Μαίρη Νόρντικ: Καυτή Ανάσα - Ένα μυθιστόρημα σε 29 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 58
Προσγειωθήκαμε στην Πλατεία της Παλιάς Πόλης, για να κρυφτούμε γρήγορα μέσα στις σκιές των κτιρίων και στα στενά εκεί κοντά. Περπατούσαμε αγκαλιασμένοι, ενώ εγώ ένιωθα ακόμη σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου την έξαψη του πετάγματος και τους απόηχους από το καρδιοχτύπι που δεν με είχε εγκαταλείψει όσην ώρα έλαμνα στον αέρα, βουτούσα από ρεύμα σε ρεύμα σαν δελφίνι ή στροβιλιζόμουν ίδια με φύλλο από πλατάνι που το παρέσερνε ένας δυνατός, βουβός άνεμος. Το πρόσωπό μου γελούσε και άστραφτε όλο, και ήμουν σίγουρη πως αν με έβλεπε κανείς θα σοκαριζόταν από εκείνο το φως που εξέπεμπα.
Και θα ζήλευε από το πόσο ερωτευμένη φαινόμουν — και από το πόσο ερωτευμένη ήμουν.
«Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω», του έλεγα. «Τι άλλο μού κρατάς μυστικό; Τι άλλο δεν μου έχεις πει;»
«Ω, διάφορα, διάφορα».
Ο Ραούλ φαινόταν να το διασκεδάζει.
«Μα πες μου! Φαινόμαστε στους καθρέφτες;»
«Αν δεν φαινόμασταν, θα είχα κοπεί άπειρες φορές στο ξύρισμα».
Γέλασα με την καρδιά μου.
«Ωραία! Νά κι ένας μύθος λοιπόν. Τι άλλο;… Α! Και το σκόρδο; Τι γίνεται με το σκόρδο;»
«Εκτός από το να μυρίζει τόσο άσχημα;»
«Εκτός από αυτό, ναι».
Το πρόσωπό του σκοτείνιασε λιγάκι.
«Ναι, μας πειράζει. Όχι όπως ένα ξύλινο παλούκι στην καρδιά, αλλά μας πειράζει. Είναι καλό να το αποφεύγεις. Όπως και το ασήμι. Το ασήμι δεν μας κάνει καλό…»
«Νόμιζα πως το ασήμι πειράζει τους λυκανθρώπους»
«Τους πειράζει και αυτούς».
«Αλήθεια; Ώστε υπάρχουν και λυκάνθρωποι; Δεν είναι θρύλος; Δεν…;»
Ο Ραούλ γύρισε και με κοίταξε, χωρίς να απαντήσει.
«Μα πες μου κι άλλα!» επέμεινα μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό, ξεχνώντας για την ώρα τους λυκανθρώπους. «Και βασικά…» —σκέφτηκα ξαφνικά— «…πες μου το κυριότερο: ο Ρεν και η Πολέτ… μπορούν αλήθεια να μας βρίσκουν όσο… καταλαβαίνεις… όσο χρειαζόμαστε;»
Σήκωσε το ένα του φρύδι.
«Αίμα, εννοείς;»
«Ναι…» Δεν μου ήταν εύκολο να λέω τη λέξη. Όχι ακόμα.
«Ναι, μπορούν. Όσο έχουμε χρήματα, μπορούμε να βρίσκουμε όσο θέλουμε. Δεν θα λείψει από κανέναν, δεν κλέβουμε από τα αποθέματα των νοσοκομείων και δεν το στερούμε από κανέναν. Και δεν το παίρνουμε με τη βία. Δεν υπάρχει πρόβλημα μ’ αυτό, να μην ανησυχείς».
«Δεν ανησυχώ».
«Και θα έχουμε πάντα χρήματα».
«Ωραία, ωραία…»
Πράγματι δεν ανησυχούσα, αλλά…
«Τι έχεις; Τι σκέφτεσαι;» Το βλέμμα του ήταν συμπονετικό, όλο ενδιαφέρον και αγάπη. Με πρόσεχε.
«Τίποτε. Δεν ξέρω». Και πράγματι δεν ήξερα. Ήταν μια αίσθηση μοναξιάς, μονάχα, που με κατέλαβε ξαφνικά. Μια περίεργη αίσθηση. «Απλώς είναι όλα αυτά που… όλα αυτά που μαθαίνω μαζεμένα», συνέχισα. «Αυτό. Δεν είναι τίποτε, θα μου περάσει. Θα το συνηθίσω».
«Ναι», είπε με έναν ελαφρύ αναστεναγμό. «Θα το συνηθίσεις. Έτσι γίνεται πάντα».
Τον κοίταξα με λατρεία. Ήταν ένας αδιανόητα δυνατός και γενναίος άντρας, ένας επικίνδυνος άντρας, που όμως μπορούσε να γίνει πολύ εύκολα ο πιο τρυφερός σύντροφος του κόσμου. Ένας πραγματικός άγγελος.
