Η εγγύτητα και πώς συνάπτουμε σχέσεις
Υπάρχει ολόκληρη «επιστήμη», η «Proxemics», που μελετά το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι μέσα στον χώρο
Εγγύτητα: Πώς επηρεάζει τις ανθρώπινες σχέσεις.
Η φυσική ή ψυχολογική εγγύτητα μεταξύ των ανθρώπων είναι προϋπόθεση των σχέσεων. Η εγγύτητα μπορεί να σημαίνει συγγένεια ή ομοιότητα, αλλά κατ’ αρχάς σημαίνει μικρή απόσταση: δύο άτομα που μένουν στον ίδιο όροφο ενός κτιρίου έχουν περισσότερη εγγύτητα από εκείνους που μένουν σε διαφορετικούς ορόφους· δύο άτομα με παρόμοιες πολιτικές πεποιθήσεις έχουν περισσότερη εγγύτητα από όσους διαφωνούν μεταξύ τους. Η εγγύτητα είναι ένας από τους παράγοντες που ορίζει ο Jeremy Bentham για να μετρά τη «χρηστική» ευχαρίστηση σε μια μέθοδο γνωστή ως ευδαιμονικός λογισμός.
Το φαινόμενο της εγγύτητας στις ανθρώπινες σχέσεις
Οι άνθρωποι έχουν την τάση να δημιουργούν φιλίες ή ερωτικές σχέσεις με όσους συναντούν συχνά: για παράδειγμα, οι αλληλεπιδράσεις στον χώρο της εργασίας δημιουργούν στενές σχέσεις, ιδιαίτερα όταν σε αυτό το είδος περιβάλλοντος υπάρχει υψηλή συνάφεια μεταξύ των εργαζομένων. Σύμφωνα με όλες τις μελέτες, οι άνθρωποι τείνουν να πλησιάζουν τους ομοίους τους: τους συμπατριώτες τους, τους συναδέλφους τους, τους γείτονές τους - αλλά και όσους βλέπουν συχνά, όσους θεωρούν οικείους. Αυτό το «φαινόμενο της εγγύτητας» εξασθενεί μέσω του Διαδικτύου: οι τηλεδιασκέψεις μειώνουν τα αποτελέσματα που θα είχε η εγγύτητα με υλική παρουσία.
Υπάρχει ολόκληρη «επιστήμη», η «Proxemics», που μελετά το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι μέσα στον χώρο, τι αποστάσεις παίρνουν από τους συνανθρώπους τους και ποιες είναι οι επιπτώσεις της πυκνότητας του πληθυσμού στη συμπεριφορά. Για παράδειγμα, πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι έναντι των γειτόνων τους ή μέσα σε ένα ασανσέρ; Γιατί η εγγύτητα από την παιδική ηλικία αποθαρρύνει τη σεξουαλική έλξη μεταξύ των ατόμων;
Eδώ υπεισέρχεται το φαινόμενο «της έκθεσης» κατά το οποίο οι άνθρωποι τείνουν να αναπτύξουν συμπάθεια ή αντιπάθεια για ανθρώπους και πράγματα απλώς και μόνο επειδή είναι εξοικειωμένοι μαζί τους. Στην κοινωνική ψυχολογία, αυτή η επίδραση μερικές φορές ονομάζεται αρχή της οικειότητας. Το αποτέλεσμα έχει αποδειχθεί με πολλά είδη πραγμάτων, όπως λέξεις, πίνακες ζωγραφικής, εικόνες προσώπων, γεωμετρικά σχήματα και ήχους. Σε μελέτες για τη διαπροσωπική έλξη, όσο πιο συχνά βλέπουν οι άνθρωποι ένα άτομο, τόσο πιο ευχάριστο και συμπαθητικό το βρίσκουν. Ένας μελετητής γνωστός για τη μελέτη του φαινομένου της έκθεσης είναι ο Aμερικανο-πολωνός Robert Zajonc ο οποίος παρατήρησε ήδη από το 1965 ότι η έκθεση σε ένα καινούργιο ερέθισμα προκαλεί αρχικά απόκριση φόβου/αποφυγής σε όλους τους ζώντες οργανισμούς. Αλλά, κάθε επόμενη έκθεση στο ερέθισμα προκαλεί λιγότερο φόβο και περισσότερο ενδιαφέρον για τον οργανισμό που παρατηρεί. Μετά από επανειλημμένη έκθεση, ο οργανισμός που παρατηρεί αρχίζει να αντιδρά με συμπάθεια στο άλλοτε νέο ερέθισμα. Στη δεκαετία του 1960, μια σειρά εργαστηριακών πειραμάτων του Robert Zajonc απέδειξε ότι η απλή έκθεση των συμμετεχόντων σε ένα οικείο ερέθισμα τους οδήγησε να το αξιολογήσουν πιο θετικά από άλλα παρόμοια ερεθίσματα που δεν είχαν παρουσιαστεί νωρίτερα. Μεταγενέστερα πειράματα κοινωνικής ψυχολογίας έδειξαν ότι η έκθεση σε άτομα που αρχικά αντιπαθήσαμε μάς κάνει να τους αντιπαθούμε ακόμη περισσότερο: «δεν μπορώ να τον βλέπω!»
Η πιο προφανής εφαρμογή του φαινομένου της απλής έκθεσης είναι στη διαφήμιση, αλλά η έρευνα σχετικά με την αποτελεσματικότητά του στην ενίσχυση της στάσης των καταναλωτών απέναντι σε συγκεκριμένες εταιρείες και προϊόντα οδηγεί σε ανάμεικτα συμπεράσματα. Δεν υπάρχει «βέλτιστο» επίπεδο έκθεσης σε μια διαφήμιση, αλλά αν η διαφήμιση περιέχει στοιχεία που ξενίζουν —π.χ. στα μάτια των πολύ συντηρητικών Αμερικανών ξενίζουν τα διαφυλετικά ζευγάρια, η γυμνότητα, οι σκηνές σεξ— το μήνυμα χάνεται. Σε ό,τι αφορά τα πολιτικά πρόσωπα, φαίνεται πως το κοινό συνηθίζει ορισμένους πολιτικούς με αποτέλεσμα να τα βαριέται όπως βαριέται τις celebrities που εκτίθενται υπερβολικά· η οικειότητα που προκύπτει από την υπερέκθεση στρέφεται εναντίον τους.