Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 55
Τουπόγειο πλέιρουμστη μεζονέτατης Πολέτ δεν ήταν καν φτιαγμένο από τον προηγούμενο άντρα ιδιοκτήτη, όπως μου είχε πει. Άλλο ένα μικρό ψεματάκι της φίλης μου, όπως το παραδέχτηκε και η ίδια, που το σκαρφίστηκε για να μη μου εξάψει την περιέργεια και της ζητήσω να το δω. Δεν θα το έκανα ποτέ, βέβαια, αλλά εκείνη ήθελε πάντα να παίρνει τα μέτρα της. Η θέση που είχε στην υπηρεσία του Ραούλ δεν της επέτρεπε να μην είναι άκρως προσεκτική σε κάθε της κίνηση.
Στην πραγματικότητα, πάντως, υπήρχε πράγματι ένα πλέιρουμ, που δεν ήταν παρά ένα μεγάλο σαλόνι με ένα τραπέζι μπιλιάρδου στο κέντρο. Κατά τα άλλα, όλος ο χώρος ήταν φαινομενικά καλυμμένος με χλιδάτες βιβλιοθήκεςαπό το πάτωμα ώς την οροφή γεμάτες φανταχτερές εκδόσεις, ακριβά άλμπουμ καιυπερσύγχρονα ντιζάιν διακοσμητικά, που όμως δεν έκαναν άλλο από το να κρύβουν την πραγματική του χρήση. Αν περνούσες ανάμεσα από δύο συγκεκριμένες βιβλιοθήκες και τραβούσες τις βαριές βελούδινες κουρτίνες που κάλυπταν τον υποτιθέμενο τοίχο από πίσω τους, θυμίζοντας αυλαία θεάτρου, θα έβλεπες την Κρύπτη — το μόνο καλά εξοπλισμένο μη υπόγειο καταφύγιο που είχε πια απομείνει διαθέσιμο σε ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα της Πράγας, όπως με πληροφόρησαν, αν εξαιρούσες το μισοκατεστραμμένο μας σπίτι στους λόφους. Μία φωλιά για τον Ραούλ Τσαντ… και πλέον… ναι — και πλέον και για εμένα.
Μέχρι λοιπόν να λήξει η κατάσταση συναγερμού και να αποκατασταθούν οι ζημίες στην έπαυλη, πράγμα που θα απαιτούσε αρκετούς μήνες ενδεχομένως, αυτό εδώ θα ήταν το σπίτι μου.
Το νυφικό μου σπίτι.
Ήταν τρομερά μικρό, δεν διέθετε ούτε ψήγμα από την παλαιική χάρη και την αρχοντική αίγλη του παλιού, όμορφου σπιτιού με τους δύο ορόφους και τον πελώριο περίκλειστο κήπο πέρα στα προάστια, μα οπωσδήποτε ήταν κατάλληλο και με το παραπάνω για να μας στεγάσει — και κυρίως για να μας κρύψει, καθώς αυτό ήταν το ζητούμενο τώρα.
Εκτός από ένα έξυπνο σύστημα εξαερισμού, διέθετε ένα κρεβάτι με ουρανό, κλεισμένο ολόγυρα με σκούρο ύφασμα που έπεφτε πτυχωτό στις τρεις από τις τέσσερις πλευρές του καθώς η τέταρτη κολλούσε στον τοίχο, ένα τραπεζάκι με δύο χαμηλές πολυθρόνες, τρία ράφια στερεωμένα στον τοίχο γεμάτα παλιά βιβλία, και ένα μικρό μπάνιο. Αλλά και κάτι ακόμη: ένα γραφείο εξοπλισμένο με έναν ολοκαίνουργιο υπολογιστή, και με μερικά κινητά τηλέφωνα τελευταίας τεχνολογίας. Οι βρικόλακες ήταν μια αρχαία ράτσα, αλλά δεν έπαυαν να ζουν στο σήμερα. Δεν υπήρχαν παλιά ξύλινα φέρετρα με βελούδινες επενδύσεις, δεν υπήρχαν κρύπτες με μανουάλια, ιστούς αράχνης, αρχαία σκόνη και αλλόκοτα αγάλματα.
«Σου αρέσει;» με ρώτησε η Πολέτ βλέποντάς με να κοιτώ τα πάντα με ορθάνοιχτα, αχόρταγα μάτια.
Γύρισα και την κοίταξα.
«Ναι», είπα, ακούγοντας εκείνο το γρατζούνισμα στον λαιμό μου — σημάδι πως είχα κρυώσει ή πως… πως έπρεπε να φάω κάτι. «Όλα είναι τέλεια», συμπλήρωσα, περισσότερο από αμηχανία αλλά και για να επιβεβαιώσω, επίσης, εκείνο το ύποπτο πρόβλημα με τον λαιμό μου.
