Η μάχη για το ποιος είναι το «αφεντικό» του κυβερνοχώρου και του στιλ απέκτησε ένα νέο όπλο, τον όρο cheugy. Ξέρεις πώς προφέρεται;
Χάσμα γενεών: Και, τελικά, οι εικοσάρηδες τον άλλαξαν τον κόσμο;
Εκεί που ήσουν ήμουνα, κι εδώ που είμαι θα ’ρθεις
Η γενιά που νόμιζε ότι ήξερε τα πάντα: Από τα τηλέφωνα με καντράν στα stories του Instagram
Έχουν περάσει χρόνια (σίγουρα πάνω από μια γενιά) και δεν το θυμάμαι ακριβώς, αλλά μου το είχε πει κάποτε ο μπαμπάς μας, που είχε μελετήσει προσεκτικά το «Συμπόσιο» και την «Απολογία Σωκράτους». Το παραθέτω με επιφυλάξεις λοιπόν: το 380 π.Χ. περίπου, ένας μαθητής γκρίνιαζε στον δάσκαλο Σωκράτη, ότι οι νέοι της εποχής τους δεν ήξεραν να ζήσουν, να αγαπήσουν, να απολαύσουν τον έρωτα και γενικά πού τους πάνε τα τέσσερα.
Ο Σωκράτης απάντησε κατευναστικά, ότι κάθε παλαιότερη γενιά εκφράζει το ίδιο παράπονο για την νέα γενιά, κι ότι δεν ισχύει, μια χαρά ξέρουν από βέσπα οι της-νέας -γενιάς, απλώς οι της-παλιάς-γενιάς δεν καταλαβαίνουν αυτούς της νέας-γενιάς, και είναι φυσικό αυτό, πρώτον γιατί η παλιά γενιά έχει ξεχάσει πώς ήτανε η ίδια όταν βρισκόταν στην ηλικία της νέας γενιάς, και δεύτερον γιατί η νέα γενιά κάνει σωστά τη δουλειά της όταν αμφισβητεί ή/και απορρίπτει την παλιά.
Αυτά τα σκέφτομαι με αφορμή μια καλτ Ελληνική ταινία «Η πόλη ποτέ δεν κοιμάται», (1984) το σενάριο της οποίας συν-έγραψα μαζί με τον σκηνοθέτη Ανδρέα Τσιλιφώνη στις αρχές της δεκαετίας του ’80, για την ακρίβεια όταν ήμουν 23 χρονών. Είδα την ταινία πρόσφατα, σε σπέσιαλ προβολή, και σοκαρίστηκα – από το πόσο νόμιζα ότι τα ήξερα όλα στα 23 μου, και πόσο διαφορετικά θα τα έγραφα επίσης όλα, αν καθόμουν μπροστά στο λάπτοπ με το ίδιο θέμα, για τους ίδιους διαλόγους, σήμερα. Σοκαρίστηκα από την αναίδεια, την τόλμη και την βαθιά μελαγχολία που χαρακτήριζε την γενιά αυτήν, που δεν τολμώ να την πω «γενιά μου»: κόσμο που γεννήθηκε χονδρικά ανάμεσα στο 1950 και το 1970, που πρόλαβε τα τηλέφωνα με καντράν. Ίσως και τα ψυγεία πάγου. Σίγουρα τις τηλεοράσεις που έκαναν ΧΡΡΡΡΡΡΡΡΡ όταν τέλειωνε το πρόγραμμα τα μεσάνυχτα.
Να σημειώσω ότι το 1984 είχε βγει διθυραμβικά το ΠΑΣΟΚ πριν από τρία χρόνια, είχαμε πίσω μας ολόκληρη Χούντα, ξεχειλίζαμε από αισιοδοξία αλλά και κατάθλιψη – ένας συμμαθητής μας την ίδια περίοδο αυτοκτόνησε πηδώντας από ταράτσα μαζί με την κοπέλα του, και θεωρήσαμε ότι έφταιγε «Το Αδιέξοδο» που συζητούσαμε πολύ τότε: να ξεπουληθείς στο Σύστημα ή όχι; Κι αν ξεπουληθείς, τι κάνεις μετά, ενηλικιώνεσαι, μεγαλώνεις, που δεν είχαμε καμία όρεξη; Σωστά έγραφε ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός «αντισταθείτε σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι/ και λέει καλά είμαι εδώ»; Σωστά παραιτείτο χρόνο με το χρόνο ο Παύλος Σιδηρόπουλος; Σωστά τραγουδούσαν οι Jethro Tull «Too old to rock’n’roll, too young to die»; Σωστά ρωτούσαν οι γονείς μας «μα τι θα κάνεις επιτέλους με τη ζωή σου;» ενώ μας κοίταζαν με απελπισία στο μάτι;
Οι γονείς μας είναι αλήθεια δεν κατάλαβαν για πολλά χρόνια τι ακριβώς έκανα εγώ προσωπικά για να βγάζω τα έξοδά μου – διαλόγους; Άρθρα; Βιβλία; Κείμενα; Έβγαλα άδεια διδασκαλίας Αγγλικών στα 27-28 μου, για να μην ανησυχούν (πολύ) οι γονείς μας όσον αφορά το μέλλον. Το οποίο μέλλον, ήμουν σίγουρη ότι καλά τα έλεγε η Τζάνις Τζόπλιν, δεν θα ερχότανε ποτέ...
