανοίξει με το κοφτερό του νύχι, ο Ραούλ έσταξε κι άλλο από το νέκταρ του ίσια μέσα στο στόμα μου. Και το κατάπια όλο. Και ήθελα τόσο πολύ να γελάσω, και να κλάψω, και να τον αγκαλιάσω κλαίγοντας και γελώντας.
Και ήθελα τόσο να τον πάρω από το χέρι και να πετάξουμε μαζί πάνω από την πόλη, πάνω από τα σπίτια και τις εκκλησίες της, πάνω από τους πύργους και τα μέγαρά της, πάνω από τους ανθρώπους της και πάνω από τα όνειρά της, πάνω από το καθετί, και να… και να γίνουμε ένα με τον αέρα — ένα με τη νύχτα — ένα με τη μεγάλη, αγέραστη Φύση. Εμείς. Η αγάπη μας. Το μέλλον μας. Και το παρελθόν μας.
«Κι εγώ», μου είπε σκύβοντας από πάνω μου και σκουπίζοντάς μου τα χείλια. «Κι εγώ, αγάπη μου. Κι εγώ σ’ αγαπώ».
Και μ’ αυτά του τα λόγια ένιωσα όλο το σύμπαν να σκύβει από πάνω μου και να μου σπρώχνει τον αγκώνα για να γράψω με το σώμα μου όλα αυτά που μας περίμεναν, όλα τα θαυμαστά, όλα τα ωραία και υπέροχα που θα ζούσαμε —κρυμμένοι— μαζί.
Όλη εκείνη τη ζωή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 53
Με έντυσε και με κράτησε στην αγκαλιά του όσην ώρα έκανα να ξυπνήσω για τα καλά, να ηρεμήσω και να αρχίσω να σκέφτομαι τι είχε συμβεί και τι δρόμοι ανοίγονταν μπροστά μου. Μου χάιδευε τα μαλλιά και μου μιλούσε τρυφερά —αυτός, ο άρχοντας των τρόμων— και είχε τα όμορφα, αστραφτερά του μάτια κλειστά έτσι όπως έσφιγγε απαλά το κεφάλι μου στο στήθος του. Η λάμπα πετρελαίου, κρεμασμένη στο τσιγκέλι της, είχε πια σβήσει από ώρα, μα εγώ δεν ήθελα να κλείσω τα δικά μου μάτια γιατί δεν χόρταινα να βλέπω μέσα στο σκοτάδι. Ναι, ήμουν μια άλλη. Ήμουν εγώ, και ταυτόχρονα ήμουν μια άλλη: μια καινούργια Μίνα.
Ενώ έμοιαζε σχεδόν να κοιμάται, ή να αναλαμβάνει τις δυνάμεις του, άρχισα να παρατηρώ ένα-ένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έτσι όπως καθόταν ήρεμος και με είχε στην αγκαλιά του. Ερχόταν από τα βάθη του χρόνου, κι όμως έμοιαζε, και ήταν, τόσο νέος. Το δέρμα του είχε μιαν απαράμιλλη στιλπνότητα, μια υφή που από μακριά θύμιζε μάρμαρο σμιλεμένο από τον άνεμο. Ήθελα να απλώσω το χέρι και να χαϊδέψω τα μαλλιά του, μα δεν ήθελα και να τον ταράξω.
Άλλωστε, το ήξερα: θα υπήρχε χρόνος για ταραχή και θόρυβο. Και βία.
Ω, θα υπήρχε πολύς τέτοιος καιρός μπροστά μας!…
* * *
Βγήκαμε από το δωμάτιο χωρίς να κάνουμε θόρυβο. Η Φωλιά ήταν άδεια.
«Πού πήγαν;» τον ρώτησα.
Κοίταξε τη δεύτερη πόρτα.
«Είναι στον θάλαμο», είπε. «Ήλεγξαν τα εφόδια και τώρα ξεκουράζονται».
