We have a war in our minds and we just ride…
Ποιος ξέρει; Ίσως κάπου, κάπως, κάποτε να νικήσουμε
Απέφυγα με κάθε τρόπο να χρησιμοποιήσω την τρομερή φράση «Θέλω να μιλήσουμε» όταν του πρότεινα να συναντηθούμε. «Θα’ θελες να πάμε για έναν καφέ;» απάντησε εκείνος χαλαρός και ευδιάθετος. Μου πρότεινε να συναντηθούμε στο αγαπημένο μας καφέ με τις ρετρό κούπες και την ατμόσφαιρα που θύμιζε γαλλικό bistrot. Ήταν πάντα το αγαπημένο μας μέρος, εκεί που συναντιόμασταν στα πρώτα μας ραντεβού και κυρίως εκεί που οι έκπληκτοι θαμώνες έβλεπαν μία γλυκιά, petite ύπαρξη να καβγαδίζει άγρια με έναν σωματώδη, πανύψηλο άνδρα κατηγορίας «ντουλάπα».
«Θα ήθελα να πάμε κάπου προς τη θάλασσα» πρότεινα, πιστεύοντας ότι το γαλάζιο χρώμα θα με ηρεμήσει. Μου υπενθύμισε ότι ο καιρός δεν είναι σύμμαχος και του έχει λείψει πολύ το στέκι μας. Φορούσα τζην και μαύρο φανελάκι και καθώς ανακάτευα τη σοκολάτα στην κούπα με τα ροζ πουά, εκείνος παρατηρούσε κάθε μου μικρή κίνηση σα να είχε ξεχωριστή σημασία. Τον έπιασα να γελάει. «Γιατί γελάς;» ρώτησα. «Είσαι σαν 20 χρονών. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι είσαι 15 και θα με κλείσουν στη φυλακή» αποκρίθηκε τρυφερά.
Ξέραμε και οι δύο το λόγο που ήμασταν εκεί αλλά κανένας δεν ήθελε να μπει πρώτος στο θέμα. Εκείνος είχε αρχίσει να δένεται μαζί μου και ήθελε να βολιδοσκοπήσει πώς βλέπω τη σχέση μας. Εγώ πάλι ήθελα να το τελειώσω, χωρίς τελεσίγραφα και ερωτήσεις, μόνο με τη σιγουριά ότι είχα επιβιβαστεί σε μία βάρκα που ήταν έτοιμη να βουλιάξει μεσοπέλαγα αντί να βρει λιμάνι. «Γιατί μένεις ακόμη μαζί μου; Πού πιστεύεις ότι θα μας οδηγήσει όλο αυτό;» ρώτησε πρώτος, σα να έκανε την πρώτη επιθετική κίνηση σε μία παρτίδα σκακιού.
«Δεν ξέρω. Απλώς μπήκα στη βάρκα» αποκρίθηκα δειλά. Πλέον ήταν η δική του σειρά να μιλήσει. Τον έβλεπα να με κοιτάζει σαν ερωτευμένος έφηβος που χάνει τα λόγια του. Από την άλλη όμως σε αυτό το πρώτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών έξι μήνες μετά, το μόνο που είχε να μου πει είναι ότι η γυναίκα του είναι ένας καλός άνθρωπος, τον οποίο αγαπάει και ο οποίος τον ανέχεται.