«Θα ξεκουραστούμε λίγο τώρα», παρενέβη ο Ραούλ, κάνοντας την καρδιά μου να ριγήσει από αγαλλίαση.
«Βεβαίως», είπε βιαστικά η Πολέτ και, με τον Ρεν δίπλα της, αποσύρθηκαν προς τη σκάλα. «Αν χρειαστείτε κάτι…»
Άφησε την πρότασή της μισοτελειωμένη. Τα βήματά τους χάθηκαν πίσω από την κουρτίνα που ο Ραούλ τράβηξε ξανά για να κλείσει την κρύπτη, απομονώνοντάς μας από το υπόλοιπο σπίτι. Μια αμηχανία με κάλυψε ολόκληρη ξαφνικά, σαν να με σκέπαζαν δυο πελώριες φτερούγες. Αυτή εδώ ήταν μια στιγμή αποκάλυψης· κάτι απολύτως καινούργιο στη ζωή μου. Ένα νέο κεφάλαιο. Δεν ήμουν σε διαδικασία αλλαγής πια — ήμουν εδώ, μαζί του, την πρώτη ώρα της κοινής μας ζωής… και της κοινής μας μοίρας. Μόνο που δεν ήξερα πώς να φερθώ, τι να πω και τι να κάνω. Δεν ήξερα τίποτε. Δεν είχα ιδέα, γιατί ήμουν… ήμουν γεννημένη από την αρχή.
Όμως αυτό το ήξερε και ο Ραούλ. Και ήξερε και πώς να το χειριστεί. Μπορούσε να κάνει τα πάντα, και σίγουρα ήξερε πώς να παρηγορεί μια γυναίκα — πώς να παρηγορεί, ιδίως, τη γυναίκα του.
Καθώς γύρισε να με κοιτάξει, συνειδητοποίησα πως, με τις κουρτίνες καλά τραβηγμένες, δεν υπήρχε καθόλου τεχνητός φωτισμός εκεί, πίσω από τις βιβλιοθήκες. Παρ’ όλα αυτά, έβλεπα τα πάντα ολοκάθαρα. Όμως όχι σαν να ήταν ανοιχτή μια λάμπα — τουλάχιστον όχι μία «φυσιολογική» λάμπα. Αλλά σαν να μπορούσα να διακρίνω την αύρα που υπήρχε σε κάθε αντικείμενο και περιέβαλλε κάθε επιφάνεια. Ένα παραπάνω: κάθε ζωντανό σώμα ήταν πολύ πιο έντονο σε σχέση με τα άψυχα. Το είχα παρατηρήσει και πριν, στον διάδρομο και στο αυτοκίνητο, αλλά μόλις τώρα το αντιλαμβανόμουν πλήρως. Οι άνθρωποι, τα πουλιά, και πιθανότατα οτιδήποτε ανέπνεε, ξεχώριζαν από τα υλικά αντικείμενα σαν να είχαν πιο ισχυρή, πιο «φωτεινή» υπόσταση. Έβλεπα τον κόσμο διαφορετικά, χωρίς τους περιορισμούς της κοινής όρασης που με δέσμευαν μέχρι χθες. Κι αυτό ήταν συναρπαστικό από μόνο του.
Όμως πιο συναρπαστικός —χίλιες φορές πιο συναρπαστικός— ήταν εκείνος. Εκείνος… και όλα αυτά που τα μάτια του υπόσχονταν ότι θα μου κάνει. Εκεί. Στο κρεβάτι μας με τον ουρανό, που ήταν καλά κλεισμένο με εκείνο το πτυχωτό σκούρο ύφασμα, σαν ένα ξεχωριστό και προστατευμένο σύμπαν, μακριά από όλο τον υπόλοιπο κόσμο — μακριά από όλους τους ανθρώπους, μακριά από τα τραύματά τους, και μακριά από τα όπλα τους.
Και ο Ραούλ Τσαντ —και ήμουν βέβαιη πως όλοι το ήξεραν αυτό— πάντα κρατούσε τις υποσχέσεις του.
* * *
Όσο για μένα… όσο για μένα, έμεινα απλώς να τα ξαναζώ όλα στο μυαλό μου καθώς μετά από μία ώρα στάθηκα κάτω από το νερό του ντους στο μικρό μπάνιο, για να πλυθώ με το ωραίο πράσινο σαπούνι από ευκάλυπτο που είχε εκεί, χαϊδεύοντας το σώμα μου εκεί που με χάιδευε προηγουμένως αυτός, κρατώντας τα μάτια μου κλειστά μα εξακολουθώντας να τον βλέπω μέσα μου και να τον νιώθω παντού επάνω μου, και να ξέρω με απόλυτη σιγουριά πως ήταν αυτός, αυτός, ο εκλεκτός των εκλεκτών, και πως εγώ ήμουν η τυχερή και η προορισμένη να ενωθεί μαζί του, στον αιώνα. Με την καρδιά, την ψυχή, το πνεύμα και το σώμα μου. Εκείνο το σώμα που ανατρίχιαζε κάτω από το νερό καθώς ξαναθυμόταν και έπαιζε ξανά και ξανά σε μια εσωτερική οθόνη του μυαλού μου τη συμφωνία της σάρκας που είχε προ ολίγου τελειώσει με έναν θρίαμβο στο κρεβάτι με τον ουρανό. Στο κρεβάτι μας.