«Τα εφόδια;»
«Ναι, η Φωλιά έχει εφόδια για αρκετές ημέρες εγκλεισμού. Εφόσον παραστεί ανάγκη, μπορούμε να μείνουμε εδώ μέχρι να ηρεμήσουν κάπως τα πράγματα. Τέτοιες… τέτοιες κατακόμβες υπάρχουν τρεις στην πόλη. Και από τρεις σε άλλες εφτά πρωτεύουσες της Ευρώπης. Και σε δύο πόλεις της Αμερικής. Είμαστε καλά προετοιμασμένοι, γλυκιά μου. Να μη φοβάσαι».
«Μαζί σου; Δεν φοβάμαι τίποτα μαζί σου, Ραούλ». Το ξανασκέφτηκα. «Μπορώ να σε λέω έτσι; Ραούλ;»
Κούνησε το κεφάλι του και, σχεδόν, χαμογέλασε.
«Φυσικά», είπε.
Το μυαλό μου έτρεξε σε κάτι διαφορετικό.
«Και οι άλλοι;» τον ρώτησα. «Η Πολέτ και ο Ρεν. Είναι κι εκείνοι…;»
«Όχι. Όχι. Είναι απλώς άνθρωποι που με βοηθούν. Μας βοηθούν. Είναι άνθρωποι που επέλεξα μετά από πολλή σκέψη και έρευνα».
«Ναι, μου το ξαναείπες. Μα… γιατί το κάνουν;»
Ανασήκωσε τους ώμους.
«Γιατί είχαν την ευκαιρία», είπε. «Εσύ δεν θα το έκανες;»
«Δεν είμαι σίγουρη. Αλλά, αν με ρωτάς εάν το έκανα για σένα, η απάντηση είναι ναι. Ναι, θα το έκανα. Για σένα θα έκανα τα πάντα. Το ξέρεις, δεν το ξέρεις;»
«Νομίζω πως το ξέρω καλά πια, Μίνα. Το ξέρω πολύ καλά. Το απέδειξες και με το παραπάνω. Όμως κι εγώ θα έκανα τα πάντα για σένα. Εσύ το ξέρεις αυτό;»
Ανασηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και τον φίλησα στο στόμα. Μέχρι πριν λίγη ώρα, δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως θα έκανα κάτι τόσο απλό με ένα… με ένα βαμπίρ. Όμως τώρα εκείνο το γρήγορο, πεταχτό φιλί μού φαινόταν το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου. Δεν μ’ ένοιαζε η θέση στην οποία βρισκόμασταν. Δεν μ’ ένοιαζαν οι επιθέσεις από τους εχθρούς μας, όποιοι κι αν ήταν αυτοί. Δεν μ’ ένοιαζε που το σώμα μου, η ζωή και η μοίρα μου είχαν αλλάξει εκατό τα εκατό, με τρόπους που αγνοούσα για την ώρα. Δεν μ’ ένοιαζε που κρυβόμασταν σε μια κατακόμβη βαθιά κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Δεν μ’ ένοιαζε τίποτε. Μου αρκούσε που τον είχα βρει. Μου αρκούσε που ήμασταν μαζί, και που φαινόταν να με θέλει κι εκείνος. Τι παραπάνω μπορεί να ζητά ένας άνθρωπος;
Η πόρτα από τον θάλαμο με τις προμήθειές μας άνοιξε, και η Πολέτ με τον Ρεν, που κρατούσε έναν ηλεκτρικό φακό, έκαναν την εμφάνισή τους. Μου φάνηκαν κάπως επιφυλακτικοί, αν και η φίλη μου χαμογελούσε, όπως χαμογελούσαν και τα σμαραγδένια της μάτια. Όμως από την άλλη… ναι, κάπου βαθιά μέσα μου καταλάβαινα πως ήταν όντως επιφυλακτικοί. Και οι δύο. Έμοιαζε να έχω μια πολύ ανεπτυγμένη, και απολύτως νέα, διαίσθηση, έναν τρόπο να κοιτάω μέσα στον άλλον…
«Λοιπόν, όλα πήγαν καλά…» μου είπε εκείνη ερχόμενη προς το μέρος μου και βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου.
