Η δημόσια εξομολόγηση της ηθοποιού έρχεται με αφορμή τη νέα της ταινία, στην οποία υποδύεται μια γυναίκα που μπλέκει σε ερωτικό τρίγωνο
Ήταν η βασίλισσα Ελισάβετ Β' fashion icon;
Η βασίλισσα δεν ντυνόταν για να είναι «ωραία», ντυνόταν για να ξεχωρίζει από το πλήθος των υπηκόων της
Σχόλιο για τις στιλιστικές επιλογές της βασίλισσας Ελισάβετ Β', η οποία πέθανε στις 8 Σεπτεμβρίου 2022.
To βασιλικό κιτς είναι ένα κιτς αλλιώτικο από τα άλλα. Ίσως και το βρετανικό κιτς να είναι αλλιώτικο από τα άλλα. Γι’ αυτό, αν και η Ελισάβετ δεν υπήρξε ποτέ «ωραία», άφησε μια κληρονομιά εαυτού και ταυτότητας που περιλαμβάνει μια πολύ συγκεκριμένη αίσθηση για το στιλ, το ντύσιμο και το glamour. Οι αμφιέσεις της από το 1952 μέχρι το 2022 ήταν ένα ταξίδι μόδας και συγχρόνως ένα μάθημα ακεραιότητας ως προς την προσωπική ταυτότητα.
Οι ενδυματολογικές της επιλογές, αν και συζητιούνταν συχνά με όρους αισθητικής, χρησίμευαν σαν ένα έξυπνο, αν και μάλλον υποτιμημένο, μέσο επικοινωνίας με το κοινό, ήδη από την εποχή της ενηλικίωσής της στην μεταπολεμική Βρετανία. Το 1947 παντρεύτηκε στο αββαείο του Γουέστμινστερ φορώντας ένα νυφικό που είχε σχεδιάσει ο Norman Hartnell, ο οποίος παρέμεινε ένας από τους βασιλικούς μόδιστρους μέχρι το τέλος της ζωής του το 1979. Το φόρεμα ενώ έδειχνε σχετικά απλό, είχε χρειαστεί δουλειά 350 γυναικών επί επτά εβδομάδες για να κεντήσουν τα 10.000 μαργαριτάρια πάνω στα λουλούδια. Ο Hartnell σχεδίασε αργότερα το φόρεμα της ενθρόνισής της και αργότερα το νυφικό της πριγκίπισσας Μάργκαρετ, το 1960.
Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας της, η Ελισάβετ Β', η οποία περιβαλλόταν από συμβούλους ―στιλίστες και μόδιστρους― δημιούργησε μια γκαρνταρόμπα που συνδύαζε τις επιλογές της μητέρας της ―ένα απομεινάρι του 19ου αιώνα με καπελίνα και την επιμονή στο «ασορτί»― με την προαιώνια παράδοση της οικογένειάς της: τιάρες, καρφίτσες και αξεσουάρ από το προγονικό σεντούκι. Αν και έχει γίνει λόγος για τη «διπλωματική μόδα» ―πράγματι, φτάνοντας στην Ιρλανδία το 2011, ως ο πρώτος Βρετανός μονάρχης που ταξίδευε στο νησί μετά από εκατό χρόνια, ήταν ντυμένη στα πράσινα (το χρώμα της Ιρλανδίας)― το ντύσιμό της χαρακτήριζε η ιδέα του να ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος και να φαίνεται από μεγάλη απόσταση. Οι βασιλιάδες πρέπει να γίνονται ορατοί ακόμα και από το πιο μακρινό άκρο του πλήθους που περιμένει να τους δει. Έντονα χρώματα, «γυναικεία»: ροζ, ουρανί, καναρινί, τιρκουάζ, φούξια· καπέλα, κλασικές γόβες, γάντια ―όλα τα αξεσουάρ που δεν έλειπαν ούτε από τις ντουλάπες των μελών της οικογένειάς της. Όπως ορίζει το πρωτόκολλο, τις τιάρες και τα κοσμήματά της δανείζονταν συχνά άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας για τελετές ή επίσημες επισκέψεις: Αν κοιτάξουμε την γκαρνταρόμπα της δούκισσας του Κέιμπριτζ και του Σάσεξ θα παρατηρήσουμε παρόμοια αντικείμενα και χρώματα.