«Ραούλ…» είπα με την ανάσα μου κομμένη και πνιχτή, την πλάτη μου κολλημένη στα υγρά πλακάκια του μπάνιου, τα δάχτυλα των ποδιών μου μαζεμένα, και με τα γόνατά μου λυγισμένα και σχεδόν ανήμπορα να εξακολουθούν να με στηρίζουν καθώς το νερό με έλουζε με δύναμη. «Ραούλ. Ραούλ».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 56
Άνοιξα τα μάτια μου νιώθοντας το χάδι του στα μαλλιά μου. Δεν ήθελα τίποτε άλλο από αυτό. Το χέρι του να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Όλα τα άλλα μπορούσαν να…
Ω Θεέ μου η πείνα.
Η ΠΕΙΝΑ.
Ο πόνος στο στομάχι μου ήταν κατακλυσμιαίος. Ένιωσα κάτι σαν χέρι να αρπάζει τα σωθικά μου από μέσα και να τα στρίβει — ένα χέρι φτιαγμένο από κομμάτια θρυμματισμένου γυαλιού.
«Πεθαίνω», του είπα, αν και πολύ αμφιβάλλω ότι κατάλαβε τι έλεγα.
Όμως δεν χρειαζόταν να καταλάβει. Ήξερε. Το περίμενε. Και ήταν προετοιμασμένος.
«Μη», μου είπε, βάζοντας το χέρι του στο σβέρκο μου και ανασηκώνοντάς μου το κεφάλι. «Πιες αυτό».
Ο πόνος μέσα μου ούρλιαζε και συστρεφόταν. Από στιγμή σε στιγμή θα τιναζόμουν στο ταβάνι ή θα περνούσα κάτω από τις σανίδες του πατώματος. Θα τρελαινόμουν, θα…
Έφερε την κούπα που κρατούσε κάτω από το στόμα μου εξακολουθώντας να με κρατάει γερά, και την έγειρε ελαφρά για να κυλήσει λίγο από το περιεχόμενό της στα χείλη μου. Προσπάθησα να ξεφύγω από τη λαβή του γιατί ο πόνος στην κοιλιά μου με διέλυε, αλλά… αλλά η επαφή και μόνο με εκείνο που μου είχε δώσει να πιω τον καταλάγιασε. Τον καταλάγιασε με έναν τρόπο μαγικό. Με την πρώτη γουλιά που ήπια από το ποτό του, ο πόνος εξαφανίστηκε τελείως. Και, με την επόμενη γουλιά, αντικαταστάθηκε από ένα αίσθημα γαλήνιας πληρότητας — από μια ζεστασιά που απλωνόταν στο σώμα μου σαν μέλι που έχει μισολιώσει δίπλα από το τζάκι. Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι μας γλείφοντας τα χείλη μου και του πήρα την κούπα από τα χέρια. Την έφερα στο στόμα μου και τη στράγγισα ολόκληρη, μέχρι την τελευταία της σταγόνα. Ήταν νέκταρ.
Το πρώτο μου γεύμα. Το πρώτο μου πραγματικό αίμα.
Ο Ρεν με την Πολέτ είχαν βγει από πολλές ώρες τώρα για να τακτοποιήσουν υποθέσεις του σπιτιού, ή μάλλον αυτής της ιδιότυπης «οικογένειας». Υπήρχαν ένα σωρό πράγματα έπρεπε να γίνουν: επισκευές, μίσθωση συνεργείων, εξασφάλιση εχεμύθειας, μικρές πωλήσεις και ανταλλαγές, αγορές… Πράγματα που έπρεπε να γίνουν για να συνεχιστεί κατά το δυνατόν αδιατάρακτα αυτή η ζωή.