Κάτι στο βήμα της την έκανε να με πλησίαζε πηγαίνοντας ταυτόχρονα προς τα πίσω. Φοβόταν.
«Μη με φοβάσαι», είπα.
Ήταν τελείως ασυναίσθητο, αλλά έτσι ήμουν πάντα. Δεν μετρούσα τα λόγια μου. Κι αυτό, όπως φαινόταν, δεν είχε αλλάξει. Είχαν όμως αλλάξει σχεδόν όλα τα άλλα.
«Δεν σε φοβάμαι… πολύ», μου είπε εκείνη, και το χαμόγελό της πλάτυνε. «Αλλά σε φοβάμαι κάπως, ναι, αυτό είναι αλήθεια. Ξέρεις, Μίνα, από δω και πέρα θα με βλέπεις σαν το γεύμα σου. Ή μάλλον, σαν το δείπνο σου».
Έκανα να γελάσω, αλλά συγκρατήθηκα. Δεν ήταν αστείο. Δεν το έλεγε στ’ αστεία. Ήμουν… είχα γίνει…
«Όχι», είπα, νιώθοντας μια πίκρα στον λαιμό μου. «Το ξέρω πως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι». Γύρισα προς το μέρος του Ραούλ. «Έτσι δεν είναι;» ρώτησα. Μια χαραμάδα στη φωνή μου άφηνε να περάσει ένας απόηχος έντασης και φόβου. «Πες μου, σε παρακαλώ».
«Ναι», είπε εκείνος. «Ναι, υπάρχουν. Υπάρχουν, μην ανησυχείς». Μου χαμογέλασε. Όλη η Φωλιά έλαμψε, σαν να περίμενε εκείνο το χαμόγελό του. «Απλώς πρέπει να μάθεις να περπατάς από την αρχή. Σαν μωρό».
«Θα βοηθήσουμε όλοι, μικρή», είπε από δίπλα και ο Ρεν.
Η Πολέτ μού έκλεισε το μάτι και, παίρνοντας κουράγιο, με πλησίασε κι άλλο και με έσφιξε στην αγκαλιά της.
«Καλωσόρισες», είπε, και η φωνή της είχε μια στάλα συγκίνηση. Ειλικρινή συγκίνηση.
Στο αγκάλιασμά της, μία βαθιά βοή ξεσηκώθηκε μέσα μου. Κατάλαβα αμέσως τι ήταν. Ήταν η Πείνα. Και ήξερα, ταυτόχρονα, πως έπρεπε να της αντισταθώ. Έφερα στον νου μου τις στάλες από το ίδιο του το αίμα που με τάισε προηγουμένως ο Ραούλ. Ήμουν χορτάτη. Η Πολέτ δεν κινδύνευε — όχι από εμένα. Σωστά; Και ήταν φίλη μου. Μπορεί να με είχε προδώσει, ή έστω να με είχε κοροϊδέψει, αλλά δεν έπαυε να το είχε κάνει για καλό. Για να με φέρει κοντά στον Ραούλ. Τον άντρα μου. Τον έρωτά μου.
Όχι, η Πολέτ δεν κινδύνευε κοντά μου.
Την έσφιξα κι εγώ, και μείναμε έτσι για λίγο, με τα κεφάλια μας να ακουμπάνε και τις καρδιές μας να επικοινωνούν με τον δικό τους τρόπο.
«Είναι όμως ώρα να πηγαίνουμε, νομίζω», είπε η ψηλή και όμορφη φίλη μου απευθυνόμενη και στους τρεις μας όταν ξεκολλήσαμε. «Το σπίτι μου δεν έχει εντοπιστεί», συνέχισε βγάζοντας ένα ηλεκτρονικό μηχάνημα που έμοιαζε με κινητό τηλέφωνο και κοιτώντας τις ενδείξεις στη μικροσκοπική οθόνη του. «Ή, αν μη τι άλλο, δεν έχει παραβιαστεί. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Θα είμαστε όλοι ασφαλείς εκεί».Κάτι ήχησε μέσα μου. Ένας συναγερμός.
