Είναι καλοκαίρι, μάθε τα!
Κάθομαι αναπαυτικά στο πριβέ δωμάτιο του Ινστιτούτο Ομορφιάς, στην ειδική πολυθρόνα που σου κάνει μασάζ στην πλάτη. Έχω σηκώσει τα μπατζάκια του παντελονιού και τα πόδια μου μουλιάζουν βυθισμένα μέσα σε ένα μικρό τζακούζι με ζεστό νερό που μου κάνει υδρομασάζ. Τα χέρια μου, από τις δουλειές στο σπίτι, είναι ξερά, γεμάτα παρονυχίδες και πετσάκια. Τα πόδια μου, από τη σαγιονάρα, έχουν γίνει χάλια στις φτέρνες. Έχω έρθει εδώ να κάνω μανικιούρ και πεντικιούρ, κάτι που το θεωρώ ύψιστη πολυτέλεια. Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι είναι Τετάρτη και η γιαγιά μου έλεγε: «Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις και Κυριακή να μη λουστείς αν θέλεις να προκόψεις», κάτι που το τηρώ χωρίς να το έχω αναλύσει ποτέ.
Λέω την παροιμία στην κοπέλα Α, που έχει έρθει για να μου κάνει το πεντικιούρ. Πολωνέζα, νέο κορίτσι, όμορφο και ευγενικό, μιλάει τέλεια ελληνικά. «Εμείς τον περισσότερο κόσμο τον έχουμε Τετάρτη και Παρασκευή» μου απαντάει και βγάζει το αριστερό μου πόδι έξω από το νερό. «Πώς θα ξεκινήσουμε;» τη ρωτάω. «Με αυτό το στρογγυλεμένο ξυλαράκι, θα σηκώσουμε όλες τις πετσούλες από τα νυχάκια και θα τις κόψουμε με το ψαλιδάκι. Μόνο τις πετσούλες! Τίποτε άλλο!». Δουλεύει με ταχύτητα και επαγγελματική ακρίβεια. Απλώνει στο κάθε δάκτυλο μια άσπρη κρέμα για να μαλακώσουν περισσότερο οι πετσούλες, ξαναβάζει τα πόδια μου μέσα στο ζεστό νερό, η πολυθρόνα συνεχίζει να μου κάνει μασάζ, από τα ηχεία ακούγεται Michael Jackson, μπαίνει η άλλη κοπέλα Β. για να μου κάνει μανικιούρ. Φιλιπινέζα, μικρούλα, γελαστή με τσαχπίνικα μάτια. «Γεια σου. Ήρθα να κάνουμε τα νυχάκια» λέει και ακουμπάει ένα μπολ με ζεστό νερό στο μπράτσο της πολυθρόνας. «Να βάλουμε μέσα στο μπολάκι το ένα χεράκι για να μαλακώσουν οι πετσούλες;». «Να το βάλουμε».
Πιάνει το ένα χέρι και πριν το βάλει στο μπολ το εξετάζει. «Πω, πω! Χάλια είναι τα χεράκια μας!» λέει. «Θέλω να μου βάλεις νύχια σαν της Φλόρενς, Γκρίφιδ» αστειεύομαι. Γελάει. «Κύριε Γιώργο, μετά πώς θα μπορείτε να γράφετε; Πώς θα τρώτε; Θα είστε σαν βάμπάιρ». Της λέω ότι στους πεθαμένους τα νύχια συνεχίζουν να μεγαλώνουν, γι’ αυτό και οι βρικόλακες έχουν μακριά νύχια. Σκιάζεται. “Oh, my God!” μουρμουρίζει τρομαγμένη και κάνει το σταυρό της.
Η Α. έχει αρχίσει να μου κόβει τα νύχια. «Έρχονται άντρες εδώ;» τη ρωτάω για να αλλάξω κουβέντα. «Λίγοι. Οι περισσότεροι πελάτες είναι γυναίκες». «Και τι κάνουν συνήθως;». «Από όλα: μανικιούρ, πεντικιούρ, αποτρίχωση, μασάζ». «Ποιο είναι το πρόβλημα που έχουν συνήθως;». «Οι περισσότεροι έχουν κάλους κάτω από τις πατούσες. Από τα ψηλά τακούνια». «Και πώς τους βγάζετε τους κάλους;». «Τους τρίβουμε με αυτή τη ρασπούλα. Τώρα θα κάνω και στα δικά σας πόδια». Πιάνει τη ράσπα και αρχίζει να τρίβει κάτω από τις πατούσες. Γαργαλιέμαι. «Πολλές κυρίες με έχουν κλωτσήσει στο πρόσωπο όταν τους κάνω αυτό» λέει γελώντας η Α. και βάζει έναν ειδικό αφρό για να μαλακώσουν οι φτέρνες. «Πονάει; Πονάει;» ρωτάει κάθε τόσο η Β. που έχει αρχίσει να κόβει τα νύχια. Κλείνω το μάτι στην Α. και βάζω τις φωνές: «Ωχ! Ωχ! Πονάει!» φωνάζω. «Πονάει; Αφού δεν έκοψα ακόμα». «Πλάκα σου κάνω, βρε κορίτσι!». Με κοιτάζει αυστηρά και μου βάζει και τα δυο χέρια μέσα στο μπολ. «Πάω για λίγο δίπλα να κάνω κλωστή σε μια κυρία και θα έρθω να κόψουμε τις πετσούλες.» «Κλωστή; Τι κλωστή;». «Παίρνουμε κλωστή, τη στρίβουμε και βγάζουμε τρίχες από το πρόσωπο. Αυτό είναι πολύ αρχαίο, το κάνανε γυναίκες στην Ινδία, από παλιά χρόνια».