Καθόμουν με τον Ραούλ στον κυρίως όροφο της μεζονέτας, δίπλα στο παράθυρο του σαλονιού, στις δυο πολυθρόνες δεξιά και αριστερά από το τραπεζάκι, απολαμβάνοντας τη θέα της νυχτερινής Πράγας, που φωτιζόταν από χιλιάδες μικρά και μεγαλύτερα φώτα. Ήταν φαντασμαγορικά. Ήταν σαγηνευτικά. Και ιδίως το θρυλικό Κάστρο της με τον ναό του Αγίου Βίτου. Ήμασταν μισοξαπλωμένοι στις θέσεις ακριβώς όπου καθόμουν και πριν από δύο μέρες με την Πολέτ — ή μήπως ήταν τρεις; Δεν μπορούσα να θυμηθώ εκείνη τη στιγμή, όλα ήταν ακόμη τελείως μπερδεμένα στο μυαλό μου· αλλά δεν με πείραζε κιόλας. Σημασία είχε που από τότε είχαν περάσει τόσο πολλά — σημασία είχε που είχα βρει τον άντρα της ζωής μου — σημασία είχε που είχα ανταλλάξει τη δική μου προηγούμενη ζωή με μιαν άλλη, μεγαλύτερη, καλύτερη, ανώτερη ίσως από κάποιες απόψεις… και ξένη. Ξένη ως προς οτιδήποτε ήξερα ώς τότε, και ως προς οτιδήποτε ήξερε οποιοσδήποτε άλλος, οποιοσδήποτε φυσιολογικός άνθρωπος. Ήταν ένα ταξίδι όλο αυτό που είχα ξεκινήσει, και που ευχόμουν κάθε του στάση, κάθε χιλιόμετρο της διαδρομής του, να ήταν το ίδιο καλό με το τώρα. Γιατί το τώρα… α, το τώρα ήταν μαγεία. Ήταν ένα θαύμα.
Μα όχι επειδή είχα γίνει αυτό που έγινα.
Αλλά επειδή ήμουν δίπλα σε εκείνον τον άντρα.
Χωρίς να μιλάω, έκατσα και τον κοιτούσα, καθώς ατένιζε τη θέα από το παράθυρο. Το βλέμμα του ήταν μελαγχολικό και σοφό, γλυκό και σοβαρό, ανήσυχο και πλημμυρισμένο μιαν αγγελική ηρεμία. Όλα αυτά μαζί, όλα αυτά ταυτόχρονα, σε σημείο που δεν ήξερα ποιο από όλα ξεχώριζε και είχε το πάνω χέρι. Μα εντέλει το κατάλαβα: ήταν όλα μαζί. Αυτός ο άντρας είχε ζήσει τόσα, και επί τόσο πολλά χρόνια, επί τόσες εποχές, που πια δεν υπήρχε κάτι που να τον εκπλήσσει ή να τον κάνει να θαυμάζει, ή να φοβάται, ή οτιδήποτε άλλο. Ρουφούσε τη ζωή όπως τού δινόταν και έλαμνε μέσα στο ρεύμα της με τη δική του αόρατη βάρκα. Αγαπούσε και θυμόταν, πολεμούσε και κρυβόταν στη σκιά, μένοντας πάντα στο περιθώριο μιας κοινωνίας και ενός κόσμου που δεν μπορούσε και δεν γινόταν να τον δεχτεί.
Αλλά ήταν και τόσο ωραίος. Τόσο μοναδικός… Δεν μπορούσα να πιστέψω στην τύχη μου, δεν μπορούσα να πιστέψω πώς εκείνη η παλιά γραμμή αίματος με ένωσε τελικά μαζί του — μια συγγένεια για την οποία δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Χάρη σ’ αυτό τον άντρα, είχα γίνει από μία γυναίκα που το είχε σκάσει από τα πάντα, κάτι… κάτι άλλο… και κάτι —σκέφτηκα ξαφνικά με ένα ανατρίχιασμα— που επίσης έπρεπε να το σκάσει από τα πάντα. Και αυτή τη φορά κυριολεκτικά από τα πάντα. Δεν θα υπήρχε φυσιολογική ζωή για μένα πια. Δεν θα υπήρχαν δουλειές που θα έκανα, μουσεία και γκαλερί που θα επισκεπτόμουν, ταινίες που θα έβλεπα στον κινηματογράφο ή ταξί που θα καλούσα για να με πάνε σε ένα εστιατόριο. Δεν θα υπήρχαν δρόμοι, πάρκα, εκδρομές και ταξίδια. Όχι: θα ήμουν πάντα εδώ — πάντα μαζί του. Πάντα στη σκιά, και στη νύχτα: στο σκοτάδι. Και πάντα πολεμώντας εκείνους τους φονιάδες με τα στρατιωτικά ρούχα παραλλαγής, τις κουκούλες και τα παλιά σπαθιά, για τους οποίους έπρεπε να ρωτήσω άμεσα τον Ραούλ.
Αναρωτήθηκα αν με πείραζε αυτό, και μου ’ρθε να γελάσω.
«Τι έχεις;» μου είπε.
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Τίποτε», του είπα. «Σκέφτηκα… σκέφτηκα πόσο μικρά και πόσο λίγα είναι όλα αυτά».