«Δεν είναι… επικίνδυνο;» ρώτησα απευθυνόμενη και στους τρεις. «Δεν είναι θανάσιμο; Για τον Ραούλ, εννοώ. Και για εμένα».
«Σου είπα ένα μικρό ψεματάκι», γύρισε και μου είπε η Πολέτ, «Το πλέιρουμ που έχω στο υπόγειο δεν είναι ακριβώς πλέιρουμ, γλυκιά μου. Είναι κρύπτη. Θα δεις».
«Δεν εννοώ αυτό», είπα. «Αλλά… αλλά το φως. Το φως του ήλιου».
Η Πολέτ και ο Ρεν κοιτάχτηκαν με νόημα.
«Καλή μου», πήρε τον λόγο εκείνος, «δεν είναι μέρα έξω. Είναι νύχτα. Για την ακρίβεια…» —είπε κοιτώντας το ρολό του— «…είναι δύο μετά τα μεσάνυχτα».
«Μα… μα ήρθαμε εδώ σχεδόν ξημερώματα, και…»
«Και από τότε πέρασαν πάνω από είκοσι τέσσερις ώρες, ναι».
Ο Ρεν μού χαμογέλασε, ενώ εγώ είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό.
«Πέρασε τόση ώρα», είπα. «Τόσος χρόνος».
«Ναι, Μίνα». Ο Ραούλ ήρθε κοντά μου και με κοίταξε με αγάπη. «Μην ανησυχείς. Έχε μου εμπιστοσύνη. Και έχε εμπιστοσύνη και στους φίλους μας. Όλα θα πάνε καλά. Απλώς είναι νωρίς ακόμα για να βρεις τον εαυτό σου».
Για να βρεις τον εαυτό σου.
Ω, δεν είχα καμία ανάγκη να βρω τον εαυτό μου. Αγάπη μου, ο εαυτός μου είσαι εσύ, σκέφτηκα να του πω. Και ίσως να του το έλεγα πράγματι αν ήμασταν μόνοι. Και θα το εννοούσα με όλη τη σημασία εκείνου τού «εσύ». Γιατί ήξερα πως μέσω του Ραούλ κατάφερνα να διατηρώ την αυτοτέλειά μου όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Να είμαι πραγματικά εγώ. Να είμαι εκείνη η γυναίκα που πάντα υπήρξα, μα που ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να φανεί ακέραιη απέναντι σε έναν κόσμο που την πλήγωνε. Ναι. Ο εαυτός μου είσαι εσύ, Ραούλ αγάπη μου. Εσύ.
Αντί γι’ αυτό, κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και αρκέστηκα σε έναν μικρό αναστεναγμό.
Όμως έτσι κι αλλιώς είχα πολλά να μάθω στην πορεία, ακριβώς γι’ αυτό που ήμουν — γι’ αυτό που είχα γίνει. Και θα τα μάθαινα. Γιατί, τώρα πια, τίποτε δεν θα μπορούσε να με χωρίσει από την ευτυχία και την ασφάλεια.
Τίποτε, και ποτέ.