Μισόκλεισα τα μάτια και συνέχισα να βαδίζω στο πλευρό του στα σοκάκια του ιστορικού κέντρου της πόλης, που, επιτέλους, ήταν εντελώς άδεια. Σε μερικές ώρες από τώρα οι πρώτοι τουρίστες θα έκαναν την εμφάνισή τους, και πριν φτάσει το μεσημέρι δεν θα μπορούσες να περπατήσεις εδώ από την πολυκοσμία.
Και, ναι, ήταν όμορφα. Ήταν υπέροχα. Τα βήματά μας αντηχούσαν στους τοίχους που υψώνονταν ολόγυρα καθώς περπατούσαμε στο πλακόστρωτο, γεμίζοντας τα πνευμόνια μας με τη μυρωδιά της Παλιάς Πόλης. Η Πράγα ήταν ένας μυστηριακός θησαυρός που αποκαλυπτόταν σε κοινή θέα. Μα που πολύ λίγοι μπορούσαν να την κοιτάξουν πραγματικά — να κοιτάξουν πέρα από τη γραφική βιτρίνα της. Πολύ λίγοι, και τυχεροί: οι εκλεκτοί. Έσφιξα το μπράτσο του Ραούλ με δύναμη, και έγειρα στο πλευρό του. Ήμουν —και δεν θα σταματούσα να το επαναλαμβάνω στιγμή μέσα στο μυαλό μου— η πιο τυχερή γυναίκα του κόσμου. Κι εκείνος ο πιο όμορφος, ο πιο σέξι και ο πιο δυνατός άντρας της γης.
Και επίσης: ήταν αθάνατος.
Χαμογελούσα ακόμη όταν, καθώς τον ένιωθα να ακινητοποιείται σφίγγοντάς μου την παλάμη, το πρώτο βέλος πέρασε ανάμεσα από τα κεφάλια μας και εξοστρακίστηκε στον τοίχο, ούτε μισό μέτρο μακριά, τινάζοντας καταπάνω μαςκονιορτοποιημένο σοβά, σαν σκάγια από κυνηγετικό όπλο. Το βέλος είχε περάσει ξυστά από το πρόσωπο του Ραούλ, προλαβαίνοντας να αφήσει μία βαθιά κόκκινη χαραγματιά στη γέφυρα της μύτης του. Το είχε ακούσει μόνο όταν είχε φτάσει σχεδόν δέκα εκατοστά το πολύ από το αυτί του. Αλλά το είχε ακούσει, ναι — και είχε σωθεί.
Το επόμενο βέλος είχε στόχο εμένα, και δεν ερχόταν από το πλάι και πίσω αυτή τη φορά, αλλά από μπροστά και δεξιά.
Μα δεν με πέτυχε ποτέ.
Χωρίς να φανεί ότι μετακινούνταν, ο Ραούλ —σαν υδράργυρος που γλιστρούσε μέσα στο σκοτάδι— χάθηκε από το σημείο όπου βρισκόταν και, πριν καν ολοκληρωθεί ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού, υλοποιήθηκε δίπλα μου από την άλλη μεριά, προτάσσοντας το στήθος του για να προστατεύσει τα πλευρά μου.
Είχε τρέξει με όλη του την αφύσικη ταχύτητα για να προλάβει εκείνο το βέλος που προοριζόταν για μένα. Και πράγματι το πρόλαβε.
Και το δέχτηκε στην καρδιά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 59
Τον είδα να χτυπιέται από το βέλος, και ταυτόχρονα άκουσα εκείνο τον φρικτό ήχο του μπηξίματος στο στήθος του, έναν ήχο που δεν θα γινόταν να ξεριζώσω ποτέ πια από μέσα μου — το ήξερα καλά. Στράφηκα μια προς τα δεξιά, προς τη μεριά από όπου είχε έρθει το βέλος, και μια προς τη μεριά του, μόνο και μόνο για να τον δω να πέφτει και να προλάβω, έστω, να τον αρπάξω στην αγκαλιά μου, μιας και δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνω.
Μα δεν ήταν εκεί. Ούτε έπεφτε.
Έχοντας τιναχτεί στον αέρα, είχε πάρει πάλι εκείνη την άλλη, την πρωτόγονη μορφή του, με το υπερυψωμένο μέτωπο, την ανασηκωμένη μύτη και τα αυτιά που στρέφονταν μυτερά προς τα πίσω, ενώ ήδη το στόμα του είχε ανοίξει αφήνοντας να φανούν τα μακριά, σαν ακονισμένα του δόντια — εκείνα τα διατρητικά όργανα που μπορούσαν να εισχωρήσουν στα πάντα. Τα μάτια του, δυο κόκκινες σχισμές από λάβα, τρυπούσαν το σκοτάδι καίγοντάς το, ενώ η πλάτη του είχε καμπουριάσει και τα πόδια του ήταν λυγισμένα, έτοιμα να τιναχτούν σαν βιομηχανικά ελατήρια προς τους εχθρούς μας για να τους σκίσει με τα μακριά, πιο κοφτερά από μαχαίρια νύχια του. Ήταν μια μηχανή του θανάτου.