«“Όλα αυτά”;»
«Ναι. Όλα αυτά. Όλα αυτά που βλέπουμε από το παράθυρο, Ραούλ. Οι άνθρωποι. Τα σπίτια. Οι ανησυχίες τους. Τα όνειρά τους. Τα προβλήματά τους. Όλα τους. Είναι μικρά. Τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό που ζω εγώ. Μ’ αυτό που ζω χάρη σε σένα».
Αναστέναξε.
«Δεν είναι έτσι», είπε απαλά, ενώ το γκρίζο των ματιών του θάμπωσε και λαμπύρισε διαδοχικά. «Θα έρθουν στιγμές που θα σου λείπουν όλα αυτά. Όλα. Κυριολεκτικά. Το να μπεις σε έναν φούρνο για να αγοράσεις ένα ψωμί, ή ένα γλυκό. Toνα βρεθείς με μερικούς άλλους ανθρώπους στην ουρά για μία παράσταση. Όλα, Μίνα. Το εννοώ. Και έπειτα…» Αναστέναξε πάλι και σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, πλησιάζοντας κι άλλο το παράθυρο. «Και έπειτα, ξέρεις, όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι μοναδικοί. Και η ζωή του καθενός τους είναι μια ζωή που αξίζει όσο η αιωνιότητα. Είναι σπουδαίες ζωές, όλες τους. Ζυγίζουν χρυσάφι. Ζυγίζουν τα πάντα». Γύρισε και με κοίταξε. «Θα έρθει μια ώρα, και μετά κι άλλη, κι άλλη, που θα το θυμηθείς αυτό, αγάπη μου».
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Δεν με νοιάζει. Όχι όσο έχω εσένα. Γιατί σε έχω. Κι αυτό είναι που μετράει τελικά».
Μου χαμογέλασε και, σκύβοντας, χάιδεψε απαλά τα μαλλιά μου περνώντας το χέρι του από μέσα τους. Ήταν μια κίνηση που δεν την είχε προμελετήσει, και που σχεδόν με έκανε να κλάψω από ευχαρίστηση. Δεν πίστευα πως θα μπορούσε να είναι τόσο… ανθρώπινος.
«Κι εγώ, επιτέλους, έχω εσένα», είπε. «Και μπορώ, εκτός από όλα τα άλλα, να ξεκουραστώ επιτέλους και να ηρεμήσω. Μου έχει λείψει τόσο πολύ αυτό, που σχεδόν δεν το θυμάμαι πια. Δεν θυμάμαι πώς είναι».
Του ανταπέδωσα το χαμόγελο.
«Είναι σαν να ξυπνάς σε ένα κρεβάτι», είπα παίρνοντας τον λόγο, «και να έχεις τα μάτια κλειστά, αλλά να ξέρεις πως δεν είσαι μόνος, πως δίπλα σου είναι ο άνθρωπος που αγαπάς. Και πως, έτσι και μετακινήσεις λίγα εκατοστά το χέρι σου, θα τον ακουμπήσεις. Θα ακουμπήσεις τη σάρκα του».
Λύγισε τα πόδια του και γονάτισε δίπλα μου, εξακολουθώντας να μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Ναι», είπε. «Ναι».
Μείναμε έτσι αγκαλιασμένοι, χωρίς να μιλάμε, για ώρα.
Καταλαβαίνοντας πως καμία απολύτως έγνοια δεν έβρισκε την ευκαιρία να εντοπίσει τρωτά σημεία στο μυαλό μου για να περάσει από εκεί και να σκοτεινιάσει τη σκέψη μου, χαλάρωσα απολύτως και έσκυψα όλη από πάνω του, κοιτώντας τη θέα από το παράθυρο με μια αίσθηση πληρότητας στην καρδιά μου. Τέτοια που δύσκολα μπορούσε να νιώσει κάποιος αν δεν ήταν θεός ή παιδί.
«Σε αγαπώ», του είπα.
«Μίνα», είπε μόνο, και με έσφιξε με τα δυνατά του μπράτσα. Και μετά: «Πάμε».
Ήμουν σίγουρη πως εννοούσε το κρεβάτι μας, και χαμογέλασα με σημασία — και με την καρδιά μου να πεταρίζει.
Το κατάλαβε, και μου χαμογέλασε κι αυτός. Αλλά αμέσως μετά γύρισε και κοίταξε το παράθυρο.
«Ποτέ δεν θα σε χορτάσω», είπε. «Σου το υπόσχομαι. Όμως τώρα θέλω να σου δείξω κάτι άλλο…»
«Τι;» ρώτησα.
Ήμουν ενθουσιασμένη, αν και προσπαθούσα να μην το δείχνω περισσότερο από όσο πίστευα ότι έπρεπε. Είχα ένα σοφό πλάσμα δίπλα μου, που δεν το λαχταρούσα μόνο, αλλά και το σεβόμουν.