«Εσύ δε θα ήσουν ποτέ ευτυχισμένη μαζί μου Μελίνα. Ξέρω ότι δε θα με ανεχόσουν». Ύστερα έφαγε 20 ολόκληρα λεπτά προσπαθώντας να με πείσει ότι σε προσωπικό επίπεδο είναι πολύ ευτυχισμένος. Κι εγώ όπως πάντα άκουγα, περιμένοντας καρτερικά να ολοκληρώσει το παραμυθάκι «έχω βρει την υπέρτατη ευτυχία αλλά χρειάζομαι και εσένα για να τη συμπληρώνεις». Τον κεραυνοβόλησα με ένα βαθύ βλέμμα. «Προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ή εμένα;». Έμεινε να με κοιτά αποσβολωμένος, λέγοντας τι εννοώ και τι πιστεύω για εκείνον, για εμάς και για το γάμο του. «Αν ήσουν ευτυχισμένος, δε θα ήσουν εδώ. Αν ήσουν ευτυχισμένος, δε θα σε ενδιέφερε τι πιστεύω για το γάμο σου. Και ξέρεις κάτι; Δε μυρίζεις ευτυχία, φαίνεσαι δυστυχισμένος από χιλιόμετρα, γι’ αυτό και με χρειάζεσαι».
Αγάπη και αηδίες…Τόσα πολλά εγκλήματα στο όνομα μιας αγάπης που τείνει να θυμίζει ξεχαρβαλωμένο πουλόβερ. Νιώθεις άνετα σε αυτό αλλά παράλληλα είσαι και ο χειρότερος εαυτός σου. Πόσο δύσκολη υπόθεση είναι για κάποιους ανθρώπους η αυτοκριτική και το να τεκμηριώσουν τις επιλογές τους; Πόσο λίγους θα γνωρίσεις που θα σου πουν «έκανα το λάθος, παντρεύτηκα για τη συντροφιά και την αγάπη, αλλά δε μου βγήκε»; Εμένα τουλάχιστον οι πράξεις μου συμβαδίζουν με τα συναισθήματά μου και μόνο αυτό με έκανε να αισθανθώ πανίσχυρη. «Είσαι απόλυτη» είπε.
«Ναι, γιατί εγώ ήξερα πάντα τι ήθελα. Ενώ εσύ δεν ήξερες ποτέ τι σου γινόταν! Γιατί ποτέ δεν έκατσες να σκεφτείς τις επιλογές σου. Διάλεξες τα εύκολα όπως κάνει το 95% εκεί έξω. Δεν με πειράζει αυτό και εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος. Με πειράζει που νόμιζα ότι ανήκεις στο 5%». Στο μεταξύ, το κινητό μου χτύπησε για μήνυμα και εκείνος πρόλαβε να δει ένα ανδρικό όνομα και το «Θα σε δω απόψε;» στην οθόνη.
Η άνεση, η επιθετικότητά μου, οι κοινοί γνωστοί που του έλεγαν ότι βγαίνω κάθε βράδυ και το SMS που μόλις είδε τον έκαναν να συνειδητοποιήσει το προφανές: ότι με χάνει. Δεν τον άφησα να ανέβει όταν με πήγε σπίτι και δεν δέχτηκα να τον δω ούτε την επόμενη μέρα που ήθελε να περάσει από το σπίτι μου το πρωί για να πιούμε καφέ. Τα αποκαλυπτήρια είχαν γίνει πια. Δε με ενδιέφερε να είμαι με έναν άνδρα που θα με παντρευτεί ή θα με σπιτώσει, αλλά δεν ήθελα να είμαι και με έναν άνδρα που ισχυριζόταν ωμά και κυνικά ότι δεν είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα που παντρεύτηκε, αλλά δεν κάνει τίποτα για να είναι με αυτήν που θέλει.
Ίσως κάποιοι άνθρωποι να είναι γονιδιακά προγραμματισμένοι για να αγαπήσουν τον υποψήφιο σερβιτόρο του χαμομηλιού που θα πίνουν στα γηρατειά τους. «Εσύ κι εγώ ερωτευόμαστε μόνο αυτoύς που είναι πιο ισχυροί από εμάς» είπε ο φίλος μου ο Α. καθώς ατενίζαμε το ηλιοβασίλεμα της παρηγοριάς στην παραλία. Δεν είναι αυτό όμως. We have a war in our minds and we just ride… Ποιος ξέρει; Ίσως κάπου, κάπως, κάποτε να νικήσουμε.