Ωστόσο, όσο και να φαινόταν πως δεν τον επηρέαζε, εκείνο το βέλος ήταν ακόμη καρφωμένο εκεί — στην καρδιά του. Και ήξερα πως τον πονούσε. Ήξερα πως τον τρέλαινε. Πως του στερούσε την περισσότερη από τη ρώμη του. Και πως τον σκότωνε.
Δεν ήξερα πώς το ήξερα, ή με ποιον μηχανισμό μπορούσα να δω μέσα στο σώμα του και να βγάλω τέτοια συμπεράσματα. Αλλά το ήξερα πράγματι —κι αυτό με σκότωνε κι εμένα. Είχα καταλάβει, είχα νιώσει με μια βίαιη αίσθηση βεβαιότητας πως ο Ραούλ Τσαντ είχε πληγωθεί θανάσιμα. Και τρελαινόμουν. Τρελαινόμουν. Το αίμα μου σφύριζε μέσα στις φλέβες μου, και η όρασή μου άνοιγε, διαπλατυνόταν και γινόταν ακόμη πιο οξεία και πιο διεισδυτική. Το ίδιο και η ακοή μου, που ξάφνου δεν έπιανε μόνο τους ήχους, αλλά οποιαδήποτε δόνηση του αέρα ή του εδάφους, ή και κάθε επιφάνειας γύρω μας. Η όσφρησή μου είχε επίσης ανεβεί επίπεδο, επιτρέποντάς μου να μη μυρίζω απλώς κάποιες έντονες ή χαρακτηριστικές οσμές, αλλά ακόμη και τις πιο αμυδρές, ακόμη και τις απειροελάχιστες διαφοροποιήσεις της τάσης ενός αιθέριου ελαίου πάνω σε μία επιδερμίδα. Και, ναι, χάρη σ’ αυτές μου τις αισθήσεις, μπορούσα να δω ξεκάθαρα πού ήταν οι εχθροί μας, πόσοι ήταν, τι έκαναν, τι είχαν σκοπό να κάνουν, και ποιοι συνιστούσαν τον πιο άμεσο κίνδυνο, είτε λόγω θέσης είτε λόγω δύναμης.
Και ο πιο άμεσος κίνδυνος ερχόταν από πίσω και στα πλάγια, από τον μασκοφόρο άντρα που είχε ρίξει το πρώτο βέλος. Στράφηκα και τον είδα να έχει οπλίσει ξανά τη βαλλίστρα του και να σημαδεύει τον Ραούλ πατώντας ήδη τη σκανδάλη. Πάνω από την κουκούλα του φορούσε ένα ζευγάρι διόπτρες νυχτερινής όρασης. Είχα τεντώσει το χέρι μου και είχα φτάσει κοντά του πολύ πριν το βέλος βγει όλο από την αύλακα της βαλλίστρας. Δεν ξέρω πώς· απλώς συνέβη. Το χέρι μου χτύπησε το τρομερό όπλο με δύναμη αλλάζοντας κατεύθυνση στο βέλος, και στέλνοντάς το να χτυπήσει κάπου ψηλά, πάνω στον τοίχο του απέναντι κτιρίου, όπου διαλύθηκε σε κομματάκια. Χτυπώντας με την ίδια κίνηση τον άντρα που το είχε εκτοξεύσει και νιώθοντάς τον να απογειώνεται και να σκάει με την πλάτη στο πλακόστρωτο μένοντας για την ώρα εκτός μάχης, έτρεχα ήδη προς τον δεύτερο εχθρό, εκείνον που είχε σημαδέψει εμένα. Φορούσε μια λεπτή κουκούλα στο κεφάλι, που του κάλυπτε ολόκληρο το πρόσωπο, και εκείνες τις αναπόφευκτες διόπτρες.