Η Β φεύγει, η Α. αρχίζει και κάνει peeling στα πόδια με τα ειδικά άλατα και συνεχίζει με μασάζ. Βρίσκομαι στον έβδομο ουρανό. Όλη η κούραση και το πρήξιμο των ποδιών έχουν εξαφανιστεί. «Όλα τα όργανα του σώματος καταλήγουν στις πατούσες» μου εξηγεί. Ξεπλένει και σκουπίζει τα πόδια, εξετάζει αν έχω μύκητες ανάμεσα στα δάχτυλα, δεν έχω, μου βάζει μια καταπραϋντική κρέμα. «Εγώ τελείωσα» λέει, μαζεύει τις πετσούλες, τα ψαλιδάκια και τα μπουκαλάκια, με χαιρετάει και φεύγει.
Είμαι μόνος μου τώρα και επειδή είμαι λίγο άβολα με τα δυο χέρια μέσα στο μπολ πάω να βγάλω το ένα. «Γιατί βγάζουμε το χεράκι έξω από το μπολάκι;» με προλαβαίνει η Β. που στέκεται στην πόρτα. Πλησιάζει, κάθεται δίπλα μου, πιάνει το ένα χέρι και αρχίζει να κόβει τις παρονυχίδες και να τρίβει τα νύχια με τη λίμα. «Πονάει; Πονάει;» ρωτάει κάθε τόσο αλλά τώρα ακόμα και να ουρλιάξω δεν νομίζω ότι θα δώσει σημασία. Όπως με τα πόδια, έτσι κι εδώ, κόβουμε τις πετσούλες, μούλιασμα, peeling με άλατα, ξέπλυμα, μασάζ. Με τις πρώτες κινήσεις του μασάζ τα δάχτυλα αρχίζουν να τρίζουν σαν του κροταλία. Έπειτα από λίγο όμως τα νιώθω ελαφρά σαν πούπουλα. Η Β. τα σκουπίζει, βάζει κρεμούλα, έτοιμος! Η πολυθρόνα έχει σταματήσει το μασάζ και εγώ κάθομαι με τα χέρια κρεμασμένα, σαν τον Σταύρο Παράβα όταν παίζει την αδελφή. Δεν θέλω να πιάσω τίποτα με τα κρινοδάχτυλά μου. Η Β το αντιλαμβάνεται. «Να σας φορέσω εγώ τις καλτσούλες και τα παπουτσάκια;» ρωτάει και πριν προλάβω να απαντήσω μου τα φοράει σαν να είμαι μικρό παιδί. Ευχαρίστως θα έπαιρνα έναν υπνάκο, αλλά τι να κάνω; Σηκώνομαι, πηγαίνω στο ταμείο, πληρώνω € 20 για το πεντικιούρ και € 12 για το μανικιούρ, ευχαριστώ τα κορίτσια και βγαίνω στην εξώπορτα.
Γυρίζω σπίτι, βγάζω το παπούτσια, θαυμάζω για λίγο τις πατούσες μου, λέω σαν την Τζέσικα Λάνγκ στον «Ταχυδρόμο χτυπάει δύο φορές»: «Έκω πολύ ωραία πόθια», φοράω τις σαγιονάρες, βγαίνω στη βεράντα και αρχίζω να πλατσουρίζω με τα νερά. Πηγαίνω στην κουζίνα και πλένω κάτι πιατάκια που είχαν μείνει από την προηγούμενη μέρα. Και όταν πια αργά το βράδυ κάθομαι να γράψω αυτό το κείμενο, οι φτέρνες έχουν γίνει Γκραν Κάνυον από τα σκασίματα και οι πανέμορφες παλάμες μου είναι ξερές και άγριες σαν γυαλόχαρτο. Δεν έχω νύχια να ξυστώ και κρατιέμαι με νύχια και με δόντια για να μη βάλω τις φωνές. Τελικά είχε δίκιο η γιαγιά. Μόνο που σήμερα θα άλλαζα λίγο την παροιμία και θα την έκανα: «Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μη φτιάξεις, γιατί θα γίνουνε σκατά κι εσύ πικρά θα κλάψεις».