Προχώρησε προς το παράθυρο και στάθηκε δίπλα στο τζάμι, με το σώμα του να περιβάλλεται από τη νυχτερινή όψη της Πράγας. Ψηλός, αδύνατος, μυώδης, με εκείνο το μαύρο κοστούμι και το παλιομοδίτικο μαύρο ζιβάγκο από μέσα, ήταν ο ορισμός του κλασικού στιλ που δεν θα υπάκουε ποτέ σε δεσμευτικούς κανόνες. Κοίταξα τα δικά μου ρούχα, εκείνα που μου είχε δανείσει η Πολέτ: ένα κολάν που λαμπύριζε ανάλογα με το φως, γόβες και ένα τισέρτ. Και, στο μπράτσο της πολυθρόνας, ένα λεπτό δερμάτινο μπουφάν που μου έφτανε ώς τη μέση.
«Σήκω», μου είπε, και τον υπάκουσα αμέσως φορώντας αντανακλαστικά το μπουφάν μου. «Θα πάμε μια βόλτα», συνέχισε.
Ενθουσιάστηκα ακόμη περισσότερο και ανέβασα το φερμουάρ με ένα πλατύ χαμόγελο, καθώς στρεφόμουν προς την πόρτα.
«Όχι», μου είπε. «Όχι. Θα πάμε από εδώ».
Και, γυρνώντας για να με κοιτάξει και να με προσκαλέσει, άνοιξε το παράθυρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 57
Δεν μπορούσε να είναι πιο απλό. Απλώς με αγκάλιασε από τους ώμους και τη μέση, σαν να χορεύαμε.
Και δεν μπορούσε να είναι πιο μαγικό. Τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο μαγικό από αυτό. Τίποτε. Και ποτέ.
Τίποτε δεν είναι πιο ονειρικό από το να πετάς.
* * *
Η πόλη από κάτω μας ήταν ένα χαλί από σκούρους όγκους και φώτα, ένα τρισδιάστατο χαλί από στερεές σκιές, από σιλουέτες βαλμένες τη μια δίπλα στην άλλη που συνέθεταν μία μακέτα της Πράγας σε φυσικό μέγεθος. Ένα παιχνίδι για παιδιά Τιτάνων.
Πιασμένη από τους ώμους του, με τα ρεύματα του αέρα να παίζουν με τα μαλλιά μου, καταλαβαίνοντας πως έκανε κρύο εκεί ψηλά μα χωρίς να κρυώνω στ’ αλήθεια, αφέθηκα στη μαγεία της πτήσης με μια έξαρση στην καρδιά που δεν ήταν δυνατόν να συγκριθεί με κανένα άλλο συναίσθημα στη ζωή μου — αν εξαιρούσες όσα ένιωθα παραδομένη στην αγκαλιά του, στο κρεβάτι μας.
Δεν ήταν πτήση, δεν ήταν πέταγμα: ήταν χορός· ήταν μουσική, και ήταν αρμονία. Ένα βασιλικό πανηγύρι. Ήταν η μεγάλη έκπληξη που μου είχε ετοιμάσει, το δώρο του για την αλλαγή μου και για την ένωσή μας. Ένα δώρο ατίμητο, ανεπανάληπτο και… και σπουδαίο.
«Δεν το πιστεύω», είπα μέσα στο αυτί του, σαν να ήμουν έφηβη.
Δεν βρήκα άλλα λόγια. Όλα ήταν τόσο… τόσο τέλεια, που οι λέξεις δεν μου έφταναν για να εκφραστώ. Τις έχανα, μου κρύβονταν, έλιωναν σαν ζάχαρη στον λαιμό μου.
«Κοίτα!» του είπα δείχνοντάς του τον υπέροχο Μολδάβα, να κυλά άγρυπνος στην κοίτη του που έπαιρνε δύο μεγάλες διαδοχικές στροφές.
Ο Ραούλ γέλασε απολαμβάνοντας τον ενθουσιασμό μου, κι εγώ συνέχισα να του δείχνω τα τοπόσημα της Πράγας με το δάχτυλο και να γελάω κι εγώ, με το στήθος μου να γεμίζει αέρα και χαρά και μια αγαλλίαση παιδιού που βρίσκει το χαμένο του παιχνίδι.
Εξακολουθήσαμε να πετάμε πάνω από την πόλη και τα πάρκα της, πάνω από τα κύματα των σπιτιών της με τις όμορφες στέγες τους, πάνω από τον ποταμό και τους πύργους, τις εκκλησίες και τα μέγαρά της, ξέροντας πως εκεί ψηλά, και εκείνη την προχωρημένη ώρα, δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να μας δει οποιοσδήποτε από την επιφάνεια του εδάφους, ακόμη και αν είχε τα μάτια του στραμμένα στον ουρανό.