Τη στιγμή που τον κλείδωνα στη ματιά μου, άφηνε να του πέσει η δική του άδεια βαλλίστρα και τραβούσε ένα σπαθί από την πλάτη του, ορμώντας ταυτόχρονα κατευθείαν πάνω στον βαριά τραυματισμένο Ραούλ. Κατάλαβε πως θα έμπαινα στη μέση και με χτύπησε με το σπαθί του στο στήθος, θέλοντας να διαπεράσει το λεπτό δερμάτινο μπουφάν μου και να διαλύσει τους ιστούς μου χύνοντας παντού ολόγυρα το αίμα μου — ωστόσο το κοφτερό μεσαιωνικό του όπλο δεν βρήκε στόχο. Και δεν βρήκε στόχο γιατί είχα πηδήξει από πάνω του τη στιγμή που με κάρφωνε, με έναν τρόπο που ξεπερνούσε κάθε δυνατότητα που είχα ποτέ μου — ή που θα μπορούσα να έχω. Βρέθηκα από πάνω του κάνοντας μία πλήρη περιστροφή στον αέρα, για να ξαναπατήσω στο έδαφος ακριβώς από πίσω του. Η πλάτη του δέχτηκε ένα συντριπτικό χτύπημα με τα δυο μου χέρια ενωμένα, εκτοξεύοντάς τον στην τζαμαρία ενός καταστήματος που πουλούσε ξύλινες χειροποίητες μαριονέτες. Τη διαπέρασε με έναν τρομακτικό θόρυβο, σκορπώντας παντού σπασμένα τζάμια. Ένα φύλλο όμως από την πόρτα έμεινε στη θέση του. Κοιτάχτηκα για μια στιγμή πάνω του, νιώθοντας ένα κύμα φωτιάς να σπαράζει το μυαλό μου. Γιατί ήμουν εκεί, ήμουν αυτή που έβλεπα στο τζάμι, μα πάλι… μα πάλι ήμουν μια άλλη. Ήμουν μεταμορφωμένη. Τα μάτια μου έκαιγαν πυρετικά με μια πορφυρή απόχρωση αναμμένου κάρβουνου, το ανοιχτό στόμα μου άφηνε να φανούν οι μακριοί κυνόδοντές μου, ενώ η μύτη μου είχε μικρύνει και είχε ανυψωθεί.
Ήμουν μια άλλη.
Ήμουν κι εγώ ένα βαμπίρ.
Ένας Θηρευτής.
* * *
Χωρίς να χάσω περισσότερο χρόνο, και καθώς με εκείνη την έκτη αίσθησή μου είχα ήδη νιώσει τις εφεδρείες των εχθρών μας που έσπευδαν επιτόπου, στράφηκα προς τον Ραούλ. Στηριζόταν σε έναν τοίχο, σκυφτός, με το βέλος να προεξέχει από το στήθος του. Έτρεξα και τον πήρα στην αγκαλιά μου, σφίγγοντάς τον και θέλοντας να μεταφέρω μέσα του όλη τη δική μου παγωμένη θερμότητα για να τον δυναμώσω. Μα ήταν αδύνατον.
«Ραούλ», είπα μόνο, με απόγνωση.
Έστρεψε το βλέμμα και με κοίταξε.
«Φύγε», είπε. «Φύγε να σωθείς».
Η μορφή του επανερχόταν στη φυσιολογική, ενώ ήδη τα μακριά του δόντια είχαν χωθεί πίσω στα φατνία τους.
«Όχι», του απάντησα, πιο κοφτά από όσο ίσως θα έπρεπε. «Θα φύγουμε μαζί. Θα γίνεις καλά. Στηρίξου επάνω μου».
Ένα ποδοβολητό ακούστηκε μπροστά μας. Ήταν δύο. Μας πλησίαζαν τρέχοντας. Και ήταν αποφασισμένοι να τελειώσουν τη δουλειά που είχαν αρχίσει οι σύντροφοί τους με εκείνη την άνανδρη ενέδρα.
Κοίταξα αριστερά μου. Στήριξα τον Ραούλ όσο καλύτερα μπορούσα στον τοίχο και, με μια τσιρίδα, εντόπισα τη θέση τους και εκτοξεύτηκα καταπάνω τους έχοντας στο μυαλό μου μόνο ένα πράγμα: την εκδίκηση — εκδίκηση με κάθε τρόπο· αλλά κυρίως γρήγορη. Τους πέτυχα στο στήθος όπως θα τους πετύχαινε μία μεγάλη σιδερένια μπάλα κατεδάφισης, με τα χέρια και τα πόδια μου. Άλλαξαν αμέσως κατεύθυνση σαν να ήταν παιδικά παιχνιδάκια και γκρεμίστηκαν προς τα πίσω, αφήνοντας τα όπλα τους να πέσουν. Τότε μόνο πρόσεξα τις αιχμές που είχαν τα βέλη τους: ήταν ξύλινες. Ήταν… σφήνες.