Είχα βρει πια τη θέση μου στον κόσμο. Και ήταν μια θέση δοξαστική, μια θέση λουσμένη σε ένα νέο και παλιό αγγελικό και μαύρο φως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 54
Για να φύγουμε από τη Φωλιά, επιλέξαμε αυτή τη φορά τον δεύτερο διάδρομοπου έβγαζε στο πηγάδι με τη σκάλα. Δεν ρώτησα γιατί, και δεν είχα καμιά επιθυμία να μάθω. Ήθελα μόνο να τελειώσουμε μ’ αυτό, και να βρεθούμε κάπου όπου θα ήμασταν πιο… πιο ανθρώπινα. Η λέξη με χτύπησε σαν χαστούκι όταν την πρόβαλα στο κεφάλι μου. Μου άξιζε άραγε; Μπορούσε να με χαρακτηρίζει ακόμα; Ή είχα γίνει κάτι πέρα για πέρα άλλο; Και τι ακριβώς ήταν αυτό το άλλο; Τι είχα γίνει μετά το δάγκωμα του Ραούλ; Ένα πλάσμα όμοιο μ’ αυτόν; Κάτι διαφορετικό; Κάτι απ’ ανάμεσα; Ένα υβρίδιο; Τι; Και εντέλει πόσο λιγότερο ανθρώπινη ήμουν πια;
Με σκέψεις σαν κι αυτές, βάδιζα στον υπόγειο διάδρομο, που έμοιαζε σκαμμένος πριν από πάρα πολλά χρόνια — ίσως και αιώνες. Ποντίκια σκλήριζαν εδώ κι εκεί, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που πατήσαμε μέσα σε λακκούβες με παγωμένο νερό. Μπορούσα να νιώσω το κρύο, παρατήρησα, αλλά δεν με επηρέαζε όπως πριν. Δεν με πείραζε. Ήταν απλώς κάτι που συνέβαινε. Αλλά δεν με ενοχλούσε. Όχι πια.
Με έναν αναστεναγμό, διαπίστωσα πως το φως από τον φακό που κουβαλούσε ο Ρεν δεν μου προσέφερε τίποτε περισσότερο: δεν έκανε καμιά διαφορά. Έβλεπα καλά μέσα στον σκοτεινό διάδρομο, μολονότι ήξερα πως ήταν σκοτεινός. Διέκρινα τα πάντα μέσα στο ημίφως που μας περιέβαλλε, όπως μια βίδρα κολυμπάει με άνεση στο νερό. Ήμουν στο στοιχείο μου: ένα πλάσμα της νύχτας κι εγώ. Κάτι που δεν χρειαζόταν το φως. Και μάλιστα κάτι που απεχθανόταν το φυσικό φως. Και το απεχθανόταν γιατί ήταν θανάσιμο. Σε σκότωνε. Μας σκότωνε. Το σκέφτηκα κι αυτό. Πάντα αγαπούσα τον ήλιο και τις βόλτες στην εξοχή. Η άνοιξη και το καλοκαίρι ήταν οι αγαπημένες μου εποχές ακριβώς λόγω της ηλιοφάνειας. Και τώρα; Τώρα τι; σκέφτηκα.
Τώρα έχω τον Ραούλ, ήταν η απάντηση. Τώρα αυτός θα είναι ο ήλιος μου. Ένας σκοτεινός, μαύρος ήλιος.
Και χαμογέλασα.
Η διαδρομή αυτή ήταν γεμάτη στροφές και πολύ μεγαλύτερης διάρκειας από την πρώτη. Το υπόγειο εκείνο τούνελ πρέπει να διέσχιζε μία πραγματικάμεγάλη απόσταση κάτω από την αμέριμνη επιφάνεια της πόλης, αν και δεν ήμουν σε θέση να την υπολογίσω ούτε καν με σχετική ακρίβεια. Ίσως να ήταν δυο-τρεις εκατοντάδες μέτρα, ίσως ένα χιλιόμετρο, ίσως ακόμα περισσότερο. Όμως κάποια στιγμή τελείωσε. Και το δέχτηκα με ευχαρίστηση.
Μπροστά μας, και ενώ ο διάδρομος διαπλατύνθηκε ξαφνικά, είδαμε μία σχάρα με κάθετα κάγκελα. Μία ροή νερού ακουγόταν από έξω, έντονη και διαρκής. Ο Ρεν έπιασε τα κάγκελα και τα έσπρωξε με δύναμη στο πλάι, βγάζοντάς τα από τη θέση τους. Γλιστρήσαμε έξω από το άνοιγμα, και βρεθήκαμε από τη μια στιγμή στην άλλη κάτω από μια μικρή γέφυρα. Ένας στενός παραπόταμος του Μολδάβα, ένα φαρδύ ρυάκι στην ουσία, κυλούσε εκεί δίπλα, κελαρυστός και χωρίς να νοιάζεται για τίποτα. Παντού υπήρχαν χόρτα, ενώ πιο πάνω υψώνονταν πυκνόφυλλα δέντρα. Ανεβήκαμε το χαμηλό ανάχωμα στο οποίο είχαμε βρεθεί, περπατώντας ο ένας πίσω από τον άλλο. Μια πρωτόγνωρη αίσθηση βούιξε μέσα μου σαν ένα σμήνος κουνουπιών. Κάτι μεγάλο και ατίθασο σφύριξε πίσω από τα αυτιά μου. Ήταν η πρώτη μου στιγμή έξω στον αέρα μετά από την αλλαγή μου.