«Ο Πύργος του Ζίζκοβ!» είπα ξαφνικά, δείχνοντάς του το πανύψηλο φουτουριστικό κτίριο της τηλεόρασης που εδώ και λίγα χρόνια φιλοξενούσε ένα εστιατόριο κοντά στην κορυφή του, καθώς και ένα παρατηρητήριο για τους επισκέπτες, εκατό ολόκληρα μέτρα πάνω από το έδαφος.
«Σου αρέσει;» μου είπε.
«Πολύ!»
«Πάμε λοιπόν».
Πριν προλάβω να πω ή και να σκεφτώ οτιδήποτε, είχαμε γείρει στο ρεύμα του αέρα και πετούσαμε προς τα εκεί, σαν δυο ερωτευμένα πουλιά που συγχρονίζουν τα φτερά τους ή σαν να κάναμε σερφ σε ένα αόρατο κύμα της θάλασσας.
Προσγειωθήκαμε μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα πτήσης στην κορυφή του παρατηρητηρίου, και μόνο εκεί με άφησε από την αγκαλιά του, για να περάσει το χέρι από τα μαλλιά του, στρώνοντάς τα με μια φυσική, και φυσιολογική, κίνηση που με έκανε να ανοίξω το στόμα μου σε ένα πλατύ χαμόγελο.
«Είσαι ένα μεγάλο παιδί», του είπα και, τεντώνοντας το σώμα μου, σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και τον φίλησα στο στόμα χωρίς να τον αφήσω να πάρει ανάσα.
Έδειξε να κοκκινίζει καθώς με έπιανε από τη μέση και με κοιτούσε στα μάτια με το πανέμορφο γκρίζο, λυκίσιο βλέμμα του.
«Να υποθέσω ότι σου αρέσει λοιπόν;»
«Μόνο μού αρέσει; Είναι το πιο συναρπαστικό πράγμα στον κόσμο. Το λατρεύω! Θέλω να με πηγαίνεις κάθε βράδυ μια τέτοια βόλτα. Να μη βαρεθείς ποτέ — μου το υπόσχεσαι;»
Γέλασε.
«Σ’ το υπόσχομαι, ναι. Μόνο που δεν χρειάζεται να σε πηγαίνω. Γιατί…» Έγειρε τον λαιμό του όπως το συνήθιζε. «Γιατί μπορείς και μόνη σου, Μίνα».
«Ορίστε;» Τι μου έλεγε εκεί πέρα;
«Ω, ναι», είπε. «Μπορείς τα πάντα. Όσα και εγώ, και ίσως και άλλα. Ίσως μάλιστα και πολύ περισσότερα. Πράγματα που μένει να μάθεις, στην πορεία».
«Ραούλ… Εγώ ποτέ δεν θα…»
Έσκυψε και με φίλησε, διακόπτοντάς με. Ήταν το πιο γλυκό φιλί που έδωσε ποτέ άνθρωπος.
«Μίνα Χάρπερ. Δεν είσαι πια αυτή που ήσουν».
«Δεν είμαι πια αυτή που;…» επανέλαβα.
«Όχι. Όχι πια. Είσαι κάτι άλλο. Κάτι πέρα για πέρα διαφορετικό. Κάτι ιδιαίτερο. Και σπάνιο. Είμαστε πολύ σπάνιοι εσύ κι εγώ, Μίνα».
Σπάνιοι. Θεέ μου.
«Κι αυτό σημαίνει ότι…;»
Κούνησε το κεφάλι του αργά και με νόημα.
«Ακριβώς. Μεταξύ πολλών άλλων που θα μάθεις στη συνέχεια, πράγματα που έχουν να κάνουν με τον έλεγχο όλων των αισθήσεών σου, και των έξι, αυτό σημαίνει ότι, τώρα πια, πετάς».
«Των… των έξι». Ξεροκατάπια. «Πε…πετάω… Πετάω κι εγώ».
Μου χαμογέλασε πλατιά.
«Ακριβώς», είπε πάλι. «Δεν είναι υπέροχο;»
«Νομίζω πως θα λιποθυμήσω», του είπα.
«Και θα χάσεις όλη αυτή τη θέα;»
«Δεν θα ήταν έξυπνο, ε;»
Κούνησε το κεφάλι του. Ήταν ακαταμάχητος.
«Νομίζω πως όχι πολύ. Αλλά και πάλι, θα έχεις άπειρες νύχτες μπροστά σου για να απολαύσεις την πόλη. Και όχι μόνο αυτή την πόλη, αλλά και όλες τις άλλες. Τη Ρώμη, το Παρίσι, το Λονδίνο. Τη Νέα Υόρκη».