Ξανασηκώθηκα όρθια ξέροντας πως άλλοι δύο ήταν κρυμμένοι στη στέγη απέναντι. Ήταν ένα διώροφο κτίσμα που φιλοξενούσε καταστήματα στο ισόγειό του, και μία σειρά από δωμάτια για βραχυχρόνια ενοικίαση στους τουρίστες. Και τους είδα. Ήδη έσκυβαν πάνω από το παραπέτο της ταράτσας με τα βέλη τους τεντωμένα. Είχαν και εκείνοιδιόπτρες νυχτερινής όρασης, για να μην αστοχήσουν. Και σημάδευαν. Δεν προλάβαινα. Δεν προλάβαινα!…
Τινάχτηκα ψηλά και έσκισα τον νυχτερινό αέρα σαν ανάστροφος κομήτης. Πέτυχα τον έναν τους την ώρα που εκτόξευε το θανάσιμο βέλος του, στέλνοντάς τον να κυλήσει πίσω, πάνω σε μία από τις καμινάδες. Στράφηκα προς τον άλλον συρίζοντας, με τα μακριά νύχια μου έτοιμα να κόψουν και να σκίσουν σε κομμάτια. Ήταν εκείνη τη στιγμή που άφηνε το βέλος του να τιναχτεί από τη χορδή.
Τον άφησα εκεί, αλώβητο, και πήδηξα κάτω για να φτάσω ξανά στον αγαπημένο μου. Προσγειώθηκα κοντά του και έκανα να τον αγκαλιάσω, όταν το είδα. Το… το βέλος είχε καρφωθεί στο μάτι του, κι εκείνος το κρατούσε με το χέρι. Το…
Όχι.
Δεν είχε καρφωθεί. Το είχε πιάσει στον αέρα ένα χιλιοστό πριν μπηχτεί στο κεφάλι του. Με μία κίνηση που τον πλημμύρισε πόνο, το πέταξε μακριά. Γύρισε και με κοίταξε.
«Φύγε», γρύλισε. «Φύγε τώρα, Μίνα». Έβηξε. «Έρχεται η αστυνομία», συνέχισε, πιο μαλακά αυτή τη φορά. «Δεν πρέπει να σε πιάσουν, αγάπη μου. Δεν πρέπει!…»
Κούνησα το κεφάλι μου. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον ακούσω.
«Έλα εδώ», του είπα, αρπάζοντάς τον στα χέρια μου.
Δεν ήμουν σίγουρη τι θα έκανα, τι είχα στο μυαλό μου να κάνω, ή αν θα πετύχαινε. Δεν ήξερα τίποτα, και δεν πίστευα τίποτα. Όμως έπρεπε να κάνω κάτι, και σίγουρα σε αυτό το κάτι δεν συμπεριλαμβανόταν το ενδεχόμενο να τον αφήσω εκεί, ετοιμοθάνατο και μόνο. Τα μάτια του, γκρίζα σαν του λύκου, με κοίταξαν φτάνοντας μέχρι τα κατάβαθα της ψυχής μου.
Μία σειρήνα ακούστηκε πέρα από το στενά, ανατριχιαστική σαν ξύσιμο ενός μαυροπίνακα με τα νύχια. Ερχόταν η αστυνομία. Ποδοβολητά φανέρωναν ότι κάποιοι έφευγαν από την περιοχή: οι εχθροί μας — οι φονιάδες με τα τόξα και τα σπαθιά, εκείνα τα τέρατα. Η σειρήνα ακούστηκε πίσω από τη γωνία τώρα, καθώς το περιπολικό πλησίαζε, μας έφτανε. Πόρτες και παράθυρα άρχισαν να ανοίγουν από τα σπίτια ολόγυρα, και φωνές ενοίκων και τουριστών γεμάτες απορία και φόβο ακούστηκαν, σε πάνω από δέκα γλώσσες.
«Κρατήσου, Ραούλ», του είπα, τον έσφιξα επάνω μου με όλη μου τη δύναμη και όλη μου την απόγνωση — και… πετάξαμε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 60
Ο Ραούλ γαντζώθηκε από τη μέση και τους ώμους μου, και αμέσως βρεθήκαμε πολλά μέτρα ψηλά στον αέρα. Αλλά ήταν βαρύς. Βαρύς. Και δεν πετούσε από μόνος του. Είχε βάλει όλες τις δυνάμεις που του είχαν απομείνει στην προσπάθειά του να κρατηθεί από πάνω μου. Και ήξερα ακριβώς γιατί. Το κατάλαβα αμέσως, με μια άκρη του νου μου που παρέμενε ψυχρή και επόπτευε την κατάσταση χωρίς να επηρεάζεται συναισθηματικά. Ο Ραούλ αφέθηκε να φύγει μαζί μου γιατί, έτσι και επέμενε να μη με ακολουθήσει, ήξερε πως ούτε εγώ θα αποφάσιζα να φύγω. Ο μόνος τρόπος για να το σκάσω από εκεί, από την παγίδα των κυνηγών και από την αστυνομία, ήταν να φύγει κι εκείνος μαζί μου. Γαντζωμένος από πάνω μου. Αδύναμος. Σχεδόν λιπόθυμος.
Όμως ήταν βαρύς. Βαρύς…
Ένιωσα τα χέρια μου να κόβονται, ενώ ένας τρομερός πόνος σούβλισε τη μέση μου. θα μου έπεφτε. Θα πέφταμε μαζί. Θεέ μου, έπρεπε να κάνω κάτι — κάτι.