Υπήρχε μια διάχυτη επαναστατικότητα στα ‘80ς, μια διάθεση να ρίξουμε «κλωτσιά στην Εξουσία», μια απροθυμία να ενταχθούμε στο Σύστημα ή αυτό που θεωρούσαμε Σύστημα (=τα πάντα όλα). Διαβάζαμε με μανία, μέχρι και Γκράμσι μερικοί από εμάς, μέχρι και Σωκράτη. Είχαμε φουντωτά μαλλιά σα θάμνους, φορούσαμε σακάκια με τεράστιες βάτες, κολάν από γυαλιστερή λίκρα, τζελ (τα αγόρια), λακ (τα κορίτσια)… ή αμπέχωνα, στρατιωτικές τσάντες από το Μοναστηράκι, αρβυλάκια, λαχούρια. Δεν είναι ότι ήμασταν σαν ήρωες Αμερικάνικων ταινιών, «ωραία τυπάκια», όπως νομίζαμε, τρομάρα μας – δεν ήμασταν, είχαμε ανασφάλειες, βάζαμε τα κλάματα τις βροχερές Κυριακές, χτυπιόμασταν για άχρηστους έρωτες, ακούγαμε μόνο μανιακά ένα τραγούδι μέχρι να μας βγει από το ρουθούνι. Κάναμε δουλειές του ποδαριού, ή δουλειές που μας φαινόντουσαν καλές ιδέες (και δεν ήτανε – ή, εντελώς τυχαία, ήτανε), μέναμε στο πόδι όλη νύχτα με συζητήσεις που τώρα καταλαβαίνω πόσο ηλίθιες ήταν, ταξιδεύαμε με πούλμαν ή κατάστρωμα σε πλοία πολύ καραβοτσακισμένα, πηγαίναμε διακοπές με σλιπινγκ μπαγκ, τρώγαμε μαλακίες, βγάζαμε τη γλώσσα στους μεγαλύτερους που τους θεωρούσαμε γέρους αν είχανε κλείσει τα τριάντα πέντε και ετοιμοθάνατους αν είχανε περάσει τα πενήντα.
Σας θυμίζει κάτι; Μήπως (αν βάλουμε στην άκρη Γκράμσι και Σωκράτη) αυτούς που είναι σήμερα από 20 μέχρι 35 χρονών; Αν εξαιρέσουμε τα μούσια και τα τατουάζ, που τότε δεν φοριόντουσαν με τόση αφοσίωση, κατά τα άλλα η «νέα γενιά» μοιάζει με την τότε-νέα, νυν παλιά γενιά σε πολλά πράγματα. Κυρίως στην ξερόλικη διάθεση: συχνά ακούω πιτσιρικάδα να αγορεύει και σκέφτομαι «νννννναι, μισό όμως, και τελικά όχι όμως, δεν είναι έτσι», και δεν μιλάω καθόλου, με την λογική «πίσω έχει αχλάδα την ουρά»: ό,τι είναι, κι ό,τι δεν είναι έτσι, θα το βρούνε μπροστά τους οι σημερινοί 20άρηδες όταν πατήσουν με το καλό τα 40. Δατς λαιφ.
Είναι λογικό, και αναμενόμενο, να παθιάζεσαι, να ενθουσιάζεσαι αλλά και να αδιαφορείς βαθιά (κατά περίπτωση) όταν είσαι στα 20+ σου. Να απαξιώνεις γονείς και μεγαλύτερους, που γενικά, σόρι, δεν κατάφεραν σπουδαία πράγματα, κι ας έχουνε φτάσει στο παραπέντε. Όταν είσαι στην άλλη άκρη της τραμπάλας, όταν δηλαδή είσαι εσύ το πουρό της ιστορίας… στην αρχή δυσκολεύεσαι να το χωνέψεις (μα είσαι τόσο μέσα στα κόλπα, δεν είσαι;). Έπειτα το πολιτεύεσαι, καθώς εξετάζεις με βαριά καρδιά την απαξίωση που εισπράττεις. Και τέλος, αποφασίζεις να μην το πάρεις προσωπικά: έτσι είναι η ζωή, έτσι είναι ο σωστός κύκλος, εκεί που ήσουν ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ’ρθεις, φυσικό είναι να μην σου αρέσει η (βαβουριάρικη) μουσική των παιδιών σου και να μην τους αρέσει η (παλιακιά) μουσική σου. Και σόρι, αλλά τι κατάλαβες που διάβασες Γκράμσι ενώ τα παιδιά, ανίψια και εγγόνια σου, δηλαδή η νέα γενιά, ούτε που τον έχει ακούσει;
Τα τελευταία χρόνια, συζητώντας για τον μπαμπά μας εμείς τα τρία αδέρφια, καταλήξαμε ότι πολλές από τις ιστορίες που μας έλεγε τις είχε κατεβάσει από το μυαλό του. Ότι πράγματα που απέδιδε στον Σωκράτη, τον Αριστοτέλη, μερικές φορές και στον Όμηρο, ήταν δικά του εντελώς, σκαριφήματα, σοφά ρητά που ήθελε να μας περάσει, ότι τάχα μου είχανε βαριά υπογραφή, για να τα θυμόμαστε. Οπότε δεν ορκίζομαι πως ο Σωκράτης είχε όντως τοποθετηθεί τόσο προχωρημένα πάνω στο χάσμα των γενεών. Όχι ότι δεν του το ’χω, ολόκληρου Σωκράτη, και όχι ότι δεν είναι σωστή η άποψη (του Σωκράτη, ή του μπαμπά μας). Υπάρχει χάσμα ανάμεσα στις γενιές, θα υπάρχει πάντα, αλλά τα παιδιά το πάνε σωστά, ξέρουν μια χαρά τι κάνουνε… ακόμα κι όταν δεν ξέρουμε καλά-καλά τι κάνουμε εμείς, σαράντα χρόνια φουρναρέοι...
Τα πιο διαβασμένα άρθρα του Look μια φορά την εβδομάδα στο mail σου! Εγγράψου εδώ >>>