Έφτασα στο χείλος της μικρής κατάφυτης κατωφέρειας και κοίταξα γύρω μου. Ένα πάρκο. Βρισκόμασταν στο μέσον ενός από τα δεκάδες πάρκα της Πράγας — και μάλιστα κατάλαβα αμέσως ποιο ήταν αυτό το συγκεκριμένο: το Πάρκο Κάμπα, που κάλυπτε όλο το νησάκι της Μάλα Στράνα, με τη Γέφυρα του Καρόλου στο βορεινό του μέρος, γεμάτο εστιατόρια και παραδοσιακά καφέ, και πολύ, άπλετο χώρο για αναψυχή. Ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς για τους τουρίστες, αλλά εξίσου αγαπητό και στους ντόπιους, που δεν έχαναν ευκαιρία να το επισκεφτούν, ιδίως την άνοιξη και το καλοκαίρι, οπότε και γέμιζε άντρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, που έπαιζαν με τα σκυλιά τους, κάθονταν στα παγκάκια για να διαβάσουν το βιβλίο του, ή απλώς ξάπλωναν στο γρασίδι και έκαναν ηλιοθεραπεία.
Η λέξη και μόνο με έκανε να πονέσω μόλις σχηματίστηκε στο μυαλό μου. Ακόμη χειρότερα: με έκανε να αισθανθώ ξένη, λες και είχα κατέβει από έναν μακρινό πλανήτη. Πράγμα που ίσως να μην απείχε και πολύ από την αλήθεια. Ήμουν ένα άλλο είδος πια, και οι συνήθειες των ανθρώπων μού ήταν πράγματι ξένες, μακρινές, άγνωστες. Με τη διαφορά ότι δεν ήξερα ακόμη τις δικές μου συνήθειες…
Αναστέναξα και ακολούθησα τους συντρόφους μου, με μια αίσθηση κενού να ξετυλίγεται, όχι μόνο στο στομάχι μου, αλλά και στα ίδια μου τα κόκαλα. Πεινούσα.
Αποφάσισα να μη δώσω ακόμη σημασία σε εκείνη την περίεργη πείνα, και κοίταξα γύρω μου καθώς προχωρούσαμε προς την έξοδο από το Κάμπα και τη γέφυρα. Ολόγυρα, τα πάντα ήταν τελείως ξεκάθαρα για τα μάτια μου. Έβλεπα με απόλυτη διαύγεια τα κλαδιά και τα φύλλα των δέντρων, τις χαραγματιές πάνω στις πλάκες του μονοπατιού που είχαμε πάρει, τα ίχνη των εντόμων πάνω στο γρασίδι. Η φύση ανοιγόταν μπροστά μου σαν βιβλίο που είχα μάθει απέξω. Ήταν… αλλόκοτα, αλλά αλλόκοτα με έναν ευχάριστο, καινούργιο και συναρπαστικό τρόπο. Στον ουρανό, το ψυχρό φως των αστεριών θέρμαινε την επιδερμίδα και την ψυχή μου, καλώντας με προς το μέρος τους. Ένιωθα το σώμα μου ανάλαφρο και ικανό για πράγματα που δεν τα χωρούσε η φαντασία μου. Και ούτε ήθελα να τα σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή. Το μόνο που πραγματικά με ενδιέφερε να κάνω με το σώμα μου είχε να κάνει με τον Ραούλ, και όχι με τα αστέρια και τον νυχτερινό αέρα.