* * *
Αν και ξέμενα από δυνάμεις, είχα τουλάχιστον απόλυτη επίγνωση του χώρου. Έκανα μία τελευταία προσπάθεια σφίγγοντας τα δόντια, τη στιγμή που το περιπολικό έστριβε από τη γωνία και πάρκαρε λοξά στον δρομάκο. Μέχρι να ανοίξουν οι πόρτες του και να βγουν έξω οι αστυνομικοί, είχα αλλάξει πορεία και κατευθυνόμουν προς την Παναγία του Τιν, τον γοτθικό ναό που υψωνόταν αγέρωχος στα αριστερά μας. Τον προσέγγισα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, αλλά έπρεπε να φτάσω τουλάχιστον ώς τον εξώστη κάτω από τους δίδυμους πυργίσκους του, που λόγχιζαν τον ουρανό από πάνω μας — έναν ουρανό που στιγμή τη στιγμή άρχιζε να χάνει το σκούρο γκρίζο του χρώμα και να ροδίζει. Αν έφτανα ώς εκεί, κάπου εξήντα μέτρα από το έδαφος, όλα θα πήγαιναν καλά. Έσφιξα κι άλλο τα δόντια και πέταξα προς τα πάνω.
Δεν τα κατάφερα. Χωρίς προειδοποίηση, το αναίσθητο σώμα του Ραούλ μού έφυγε από τα χέρια και άρχισε να πέφτει στο κενό.
Ο κόσμος γκρεμίστηκε μέσα μου και έβγαλα μια τσιρίδα που είμαι σίγουρη πως θα πάγωσε το αίμα όσων έτυχε να την ακούσουν. Την ίδια στιγμή, τινάχτηκα προς το μέρος του και τον άρπαξα από το χέρι, ενώ γάντζωνα τα νύχια του ελεύθερου χεριού μου στο πλέγμα που έφραζε το αψιδωτό παράθυρο κάτω από τον εξώστη. Τον τύλιξα με τα πόδια μου και κολλήσαμε στον τοίχο χωρίς να κουνιόμαστε. Δεν έπρεπε να μας δουν από κάτω. Δεν έπρεπε με τίποτε να μας δουν.
Καθώς δεν άκουγα φωνές, κι ενώ οι αστυνομικοί έτρεχαν δεξιά και αριστερά απασχολημένοι με τους φονιάδες με τις κουκούλες και τα σπαθιά που δεν ήμουν σε κατάσταση να ξέρω με σιγουριά αν είχαν προλάβει να σηκωθούν και να απομακρυνθούν όλοι, κοίταξα ψηλά πάνω από το κεφάλι μου. Ο εξώστης απείχε πέντε με έξι μέτρα, από όσο μπορούσα να υπολογίσω. Τράβηξα προς το μέρος μου τον Ραούλ, που φάνηκε να συνέρχεται προς στιγμήν και να προσπαθεί να με βοηθήσει. Κολλήσαμε στο πλέγμα και οι δύο, και του χάιδεψα το μάγουλο. Ήταν κάτασπρος από το αίμα που είχε χάσει. Αυτό ακριβώς το αίμα που μου είχε δώσει να πιω για να με κάνει γυναίκα του τόσο λίγες ώρες πριν… ή μια ολόκληρη ζωή πριν.
Με τα μάτια μου να δακρύζουν, και έχοντας επίγνωση των δυνάμεων που έβραζαν μέσα μου, τον έβαλα να με αγκαλιάσει από το σβέρκο και άρχισα να σκαρφαλώνω στον κάθετο τοίχο, μπήγοντας τα νύχια μου στη λιθοδομή. Τα μακριά δόντια μου έτριζαν μεταξύ τους, καθώς κάθε έλξη ήταν μαρτυρική, και κάθε βήμα ένα μικρό θαύμα. Ωστόσο δεν θα άφηνα έτσι εύκολα τον θάνατο να μου πάρει τον άντρα που αγαπούσα. Όχι τώρα. Όχι σήμερα. Όχι όσο ακόμα ήμουν ζωντανή.
* * *
Φτάσαμε στο περβάζι του εξώστη και, βάζοντας όση δύναμη μου απέμενε, πέρασα μαζί του από την άλλη μεριά, για να μείνουμε ξαπλωμένοι και οι δύο με την πλάτη εκεί, στην αρχαία πέτρα, εγώ ξέπνοη και πονώντας παντού, παίρνοντας ξανά τη φυσιολογική μου μορφή, και εκείνος…
«Ραούλ!» είπα βλέποντάς τον ακίνητο σαν νεκρό. «Ραούλ, ξύπνα!»
Άνοιξε τα μάτια του πεταρίζοντάς τα. Η ζωή κυλούσε γοργά από μέσα του. Η καρδιά μου γαλήνεψε μια στάλα. Αλλά όχι περισσότερο.