«Την ξέρω τη Νέα Υόρκη», είπα, καταλαβαίνοντας την τελευταία στιγμή ότι έκανα λάθος.
«Δεν την ξέρεις όμως από ψηλά».
«Δεν την ξέρω από ψηλά, όχι! Την ξέρω από πολύ-πολύ χαμηλά…» Ξεφύσησα φουσκώνοντας τα μάγουλά μου. «Πώς γίνεται;» είπα.
«Είναι απλό, θα δεις. Θα σου μάθω».
«Όχι, εννοώ… Εννοώ πώς γίνεται και έχω και εγώ όλα αυτά που…»
Σταμάτησα. Με κοίταξε. Τον κοίταξα.
Ήξερα.
«Ω Θεέ μου, Ραούλ, ακόμη δεν το έχω συνηθίσει».
«Είναι λογικό, γλυκιά μου. Το αντίθετο θα ήταν το παράξενο. Να τα δεχόσουν όλα αυτά σαν να ήταν… φυσιολογικά». Μου χάιδεψε τους ώμους. «Όμως εντέλει είναι. Να το θυμάσαι αυτό. Δεν είμαστε τέρατα, όπως λες κι εσύ.. Απλώς είμαστε… διαφορετικοί».
«Μου αρέσει αυτό».
«Κι εμένα μού αρέσεις εσύ».
«Όχι περισσότερο από όσο αρέσεις εσύ σε εμένα, Ραούλ Τσαντ».
«Πάμε ένα στοίχημα;»
«Δεν έχω καθόλου λεφτά για να βάλω στοίχημα. Κι εσύ πάλι είσαι πλούσιος».
«Ναι», είπε με ένα πλατύ χαμόγελο. «Είμαι. Είμαι πολύ πλούσιος».
«Δεν με συμφέρει».
«Όχι, καθόλου».
Γέλασα και στράφηκα προς το κενό, και προς τη θέα που απλωνόταν πέρα από το μπαλκόνι του παρατηρητηρίου. Προς την πλατιά, παλιά και καινούργια, μυστηριακή και μοντέρνα, πόλη της Πράγας που ξεδίπλωνε την ομορφιά της κάτω από το βλέμμα μας. Το σκοτάδι την τύλιγε με τον μανδύα του, χωρίς όμως να εμποδίζει την όρασή μου. Αντιλαμβανόμουν το σκοτάδι, αλλά μπορούσα να βλέπω μέσα του όσα ήθελα να δω. Ήταν μια εμπειρία που δεν θα μπορούσα να περιγράψω σε έναν… σε έναν άνθρωπο.
Ανατρίχιασα καθώς αναλογιζόμουν για άλλη μία φορά τη χαώδη απόσταση που με χώριζε πλέον από όλους τους άλλους ανθρώπους, τους… τους κανονικούς. Μπορούσα να πετάξω. Μπορούσα να δω μέσα στο σκοτάδι. Κοιμόμουν τη μέρα και ξυπνούσα το βράδυ. Ξυπνούσα με μία άγρια πείνα… μια πείνα που έπρεπε να κατευναστεί με ένα ποτήρι αίμα… Διέθετα μία έκτη αίσθηση, ό,τι και να σήμαινε αυτό, που αγνοούσα πλήρως μέχρι αυτή τη στιγμή. Και ποιος ξέρει ακόμα τι άλλο. Ποιος μπορούσε να ξέρει τι άλλο εμπόδιο με χώριζε από την ανθρωπότητα… Έγειρα στον ώμο του και έμεινα έτσι, να κοιτάζω την πόλη. Σε μια-δυο ώρες θα ξημέρωνε. Ίσως και σε λιγότερο από δύο ώρες. Θα έπρεπε να καταφύγουμε πάλι στην κρύπτη μας, ανήμποροι να ζήσουμε έξω από την προστατευτική φυλακή της. Τουλάχιστον όμως θα ήμασταν μαζί.
Σφίχτηκα επάνω του, εκεί, στον πανύψηλο πύργο, και ένιωσα το χέρι του να αγκαλιάζει τους ώμους μου. Ήταν ωραία. Ήταν μελαγχολικά. Ήταν διαφορετικά.
Ήμασταν μαζί.
Ανεβήκαμε στο παραπέτο του μπαλκονιού μαζί, και φύγαμε μαζί, πιασμένοι χέρι-χέρι μέσα στον νυχτερινό άνεμο που έπαιζε με τα μαλλιά μου και ανατρίχιαζε το δέρμα μου ακόμη και πάνω από τα ρούχα μου, αν και χωρίς να με κάνει να κρυώνω.
Κι έπειτα ο Ραούλ άφησε το χέρι μου.
Και έπεσα.
Και συνέχισα να πέφτω. Σαν φύλλο του φθινοπώρου.
Μέχρι που άρχισα να πετάω. Μόνη.