Ξεροκατάπια, νιώθοντας ένα βάρος στο λαρύγγι μου. Εκείνη η πείνα, η έλλειψη, είχε στεγνώσει τελείως τον λαιμό μου. Αναστέναξα και, προσπαθώντας να μη δίνω σημασία, ακολούθησα τους υπόλοιπους στην έξοδό μας από το πάρκο. Ανεβήκαμε στη Γέφυρα του Καρόλου από τις σκάλες και κατευθυνθήκαμε στην άλλη της άκρη. Ήμασταν τρομερά εκτεθειμένοι εκεί πάνω, σκέφτηκα. Ωστόσο, όσο ο Ραούλ ήταν επικεφαλής μας, δεν είχαμε να φοβηθούμε το παραμικρό. Ήμουν σίγουρη γι’ αυτό. Ίσως μάλιστα αυτό ακριβώς να επιδίωκε πηγαίνοντάς μας από εκεί: ήθελε να δείξει σε όποιον τυχόν μάς παρακολουθούσε πως δεν φοβόμασταν· πως χλευάζαμε το θράσος τους να μας επιτεθούν στην έπαυλη· και πως ήμασταν εδώ, έτσι και τολμούσαν να κάνουν την εμφάνισή τους.
Αυτή τη φορά, δεν θα άφηναν μόνο δύο ή τρία πτώματα πίσω τους.
Διασχίσαμε τα πεντακόσια δεκαέξι μέτρα της γέφυρας —με τα άλλα δέκα μέτρα πλάτος, τα δεκαπέντε εγκάρσια βάθρα της και τις δεκάξι αψίδες της—χωρίς να βιαζόμαστε.Ενώ το κάστρο της πόλης φωτιζόταν λαμπρό και φαντασμαγορικό απέναντι, σαν σκηνικό από παραμύθι, και ο Μολδάβας έπλεε χωρίς βιασύνη, μουρμουρίζοντας δεξιά και αριστερά μας, τα τριάντα αγάλματα και γλυπτά της πετρόχτιστης Γέφυρας του Καρόλου, που τα περισσότερα κουβαλούσαν πάνω από τρεις αιώνες στην πλάτη τους, έδειχναν να αποφεύγουν τη ματιά μας, ή ακόμη και να αποστρέφουν το βλέμμα στο πέρασμά μας. Λες και δεν ήθελαν να είναι μάρτυρες της διάβασής μας, επειδή σήμαινε κάτι κακό, κάτι ανίερο. Άγγιξα με τις άκρες των δαχτύλων μου καναδυό από αυτά, νιώθοντας το παλιό σφυρήλατο μέταλλό τους κρύο πάνω στην επιδερμίδα μου. Όπως κρύα, με έναν άλλο τρόπο, ήταν και η δικιά μουεπιδερμίδα. Και το περίβλημα της καρδιάς μου. Αλλά όχι η ίδια η καρδιά μου.
Μετά από περίπου πέντε λεπτά, κατεβαίναμε αμίλητοι τα σκαλιά στην άλλη άκρη της γέφυρας. Δεν είδαμε κανέναν εκείνη την προχωρημένη ώρα, και δεν μας είδε κανείς. Το αυτοκίνητο της Πολέτ ήταν παρκαρισμένο σε μία προπληρωμένη θέση στάθμευσης εκεί κοντά, σε ένα στενό, και μπήκαμε όλοι μέσα εξακολουθώντας να συνεννοούμαστε μόνο με τα μάτια. Η εκθαμβωτική, παρά την κούρασή της, πρασινομάτα φίλη μου έβαλε μπροστά, και βγήκαμε στον δρόμο.