«Ξημερώνει», μου ψιθύρισε πνιχτά. «Πρέπει να…»
«Όχι», είπα. «Όχι. Δεν θα σε αφήσω εδώ. Μην το σκέφτεσαι καν, και μην το ξαναπείς. Ή θα φύγουμε μαζί, ή θα πεθάνουμε εδώ, μαζί».
Ήμουν τόσο απόλυτα κατηγορηματική, που δεν μπορούσε να μου φέρει αντίρρηση.
«Εντάξει». Η φωνή του μετά βίας έβγαινε. «Πάμε όμως αμέσως στο… σπίτι… της Πολέτ… Αλλά πάμε τώρα, Μίνα… αγάπη μου. Τώρα».
«Ναι», είπα ξέπνοα, «ναι. Ναι, ναι, αγάπη μου, τώρα. Θα προλάβουμε. Κάνε μια τελευταία προσπάθεια, σε παρακαλώ. Θα κάνεις;»
Ένευσε καταφατικά, και ανασηκώθηκε στους αγκώνες του. Η παλιά, πρωτόγονη μορφή άρχισε πάλι να αναδύεται από μέσα του, ρωμαλέα και δυνατή για μια τελευταία φορά. Τον μιμήθηκα αμέσως. Κοίταξα τον ουρανό, γλείφοντας με την άκρη της γλώσσας μου τους κυνόδοντές μου, και τρόμαξα από το αχνό του χρώμα, που χρύσιζε και λαμπύριζε στις άκρες. Έμεναν ελάχιστα λεπτά πια.
Και τότε μού ήρθε μία ιδέα. Άπλωσα τον καρπό μου προς το στόμα του, έκοψα τη φλέβα με τα κοκάλινα νύχια του άλλου μου χεριού, και του έδωσα να πιει από το αίμα μου. Ο Ραούλ δέχτηκε το δώρο μου σχεδόν με ευγνωμοσύνη. Τα μάτια του, κόκκινα σαν πυρωμένα σίδερα, δάκρυσαν καθώς με έπινε. Και έπειτα τράβηξε το χέρι μου μακριά του, και σηκώθηκε.
«Σ’ ευχαριστώ», είπε. «Πάμε».
Ανεβήκαμε στο περβάζι και αφεθήκαμε στο ρεύμα του αέρα, γλιστρώντας προς την κατεύθυνση του Μολδάβα. Μου έδειξε τεντώνοντας το χέρι το σημείο όπου ήταν ο στόχος μας. Το αποτύπωσα στο μυαλό μου και σχεδόν εντόπισα από όλη εκείνη την απόσταση το σπίτι της Πολέτ — την κρύπτη μας. Είτε είχε κάτι που την ξεχώριζε, είτε, και το πιθανότερο, όλη μου η προσοχή στρεφόταν προς τα εκεί, προς την ασφάλεια της φυλής μου, όπως η μέλισσα στρέφεται προς την κυψέλη της.
Υπολόγισα πως θα φτάναμε εκεί μετά από δύο, ή τρία το πολύ λεπτά πτήσης. Ήταν αρκετά. Έπρεπε να σταθούν αρκετά. Κοίταξα τον φαρδύ ποταμό που ξανοίχτηκε από κάτω μας. Μαούνες και κλειστά σκάφη είχαν ήδη αρχίσει να πλέουν στα νερά του, ξεκινώντας τη δουλειά της ημέρας. Άλλης μιας μέρας μόχθου και ρουτίνας για όλους εκείνους τους ανθρώπους που ζούσαν φυσιολογικές, στρωμένες ζωές. Χωρίς φονιάδες να πετάγονται πίσω από γωνίες οπλισμένοι με βαλλίστρες, χωρίς τον φόβο του καταστροφικού ήλιου, χωρίς την αιώνια δίψα, εκείνο το ολέθριο πάθος για αίμα. Σχεδόν νοστάλγησα την παλιά μου ζωή — μα όχι πάνω από ένα δευτερόλεπτο. Το επόμενο, έβαζα όλη μου τη δύναμη στην πτήση μου για το καταφύγιό μας. Για την ελευθερία. Σαν νυχτερίδα.
Και πετάξαμε στον αέρα, πλέοντας στην αγκαλιά του σαν ένα διπλό θαύμα.
* * *
«Σε αγαπώ», τον άκουσα να λέει από δίπλα μου λίγο μετά. «Να μη φοβάσαι. Θα έρθω εγώ να σε βρω, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Θα έρθω, Μίνα αγάπη μου».
Στην αρχή χαμογέλασα ακούγοντάς τον, αλλά μετά το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου.
«Τι…;» άρχισα να λέω γυρνώντας να τον δω — μα ήταν ήδη πολύ αργά.