Η Ελισάβετ είχε δύο ενδυματολογικές πλευρές. Η μία ήταν εκείνη της εξοχής και των αλόγων: μακριά από τους υπηκόους της φορούσε κεφαλομάντιλα και γαλότσες· στις δημόσιες εμφανίσεις της ήταν τόσο φανταχτερή ώστε να πλησιάζει το κιτς. Αν και η αδερφή της, η πριγκίπισσα Μάργκαρετ φορούσε Dior, η Ελισάβετ, ως Βρετανίδα μονάρχης, δεν επέτρεπε στον εαυτό της τη γαλλική μόδα.Ωστόσο, αν και τα τελευταία 20 χρόνια, είχε εμπιστευτεί την Angela Kelly που έκανε τη βασιλική γκαρνταρόμπα κάπως διασκεδαστική με πούλιες αρλεκίνου, λουλουδάτα τουρμπάνια και γούνινα στολίδια που συνδυάζονταν με εκθαμβωτικά διαδήματα και χιτώνες, μια φορά, πάνω από τη γνωστή προσεγμένη περμανάντ εθεάθη με φουλάρι του γαλλικού οίκου Hermès. Ήταν τότε που κατευθυνόταν προς τα Υψίπεδα της Σκωτίας.
Από τη δεκαετία του 1990, άρχισε να φοράει δημιουργίες του Ian Thomas, ενώ διατήρησε την αγάπη της στις τσάντες Launer και στα παπούτσια Anello & Davide. Ανάμεσα στους σχεδιαστές με τους οποίους συνεργαζόταν, εκτός από τον Norman Hartnell, ήταν ο Stewart Parvin ο οποίος έχτισε μια εικόνα «στολής»: πράγματι, επί πάνω από τριάντα χρόνια, η Ελισάβετ έμοιαζε να φοράει πανομοιότυπη στολή, κάτι που ο Norman Hartnell χαρακτήριζε «μη εντυπωσιακή κομψότητα». Δεν συμφωνούν όλοι: Τα ρούχα της Ελισάβετ δεν επιλέγονταν με κριτήριο το πόσο κολακευτικά φαίνονταν στον καθρέφτη της αλλά με το πόσο μιλούσαν σε εμάς τους υπόλοιπους. Ήταν «αναγνωρίσιμα»· λίγες γυναίκες στον κόσμο εμφανίζονταν με βιολετί ταγιέρ, με μουσταρδί γόβες και με διαφανή ομπρέλα ώστε να φαίνεται το πρόσωπο από κάτω. Η απλότητα δεν ήταν το φόρτε της: όπως ο Λουδοβίκος ΙΔ' της Γαλλίας εμφανιζόταν με κόκκινα ψηλοτάκουνα παπούτσια και λευκή ερμίνα, έτσι η Ελισάβετ εμφανιζόταν με τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Στο ετήσιο άνοιγμα του κοινοβουλίου φορούσε λευκή γούνα, λευκά γάντια και το διαμαντένιο στέμμα της: στις ενδυματολογικές της επιλογές έπαιρνε υπόψη τα χρώματα του περιβάλλοντος ―στο κοινοβούλιο οι υπόλοιποι φορούσαν κόκκινες τηβέννους, άρα έπρεπε να είναι ντυμένη στα άσπρα. «Η βασίλισσα και η βασιλομήτωρ δεν θέλουν να γίνουν μοδίστρες», είπε πει κάποτε ο Hartnell· «Αυτή τη δουλειά την κάνουμε εμείς που έχουμε λιγότερο σημαντικά καθήκοντα.» Ωστόσο, η Ελισάβετ είχε «μάτι»: επί 70 χρόνια δεν φαίνεται να έκανε ούτε ένα faux pas μόδας· δεν ξέχασε ποτέ να ισιώνει το παλτό της προτού καθίσει ώστε να μην τσαλακωθεί, ούτε της ξέφυγε ποτέ η συμμετρία ενός καπέλου· είχε ισχυρή οπτική αίσθηση και πρόσεχε τη λεπτομέρεια. Εξάλλου, τη χαρακτήριζε κάποια θεατρικότητα: τα φορέματα ήταν συχνά υπερβολικά λουλουδάτα, τα καπέλα υπερβολικά φορτωμένα ―με τα χρόνια, παρότι γερνούσε, τα λουλούδια και τα χρώματα παρέμειναν αναλλοίωτα. H τελευταία της δημόσια εμφάνιση με καρό φούστα και ζακετάκι σηματοδοτούσε το τέλος: η βασίλισσα πόζαρε δίπλα στο τζάκι στηριγμένη στο μπαστούνι της και ήταν η πρώτη φορά που δεν ξεχώριζε στο φόντο των λευκών τοίχων.