Είχαμε γλιτώσει. Όλα θα πήγαιναν μόνο καλά από εδώ και πέρα, σκεφτόμουν. Όλα θα πήγαιναν καλά. Όποιοι κι αν ήταν αυτοί οι δαιμονικοί άνθρωποι που μας κυνηγούσαν, για όποιον λόγο και να μας ήθελαν νεκρούς και να οργάνωναν εκείνες τις θανάσιμες επιθέσεις με τα τρομερά σπαθιά και τα μυτερά βέλη τους —πράγματα που θα παρακαλούσα να μου εξηγήσει ο Ραούλ με την πρώτη ευκαιρία που θα έβρισκα—, δεν ήταν εδώ αυτή τη στιγμή. Τους είχαμε ξεφύγει. Τουλάχιστον για την ώρα.
Γύρισα στο πλάι ανακουφισμένη και τον κοίταξα. Τον έπιασα να με κοιτά κι εκείνος, με ένα μικρό χαμόγελο στο υπέροχο στόμα του και μια σκοτεινή γκρίζα λάμψη στο βλέμμα. Το ήξερα καλά: ήταν εκεί, και θα ήταν πάντα εκεί για μένα. Ουσιαστικά, με έναν τρόπο που ξεπερνούσε κάθε ανθρώπινη κατανόηση, οι δυο μας ήμασταν μαζί από παλιά — από πάντα. Και θα ήμασταν μαζί για πολύ ακόμη. Θα ήμασταν μαζί για μια αιωνιότητα.
Όσο και να κρατούσε αυτή.
* * *
Όταν περάσαμε κοντά από το ξενοδοχείο μου, η Πολέτ έστρεψε στο πλάι το κεφάλι της και με κοίταξε. Της ένευσα καταφατικά, αλλά δεν είπα κάτι. Δεν με ενδιέφερε εκείνο το ξενοδοχείο. Όχι πια. Δεν με ενδιέφερε εκείνο το δωμάτιο και τα λιγοστά πράγματα που είχα αφήσει στη βαλίτσα μου. Όλα τους ανήκαν σε μιαν άλλη εποχή — σε έναν άλλο άνθρωπο. Σε μιαν άλλη Μίνα.
Όμως… όμως κάτι με έκανε να ανατριχιάσω ξαφνικά, και μάλιστα προτού ακόμα το σκεφτώ· προτού το θυμηθώ. Και να ανατριχιάσω μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής μου. Μια απλή πρόταση που είχα διαβάσει σε εκείνο ακριβώς το ξενοδοχείο, πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν. Ήταν μία επιγραφήπου βρισκόταν στο επάνω μέρος ενός κρεμασμένου από πίσω τηςπίνακα, εκείνου του περίεργου πίνακα που παρουσίαζε μία παλιά όψη της πόλης, με μάγισσες, γκόλεμ, παράξενα ψάρια με κεφάλια ζώων, σκελετούς και ακέφαλους καβαλάρηδες. Και με μια νυχτερίδα πάνω-πάνω, που αριστερά και δεξιά της έγραφε κάποια πολύ συγκεκριμένα λόγια:
Smrtnení opakem života, smrt je jehosoučást
Θυμόμουν καλά τη μετάφραση εκείνων των λέξεων:
Ο θάνατος υπάρχει, ωστόσο δεν είναι το αντίθετο της ζωής αλλά μέρος της.
Τώρα μόνο καταλάβαινα τη σημασία αυτής της ρήσης, τώρα μόνο μπορούσα να νιώσω πόσο ακριβής ήταν, και πόσο στενά —στενότερα δεν γινόταν— αφορούσε ακριβώς εμένα. Ήταν η ιστορία της ζωής μου, απαλλαγμένη από κάθε ανούσια λεπτομέρεια. Ο θάνατος υπάρχει. Ναι. Ωστόσο δεν είναι το αντίθετο της ζωής αλλά μέρος της. Ναι.
Ναι.
Γέρνοντας προς το παράθυρο, άπλωσα το χέρι στα τυφλά και έπιασα το δικό του. Ήταν το μόνο που ήθελα στη ζωή. Αυτός. Ο Ραούλ Τσαντ.
Και το μόνο που ζητούσα και τώρα, στον θάνατό μου.
Αυτόν.