Ο Ραούλ έπεφτε ήδη με ταχύτητα στα νερά του πελώριου ποταμού, με τα άδεια του μάτια καρφωμένα επάνω μου, και με τη ζωή του να συρρικνώνεται σε μια κουκκίδα που χάθηκε, μια κουκκίδα που έσβησε, εξατμίστηκε στον αέρα.
Τη στιγμή που το σώμα του χανόταν στο σκοτεινό νερό με έναν ηχηρό παφλασμό, άρχισα να ουρλιάζω σαν τρελή μαινάδα πάνω από την πόλη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 61
Αντιστάθηκα όσο ήταν δυνατόν στην παρόρμησή μου να τον ακολουθήσω μέσα στα κρύα νερά του Μολδάβα. Αλλά η φωνή του αντηχούσε ακόμη στ’ αυτιά μου: Θα έρθω εγώ να σε βρω, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Θα έρθω, Μίνα αγάπη μου.
Στράφηκα προς το καταφύγιό μας. Ξαφνικά, το είδα με τα μάτια της φαντασίας μου μόνο, παγωμένο και ερημωμένο. Όμως έπρεπε να πάω εκεί. Έπρεπε να πάω, για να τον περιμένω.
Και αυτό ακριβώς έκανα.
* * *
Πέρασα μέσα από το ανοιχτό παράθυρο την ώρα που ο ήλιος ανέτελλε πάνω από την πόλη. Οι ακτίνες του με πόνεσαν και με βασάνισαν, και έτρεξα στην υπόγεια κρύπτη μας για να απομακρυνθώ από κοντά του. Για να μείνω μόνη. Για να κλάψω.
Μου είχε πει αλήθεια; Το εννοούσε; Ή ήταν η τελευταία, η ύστατη προσπάθειά του να με σώσει; Ήξερε πως θα τον ακολουθούσα στο νερό, και πως έπρεπε να με διώξει. Ήξερε πως δεν είχα χρόνο: ο ήλιος ήταν αμείλικτος, και δεν αργούσε ποτέ στο ραντεβού του. Μα δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη για τίποτε. Δεν είχα απαντήσεις. Δεν είχα τίποτα. Δεν είχα αυτόν. Τον Ραούλ.
Θεέ μου, είχα απομείνει ολομόναχη, μια σπαραγμένη ψυχή σε μια ξένη πόλη… και σε μια ξένη ζωή.
Έπεσα μπρούμυτα στο κρεβάτι μου, με το πρόσωπο στο μαξιλάρι που ακόμη είχε την ευωδιά του. Σχεδόν μπορούσα να τον δω εκεί, δίπλα μου, να μου χαμογελάει με το εξαίσιο χαμόγελό του, να με κοιτά με εκείνα τα λυκίσια μάτια, να απλώνει το χέρι του και να μου παίρνει τα μαλλιά από το πρόσωπο, να σκύβει και να φιλά τα χείλη μου με το πιο ωραίο στόμα του κόσμου. Ήταν εκεί… ναι… και ωστόσο έλειπε.
Και θα έλειπε, ίσως, για πάντα.
Έμεινα στην ίδια θέση για ώρα. Ούτε που ήξερα για πόσο — και ούτε που με ένοιαζε να υπολογίσω. Τίποτε δεν είχε σημασία, και τίποτε δεν έβγαζε νόημα πια. Όλα ήταν φτηνά, λίγα, τιποτένια. Όλη η ζωή, είτε της μιας είτε της άλλης μορφής και ποιότητας.
Γύρισα από την άλλη, χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Το μυαλό μου ήταν ένα κουβάρι από άστοχες και μπερδεμένες σκέψεις, και το σώμα μου ένα κουρασμένο σαρκίο που είχε χάσει όσα είχε και δεν είχε. Γιατί θα του έλειπαν πια τα χέρια του,θα του έλειπε το στόμα και η κάψα του. Η φωτιά του.
Τα χέρια, το στόμα, η κάψα και η φωτιά εκείνου.
Ανασηκώθηκα για να τραβήξω τις κουρτίνες του κρεβατιού και να απομονωθώ, όταν είδα την Πολέτ στο έμπα του δωματίου, πίσω από τα παραπετάσματα που το προστάτευαν. Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Κρατούσε μια κούπα στο ένα της χέρι. Και με κοιτούσε με λύπη, συντροφικότητα, επίγνωση και αγάπη. Της ένευσα με το κεφάλι και ήρθε κοντά μου. Πήρα το ποτήρι από το χέρι της και το ’φερα στα χείλια μου.
Ήπια το αίμα του με δυο λαίμαργες γουλιές, και τον ένιωσα παντού μέσα μου, να θάλλει και να με κυριαρχεί.
Και, ναι, θα γυρνούσε.
Ή θα πήγαινα εγώ στην Κόλαση για να τον φέρω πίσω.
Τ Ε Λ Ο Σ
Μαίρη Νόρντικ - Καυτή ανάσα: Διαβάστε εδώ ολόκληρο το μυθιστόρημα